Ακνταγμαντενί (περιοχή)
{{WikidataCoord}} – missing coordinate data
Η περιοχή Ακνταγμαντενί (τουρκικά: Akdağmadeni ilçesi) ή, παλαιότερα, Ακ Νταγ Μα(ν)τέν είναι υποδιαίρεση της επαρχίας Γιοζγκάτ (Υοζγάτης), του διαμερίσματος της Κεντρικής Ανατολίας στην Τουρκία. Κυριότερος οικισμός ήταν πάντοτε η ομώνυμη κωμόπολη. Στην περιοχή, πριν το 1922, κατοικούσε σημαντικός αριθμός Ελλήνων, προερχόμενος από περιοχές του Πόντου, κυρίως της Κιμισχανέ (Αργυρούπολη) και των περιχώρων της, της οποίας το γλωσσικό ιδίωμα διατήρησαν με λίγες παραλλαγές[1].
Η ονομασία προέρχεται από τα μεταλλεία χρυσού-αργύρου-μολύβδου καθώς, στα τουρκικά, Ακ Νταγ (= Λευκό Όρος) είναι η ονομασία του ορεινού όγκου που δεσπόζει στην περιοχή και μα(ν)τέν = μεταλλείο.
Σύγχρονη εποχή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με την απογραφή του 2000, ο πληθυσμός του διαμερίσματος είναι 61.373 κάτοικοι από τους οποίους οι 20.312 ζουν στην ομώνυμη κωμόπολη.[2]. Η περιοχή περιβάλλεται, κυρίως στα νοτιο-ανατολικά, από λόφους με πεύκα, έλατα και βελανιδιές.[3] Ιδιαίτερα εκτεταμένα είναι τα πευκοδάση του γένους pinus silbestris[4].
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μεσαίωνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δέκα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης Ακνταγμαντενί βρίσκονται, στο χωριό Μουσαλέμ Καλεσί, τα ερείπια του φρουρίου Χαρσιανόν. Η περιοχή του φρουρίου ήταν έδρα βυζαντινής Κλεισούρας. Το φρούριο καταλήφθηκε το 730 από τους Άραβες, στη συνέχεια ανακτήθηκε από τους Βυζαντινούς και από τότε υπέστη πολλές αραβικές επιθέσεις χωρίς να καταληφθεί. Αργότερα ήταν η καρδιά του ομώνυμου Χαρσιανού θέματος (ιδρύθηκε μεταξύ 863 και 872). Το φρούριο διαδραμάτισε στρατηγικότατο ρόλο στην άμυνα της Μικράς Ασίας κατά τους βυζαντινο-αραβικούς πολέμους, καθώς ήταν το διοικητικό κέντρο κρίσιμων συνοριακών περιοχών με Αρμενίους και Άραβες, ενώ ήλεγχε δύο μεγάλες στρατιωτικές αρτηρίες: αυτή που συνέδεε την Κωνσταντινούπολη, μέσω Άγκυρας, με τη Σεβάστεια (ή την Τεφρική) και τη Μελιτηνή (σημ. Μαλάτεια) μέσω Μαλανδάρων.[5] Ο «στρατηγός» (διοικητής) του θέματος είχε ετήσιο μισθό 20 λιβρών χρυσού και διοικούσε, σύμφωνα με αραβικές πηγές, 4 φρούρια και 4.000 στρατιώτες. Το Χαρσιανόν θέμα χάθηκε οριστικά για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1071, μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ.[6]
Το φρούριο του Χαρσιανού, μαζί με άλλα φρούρια που σήμερα είναι ερειπωμένα, στα περίχωρα της Ακνταγμαντενί και κοντά στα ορυχεία σιδήρου και μολύβδου του Τσαλχαλή και Νουσρατλή, προστάτευε τη μεγάλη στρατιωτική οδό Άγκυρας-Σεβάστειας, τη δευτερεύουσα οδό που διέσχιζε την περιοχή του ΑκνταγΜαντενί αλλά και τα ορυχεία. Το ενδιαφέρον των Σελτζούκων για τα ορυχεία πιστοποιεί επιγραφή, της περιόδου του Σελτζούκου βασιλιά Καϋχοσρόη Β΄ (Kaykhusraw, 1236-1246), που βρέθηκε στο Μουσαλέμ Καλεσί, η οποία αναφέρει πως χτίστηκε (ίσως επισκευάστηκε) φρούριο.[5]
Η ελληνική κοινότητα πριν το 1923
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ίδρυση της ελληνικής κοινότητας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι ορθόδοξοι Χριστιανοί κάτοικοι της περιοχής του Ακ Νταγ Ματέν διοικητικά ανήκαν στην Άγκυρα, γι’ αυτό και οι υπόλοιποι Πόντιοι τους αποκαλούσαν Αγκαραλίδες. Θρησκευτικά υπάγονταν στη μητρόπολη Χαλδίας με έδρα την Κιμισχανέ (Αργυρούπολη) του Πόντου. Κατέφθασαν στην περιοχή μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828, εποχή όπου έπαψαν να λειτουργούν τα μεταλλεία της Αργυρούπολης. Τότε οι κάτοικοι της τελευταίας άρχισαν να υποφέρουν από την πείνα και γι αυτό, το 1832, αρκετές οικογένειες εγκαταστάθηκαν στις γόνιμες κοιλάδες του όρους Ακ Νταγ, όπου βρήκαν απασχόληση στη γεωργία και τα μεταλλεία. Αρχικά έμεναν σε πρόχειρα καταλύματα κοντά στα ορυχεία. Μαζί με τους Κιμισχανλίδες (Αργυρουπολίτες), εγκαταστάθηκαν και αρκετές οικογένειες Κρυπτοχριστιανών από το Σταυρίν του Πόντου (οι αποκαλούμενοι Σταυριώτες ή Σταυρέτες), καθώς και άλλοι Έλληνες Πόντιοι των κοινοτήτων Άδυσσης, Κοροξένης, Κρώμνης, Βαρενού, Γιαγλίδερες, Σολοχαίνης. Έτσι ιδρύθηκε η ομώνυμη κωμόπολη (κοινότητα) του Ακ Νταγ Ματέν.[3][7]
Το 1880 σταμάτησαν να λειτουργούν τα μεταλλεία και οι Έλληνες κάτοικοι της επαρχίας, που αριθμούσε τότε 30 ελληνικά χωριά, στράφηκαν ολοκληρωτικά στη γεωργία, το εμπόριο[7] και τις τέχνες.
Διωγμοί Κρυπτοχριστιανών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από το 1876, οι κάτοικοι της περιοχής υπέφεραν από επανηλειμμένες διώξεις των τουρκικών αρχών. Αυτές άρχισαν όταν οι Σταυριώτες Κρυπτοχριστιανοί, παίρνοντας θάρρος από την έκδοση του πρώτου τουρκικού Συντάγματος του 1876, παρακολούθησαν τη λειτουργία της Ανάστασης στον Ναό του Αγίου Χαραλάμπου. Πήραν τη μορφή συλλήψεων, φυλακίσεων και εξοριών των Σταυριωτών προκρίτων της επαρχίας, παρά τις έντονες πιέσεις του Ρώσου πρέσβη οι οποίες μόνο μικρή ύφεση επέφεραν στις διώξεις αυτές. Το 1905, όταν οι Σταυριώτες αρνήθηκαν να απογραφούν ως Μουσουλμάνοι, οι διώξεις και τα βασανιστήρια ξανάρχισαν με μεγαλύτερη ένταση[7], κορύφωση των οποίων ήταν η προσαγωγή του ιερέα Κύριλλου Καρατζά και μερικών προκρίτων των Σταυριωτών στην Άγκυρα, όπου πέθαναν στη φυλακή[8]. Τελικά, το 1910, με την Επανάσταση των Νεοτούρκων, οι Σταυριώτες δικαιώθηκαν και σταμάτησαν οι διωγμοί.[3] Γι' αυτό το θέμα είχε γραφτεί το 1919 γραφτεί μελέτη από τον επίσκοπο Σεβαστείας (μετέπειτα Γρεβενών) Γερβάσιο Σουμελίδη, με τίτλο Οι Σταυριώται[9]
Α' Παγκόσμιος Πόλεμος - 1923
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 και την επακόλουθη επιστράτευση, ο ελληνικός ανδρικός πληθυσμός στελνόταν στα στρατιωτικά Τάγματα Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού), όπου ήταν αναγκασμένος να εργάζεται υπό απάνθρωπες συνθήκες. Οι οικογένειες αυτών που λιποτακτούσαν για να σώσουν τη ζωή τους βασανίζονταν από τις τουρκικές αρχές. Το 1915, οι διωγμοί των Ελλήνων εντάθηκαν με την πρόφαση ότι αποκρύπτουν Αρμένιους, οι οποίοι υφίσταντο γενοκτονία από τους Οθωμανούς.
Το 1919, κατά τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ κεμαλικών και αντι-κεμαλικών δυνάμεων, οι τελευταίοι κατέλαβαν την περιοχή. Ο στρατός που έστειλε εναντίον τους ο Κεμάλ Ατατούρκ στράφηκε εναντίον κυρίως των Ελλήνων κατοίκων, με αρπαγές περιουσιών, εξορίες, βιασμούς, βασανιστήρια και σφαγές έως το 1922, οπότε οι Έλληνες άρχισαν να εγκαταλείπουν την επαρχία. Οι τελευταίοι από αυτούς μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα, με την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923.[7]
Οικονομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όσο υπήρχε μετάλλευμα, και επειδή τα ορυχεία ήταν κρατικά, η οθωμανική κυβέρνηση υποχρέωνε κάθε οικογένεια να δίνει τουλάχιστον έναν τσαλκιτζή (μεταλλωρύχο, από την τουρκική λέξη τσακίλ = χαλίκι).[3] Όταν εξαντλήθηκαν τα μεταλλεία, οι κάτοικοι στράφηκαν στη γεωργία και το εμπόριο. Προόδευσαν μάλιστα τόσο πολύ που έλεγχαν ολόκληρο το εμπόριο της επαρχίας, η οποία περιελάμβανε 180 αρμενικά και τουρκικά χωριά.[7] Επίσης, εκτός του ότι αγόρασαν κτήματα, δημιούργησαν και νέα μέσα στα δάση και ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία. Επίσης έγιναν οικοδόμοι, κτίστες, εργολάβοι, μαρμαρογλύπτες κ.α. Ως κατασκευαστές σπιτιών, τζαμιών, ναών, σχολείων, γεφυριών, έφταναν μέχρι τη Σμύρνη, Άγκυρα, Σεβάστεια, Μερσίνα.[3]
Οικισμοί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πέρα από την ομώνυμη κωμόπολη και τα 180 περίπου τουρκικά και αρμενικά χωριά, στην περιοχή του Ακ Νταγ Ματέν υπήρχαν 30[7] και κατ' άλλους 30-34 ελληνικά χωριά[3]. Το μεγαλύτερο χωριό ήταν το Καράπιρ, με 350 οικογένειες / 1.500 κατοίκους. Άλλα χωριά ήταν το Άκταξ, το Απτουραχμανλή, το Άταλαν (όπου καλλιεργούσαν και το κεντίρ, δηλαδή την ινδική κάνναβη, από την οποία κατασκεύαζαν σχοινιά, σακκιά κ.α.), το Γαρέτζιορεν, το Γετή-Σεϊλή, το Γκιουλού-Πουνάρ (Βρύση των ρόδων), το Γούρντινι, το Εβτζή, το Ελμαλίκιολι, το Καριπλέρ, η Κατήκουσλα, η Κέϊσερη, το Κιουλίκ, η Κούσκαγια, το Μπας-Τσακάτ, το Μπαχτσετσίκ, η Όλουτσα, το Πελ-Ορέν, το (M)Ποζ-Χογιούκ ή Πόσικ (σημ. Bozhüyük), το Σαχνά-Δερέ, το Σεκη-Γασή, το Τοχούζ, το Τσιχριτσί, το Τέττερσι, το Τουργούτ, το Τεκκέ-Κουνεγί, το Τσάχαλη, το Χαλχατζή, το Χοπούτς.[3]
Μουσική και χορός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η μουσικοχορευτική παράδοση των Ελλήνων του Ακ Νταγ Ματέν παρουσίαζε διαφοροποιήσεις σε σχέση με αυτή του Πόντου. Ο λόγος γι αυτή τη διαφοροποίηση ήταν ότι προέρχονταν από διάφορες περιοχές του Πόντου και ότι εγκαταστάθηκαν σε τόπο με έντονη παρουσία του γειτονικού καππαδοκικού στοιχείου. Έτσι οι χοροί τους κράτησαν παραδοσιακά ποντιακά στοιχεία, εισέδυσαν όμως σε αυτά και αντίστοιχα καππαδοκικά. Το βιολί της Καππαδοκίας (κεμανή ή κεμανέ) και το ούτι αντικατέστησαν τη λύρα (κεμεντζέ). Ωστόσο, κρατούσαν το βιολί κάθετα, όπως τον κεμεντζέ. Σπανιότερα χρησιμοποιείται ρυθμική συνοδεία από ντέφι, αντί για το ποντιακό νταούλι. Κυριότεροι χοροί ήταν οι εξής:[3]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, τ. 1, σ. 58-59, λήμμα Ακ Νταγ Ματέν
- ↑ Turkish Statistical Institute. «Απογραφή 2000, Κυριότερα στοιχεία αστικών περιοχών» (στα Τουρκικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (XLS) στις 22 Ιουλίου 2007. Ανακτήθηκε στις 19 Μαρτίου 2008.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 3,7 Αφιέρωμα στο Άκνταγ Ματέν Αρχειοθετήθηκε 2016-03-04 στο Wayback Machine., Εφημερίδα Αργοναύτης, ανακτήθηκε 20/8/2012. (pdf)
- ↑ Göteborg Botaniska tradgården, Carl Skottsberg. Meddelanden, 1959, τ.22-23, σ.50.
- ↑ 5,0 5,1 Potache, Dejanira. "Le theme et la forteresse de Charsianon: Recherches dans la region d' Akdagmadeni", Geographica byzantina, επιμ. Ε.Αρβελέρ, Publications de la Sorbonne, 1981, ISBN 2-859-44041-0, τ.3, σ.107-117[νεκρός σύνδεσμος].
- ↑ (Αγγλικά) Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). «CHARSIANON». The Oxford Dictionary of Byzantium. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press. ISBN 0-19-504652-8.
- ↑ 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, τ.1, σ.59-60, λήμμα Ακ Νταγ Ματέν επαρχία.
- ↑ Deringil, Selim (27 Αυγούστου 2012). Conversion and Apostasy in the Late Ottoman Empire. Cambridge University Press. σελ. 138. ISBN 978-1-107-00455-9.
- ↑ «Οι Σταυριώται / υπό Επισκόπου Σεβαστείας, Γερβασίου». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Απριλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2016.