Χρήστης:KaterinaBoutou/πρόχειρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή 1930, Μερσινάκι. Από αριστερά: John Lindros, Alfred Westholm, Erik Sjöqvist και Einar Gjerstad.

Η Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή πραγματοποίησε αρχαιολογικές ανασκαφές στην Κύπρο από το 1927 έως το 1931. Επικεφαλής της αποστολής ήταν ο Έιναρ Γιέργσταντ (σουηδ. Einar Gjerstad). Άλλα μέλη ήταν οι Τζόν Λίνδρος (John Lindros), Έρικ Σιέκβιστ (Erik Sjöqvist) και Άλφρεντ Βέστχολμ (Alfred Westholm). Μέσα από προσεκτικές αρχαιολογικές ανασκαφές σε ολόκληρη την Κύπρο, χαρτογραφήθηκε η ιστορία του νησιού από την εποχή του λίθου έως το τέλος των ρωμαϊκών χρόνων. Εξετάστηκαν συνολικά 30 χώροι και 375 τάφοι. Ο Κύπριος οδηγός και βοηθος της αποστολής, Τούλης Σουηδός, ακολουθησε την αποστολή στη Σουηδία όπου συνέχισε να εργάζεται με τις Κυπριακές Συλλογές. Τα ευρήματα της αποστολής βρίσκονται τώρα στο Μεσογειακό Μουσείο στη Στοκχόλμη και στο Κυπριακό Μουσείο στη Λευκωσία.

Μέσα από τις ανασκαφές τους, οι αρχαιολόγοι θέλησαν να αποκτήσουν περισσότερες γνώσεις για τους οικισμούς, τους ναούς και τους τάφους από τη Λίθινη Εποχή έως και τους Ρωμαϊκούς χρόνους - μια χρονική περίοδο λίγο πάνω από 7.000 χρόνια. Σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια, οι Σουηδοί ερεύνησαν 30 τοποθεσίες και έπρεπε να σκάψουν σε πολλά σημεία ταυτόχρονα. Για να καθορίσουν μια χρονολογία και να αναγνωρίσουν διαφορετικά πολιτιστικά στρώματα στο υλικό, οι Σουηδοί ανέσκαψαν σχεδόν 375 τάφους από διαφορετικές περιόδους. Μεταξύ άλλων, οι τάφοι περιείχαν 10.000 κεραμικά αγγεία. Επιπλέον, αποκαλύφθηκαν περίπου είκοσι χώροι λατρείας και χώροι ναών, όπου βρέθηκαν χιλιάδες γλυπτά από πέτρα και τερακότα.

Οι αρχαιολόγοι εξέτασαν οικισμούς, δύο οχυρά κάστρα, ένα βασιλικό ανάκτορο και ένα ρωμαϊκό θέατρο. Επιπλέον, η αποστολή εξερεύνησε τη νεολιθική περίοδο της Κύπρου και ανακάλυψε αρκετές τοποθεσίες με ίχνη οικισμου από τη νεολιθική περίοδο (4000 π.Χ.), οι οποίες προηγουμένως ήταν άγνωστες.

Η κυπριακή περιπέτεια κράτησε τέσσερα χρόνια και τον Μάρτιο του 1931 οι αρχαιολόγοι επέστρεψαν στη Σουηδία. Μαζί τους είχαν δεκάδες χιλιάδες αντικείμενα από την πενταετή ιστορία της Κύπρου, που θα μπορούσαν να γεμίσουν ένα ολόκληρο μουσείο. Τα περισσότερα από τα ευρήματα είναι στην πραγματικότητα ακόμα κρυμμένα στην αποθήκη του Μεσογειακού Μουσείου. Με τις προσπάθειες των Σουηδών, ένα μεγάλο επιστημονικά ανασκαφόμενο υλικό αποκαλήφθηκε και τεκμηριώθηκε προσεκτικά, γεγονός που το καθιστά προσβάσιμο σε σύγχρονους και μεταγενέστερους ερευνητές.

Την άνοιξη-χειμώνα του 1931 οι ανασκαφές ολοκληρώθηκαν και τα χρήματα τελείωσαν. Σύμφωνα με την τότε ισχύουσα νομοθεσία, τα ευρήματα μοιράστηκαν μεταξύ Κύπρου και Σουηδίας με τη Σουηδία να λαμβάνει περισσότερα από τα μισά. Ο συνολικός αριθμός των αντικειμένων από τις ανασκαφές ανέρχεται σε περίπου 18.000, εκ των οποίων η Σουηδία απέκτησε περίπου 12.000. Επιπλέον, υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός θραυσμάτων που αποθηκεύεται σε 5.000 κουτιά παπουτσιών στο Μεσογειακό Μουσείο. Ως εκ τούτου, οι αποθήκες του μουσείου είναι σήμερα γεμάτες με κεραμικά, γλυπτά, μεταλλικά αντικείμενα (χαλκό, μπρούτζο, μόλυβδο, ασήμι και χρυσό) και μεγάλες ποσότητες ρωμαϊκού γυαλιού.

Τα αρχαιολογικά ευρήματα που συλλέχθηκαν συσκευάστηκαν σε 771 ξύλινα κιβώτια και μεταφέρθηκαν στη Σουηδία τον Μάρτιο του 1931. (20 από αυτά τα μεγάλα ξύλινα κιβώτια παραμένουν ακόμη κλειστά στην αποθήκη.) Η μεταφορά κράτησε ένα χρόνο με ένα από τα πλοία της Swedish Orient Line. Τα ευρήματα που μεταφέρθηκαν στη Σουηδία το 1931 αποτέλεσαν τα θεμέλια του Μεσογειακού Μουσείου όταν άνοιξε το 1954.

Υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τo 1923 κατέφθασε στην Κύπρο ο Έιναρ Γιέργσταντ, νεαρός Σουηδός αρχαιολόγος, για να μελετήσει την αρχαιολογία και γενικότερα τον πολιτισμό του νησιού. Είχε προσκληθεί από το Σουηδό πρόξενο στην Κύπρο Λουκή Ζ. Πιερίδη, που ήταν και μέλος του Κυπριακού Αρχαιολογικού Συμβουλίου.[1] Ο Έιναρ Γιέργσταντ πραγματοποίησε προκαταρκτικές αρχαιολογικές έρευνες στην Κύπρο σε δύο φάσεις μεταξύ του 1923 και του 1924, οι οποίες στη συνέχεια κατέληξαν στη διατριβή του Studies on Prehistoric Cyprus το 1926. Το επόμενο έτος, το 1927, ο Γιέργσταντ πρότεινε τη διοργάννωση ενός πιο εκτεταμένου αρχαιολογικου έργου στην Κύπρο. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Γιέργσταντ, ιδρύθηκε την ίδια χρονιά η λεγόμενη Σουηδική Κυπριακή Επιτροπή, με στόχο τη διοργάνωση μιας αρχαιολογικής αποστολής στο νησί της Μεσογείου και την χορήγηση οικονομικής στήριξης στην αποστολή κατά τη διάρκεια των ερευνών. Η επιτροπή αποτελούνταν από τον διάδοχο του θρόνου Γουσταύος ΣΤ΄ Αδόλφος (σουηδ. Gustaf VI Adolf) (πρόεδρος), τον Σίγκουρντ Κούρμαν (γραμματέας), τον Γιοχάνες Χέλνερ (ταμίας), τον Μάρτιν Π. Νίλσον και τον Άξελ Β. Πέρσσον. Η χρηματοδότηση της αποστολής πραγματοποιήθηκε κατά κύριο λόγω μέσω ιδιωτικών δωρητών, και ο Γιέργσταντ κατάφερε να λάβει, μεταξύ άλλων, συνεισφορές από τον χρηματοδότη Ivar Kreuger. Ο Γιέργσταντ μπόρεσε επίσης να δανειστεί ένα από τα πρώτα αυτοκίνητα Volvo που κατασκευάστηκαν. Το αυτοκίνητο ήταν πιθανότατα το νούμερο τρία της σειράς που ονομαζόταν Jacob και παραδόθηκε το 1927. Το Volvo δούλευε συντριπτικά καλά και μπορούσε να οδηγηθεί στα ξεχαρβαλωμένα μονοπάτια της Κύπρου με εκπληκτική τότε ταχύτητα 60 km/h.

Ο Έιναρ Γιέργσταντ διορίστηκε ως επικεφαλής του έργου και οι Τζόν Λίνδρος, Έρικ Σιέκβιστ και Άλφρεντ Βέστχολμ διορίστηκαν ως βοηθοί. Ο Γιέργσταντ ήταν υπεύθυνος για την οργάνωση της αποστολής, ενώ ο Σιέκβιστ και ο Βέστχολμ ήταν υπεύθυνοι για τις αρχαιολογικές εργασίες στον τόπο. Ο Λίνδρος ήταν υπεύθυνος για σχέδια και φωτογραφίες.

Ο κύριος σκοπός της αποστολής ήταν να ερευνήσει και μακροπρόθεσμα να αποκτήσει μεγαλύτερη γνώση της αρχαίας κυπριακής αρχαιολογίας και ιστορίας από την Νεολιθική εποχή έως τη Ρωμαϊκή περίοδο, ένα χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα πέντε χιλιάδες χρόνια. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η αποστολή οργανώθηκε ως επιχείρηση υψηλής κινητικότητας, με πεδίο διερεύνησης ολόκληρη την Κύπρο.

Τον Σεπτέμβριο του 1927, η αποστολή αναχώρησε από τη Στοκχόλμη.[2]

Λάπηθος, φθινόπωρο 1927-άνοιξη 1928[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κανάτα σε κόκκινο γυαλιστερό III σκεύος με ανάγλυφη διακόσμηση που μοιάζει με φίδια. Από τον τάφο 319 («Τάφος 319») στη Λάπηθο, περίπου 1900 π.Χ.

Στη βόρεια Κύπρο βρίσκεται το χωριό Λάπηθος, όπου σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη αποτελούσε ένα από τα εννιά βασίλεια της Κύπρου κατά τον 4ον π. Χ. αιώνα.[3] Κοντά σε αυτή τη τοποθεσία υπάρχει ένας μεγάλος ταφικός χώρος από την Εποχή του Χαλκού (περίπου 2000–1800 π.Χ.) με εκατοντάδες τάφους. Ο χώρος ταφής ήταν γνωστός από παλιά και είχε λεηλατηθεί σε πολλές περιπτώσεις. Οι ανασκαφές είχαν πραγματοποιηθεί το 1913 από τον Τζον Μάιερς (αγγλ. John Myers) και το 1917 από τον Μενέλαο Μαρκίδη.[4] Οι ανασκαφές της αποστολής εδώ το 1927–28 οδήγησαν σε πληθώρα κεραμικών και όπλων από χαλκό και μπρούτζο. Κομψά αγγεία με εκτεταμένους λαιμους και κόκκινη γυαλιστερή μπογιά θυμίζουν σύγχρονα κεραμικά από την Μικρά Ασία, γνωστή και ως Ανατολία. Η λεγόμενη κεραμική με κόκκινη γυαλιστερή επιφάνεια, Red Polished ware, έγινε χαρακτηριστική αυτής της περιόδου και κυριάρχησαν σε ένα μεγάλο μέρος της επόμενης.

Οι Σουηδοί έκαναν ανασκαφές σε δύο τοποθεσίες στη Λάπηθο και η πρώτη ήταν η "Βρύση του Μπάρμπα", νεκρόπολη με τους τάφους από την εποχή του χαλκού, πολύ κοντά στο χωριό. Σήμερα δεν υπάρχουν ορατά ίχνη αυτής της εκτεταμένης νεκρόπολης. Μόλις ξεκίνησαν οι σουηδικές ανασκαφές, απέδωσαν απίστευτα αποτελέσματα. Υπολογιζόταν ότι η τοποθεσία περιελάμβανε εκατοντάδες τάφους και οι Σουηδοί ανέσκαψαν 23 από τους τάφους κατά τη διάρκεια δύο μηνών στα τέλη του 1927. Σπηλαιώδεις ταφικοί θάλαμοι ήταν λαξευμένοι στον μαλακό ασβεστολιθικό βράχο και κλείνονταν με ένα μεγάλο πέτρινο ογκόλιθο. Αυτοί οι τάφοι ήταν πλούσιοι σε αντικείμενα από χαλκό και κράμα χαλκού, υποδηλώνοντας την ύπαρξη ενός ευημερούντος οικισμού στη περιοχή. Αυτός ο οικισμός δεν βρέθηκε ποτέ από τους Σουηδούς, αλλά πιθανότατα βρισκόταν κοντά στη νεκρόπολη. Η εξαιρετική τοποθεσία κοντά στη θάλασσα με το φυσικό της λιμάνι υποδηλώνει αυτό. Θεωρείται ότι η Λάπηθος ήταν ίσως κέντρο εκμετάλλευσης χαλκού, γεγονός που συναβαλε στην ευημερία του χωριού. Ίσως η αρχαία πόλη να βρισκόταν κάτω από το σύγχρονο χωριό που εξακολουθεί να τροφοδοτείται με νερό από την αέναη πηγή.

Η δεύτερη περιοχή που έγιναν ανασκαφές αποτελούνταν από οικιστικά κατάλοιπα που ήταν παλαιότερα από το νεκροταφείο και χρονολογούνταν στη νεολιθική περίοδο. Η τοποθεσία βρίσκεται δυτικά του χωριού Λάπηθος και ονομάζεται Αλώνια των Πλακών.

Έγκωμη, Ιούνιος–Ιούλιος 1930[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μεγάλη πόλη Έγκωμη στην ανατολική Κύπρο ήταν μια σημαντική μητρόπολη κατά την υστερη εποχή του χαλκού με εργαστήρια χαλκού, βιοτεχνικές συνοικίες και ιερά. Εκεί ερευνήθηκε μια νεκρόπολη με πλούσιους τάφους της ύστερης εποχής του Χαλκού (1200 π.Χ.) με αντικείμενα από χρυσό, ασήμι και ελεφαντόδοντο καθώς και εκατοντάδες αγγεία. Οι τάφοι βρίσκονταν κάτω από τα κτίρια κατοικιών, τα οποία ανασκάφηκαν πολύ αργότερα από Κύπριους και Γάλλους αρχαιολόγους.

Φωτογραφία που δείχνει από ψηλά τα ερείπια της αρχαίας πόλης Έγκωμη.

Η ίδια η πόλη της Έγκωμη ανασκάφηκε από Γάλλους, και αργότερα Κύπριους, αρχαιολόγους μεταξύ του 1934 και του 1972. Κάτω από τις αυλές μπροστά από τα κτίρια κατοικιών στην πόλη υπήρχαν εξαιρετικά πλούσιοι τάφοι. Περίπου 100 από αυτούς ανασκάφηκαν από μια αποστολή που απέστειλε το Βρετανικό Μουσείο το 1896. Επιπλέον, περίπου 20 τάφοι ερευνήθηκαν από τους Σουηδούς αρχαιολόγους κατά τη διάρκεια δύο καλοκαιρινών μηνών το 1930.[5] Στους τάφους βρέθηκαν εκλεκτά κυπριακά κεραμικά, πολυτελή μυκηναϊκά αγγεία, αυγά στρουθοκαμήλου, χρυσά κοσμήματα καθώς και αντικείμενα από μπρούτζο, γυαλί και φαγεντιανή. Τα ευρήματα μαρτυρούν πολυτέλεια και εξωτικές εισαγωγές από τις γειτονικές χώρες. Οι τάφοι ήταν μικροί, κυκλικοί και λαξευμένοι σε βράχους, όπου οι νεκροί βρέθηκαν καθιστοί ή ξαπλωμένοι. Φορούσαν ενδύματα δεμένα μεταξύ τους με χρυσές καρφίτσες. Κάποιοι είχαν διαδήματα στο μέτωπό τους και χρυσή πλάκα πάνω από το στόμα. Μια γυναίκα φορούσε ένα περιδέραιο σε σχήμα μυκηναϊκών ασπίδων. Αυτό ήταν μινωικό μοτίβο και εισήχθη στην Κύπρο από τους Μυκηναίους. Παρόμοιες ασπίδες απεικονίζονται σε τοιχογραφίες, όπως στην Κνωσό της Κρήτης. Η ίδια γυναίκα είχε επίσης δαχτυλίδια στα μαλλιά, στα αυτιά και στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών της. Τα σκουλαρίκια ήταν συνθισμένο κόσμημα στην Κύπρο κατά τον 14ο-13ο αιώνα π.Χ. και χρησιμοποιούνταν τόσο από άνδρες όσο και από γυναίκες. Γύρω από τους νεκρούς στους ταφικούς θαλάμους υπήρχαν επίσης τρόφιμα και ποτά σε χάλκινα και κεραμικά αγγεία. Σε μικρά κουτιά από ελεφαντόδοντο υπήρχαν μπάλες νήματος.

Βαρέλι κρασιού που εισήχθη στην Κύπρο από την Ελλάδα. Από έναν τάφο στην Έγκωμη. Ύστερη Κυπριακή ΙΙ, περ. 1450-1200 π.Χ.

Η μεγάλη πόλη Έγκωμη (τουρκ.: Tuzla) ήταν η σημαντικότερη στην Κύπρο κατά το 1600–1100 π.Χ. και οι ανασκαφες της έχουν παράσχει εκπληκτικά αποτελέσματα. Τα ευρήματα διηγούντε για πολλά ενδιαφέροντα φαινόμενα – εκπληκτικά σύγχρονο πολεοδομικό σχεδιασμό, κεντρικά ελεγχόμενες επιχειρήσεις, δύσκολες συνθήκες εργασίας, συγγραφή, διπλωματικές σχέσεις και εμπορικές σχέσεις με άλλες χώρες. Το σχέδιο πόλης είναι ευφυές και κατανοητό με το σωστό πλέγμα και τους μεγάλους ευθύγραμμους δρόμους που διασταυρώνονται μεταξύ τους. Σε ένα σχέδιο μπορεί κάποιος να βρει δρόμους, τα τείχη της πόλης, εργαστήρια, μεμονωμένα σπίτια καθώς και τα διάφορα ιερά.

Υπάρχει μια γενική πεποίθηση ότι η Αλασία ή Αλάσια ήταν η προϊστορική ονομασία της Κύπρου ή ότι ενδεχομένως ήταν μια μεγάλη και ισχυρή πόλη, στη θέση όπου βρίσκεται τώρα το χωριό Έγκωμη, η οποία δραστηριοποιούνταν στην εξαγωγή χαλκού.[6] Ωστόσο, κανένα κείμενο που να φέρει το όνομα Αλασία δεν έχει βρεθεί στην Κύπρο, ούτε κάποιο κείμενο φαίνεται να αναφέρεται περισσότερο από έμμεσα στην Κύπρο ως νησί. Η Αλάσια περιγράφεται στα έγγραφα ως μια πόλη-κράτος με δυτικά ασιατικά, ίσως συριακά χαρακτηριστικά.

Κίτιον, Οκτώβριος 1929-Απρίλιος 1930[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αρχαία πόλη του Κιτίου βρίσκεται θαμμένη κάτω από τη σημερινή πόλη της Λάρνακας, στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού. Παλαιότερα,το Κίτιον θεωρούνταν αποικία των Φοινίκων, που ίδρυσαν την πόλη στις αρχές του 9ου αιώνα π.Χ. κατά την επέκταση τους στη Δύση. Η θεωρία αυτή βασιζόταν κυρίως στις ανασκαφές της Σουηδικής Αρχαιολογικής Αποστολής το 1930 και στις προηγούμενες ανασκαφικές έρευνες του sir John Myers. Ωστόσο οι ανασκαφές του τμήματος Αρχαιοτήτων υποστηρίζουν ότι η αρχαία πόλη του Κιτίου ιδρύθηκε από τους Μυκηναίους Αχαιούς στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ και επεκτάθηκε στις αρχές του 12ου αϊβνα π.Χ κατά τη διάρκεια του δεύτερου μεγάλου και μόνιμου μυκηναϊκού αποικιακού κύματος.[7]

Ο Κύπριος θεός Μελκάρτ-Ηρακλής, ασβεστολιθικό αγαλματίδιο από το Κίτιον. Ένας νεαρός, χωρίς γενειάδα θεός που κουνάει το ρόπαλό του (τώρα έχει φύγει) με το δεξί του χέρι. Φοράει το δέρμα του λιονταριού με τα πόδια του σφιγμένα στο στήθος και το κεφάλι και τα δόντια του λιονταριού ορατά στο μέτωπό του. Περίπου 450 π.Χ

Οι ανασκαφές της Σουηδικής Αρχαιολογικής Αποστολής στο Κίτιον ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1929 και συνεχίστηκαν μέχρι τον Απρίλιο του 1930, με ένα διάλειμμα κατά τη χειμερινή περίοδο. Οι Σουηδοί ανέσκαψαν τον λόφο Μπαμπούλα στο Κίτιον, όπου οι Φοίνικες είχαν κατασκευάσει ένα ναό αφιερωμένο στον Ηρακλή-Μελκάρτ, ο οποίος ήταν ο προστάτης θεός της πόλης και ο θεός που εισήλθε στην Κύπρο μαζί με τους Φοίνικες. Σε όλες τις περιόδους ο χώρος του ναού αποτελούνταν από ένα ανοιχτό τέμενος, δηλαδη ένα περιτειχισμένο ιερό χώρο με κεντρικό θυσιαστήριο.

Γύρω από το βωμό τοποθετήθηκαν δεκάδες γλυπτά ως δώρα στον θεό. Πιθανότατα απεικονίζουν Κύπριους που προσεύχονται με πολλούς να κρατούν θυσιαστήρια δώρα στα χέρια τους. Άλλα απεικονίζουν τον ίδιο τον θεό Μελκάρτ, μια εύσωμη ανδρική φιγούρα που κουνάει ένα ρόπαλο πάνω από το κεφάλι του. Συνήθως είναι γυμνός εκτός από ένα δέρμα λιονταριού που το φορά πάνω από τους ώμους του. Ο άντρας έχει δέσει τα πόδια του λιονταριού στο στήθος του και το κεφάλι του λιονταριού πκαλύπτει το δικό του. Μερικές φορές τα δόντια του λιονταριού είναι ορατά πάνω από το μέτωπο του θεού.

Άγια Ειρήνη, Νοέμβριος 1929–[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αγία Ειρήνη έγινε γνωστή τόσο στο εσωτερικό όσο και ιδιαίτερα στο εξωτερικό από τις ανασκαφές της σουηδικής αποστολής του 1929, που έφεραν σε φως αξιόλογα ευρήματα.[8] Πολλοί σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι έχουν εντοπιστεί από ληστές και ο χώρος λατρείας στην Αγία Ειρήνη στη βορειοδυτική ακτή της Κύπρου ήταν ένας τέτοιος.

Άγια Ειρήνη. Συνολική εικόνα με τον βωμό από την ανασκαφή κατά τη διάρκεια της αποστολής.

Το καλοκαίρι του 1929, την αποστολή επισκέφτηκε ένας ιερέας, ο παπά Προκόπιος. Είχε πιάσει έναν κλέφτη ανασκαφέα στο κτήμα του στο χωριό Άγια Ειρήνη. Ο ιερέας αποφάσισε να παραδώσει τα δικαιώματα της ανασκαφής στους Σουηδούς αρχαιολόγους. Ο χώρος αποδείχθηκε ότι ήταν ένα παρθένο ιερό που χρησιμοποιείται λίγο πολύ συνεχώς από το 1200 περίπου π.Χ. Όμως η πιο σημαντική περίοδος και τα περισσότερα ευρήματα χρονολογούνται περίπου στο 650–500 π.Χ. Ένας στρατός από φιγούρες από τερακότα κρύφτηκε μισό μέτρο κάτω από το αμμώδες χώμα. Οι 2.000 φιγούρες ξάπλωναν και στέκονταν όρθιες, ομαδοποιημένες σε μορφή ημικύκλου, όπως σε ένα θέατρο. Υπήρχαν ιερείς, πολεμιστές και απλοί Κύπριοι. Τα περισσότερα από τα αγαλματίδια έχουν ύψος μερικά εκατοστά ή λιγότερο. Πολλοί φέρνουν προσφορές, χορεύουν ή παίζουν μουσικά όργανα προς τιμήν του θεού. Αλλά πολλά αγάλματα έχουν φυσικό μέγεθος. Εντυπωσιακός είναι ο λεγόμενος ιερέας της θυσίας, φορώντας μακριά άμφια και τουρμπάνι. Σύμφωνα με τους ανασκαφείς, θα έπρεπε να κρατούσε ένα μαχαίρι θυσίας στο ανασηκωμένο αριστερό του χέρι. Μοντέλα από άρματα με άλογα, ταύροι με πολλές φιγούρες συμβολίζουν την ανδρική δύναμη και τη γονιμότητα του θεού.

Βουνί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη βορειοδυτική ακτή της Κύπρου βρίσκεται η αρχαία τοποθεσία Βουνί, χωριό της επαρχίας Λευκωσίας στην Κύπρο. Το χωριό είναι χτισμένο πάνω σε έναν βραχώδη λόφο που υψώνεται απευθείας από τη θάλασσα με θέα την Πέτρα (τουρκ. Taşköy). Αν και ο λόφος έχει ύψος μόλις 270 μέτρα ξεχωρίζει στο τοπίο.

Φωτογραφία από ψηλά που δείχνει το παλάτι του Βουνί.

Οι ανασκαφές από τη Σουηδική Αρχαιολογική  Αποστολή στο λόφο και την ευρύτερη περιοχή του Βουνιού, άρχισαν το 1928 και περατώθηκαν το φθινόπωρο του 1929. Εκεί αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα μεγάλου ανακτορικού συμπλέγματος καθώς και ναού της Αθηνάς στη νότια άκρη του λόφου.[9] Το παλάτι που χρησιμοποιήθηκε για περισσότερα από εκατό χρόνια, κατασκευάστηκε εκ νέου πολλές φορές κατά τον 5ο/4ο αιώνα π.Χ. και επηρεάστηκε τόσο από την ανατολίτικη όσο και από την ελληνική αρχιτεκτονική. Παρόλο που στο Βουνί δεν υπήρξαν πηγές ούτε γλυκό νερό, υπήρχε στο κέντρο της μεγάλης αυλής του παλατιού μια μεγάλη στέρνα όπου συγκεντρώνονταν το νερό της βροχής από τις στέγες. Οι ανασκαφές της Σουηδικής Αρχαιολογικής Αποστολής στο Βουνί διήρκεσαν από την άνοιξη του 1928 έως το φθινόπωρο του 1929, ενώ περιστασιακές συμπληρωματικές ανασκαφές γίνονταν αργότερα.

Το κεφάλι του Βουνίου.

Ένα από τα αντικείμενα που βρέθηκαν εδώ ήταν το κεφάλι του Βουνίου. Φέρει το τυπικό αρχαϊκό μειδίαμα, είναι ελαφρώς τριγωνικό και έχει ένα χαρακτηριστικό κάλαθο στα μαλλιά. Ο κάλαθος είναι ένα είδος διαδήματος με διαφορετικά μοτίβα. Το διάδημα της κεφαλής του Βουνίου αποτελείται από χορευτικές φιγούρες και ρόδακες. Αυτό το χαμόγελο είναι χρήσιμο για χρονολόγηση και τοποθετεί το γλυπτό περίπου στο 600–500 π.Χ. Το κεφάλι του Βουνίου αποτελεί επίσης ένα από τα πιο κεντρικά αντικείμενα στην έκθεση της Κύπρου στο Μεσογειακό Μουσείο της Στοκχόλμης.

Πέτρα του Λιμνίτη, 1929[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν η Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή ανέσκαψε το ανάκτορο του Βουνίου, τα μέλη έκαναν μια περιήγηση για κολύμπι σε ένα μικρό βραχώδες νησί, στο δυτικό τμήμα της βόρειας ακτής της Κύπρου, που ονομάζεται Πέτρα του Λιμνίτη και βρίσκεται περίπου 100 μέτρα από την ακτή. Κατά τύχη λοιπόν, ανακαλύφθηκε ένας από τους σημαντικότερους χώρους αυτής της εποχής. Αφού ανακάλυψαν κάποια ευρήματα, αποφάσισαν να ξεκινήσουν αργότερα ανασκαφές στο μικρό νησί. Εδώ ανακάλυψαν τα ερείπια κάποιων καλυβών από τη νεολιθική περίοδο και ήταν η πρώτη φορά που η νεολιθική περίοδος μαρτυρήθηκε στην Κύπρο. Οι ανασκαφές στη τοποθεσία πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια δύο καλοκαιρινών εβδομάδων το 1929.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Winbladh, Marie-Louise. «Η Σουηδική Αποστολή στην Κύπρο 1927-1931». 
  2. Gjerstad, Einar (1934). «The Swedish Cyprus expedition: finds and results of the excavation in Cyprus 1927-1931. Vol. 1, Text & plates. Stockholm: Svenska Cypernexpeditionen». 
  3. «ΛΑΠΗΘΟΣ – ΛΑΜΠΟΥΣΑ». www.lapithos.org.cy. Ανακτήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2023. 
  4. Gjerstad (1934), σελ. 33
  5. Χρήστου, Δ. «Εγκωμη αρχαιολογικός χώρος». Polignosi - Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια. Ανακτήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2023. 
  6. «ΕΓΚΩΜΗ». Δήμος Αμμοχώστου/Famagusta Municipality. Ανακτήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2023. 
  7. «Κίτιον - Αρχαιολογικός χώρος». polignosi - Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια. Ανακτήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2023. 
  8. «Αγία Ειρήνη». www.keryniaek.com. Ανακτήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2023. 
  9. «Βουνί». polignosi - Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια. Ανακτήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2023. 


Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Οι παραπάνω πληροφορίες αποτελούν σε μεγάλο βαθμό μετάφραση της σελίδας Svenska Cypernexpeditionen από τα σουηδικά στα ελληνικά, με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται από τη σελίδα. https://sv.wikipedia.org/wiki/Svenska_Cypernexpeditionen
  • Βιολάρης, Γιάννης (29/11/2009). «Η Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή στην Κύπρο (1927-1931)». Χρονικό Πολίτη τ.92. Ανακτήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2023 από την ιστοσελίδα https://www.academia.edu/.