Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αδελφές Ποντγκούρσκι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αδελφές Ποντγκούρσκι
Πληροφορίες ασχολίας
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΔίκαιοι των Εθνών (11  Ιανουαρίου 1979)[1]

Οι αδελφές Ποντγκούρσκι, Στεφάνια Ποντγκούρσκα (πολωνικά: Stefania Podgórska, 2 Ιουνίου 1925, Λίπα – 29 Σεπτεμβρίου 2018, Λος Άντζελες) και Χελένα Ποντγκούρσκα (Helena Podgórska, γενν. 1935), προέρχονταν από μια καθολική οικογένεια αγροτών που ζούσε κοντά στο Πσέμισλ, στη νοτιοανατολική Πολωνία.[2] Κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, η δεκαεξάχρονη Στεφάνια και η επτάχρονη αδελφή της έδωσαν καταφύγιο σε 13 Εβραίους άνδρες, γυναίκες και παιδιά στη σοφίτα του σπιτιού τους για δυόμισι χρόνια. Και οι δύο τιμήθηκαν αργότερα ως Δίκαιες των Εθνών από το Γιαντ Βασσέμ, καθώς και από εβραϊκές και πολωνικές οργανώσεις στη Βόρεια Αμερική, για τον ηρωισμό τους στον πόλεμο.

Προπολεμική φωτογραφία που δείχνει πιστούς μπροστά από την Παλιά Συναγωγή του Πσέμισλ

Πριν από την εισβολή του 1939 στην Πολωνία από τη Ναζιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση, η Στεφάνια Ποντγκούρσκα εργαζόταν σε ένα παντοπωλείο που ανήκε στους Ντιάμαντ, μια εβραϊκή οικογένεια.[3] Ο πατέρας της είχε πεθάνει το 1938 μετά από ασθένεια. Λίγο μετά την άφιξη των Ναζί, η μητέρα και ο αδερφός της οδηγήθηκαν στο Σάλτσμπουργκ για καταναγκαστική εργασία, ενώ οι Ντιάμαντ εξαναγκάστηκαν σε ένα γκέτο. Οι δύο αδερφές Ποντγκούρσκι ζούσαν στο Πσέμισλ μόνες σε ένα διαμέρισμα που είχε νοικιάσει η Στεφάνια, η οποία ήταν 17 ετών τότε.[4] Έπιασε δουλειά στην πόλη ως χειρίστρια εργαλειομηχανών. 

Τα σύνορα μεταξύ των δύο εισβολέων διέτρεχαν τη μέση του Πσέμισλ μέχρι τη γερμανική επίθεση στη Σοβιετική Ένωση τον Ιούνιο του 1941. Το 1942, διαδόθηκε η είδηση σχετικά με την εκκαθάριση του εβραϊκού γκέτο στο Πσέμισλ από τους Ναζί.[2] Ο γιος του προπολεμικού εργοδότη της Στεφάνια, Μαξ Ντιάμαντ, εμφανίστηκε στο κατώφλι τους. Δραπέτευσε με τον αδερφό και τον ξάδερφό του από το τρένο στο στρατόπεδο εξόντωσης Μπέλζεκ.[5] Τα κορίτσια ήταν τρομοκρατημένα, αλλά έδωσαν στον Μαξ την άδεια να κρυφτεί στη σοφίτα. Επικοινώνησε με την οικογένειά του στο γκέτο και ζήτησε από τη Στεφάνια να τους δεχτεί επίσης, συμπεριλαμβανομένου του μικρότερου αδερφού του, Χένεκ και της συζύγου του Χένεκ, Ντανούτα, του Δρ Γουίλιαμ Σίλινγκερ και της κόρης του Τζούντι, και ενός φίλου του, οδοντίατρου με τον γιο του. Για να φιλοξενήσει τους φυγάδες, η Στεφάνια σύντομα νοίκιασε μια ημιανεξάρτητη εξοχική κατοικία με δύο δωμάτια, μια κουζίνα και μια σοφίτα στην οδό Τατάρσκα.

Ζωή στην οδό Τατάρσκα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Χελένα, με τη Στεφάνια, μετακόμισαν πρώτες και ακολούθησε ο Μαξ Ντιάμαντ. Μετά ήρθε ο Δρ. Σίλινγκερ με την κόρη του και ο οδοντίατρος με τον γιο του. Η φίλη του οδοντιάτρου, μια χήρα από το γκέτο ήρθε επίσης με τον γιο και την κόρη της. Έγραψε ένα απειλητικό σημείωμα ότι θα καταγγείλει τα κορίτσια αν της αρνηθούν. Ο οδοντίατρος παρακάλεσε τη Στεφάνια να δεχτεί τον ανιψιό του με τη γυναίκα του. Ο μικρότερος αδερφός του Μαξ, ο Χένεκ, με τη γυναίκα του έφτασαν αργότερα και τελευταίος ήρθε ένας Εβραίος ταχυδρόμος: δεκατρείς Εβραίοι συνολικά. Ο Μαξ έφτιαξε έναν τοίχο στη σοφίτα από σανίδες που αγόρασε η Στεφάνια, εξασφαλίζοντας ένα χώρο ύπνου για όλους.

Μετά από μερικές εβδομάδες, έμειναν εντελώς χωρίς χρήματα. Η Στεφάνια άρχισε να πλέκει πουλόβερ και να παίρνει παραγγελίες για αυτά, από φίλους και γνωστούς της. Εμπορευόταν ρούχα για φαγητό και τα αγόραζε, αν χρειαζόταν, στη μαύρη αγορά. Ένας άνδρας της Σούτσσταφφελ μετακόμισε στο διπλανό διαμέρισμα. Ο Μαξ επαγρυπνούσε με άλλους για να εξαλείψει τυχόν θορύβους. Στις αρχές του 1944, ένας Γερμανός αξιωματικός μπήκε στο διαμέρισμα και ανακοίνωσε ότι η Στεφάνια και η Χελένα πρέπει να εγκαταλείψουν το μέρος σε δύο ώρες. Οι Εβραίοι φυγάδες παρακάλεσαν τις δύο αδερφές να τραπούν σε φυγή καθώς ένιωθαν ότι όλοι ήταν καταδικασμένοι.[6] Αλλά η Στεφάνια - αφού προσευχήθηκε στη Μαύρη Παναγία της Τσενστοχόβα - σκέφτηκε διαφορετικά. «Δεν σε αφήνω», είπε. Γερμανίδες νοσηλεύτριες και οι φίλοι τους ζούσαν κάτω από τη Στεφάνια και τους πρόσφυγες της για οκτώ μήνες. Μετά από αυτούς τους οκτώ μήνες, οι νοσηλεύτριες έπρεπε να εκκενώσουν για να ακολουθήσουν τον Γερμανικό Στρατό και οι 13 Εβραίοι φυγάδες είχαν μείνει απαρατήρητοι.[7]

Στις 27 Ιουλίου 1944, ο Σοβιετικός Στρατός εισήλθε στο Μσέμισλ. Οι δεκατρείς Εβραίοι, αν και αδυνατισμένοι και αδύναμοι, ήταν ελεύθεροι. Ο Μαξ, που πήρε το όνομα Γιόσεφ Μπουζμίνσκι (Josef Burzminski), έκανε πρόταση γάμου στη Στεφάνια, την οποία έκανε δεκτή.[7] Το 1961, το ζευγάρι μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο Μπουζμίνσκι έγινε οδοντίατρος.[2] Έκαναν έναν γιο και μια κόρη. Η Χελένα παρέμεινε στην Πολωνία, παντρεύτηκε και έγινε ιατρός στο Βρότσλαβ. Το 1979, οι αδελφές τιμήθηκαν από το Γιαντ Βασσέμ, στην Ιερουσαλήμ, ως Δίκαιες των Εθνών.

Η Στεφάνια πέθανε στις 29 Σεπτεμβρίου 2018, σε ηλικία 97 ετών στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια.[8]

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Φλέμινγκ, Τόμας, «Τα παιδιά έκλαψαν;» Reader's Digest, Φεβρουάριος 1996.
  • Adler, Morris, Jewish Heritage Reader, Taplinger Publishing Co., Inc., 1965.
  • Lerski, George, and Halina Lerski, Jewish-Polish Coexistence, 1772–1939, Greenwood Press, 1986.
  • Vishniac, Roman και Elie Wiesel, A Vanished World, Noonday Press, 1986.
  • Cameron, Sharon, "The Light in Hidden Places", Scholastic Press, 2020.