Αβοκέτα (γένος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αβοκέτα (γένος)
Αμερικανικές αβοκέτες (Recurvirostra americana)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χαραδριόμορφα (Charadriiformes)
Οικογένεια: Ανωραμφίδες (Recurvirostridae)
Γένος: Ανώραμφος (Recurvirostra) Linnaeus, 1758
Είδος: 4 είδη (βλ. Κείμενο)

Αβοκέτα είναι η γενική ονομασία χαραδριόμορφων καλοβατικών πτηνών της οικογενείας των Ανωραμφιδών. Η επιστημονική ονομασία του γένους είναι Recurvirostra και περιλαμβάνει 4 είδη. [1]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο λατινικός όρος Recurvirostra, προέρχεται από τα συνθετικά recurvare «λυγίζω, κάμπτω» + rostrum «ράμφος» και παραπέμπει στο χαρακτηριστικό κυρτωμένο ράμφος του πτηνού. [2] Η επιστημονική ονομασία αβοκέτα, έχει βενετσιάνικη ρίζα και, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο έργο του Αλντροβάντι Ορνιθολογία (1603). [3] Πιθανολογείται ότι η ονομασία σχετίζεται με την ιταλική λέξη avvocato (=δικηγόρος), για να υπενθυμίζει τη μαυρόασπρη «στολή» του πτηνού, όπως ήσαν ντυμένοι οι δικηγόροι της εποχής, αυτό όμως δεν έχει τεκμηριωθεί ικανοποιητικά. [4]

Είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συστηματική ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γένος Avoceta συνδέεται φυλογενετικά με τα γένη Cladorhynchus και Himantopus που, μαζί, απαρτίζουν την οικογένεια των Ανωραμφιδών. [5]

Γεωγραφική κατανομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρ. Eίδος Επικράτειες κατανομής Μορφές μετακίνησης Σημειώσεις
1 Recurvirostra avosetta Ευρώπη, Ασία, Αφρική ΠΜ, ΜΜ
2 Recurvirostra americana Βόρεια Αμερική, Κεντρική Αμερική, (Νότια Αμερική) ΠΜ, ΜΜ
3 Recurvirostra novaehollandiae Ωκεανία ΕΠ Ενδημικό της Αυστραλίας
4 Recurvirostra andina Νότια Αμερική ΕΠ Ευρυενδημικό στην οροσειρά των Άνδεων

Πηγές: [6][7][8][9]

ΠΜ = Πλήρως μεταναστευτικό, ΜΜ = Μερικώς μεταναστευτικό, ΕΠ = Επιδημητικό (καθιστικό/μόνιμο)

(σημ: με έντονα γράμματα η μορφή μετακίνησης της πλειονότητας των πληθυσμών, με έντονα πλάγια γράμματα το είδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αβοκέτες είναι καλοβατικά πτηνά ρηχών υγροτόπων που απαντούν, ανάλογα με το είδος, σε επίπεδους ανοικτούς χώρους, αμμονησίδες, λασπότοπους και αργιλώδη εδάφη, έλη, μεγάλες ή μικρές ηπειρωτικές λίμνες (αλακαλικές ή μη), λίμνες οξειδωμένων λυμάτων, λιμνοθάλασσες, εκβολές ποταμών, αλυκές, αλλά και στις μεγάλες χορτολιβαδικές εκτάσεις της puna, που εκτείνονται στα οροπέδια μεγάλου υψομέτρου των Άνδεων

(λεπτομέρειες στα λήμματα των επί μέρους ειδών).

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όλες οι αβοκέτες, χαρακτηρίζονται από το -εν πολλοίς μοναδικό στον κόσμο των πτηνών- ράμφος τους, το οποίο είναι λεπτό και με έντονη κύρτωση προς τα πάνω, στοιχείο που έδωσε την ονομασία στο γένος. Επίσης, άλλο σημαντικό διαγνωστικό στοιχείο των αβοκετών είναι το πτέρωμά τους που, είτε είναι ασπρόμαυρο (pied), είτε κοκκινωπό/κανελλί πάλι κάνοντας αντίθεση με το λευκό και τις μαύρες πτέρυγες. Αυτά τα δύο διαγνωστικά στοιχεία αρκούν για την εύκολη αναγνώριση του πτηνού στην παρατήρηση πεδίου, που δεν συγχέεται με κάποιο άλλο (indistinguishable).

Ενήλικη αβοκέτα (Recurvirostra avosetta) σε ζωολογικό κήπο

Οι ταρσοί είναι μακρείς και πολύ λεπτοί, συνήθως γκριζοκυανοί, και βοηθούν στην περιπλάνηση του πτηνού στα ρηχά νερά. Τα φύλα είναι παρόμοια, αλλά στην πλειονότητα των περιπτώσεων, το ράμφος του θηλυκού είναι πιο κυρτωμένο στην άκρη από εκείνο του αρσενικού.

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: (40-) 43 έως 48 (-51)εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 68 έως 72 (-76) εκατοστά.
  • Μήκος ράμφους: 7,5 έως 8,5 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: (7,5-) 7,7 έως 8,4 (-10,3) εκατοστά
  • Βάρος: (275-) 315 έως 410 (-460) γραμμάρια

(Πηγές: [10][11][12][13][14][15][16][17][18][19][20][21][22]

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρόλο που σε ένα (1) είδος, οι διατροφικές συνήθειες δεν έχουν μελετηθεί λεπτομερώς, οι αβοκέτες τρέφονται με μικρά ασπόνδυλα (invertivore), όπως δακτυλιοσκώληκες, μαλάκια, καρκινοειδή και διάφορα υδρόβια έντομα με τις προνύμφες τους. Επίσης, αναζητούν και φυτικό υλικό όπως σπέρματα και βλαστούς υδροβίων φυτών.

  • Ο τρόπος αναζήτησης της τροφής τους είναι πολύ ιδιαίτερος: ανιχνεύουν και σαρώνουν τον ιζηματώδη βυθό με χαρακτηριστική κίνηση του κυρτού ράμφους δεξιά-αριστερά, επίσης και με μικρές καταδύσεις ενόσω κολυμπάνε. Σε κάθε τέτοια πλάγια κίνηση καλύπτουν μία περιοχή, με εμβαδόν 30 τετραγωνικά εκατοστά, περίπου, με το ράμφος να τοποθετείται περίπου 7-10 εκατοστά σε βάθος.

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η «βασική» φωνή των αβοκετών είναι ένα χαρακτηριστικό σφύριγμα που, σε μερικές περιπτώσεις θυμίζει έντονα τον ήχο παιδικής καραμούζας (sic)

(δείγματα φωνής στα λήμματα των επί μέρους ειδών).

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρόλο που οι αβοκέτες αναπαράγονται κατά τα καλοκαίρια των αντιστοίχων οικοζωνών, σε κάποιες περιοχές του Νοτίου Ημισφαιρίου, η περίοδος φωλιάσματος, είναι μεταβλητή, ανάλογα με τις βροχοπτώσεις και τη διαθεσιμότητα του νερού. Οι αβοκέτες φωλιάζουν κατά αποικίες, ακόμη και αν δείχνουν έντονη διάθεση προστασίας του ζωτικού τους χώρου, με διαμάχες μεταξύ γειτονικών ζευγαριών, ενώ πριν το ζευγάρωμα προηγούνται τελετουργικά ερωτοτροπίας.

Στα αναπαραγωγικά τους ενδιαιτήματα, συνηθίζουν να φωλιάζουν στην διάσπαρτη βλάστηση της ξερής λάσπης, κοντά στο νερό. Η φωλιά δεν είναι παρά μια ρηχή κοιλότητα, εντελώς άδεια από υλικό επίστρωσης ή, κάποιες φορές, υπάρχει λιγοστό, νεκρό φυτικό υλικό. [23] Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος. Η γέννα αποτελείται από (3-) 4 (-5) υποελλειπτικά προς οβάλ αβγά, η επώαση πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και, διαρκεί (22-) 23 έως 24 (-25) ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι, αφήνουν σχεδόν αμέσως την φωλιά, επιτηρούνται στενά από τους γονείς και, πολύ σύντομα τρέφονται μόνοι τους.

  • Συχνά, οι αβοκέτες προσποιούνται τις «τραυματισμένες» όταν κάποιος εισβολέας (συνήθως κάποιο θηλαστικό) πλησιάσει στην θέση που βρίσκεται η φωλιά. [24] Αυτή είναι μια συνηθισμένη τακτική που ακολουθούν πολλά καλοβατικά πτηνά και, σκοπός είναι, να παρασύρουν τον εισβολέα μακριά από τους νεοσσούς, ο οποίος κατευθύνεται προς το «τραυματισμένο» θήραμα.

Απειλές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(βλ. επί μέρους είδη)

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρά την λαθροθηρία σε κάποιες περιοχές του Β. Ημισφαιρίου, το γένος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο και η IUCN κατατάσσει όλα τα είδη στα Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Howard and Moore, p. 133
  2. http://www.hbw.com/species/red-necked-avocet-recurvirostra-novaehollandiae
  3. Lockwood
  4. Lockwood
  5. Howard and Moore, p. 132-3
  6. Howard and Moore, p. 133
  7. IUCN maps
  8. http://ibc.lynxeds.com
  9. avibase.bsc-eoc.org
  10. Colston & Burton, p. 26
  11. Grimmett et al, p. 106
  12. Harrison & Greensmith, p. 134
  13. Mullarney et al, p. 134
  14. Flegg, p. 108
  15. Heinzel et al, p. 132
  16. Perrins, p. 110
  17. Bruun, p. 134
  18. Όντρια, σ. 105-6
  19. Scott & Forrest, p. 106
  20. Singer, p. 170
  21. http://www.hbw.com/species/red-necked-avocet-recurvirostra-novaehollandiae
  22. Pringle
  23. Harrison, p. 138-9
  24. ΠΛΜ, 1:100

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
  • del Hoyo, J., Elliott, A., and Sargatal, J. 1996. Handbook of the Birds of the World, vol. 3: Hoatzin to Auks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Dunning, John Jr. CRC Handbook of Avian Body Masses by John B. Dunning Jr. (Editor). CRC Press (1992), ISBN 978-0-8493-4258-5.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: August 2015).
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»