Ότο Ντιξ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ότο Ντιξ
Γέννηση2 Δεκεμβρίου 1891
Ούντερμχαους, Γερμανική Αυτοκρατορία
Θάνατος25 Ιουλίου 1969 (77 ετών)
Σίνγκεν, Βάδη-Βυρτεμβέργη, Δυτική Γερμανία
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςHemmenhofen[1][2][3]
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανός
ΙδιότηταΖωγράφος, χαράκτης
Καλλιτεχνικά ρεύματαΕξπρεσιονισμός
Ιστοσελίδαhttp://www.otto-dix.de/start_html
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Otto Dix 1933.

Ο Βίλελμ Χάινριχ Ότο Ντιξ (γερμανικά: Wilhelm Heinrich Otto Dix, 2 Δεκεμβρίου 1891 - 25 Ιουλίου 1969) ήταν Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Γνωστός για τις ωμές και ιδιαίτερα ρεαλιστικές απεικονίσεις της κοινωνίας της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και της κτηνωδίας του πολέμου, ήταν, μαζί με τον Τζορτζ Γκρος, ένας από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες της Νέας Αντικειμενικότητας, καλλιτεχνικής τάσης που προέκυψε από τον εξπρεσιονισμό.

Νεανική ζωή και εκπαίδευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Ντιξ στη Γκέρα. Από το 1991 λειτουργεί ως μουσείο.

Ο Ντιξ γεννήθηκε στο Ούντερμχαους της Γερμανίας, που σήμερα είναι τμήμα της πόλης Γκέρα. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Φραντς και της Παουλίνε Λουίζε Ντιξ (το γένος Άμαν), εργάτη χυτηρίου και ράφτρας, αντίστοιχα. Καθώς η μητέρα του είχε ασχοληθεί με την ποίηση, εκτέθηκε στην τέχνη από μικρή ηλικία, και οι ώρες που περνούσε στο ατελιέ του ξαδέρφου του, ζωγράφου Φριτς Άμαν, συνετέλεσαν στη διαμόρφωση της φιλοδοξίας του να γίνει κι αυτός καλλιτέχνης. Έλαβε επίσης ενθάρρυνση από το δάσκαλό του στο δημοτικό.[4] Από το 1906 έως το 1910 ήταν βοηθός του ζωγράφου Καρλ Σενφφ, και άρχισε να ζωγραφίζει τα πρώτα του τοπία. Το 1910 ξεκίνησε σπουδές στην Ακαδημαία Καλών Τεχνών της Δρέσδης. Εκεί, ερχόμενος σε επαφή με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα, πειραματίστηκε με κυβιστικές, φουτουριστικές και ντανταϊστικές φόρμες, κάτι που θα συνέχιζε στα έργα που φιλοτέχνησε στη διάρκεια της θητείας του κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Πρώτος Παγκόσμιος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Ντιξ κατατάχτηκε με ενθουσιασμό ως εθελοντής στον γερμανικό στρατό. Τοποθετήθηκε σε ένα σύνταγμα πεδινού πυροβολικού στη Δρέσδη. Το φθινόπωρο του 1915 στάλθηκε ως έφεδρος υπαξιωματικός σε μια μονάδα πολυβολιστών στο Δυτικό Μέτωπο και το 1916 πήρε μέρος στη μάχη του Σομμ, τη δεύτερη πιο φονική του Α' Π.Π. Τραυματίστηκε σοβαρά αρκετές φορές. Το 1917 η μονάδα του στάλθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο μέχρι τη λήξη των εχθροπραξιών με τη Ρωσία. Γυρνώντας στο Δυτικο Μέτωπο, συμμετείχε στη γερμανική Εαρινή επίθεση. Παρασημοφορήθηκε με τον Σιδηρό Σταυρό δεύτερης τάξης.

Ο Ντιξ επηρεάστηκε βαθιά από τα όσα βίωσε στον πόλεμο, και αργότερα θα περιέγραφε έναν επαναλαμβανόμενο εφιάλτη του, που σερνόταν ανάμεσα σε κατεστραμμένα σπίτια. Οι τραυματικές του εμπειρίες αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για αρκετά έργα του, ανάμεσα στα οποία ένα λεύκωμα 50 χαρακτικών με τον τίτλο Ο Πόλεμος (Der Krieg) που κυκλοφόρησε στα 1924.

Δεκαετία του '20 και η Νέα Αντικειμενικότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη του 1918 ο Ντιξ επέστρεψε στη Γκέρα, για να μετακομίσει ένα χρόνο μετά και πάλι στη Δρέσδη, όπου συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Ήταν, το 1919, από τα ιδρυτικά μέλη του Σετσεσιονισμού (Απόσχισης) της Δρέσδης, μιας ομάδας καλλιτεχνών που δήλωνε τη ρήξη της με τα κυριαρχα καλλιτεχνικά ρεύματα, σε μια περίοδο όπου το έργο του περνούσε από μια εξπρεσιονιστική φάση. Το 1920 γνώρισε τον Τζορτζ Γκρος και, επηρεασμένος από τον Ντανταϊσμό, άρχισε να συμπεριλαμβάνει στοιχεία κολάζ στα έργα του, μερικά από τα οποία παρουσιάστηκαν στην πρώτη Ντανταϊστική Έκθεση στο Βερολίνο. Την ίδια χρονιά συμμετείχε επίσης στην έκθεση των Γερμανών Εξπρεσιονιστών στο Ντάρμσταντ.[5]

Το 1922 μετακινήθηκε στο Ντίσελντορφ, και την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τη Μάρθα Κοχ, με την οποία θα αποκτούσε τρία παιδιά. Το 1924 προσχώρησε στους Σετσεσιονιστές του Βερολίνου. Εκείνη την εποχή ανέπτυσσε ένα ολοένα και περισσότερο ρεαλιστικό στυλ, χρησιμοποιώντας λεπτά στρώματα λαδιού πάνω σε υπόστρωμα τέμπερας, όπως οι ζωγράφοι της γερμανικής Αναγέννησης. Ο πίνακας του 1923 Το χαράκωμα, που απεικόνιζε τα διαμελισμένα και αποσυντιθέμενα πτώματα στρατιωτών μετά από μια μάχη, προκάλεσε τόσο σάλο που το μουσείο Wallraf-Richartz που φιλοξενούσε τον πίνακα, ένα από τα μεγαλύτερα της Κολωνίας, τον έκρυψε πίσω από μια κουρτίνα. Το 1925 ο Κόνραντ Αντενάουερ, τότε δήμαρχος της Κολωνίας και μετέπειτα πρώτος καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας, ακύρωσε την αγορά του πίνακα και εξανάγκασε το διευθυντή του μουσείου σε παραίτηση.

Ο Ντιξ συμμετείχε επίσης το 1925 στην έκθεση της "Νέας Αντικειμενικότητας", όπου παρουσιάζονταν επίσης έργα των Τζορτζ Γκρος, Μαξ Μπέκμαν, Γκέοργκ Σολτζ και πολλών άλλων. Η Νέα Αντικειμενικότητα ως ρεύμα προήλθε μεν από τον εξπρεσιονισμό, όμως σε αντίθεση με αυτόν χαρακτηριζόταν από καθαρές γραμμές και έναν προσαρμοσμένο στις ανάγκες της ρεαλισμό που διευκόλυνε τη διατύπωση του κοινωνικού ή πολιτικού μηνύματος που ήθελε να μεταφέρει ο καλλιτέχνης. Τα έργα του Ντιξ, όπως αυτά του φίλου του και επίσης βετεράνου του πολέμου Γκρος, ασκούσαν έντονη κριτική στη γερμανική κοινωνία της εποχής, με συχνές αναφορές στη φονοφιλία, ή το σεξουαλικό έγκλημα, που ήταν σε άνοδο στη Γερμανία μετά τον πόλεμο. Έστρεφαν την προσοχή στη σκοτεινή όψη της ζωής, απεικονίζοντας χωρίς έλεος την πορνεία, τη βία, τα γηρατειά και το θάνατο.

Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του συγκαταλέγονται το τρίπτυχο Μετρόπολις (Metropolis, 1928), μια κριτική απεικόνιση της κοινωνικής παρακμής στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, όπου η συνεχής διασκέδαση ήταν για ένα μέρος του πληθυσμού ένας τρόπος να αντεπεξέλθει στην ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο και την οικονομική καταστροφή[6] και το Πορτρέτο της δημοσιογράφου Σύλβια βον Χάρντεν (Bildnis der Journalistin Sylvia von Harden, 1926), αντιπροσωπευτικό δείγμα της Νέας Αντικειμενικότητας. Οι απεικονίσεις ακρωτηριασμένων και παραμορφωμένων βετεράνων του Πολέμου -συχνού θεάματος στους δρόμους του τότε Βερολίνου- με πιο γνωστό το έργο Ανάπηροι Πολέμου (Kriegskrüppel, 1920) αποκαλύπτουν την άσχημη πλευρά του πολέμου και την εγκατάλειψη των βετεράνων στην τύχη τους από την τότε γερμανική κοινωνία.

Το 1926 ξεκίνησε να διδάσκει στην Ακαδημία Τεχνών της Δρέσδης, ενώ το 1931 έγινε μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας Τεχνών.

Άνοδος του Ναζισμού και Δεύτερος Παγκόσμιος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν οι Ναζί πήραν την εξουσία στη Γερμανία το 1933, ξεκίνησαν την εκκαθάριση της γερμανικής τέχνης από μοντερνιστικά στοιχεία. Ο Ντιξ χαρακτηρίστηκε, μαζί με πολλούς άλλους, εκφυλισμένος καλλιτέχνης και απολύθηκε από τη θέση του διδάσκοντα στην Ακαδημία της Δρέσδης. Αργότερα μετακόμισε στην πόλη Χέμενχοφεν, πάνω στη λίμνη Κόνσταντς. Οι πίνακές του Το χαράκωμα και Ανάπηροι πολέμου περιλήφθηκαν στην "Έκθεση Εκφυλισμένης Τέχνης" που διοργάνωσαν οι Ναζί στο Μόναχο το 1937 προκειμένου να δυσφημίσουν τη μοντέρνα τέχνη. Οι πίνακες αργότερα κάηκαν.

Ο Ντιξ, όπως όλοι οι υπόλοιποι ενεργοί καλλιτέχνες, υποχρεώθηκε να γίνει μέλος του Επιμελητηρίου Καλών Τεχνών του Ράιχ (Reichskammer der bildenden Kuenste) που δημιουργήθηκε από τον Γκαίμπελς ως υποδιεύθυνση του υπουργείου Πολιτισμού. Η συμμετοχή ήταν υποχρεωτική για όσους καλλιτέχνες είχαν γερμανική φυλετική καταγωγή, ενώ όσοι δεν ήταν μέλη, είτε λόγω καταγωγής ή διαφωνίας με τις απόψεις του Ναζιστικού κόμματος, δεν μπορούσαν να συμμετέχουν στην πολιτιστική ζωή της Γερμανίας. Ο Ντιξ, προκειμένου να μπορεί να συνεχίσει να παραγάγει τέχνη, αναγκάστηκε να δεσμευτεί ότι θα ζωγράφιζε μόνο τοπία σε συντηρητικό στυλ. Ωστόσο ζωγράφισε και μερικές αλληγορίες που ασκούσαν κριτική στα ιδανικά των ναζί.[7]

Το 1939 συνελήφθη με την πλαστή κατηγορία της συμμετοχής στην απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ που έκανε ο Γκέοργκ Έλσερ, όμως αργότερα απελευθερώθηκε. Το 1945 κλήθηκε, όπως και όλοι οι άντρες ηλικίας 16-60 ετών, να καταταχτεί στην Volksstum, τα τμήματα Εθνοφυλακής που συγκροτήθηκαν ως μια από τις τελευταίες προσπάθειες άμυνας της καταρρέουσας Γερμανίας. Αιχμαλωτίστηκε από Γάλλους στρατιώτες και απελευθερώθηκε τον Φεβρουάριο του 1946.

Μεταπολεμική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ντιξ επέστρεψε μετά τον πόλεμο στη Δρέσδη. Το έργο του την περίοδο αυτή αποτέλεσαν κυρίως πορτρέτα, θρησκευτικές αλληγορίες, τις οποίες είχε δουλέψει και κατά τη δεκαετία του '30, και απεικονίσεις των μεταπολεμικών συμφορών. Βραβεύτηκε τόσο στην Ανατολική όσο και στη Δυτική Γερμανία. Πέθανε στο Σίνγκεν, κοντά στα σύνορα με την Ελβετία, τον Ιούλιο του 1969.

Οι εφιαλτικές παραμορφώσεις-καρικατούρες των προσώπων, τα έντονα εξπρεσιονιστικά χρώματα και τα έργα με κοινωνικό περιεχόμενο είναι τα τρία στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη δουλειά του Ότο Ντιξ, ενός από τους σημαντικότερους δημιουργούς του νεοπραγματισμού και της κοινωνικής κριτικής στα χρόνια του μεσοπολέμου. Δεν θεωρήθηκε τυχαία ένας από τους οξύτερους και τολμηρότερους χρονογράφους της εποχής του. Τα έργα του διακρίνονται για την έντονη αντιμιλιταριστική τους διάθεση, καταγράφουν την αποπνικτική ατμόσφαιρα των πόλεων με τονισμένες τις αντιθέσεις, την αντιφατικότητα του ατόμου και την υποκρισία της σύγχρονης κοινωνίας. Ο δυνατός ρεαλισμός, το εξωτερικό πάθος και η εσωτερική έκφραση δίνουν το ιδιαίτερο ύφος στη ζωγραφική του[8].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 «Otto Dix 50ster Todestag Gedenkstunde». (Γερμανικά) 29  Απριλίου 2019.
  2. 2,0 2,1 «Otto Dix». (Γερμανικά)
  3. 3,0 3,1 (Αγγλικά) Find A Grave. 11389825.
  4. Karcher 1988, pp. 21–24.
  5. Karcher 1988, p. 251.
  6. Exhibition of “Cabaret” Era Opens at Met Museum, ARTINFO, November 14, 2006, http://www.artinfo.com/news/story/24291/exhibition-of-cabaret-era-opens-at-met-museum/, ανακτήθηκε στις 2008-04-23 
  7. Conzelmann, 1959, p. 50
  8. Χάνονται δημιουργοί που άφησαν εποχή, Ιστορικό Λεύκωμα 1969, σελ. 151, Καθημερινή (1998)

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Conzelmann, O., Otto Dix (Hannover: Fackelträger-Verlag, 1959)
  • Hinz, Berthold (1979). Art in the Third Reich, μετάφραση Robert και Rita Kimber. Munich: Carl Hanser Verlag. ISBN 0-394-41640-6.
  • Karcher, Eva (1988). Otto Dix 1891-1969: His Life and Works. Cologne: Benedikt Taschen. OCLC 21265198
  • Michalski, Sergiusz (1994). New Objectivity. Cologne: Benedikt Taschen. ISBN 3-8228-9650-0
  • Schmied, Wieland (1978). Neue Sachlichkeit and German Realism of the Twenties. London: Arts Council of Great Britain. ISBN 0-7287-0184-7

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]