Άνγκους Γιανγκ
Άνγκους Γιανγκ | |
---|---|
Ο Άνγκους Γιανγκ το Νοέμβριο του 2008 | |
Πληροφορίες | |
Γέννηση | 31 Μαρτίου 1955[1][2] Γλασκώβη[3][4] |
Eίδος | Χαρντ Ροκ, Μπλουζ Ροκ, Ροκ εντ ρολ |
Ιδιότητες | Μουσικός, Συνθέτης, Παραγωγός |
Μουσικά όργανα | Κιθάρα |
Παρουσία | 1970 - σήμερα |
Συμμετοχές | AC/DC, Marcus Hook Roll Band |
Ιστότοπος | |
http://www.acdc.com/us/home | |
wikidata (π) |
Ο Άνγκους Γιανγκ (Angus McKinnon Young, 31 Μαρτίου 1955) είναι Αυστραλός κιθαρίστας της χαρντ ροκ μουσικής σκηνής, γεννημένος στην Σκωτία, γνωστός ως κιθαρίστας και βασικός συνθέτης των AC/DC από την ίδρυση τους μέχρι σήμερα. Έχει γίνει διάσημος για την εμφάνιση του επί σκηνής με σχολική ενδυμασία, όπως και για την έντονη ενέργεια που βγάζει στις συναυλίες του συγκροτήματος. Το περιοδικό "Rolling Stone" τον κατέταξε 24ο στην λίστα με τους εκατό καλύτερους κιθαρίστες όλων των εποχών.[5]
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Γιανγκ γεννήθηκε το 1955 στην Γλασκώβη και είναι το όγδοο και μικρότερο παιδί του Ουίλιαμ και της Μάργκαρετ Γιανγκ. Όταν βρισκόταν σε ηλικία οκτώ ετών, η οικογένεια του μετακόμισε στο Σίδνεϊ και ξεκίνησε την φοίτηση του στο "Ashfield Boys High School". Σταμάτησε το σχολείο στα δεκαπέντε του και ξεκίνησε να παίζει κιθάρα, αφού αρχικά είχε ασχοληθεί με το μπάντζο. Το 1970 αγόρασε την πρώτη του Gibson SG και εντάχθηκε στους Kantuckee μαζί με τον τραγουδιστή και κιθαρίστα Μαρκ Σνέντον, τον μπασίστα Τζον Στίβενς και το ντράμερ Τρέβορ Τζέιμς.
Το 1973, σχημάτισε τους AC/DC μαζί με τον αδελφό του Μάλκολμ, τον Κόλιν Μπούρτζες, τον Λάρι Βαν Κριντ και τον Ντέιβ Έβανς. Την επόμενη χρονιά έγινε μέλος του συγκροτήματος ο τραγουδιστής Μπον Σκοτ και κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο "High Voltage", το 1975.
Ο Γιανγκ κατέληξε στο να φοράει σχολική ενδυμασία κατά τις ζωντανές τους εμφανίσεις, αφού είχε δοκιμάσει να ντυθεί γορίλας, Spider-Man, Ζορό και μία κωμική εκδοχή του Superman με την ονομασία Super-Ang. Την στολή του μαθητή την έραψε η αδελφή του, Μάργκαρετ και όταν έγινε δύσχρηστη αποφάσισε να φορέσει την δική του σχολική ενδυμασία.
Μέχρι το 1977, οι AC/DC έγιναν ένα από τα πιο επιτυχημένα ροκ συγκροτήματα της πατρίδας τους, ενώ η δημοτικότητα τους άρχισε να ανεβαίνει στην Ευρώπη μετά τα άλμπουμ "Let There Be Rock", "Powerage" και το ζωντανά ηχογραφημένο "If You Want Blood (You Got It)". Το "Highway To Hell" του 1979 οδήγησε τους AC/DC σε επίπεδο αστέρων, ανεβαίνοντας στο Top-10 στην Μεγάλη Βρετανία και το # 17 στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Πριν ξεκινήσουν τις ηχογραφήσεις του επόμενου τους άλμπουμ, ο τραγουδιστής Μπον Σκοτ πέθανε από δηλητηρίαση από αλκοόλ, στις 19 Φεβρουαρίου 1980.
Αντικαταστάτης του ήταν ο Μπράιαν Τζόνσον των Geordie και το άλμπουμ "Back In Black" αφιερώθηκε στην μνήμη του αποθανόντα τραγουδιστή. Το συγκεκριμένο άλμπουμ έχει φθάσει να είναι το δεύτερο πιο εμπορικό άλμπουμ παγκοσμίως, με πωλήσεις που αγγίζουν τα πενήντα εκατομμύρια αντίτυπα. Το "For Those About To Rock" που ακολούθησε ανέβηκε στο # 1 των αμερικάνικων τσαρτ, αλλά προβλήματα υγείας λόγω των καταχρήσεων των μελών του σχήματος, οδήγησαν την δημοτικότητα των AC/DC σε πτώση κατά την δεκαετία του '80.
Το άλμπουμ "The Razor's Edge" του 1990 επανέφερε τις πωλήσεις του συγκροτήματος σε υψηλότερα επίπεδα, αφού οι πωλήσεις του ξεπέρασαν τα δέκα εκατομμύρια αντίτυπα, παγκοσμίως. Ακολούθησαν τα "AC/DC Live" (1992), "Ballbreaker" (1995) και "Stiff Upper Lip" (2000), εδραιώνοντας τους AC/DC ως ένα από τα σπουδαιότερα ονόματα του Hard Rock. Οκτώ χρόνια μετά το "Stiff Upper Lip", το συγκρότημα επανήλθε με τον δίσκο "Black Ice", ο οποίος σκαρφάλωσε στην κορυφή των τσαρτ σε 29 χώρες και έγινε πολυπλατινένιος στις 14 εξ αυτών. Δύο χρόνια αργότερα, κυκλοφόρησε η συλλογή "Iron Man 2" ως σάουντρακ της ομώνυμης ταινίας, η οποία έγινε το τρίτο # 1 άλμπουμ των AC/DC στην Μεγάλη Βρετανία. Το συγκρότημα δουλεύει πάνω στο επόμενο του άλμπουμ, με σκοπό μία κυκλοφορία μέσα στο 2015.
Ο Γιανγκ διαμένει με την οικογένεια του στο Σίδνεϊ. Απέχει από το αλκοόλ, αν και είναι φανατικός καπνιστής. Τον Μάιο του 2012, το αυστραλιανό περιοδικό "Guitar Magazine", ανακήρυξε τον Άνγκους Γιανγκ ως τον κορυφαίο Αυστραλό κιθαρίστα όλων των εποχών.[6]
Δισκογραφία (με τους AC/DC)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- High Voltage (1975)
- Τ.Ν.Τ. (1975)
- High Voltage (διεθνής έκδοση) (1976)
- Dirty Deeds Done Dirt Cheap (1976)
- Let There Be Rock (1977)
- Powerage (1978)
- If You Want Blood (You Got It) (1978)
- Highway To Hell (1979)
- Back In Black (1980)
- For Those About To Rock (1981)
- Flick Of The Switch (1983)
- Fly On The Wall (1985)
- Who Made Who (1986)
- Blow Up Your Video (1988)
- The Razor's Edge (1990)
- AC/DC Live (1992)
- Ballbreaker (1995)
- Stiff Upper Lip (2000)
- Black Ice (2008)
- Live at River Plate (2012)
2020
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2014.
- ↑ Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. ola2002151859. Ανακτήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2014.
- ↑ (Γερμανικά) Κατάλογος της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γερμανίας. 134571673. Ανακτήθηκε στις 31 Ιουλίου 2022.
- ↑ «100 Greatest Guitarists: Angus Young | Rolling Stone». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιουνίου 2018. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2014.
- ↑ «Top 50 Australian Guitarists Of All Time - Australian Guitar Magazine». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Ιουλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2014.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- 10 Things You Might Not Know About Angus Young - Gibson
- Biography - Angus Young | ACDCzone
- Angus Young | Biography | AllMusic
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- AC/DC Home | The Official AC/DC Site Αρχειοθετήθηκε 2014-07-30 στο Wayback Machine.