Γκιουμούσχανε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Αργυρούπολη Πόντου)

Συντεταγμένες: 40°27′35″N 39°28′40″E / 40.45972°N 39.47778°E / 40.45972; 39.47778

Γκιουμούσχανε
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Γκιουμούσχανε
40°27′35″N 39°28′40″E
ΧώραΤουρκία
Διοικητική υπαγωγήΕπαρχία Γκιουμούσχανε
Υψόμετρο1.227 μέτρα
Πληθυσμός57.269 (2018)
Ταχ. κωδ.29100
Ζώνη ώραςUTC+03:00
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Γκιουμούσχανε (Gümüşhane Τουρκικά: ɟyˈmyʃhaːne, ελλ. Αργυρούπολη) είναι πόλη και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας στο διαμέρισμα της Μαύρης Θάλασσας στην Τουρκία. Η πόλη βρίσκεται περίπου 65 χλμ. νοτιοδυτικά της Τραπεζούντας. Μέχρι την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923-25, είχε σημαντικό πληθυσμό Ελλήνων, πολλοί από τους οποίους εγκαταστάθηκαν τελικά στον ομώνυμο δήμο της Αθήνας.

Η πόλη είναι χτισμένη κατά μήκος του ποταμού Χαρσίτ (ελλ. Κάνις ή Χαρσιώτης), σε  υψόμετρο 1.227 μ. Σύμφωνα με την απογραφή του 2010, ο πληθυσμός της είναι 28.620 κάτοικοι.[1]

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνομα σημαίνει «αργυρότοπος». Είναι σύνθετη λέξη με πρώτο συνθετικό την τουρκική λέξη gümüş (άργυρος) και δεύτερο την επίσης τουρκική λέξη hane (σπίτι, τόπος), περσικής προέλευσης. Η ονομασία προέρχεται από τα ορυχεία αργύρου που βρίσκονται στην περιοχή. Την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η περιοχή στην οποία βρίσκεται η πόλη αποκαλούνταν Χαλδία. Κατά την οθωμανική περίοδο οι ελληνόφωνοι κάτοικοί της αποκαλούσαν την πόλη Καν (από τον παραπλήσιο ποταμό Χαρσιώτη ή Καν), τον δε εαυτό τους «Κενέτες» (δηλ. Κανέτης) και «Κανέτσα» (δηλ. Κανέτισσα)[2]. Μετά την πρόοδο της ελληνικής εκπαίδευσης στην πόλη, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι., οι μορφωμένοι κάτοικοί της την αποκαλούσαν Αργυρούπολη[3].

Ιστορία ως το 1922[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιότητα και Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θεωρείται πιθανό πως 6,4 χλμ δυτικά της Γκιουμούσχανε, στη σημ. θέση Beşkilise, βρισκόταν κατά την ρωμαϊκή - υστερορωμαϊκή περίοδο, η πόλη Θία. Κατά τη βυζαντινή περίοδο, κοντά στη Γκιουμούσχανε (πιθανώς 3,2 χλμ δυτικά της, στη θέση Canca), βρισκόταν η Τζάνιχα ή Τζανζάκων την οποία αναφέρει ο βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος.[4][5]

Ίδρυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι βυζαντινές πηγές δεν αναφέρουν εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αργύρου και άλλων μετάλλων της περιοχής του Τορούλ. Επομένως είναι πιθανά φαινόμενο της Τουρκοκρατίας.[3]

Η Γκιουμούσχανε, σύμφωνα με τον θρύλο, ιδρύθηκε από κατοίκους της γειτονικής Τζάνιχας (Τσάγχης), οι οποίοι μετοίκησαν ολοκληρωτικά εκεί, στα μέσα του 16ου αιώνα. Η αφορμή είχε δοθεί όταν ένας χωρικός είδε να λάμπει μέσα στη νύχτα ένα κομμάτι αργυρομεταλλεύματος το οποίο στη συνέχεια μετέφερε στην Τσάγχη για εξέταση. Μετά την ίδρυση του οικισμού, εγκαταστάθηκαν σ' αυτόν και καταδιωκόμενοι από τις τουρκικές αρχές Τραπεζούντιοι, οι Καλπακτσήδες και οι Κετσετζήδες, καθώς και κάτοικοι διάφορων χωριών της Χαλδίας όπως το Χατς, το Αγρίδ' κ.α. Ο σουλτάνος Μουράτ Δ', περνώντας από την περιοχή το 1530 την ανακήρυξε μπεϊλίκι, κήρυξε αυτοκρατορική ιδιοκτησία τα μεταλλεία, απέδωσε προνόμια στους κατοίκους και σύστησε εκεί ταρασχανέ (νομισματοκοπείο).[6].

Η πρώτη αναφορά των μεταλλείων της Τζάνιχας γίνεται σε οθωμανικό κατάστιχο του 1554. Για το διάστημα 1554-1583 η οθωμανική απογραφή για τη Τζάνιχα καταγράφει αύξηση των ορθόδοξων νοικοκυριών από 113 σε 478, μείωση των μουσουλμανικών νοικοκυριών από 31 σε 16, καθώς και άφιξη αρμενικού πληθυσμού (116 νοικοκυριά). Οι μεταλλευτικές δραστηριότητες του χριστιανικού πληθυσμού σε συνδυασμό με την απαλλαγή από τον κεφαλικό φόρο, απέτρεψαν τον βίαιο εξισλαμισμό που παρατηρήθηκε σε άλλες περιοχές του Πόντου και λειτούργησαν ως πόλος έλξης χριστιανών μετοίκων από τις γύρω περιοχές.[3]

Ακμή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πόλη παίρνει το όνομα Γκιουμουσχανέ από τον 17ο αι.[3] Ο πληθυσμός της πόλης λέγεται ότι έφτασε, το 1750, τους 60.000 κατοίκους ή τις 5.000 οικογένειες, κατά την εποχή της ακμής των μεταλλείων.[6][7] Κατά τον Μικρασιάτη λόγιο Σάββα Ιωαννίδη, πριν το 1870 (σημείο κατά το οποίο έχει συντελεστεί ήδη η μεγάλη μείωση του πληθυσμού της πόλης) στον "Κιουμουσχανά" κατοικούσαν 700 οικογένειες από τις οποίες 300 ήταν ελληνικές, 200 μωαμεθανικές και 200 αρμενικές (οι τελευταίοι είχαν μετοικήσει εκεί σταδιακά από το 1720). Τότε στην πόλη λειτουργούσαν αλληλοδιδακτικό και ελληνικό σχολείο. Ως μητρόπολη και κέντρο της Χαλδίας, η πόλη είχε σημαντικό ρόλο στην εκπαιδευτική κίνηση της περιοχής της Χαλδίας. Επίσης είχε τις πλουσιότερες εκκλησίες, χάρη στα χρυσά και ασημένια αφιερώματα των πλούσιων χριστιανών. Με πρωτοβουλία μάλιστα του μητροπολίτη Λαυρεντίου, ιδρύθηκε οικοτροφείο για τους μαθητές των γύρω χωριών που σπούδαζαν στα σχολεία της πόλης. Ο ίδιος μητροπολίτης είχε πρωτοστατήσει και στην ίδρυση ταπητουργείου όπου εργάζονταν γυναίκες της περιοχής.[8].

Παρακμή των μεταλλείων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη συνέχεια ο πληθυσμός της πόλης μειώθηκε ραγδαία, λόγω της εξάντλησης των μεταλλείων. Οι Έλληνες Πόντιοι κάτοικοί της μετανάστευσαν βαθμιαία σε άλλες περιοχές του Πόντου με μεταλλεία αλλά και έξω από αυτόν, όπως στο Ακ Νταγ Ματέν και το Κιουμούς Ματέν.[7]. Ωστόσο, ακόμη και εκείνη την εποχή, κατά τον Αργυρουπολίτη λόγιο Δημοσθένη Η. Οικονομίδη, υπήρχαν 5 εκκλησίες, Φροντιστήριο (Γυμνάσιο αρρένων), Παρθεναγωγείο με νηπιαγωγείο. Επίσης λειτουργούσαν ο σύλλογος εκπαιδευτικών «Κυριακίδης» (ο οποίος επανιδρύθηκε το 1926 στη Νάουσα, ως «Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ναούσης Ό Κυριακίδης») και οι σύλλογοι «Φιλόπτωχος αδελφότης» «Μεταλλεύς», «Σωκράτης», «Φιλαρμονική»[9].

Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί κατοικούσαν σε έξη ενορίες:[8]

  • Ενορία του Αγίου Ιωάννου
  • Ενορία του Αγίου Γεωργίου (μητρόπολη)
  • Ενορία Λιβαδιών
  • Ενορία της Παναγίας
  • Ενορία του Σταυρού
  • Ενορία του Αγίου Θεοδώρου.

Την εποχή αυτή υπήρχε τουρκικό κεντρικό σχολείο (ρουστιέ), 3 ισλαμικά σχολεία (μεντρεσέδες), 5 τζαμιά, Διοικητήριο, στρατώνας, ταχυδρομείο, τηλεγραφείο, Δημαρχείο, αρμενική εκκλησία και σχολείο Αρμενίων. Ο πληθυσμός της πόλης πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο είχε μειωθεί στα 6.000 άτομα περίπου (2.500 Έλληνες, 2.500 Μουσουλμάνοι, 1.000 Αρμένιοι).[6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Statistical Institute[νεκρός σύνδεσμος]
  2. Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, τ. 1, σ. 151.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Τερεζάκης Γιώργος (2006).
  4. Barrington Atlas of the Greek and Roman World: Map by Map directory, σ.1237, όπου αναφέρεται ως «Thia», βλ. και Braund, D., T. Sinclair, D. Braund, R. Talbert, T. Elliott, S. Gillies. «Places: 857354 (Thia)». Pleiades. Ανακτήθηκε στις 20 Μαΐου 2013. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link) .
  5. «ἐντεῦθεν ὅρια τῷ Τζάνων τῶν Κοξυλίνων καλουμένων ἐστίν· οὗ δὴ φρούρια νῦν πεποίηται δύο, τό τε Σχαμαλινίχων καλούμενον καὶ ὅπερ Τζανζάκων ἐπονομάζουσιν» (Προκόπιος, Περί κτισμάτων, βιβλίο Γ, 7. Ανακτήθηκε 20/5/2013).
  6. 6,0 6,1 6,2 Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, τ. 1, σ. 153.
  7. 7,0 7,1 Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, τ. 1, σ. 154.
  8. 8,0 8,1 Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, τ. 1, σ. 152.
  9. Μαμώνη, Κυριακή (1986). «ΣΩΜΑΤΕΙΑΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ - Γ΄ - ΣΥΛΛΟΓΟΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΝΤΟΥ». Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών) 6: 214-215. doi:https://doi.org/10.12681/deltiokms.110. https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/deltiokms/article/download/2491/2256. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, Μαλλιάρης Παιδεία, 1992, λήμμα Αργυρούπολη.
  • Τερεζάκης Γιώργος, Χαλδίας Μητρόπολις (Οθωμανική Περίοδος), Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού: Μικρά Ασία, 2006. Ανακτήθηκε 20/08/2012.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]