Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άγιος Σωφρόνιος Βράτσης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άγιος Σωφρόνιος της Βράτσα
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση11  Μαρτίου 1739[1][2][3]
Κότελ
Θάνατος23  Σεπτεμβρίου 1813[1][2][3]
Βουκουρέστι[2]
Χώρα πολιτογράφησηςΒουλγαρία
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΒουλγαρικά[4]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυγγραφέας
Οικογένεια
ΤέκναIvan 'Tsonko' Stoykov[5]
ΓονείςVladislav[5] και Maria[5]
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμααββάς
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Άγιος Σωφρόνιος της Βράτσα υπήρξε ιερομόναχος και Επίσκοπος της πόλης Βράτσα της Βουλγαρίας και από τους πρωτεργάτες της βουλγαρικής εθνογένεσης.

Βιογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σωφρόνιος γεννήθηκε το 1739 στην πόλη Κότελ, στον Αίμο. Στα 23 χρόνια του χειροτονήθηκε μοναχός. Το 1762 γνώρισε τον Άγιο Παΐσιο της μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους, συγγραφέα της "Ιστορίας των Σλαβοβουλγάρων". Η γνωριμία τόσο με τον Παΐσιο όσο και με το συγγραφικό του έργο έμελλε να επηρεάσει βαθιά τον Σωφρόνιο, ο οποίος στο εξής μυείται στην ιδέα της βουλγαρικής εθνογένεσης και διαδίδει το βιβλίο αντγράφοντάς το. Μέσα στις εκκλησίες κηρύσσει σε απλή βουλγαρική γλώσσα και προσπαθεί να σταματήσεις τους εξισλαμισμούς των ομοδόξων του.[6]

Επίσκοπος Βράτσας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη θέση του επισκόπου Βράτσας χειροτονείται το 1794, σε μια ταραγμένη εποχή με συχνές ληστείες αλλά και επιδημικές κρίσεις, κυρίως πανώλης. Αφού πέρασε για ένα διάστημα κρυμμένος σε σπηλιές για να ξεφύγει κι από τους δύο προαναφερθέντες κινδύνους, φτάνει το 1803 στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας, από όπου συνεχίζει το ιεαραποστολικό του κήρυγμα. Εκδίδει το "Κυριακοδρόμιον", ένα συμπίλημα από κυριακάτικα κηρύγματα σε απλή καθομιλουμένη βουλγαρική γλώσσα (1806). Αργότερα εξέδωσε και την αυτοβιογραφία του. Κατόρθωσε να ιδρύσει στη Ρωσία Βουλγαρική Επιτροπή, η οποία μερίμνησε για τη δημιουργία ενός άτυπου βουλγαρικού επαναστατικού στρατού. Η πολυπόθητη ελευθερία των Βουλγάρων όμως θα επέλθει μισό περίπου αιώνα μετά τον θάνατό του στις 23 Σεπτεμβρίου του 1813, δηλαδή το 1878. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε ως ηγούμενος μονής στο Βουκουρέστι. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 23 Σεπτεμβρίου.[7]