Άννα Νοταρά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άννα Νοταρά
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση15ος αιώνας[1]
Κωνσταντινούπολη
Θάνατος8  Ιουλίου 1507
Βενετία
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααριστοκράτης
Οικογένεια
ΓονείςΛουκάς Νοταράς
ΟικογένειαΟικογένεια Νοταρά

Η Άννα Νοταρά ήταν κόρη του Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, άτυπη εκπρόσωπος της ελληνικής παροικίας στη Βενετία και χρηματοδότης εκδόσεων ελληνικών εκπαιδευτικών κι εκκλησιαστικών βιβλίων από το τυπογραφείο των Νικόλαου Βλαστού και Ζαχαρία Καλλιέργη.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε μεταξύ του 1420 και το 1435 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας της Λουκάς είχε το υψηλότερο αξίωμα μετά τον Αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη. Μητέρα της ήταν μια Παλαιολογίνα, χωρίς να μας έχει γίνει γνωστό ποια ακριβώς[2]. Ήταν η μεγαλύτερη κόρη κι είχε δύο αδερφές και δύο αδερφούς. Σύμφωνα με τον ιστορικό και συγγραφέα Θάνο Κονδύλη, παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο ΙΑ' Παλαιολόγο λίγους μήνες πριν την Άλωση της Πόλης, και με αυτόν τον τρόπο έγινε η τελευταία Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου (στα λατινικά έγγραφα που ανακάλυψε ο Κονδύλης στη Βενετία, η Άννα χαρακτηρίζεται "...sponsa imperatoris Romanie Grecorum", δηλαδή σύζυγος του Αυτοκράτορα των Ελλήνων).[εκκρεμεί παραπομπή] Όμως τα παραπάνω δεν επιβεβαιώνονται από κανέναν Βυζαντινό ιστορικό.

Μαζί με τις δύο αδερφές της Θεοδώρα κι Ευφροσύνη εστάλησαν με πλοίο των Βενετών ή των Γενουατών από τον πατέρα τους λίγο πριν την Άλωση (29 Μαϊου 1453) στη Βενετία για σιγουριά, όπου αυτός είχε ήδη καταθέσει μεγάλο μέρος της κινητής περιουσίας του, αρκετό για να ζήσουν καλά οι τρεις κοπέλες. Μαζί τους πήραν και πολύτιμες βυζαντινές εικόνες. Ο Νοταράς πριν την Άλωση είχε πει «κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν» (κατά τον ιστορικό της Άλωσης Δούκα) αλλά έχασε τη ζωή του λίγες μέρες μετά την Άλωση κατ' εντολή του σουλτάνου Μωάμεθ Β όπως κι η σύζυγος κι ένας γιος του. Γλίτωσε μόνο ο 14χρονος μικρός του γιος Ισαάκ (γεννημένος το 1439), που τον πήρε στο σεράι του ο Μωάμεθ Β.

Στην Ιταλία οι τρεις αδερφές προστατεύτηκαν από τον Έλληνα καρδινάλιο Βησσαρίωνα τον Τραπεζούντιο, που τότε ήταν αρχιεπίσκοπος στην Μπολόνια. Το φθινόπωρο του 1454, η Άννα εξαγόρασε την ελευθερία του ιστοριογράφου Γεώργιου Σφραντζή και της γυναίκας του[2]. Το 1455 ο Βησσαρίων γύρισε στη Ρώμη και κατά πάσα πιθανότητα οι τρεις αδελφές τον ακολούθησαν.

Το 1460 κατάφερε ο αδερφός της να διαφύγει από την Αδριανούπολη στην Ιταλία όπου βρήκε τις αδερφές του[2][3]. Πολλοί Έλληνες συνέχισαν να έρχονται κατά κύματα, ειδικά μετά την πτώση του Μυστρά (1460), από την Πελοπόννησο ζητώντας προστασία κι ο Βησσαρίων με την Άννα σιγά σιγά τους μάζευαν κοντά τους.

Το 1472 πέθανε ο Βησσαρίων στη Ραβέννα, κι η Άννα ανέλαβε εξ ολοκλήρου την άτυπη προστασία κι εκπροσώπηση της Ελληνικής παροικίας προς τις αρχές. Ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την πολιτεία της Σιένα, στην Τοσκάνη, για να της παραχωρηθεί μια εγκαταλελειμμένη έκταση με ένα κάστρο (Castello di Montauto) στη βαλτώδη περιοχή Μαρέμα, για να ιδρύσει εκεί ελληνική αποικία. Η κοινότητα θα αριθμούσε γύρω στις εκατό οικογένειες (κυρίως από τη Χιμάρα και τη Μάνη), θα διεπόταν από τους δικούς της νόμους και θα τηρούσε τα δικά της έθιμα, με τον όρο ότι θα ήταν σύμμαχος της Σιένα σε τυχόν πόλεμο. Παρ’ όλο που οι διαπραγματεύσεις προχώρησαν αρκετά, τελικά δεν καρποφόρησαν[2]. Στις διαπραγματεύσεις αυτές ο νομικός της εκπρόσωπος Φραγκούλης Σερβόπουλος, επιφανής Βυζαντινός, χρησιμοποιεί τον τίτλο "...sponsa imperatoris Romanie Grecorum" για την Άννα, πιθανώς για να της προσδώσει μεγαλύτερο κύρος και να κερδίσει περισσότερα.

Το 1475 η Άννα απογοητευμένη από τη Ρώμη και την Τοσκάνη, πήγε στη Βενετία, όπου ήδη ζούσε η ανιψιά της Ευδοκία Καντακουζηνή. Η τελευταία στάθηκε πάντα κοντά της. Η Ευδοκία είχε παντρευτεί τον Ματθαίο Σπανδουγίνο κι απέκτησαν τον Θεόδωρο Σπανδουγίνο που έμελε να γίνει διπλωμάτης κι έμπιστος σύμβουλος του πάπα Λέοντα Ι'.

Η Άννα ήταν όπως κι ο πατέρας της φανατικά ανθενωτική κι αρνούνταν να εκκλησιαστεί σε καθολική εκκλησία. Αντίθετα έκανε εκκλήσεις στο συμβούλιο των Δέκα (διοίκηση) της πόλης να επιτρέψουν την κτίση ορθόδοξης εκκλησίας[4] . Στις 8 Ιουνίου 1475 έλαβε την άδεια, να στεγάσει προσωρινά στο σπίτι της μιας θείας Λειτουργίας στα ελληνικά κατα τά ορθόδοξα εκκλησιαστικά πρότυπα. Παρέμεινε ορθόδοξη για όλη της τη ζωή.

Το 1494 έλαβε νέα άδεια από το συμβούλιο, να ιδρύσει αδελφότητα(σύλλογο) της ελληνικής παροικίας της πόλης.

Η Άννα κατείχε διάφορα χειρόγραφα από την Κωνσταντινούπολη, κυρίως εκκλησιαστικά κι αγόρασε άλλα όσο ζούσε στην Ιταλία. Η Βενετία στο τελος του 15ου αιώνα έγινε το κέντρο της τυπογραφίας στην Ευρώπη κι η Άννα δεν έχασε την ευκαιρία να εκδώσει τα πιο σημαντικά της έγγραφα. Πήρε άδεια, με μεγάλα έξοδα για τυπογραφείο που θα εκτύπωνε αποκλειστικά στα ελληνικά. Η επιχείρηση στήθηκε με μεγάλη προσπάθεια και κοπιώδη εργασία των Κρητικών Νικόλαου Βλαστού και Ζαχαρία Καλλιέργη, κι εξέδωσε μερικά βιβλία το 1499 και το 1500, με πιο σημαντικό το Μέγα Ετυμολογικόν (λεξικό). Τις εκδόσεις επιμελήθηκε ο λόγιος Κρητικός Μάρκος Μουσούρος. Ο φιλέλληνας εκδότης Άλδος Μανούτιος είχε μεγάλη συλλογή χειρογράφων ελληνων συγγραφέων για εκτύπωση, χάρη και στην τεράστια συνεισφορά του Βησσαρίωνα του Τραπεζούντιου, ενώ τους πρώτους ελληνικούς χαρακτήρες σχεδίασε με καλαισθησία ο Καλλιέργης. Το τυπογραφείο έκλεισε λόγω οικονομικών προβλημάτων το 1500 αλλά ο Μανούτιος πήρε στο δικό του τυπογραφείο κι απαθανάτισε τους χαρακτήρες του Καλλιέργη.

Η Άννα πέθανε σε μεγάλη ηλικία στη Βενετία στις 8 Ιουλίου 1507. Υπέγραψε τη διαθήκη της με τις λέξεις "Ρωμαία και χριστιανή"[2] Άφησε την περιουσία και τα υπάρχοντά της στους Έλληνες της Βενετίας. Σύμφωνα με το ημερολόγιο του Μαρίνου Σανούτου, στις 14 Μαρτίου 1514, ο Νικόλαος Βλαστός αποδέχτηκε μέρος της περιουσίας και ανέλαβε πληρεξούσιος του συνόλου της, σε εκτέλεση των επιθυμιών της Άννας, όπως αυτές καταγράφονταν στη διαθήκη της.

Εκείνο που η Άννα δεν κατάφερε να πετύχει όσο ζούσε, ήταν η ανέγερση ελληνορθόδοξου ναού στη Βενετία. Το πέτυχε η ελληνική κοινότητα μετά τον θάνατό της: είχαν περάσει μόλις 45 μέρες αφότου ο Βλαστός ανέλαβε τη διαχείριση της περιουσία της Άννας, όταν (30 Απριλίου 1514) ο δόγης της Βενετίας, Λεονάρντο Λορεντάν, γνωστοποίησε στην ελληνική παροικία ότι το Συμβούλιο των Δέκα ενέκρινε την οικοδόμηση ναού «στο όνομα του Αγίου Γεωργίου» και τη δημιουργία ορθόδοξου κοιμητηρίου. Η ανέγερσή του τελείωσε στα 1573 και στοίχισε 15.000 χρυσά δουκάτα, όλα συνεισφορά Ελλήνων της διασποράς. Αριστερά της Ωραίας Πύλης, υπάρχει η εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα του 14ου αιώνα, που η Άννα Νοταρά έφερε μαζί της από την Κωνσταντινούπολη. Τη θαύμασε ο Γκαίτε 200 χρόνια αργότερα κι έγραψε γι' αυτήν, ενώ ο επί δεκαετία υπουργός Πολιτισμού του προέδρου της Γαλλίας, στρατηγού Ντε Γκολ, λογοτέχνης Αντρέ Μαλρό, έγραψε ότι είναι μια από τις ωραιότερες βυζαντινές δημιουργίες που είδε στη ζωή του.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Ανακτήθηκε στις 23  Νοεμβρίου 2018.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 «Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά: Η αρραβωνιαστικιά του αυτοκράτορα». historyreport.gr. Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2019. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]