Το πορτραίτο (Γκόγκολ)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το πορτραίτο
ΣυγγραφέαςΝικολάι Γκόγκολ
ΤίτλοςПортрет
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1833
Ημερομηνία δημοσίευσης1835
Δημοσιεύθηκε στοΙστορίες της Πετρούπολης
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το πορτραίτο (Ρωσικά: Портрет) είναι φανταστική νουβέλα του Νικολάι Γκόγκολ που δημοσιεύτηκε σε πρώτη έκδοση στη συλλογή διηγημάτων Αραβουργήματα το 1835 και από το 1843 περιλαμβάνεται στη συλλογή Ιστορίες της Πετρούπολης.[1]

Η υπόθεση αναφέρεται στην ιστορία ενός φτωχού καλλιτέχνη που αποκτά τυχαία έναν πίνακα, οι δαιμονικές δυνάμεις του οποίου του επιτρέπουν να γίνει πλούσιος και διάσημος αλλά του επιφυλάσσουν ένα θλιβερό τέλος. [2]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτο μέρος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρώτο μέρος είναι η ιστορία ενός ταλαντούχου ζωγράφου, του Αντρέι Πετρόβιτς Τσερτκόφ, που βρίσκεται στην αρχή της καριέρας του, είναι νέος και φτωχός. Ο Τσερτκόφ είναι η επιτομή του ρομαντικού καλλιτέχνη, που αφιερώνει τη ζωή του στην τέχνη. Σε μια από τις βόλτες του στην Αγία Πετρούπολη, σταματάει σε ένα παλαιοπωλείο ειδών τέχνης, όπου, σε μια ανεξήγητη παρόρμηση, αγοράζει με τα τελευταία του είκοσι καπίκια του ένα πορτρέτο που τον μαγνητίζει και απεικονίζει έναν ηλικιωμένο άντρα με ασιατική φορεσιά με μάτια ολοζώντανα και τόσο εκφραστικά, που φαινόταν έργο μεγάλου ζωγράφου.[3]

Ο Τσαρτκόφ επιστρέφει στο φτωχό διαμέρισμά του και σκεπάζει τον πίνακα με ένα σεντόνι πριν πάει για ύπνο. Τη νύχτα, ο πίνακας ζωντανεύει, ο άντρας βγαίνει από το κάδρο, κοιτάζει με τα ολοζώντανα μάτια του τον ζωγράφο και βγάζει χρυσά νομίσματα από τις τσέπες του. Ο ζωγράφος ξυπνάει και ξανακοιμάται, ο εφιάλτης επαναλαμβάνεται τρεις φορές. Την επόμενη μέρα έρχεται ο ιδιοκτήτης να του ζητήσει το ενοίκιο. Ο αστυνομικός που τον συνοδεύει σπάει κατά λάθος το πλαίσιο του πορτρέτου και ο ζωγράφος ακούει τον ήχο των νομισμάτων. Σπεύδει να τους διώξει, υποσχόμενος να πληρώσει την επόμενη μέρα. Πλησιάζοντας τον πίνακα, ανακαλύπτει κρυμμένο στο πλαίσιο ένα πουγγί με χίλια χρυσά νομίσματα.[4]

Ο Τσερτκόφ στο παλαιοπωλείο ειδών τέχνης, εικονογράφηση του 1928

Βρίσκεται τότε μπροστά σε ένα δίλλημα: είτε να ζήσει σεμνά, συνεχίζοντας να εργάζεται για να ολοκληρώσει τον εαυτό του καλλιτεχνικά, είτε να επιλέξει τον εύκολο τρόπο και να ζωγραφίζει πορτρέτα αστών χωρίς καλλιτεχνική αξία, να γίνει δηλαδή ζωγράφος της μόδας. Επιλέγει την εύκολη λύση. Με τα χρήματά του, πολύ γρήγορα δικτυώνεται και γίνεται ένας μοντέρνος, κοσμικός, πλούσιος ζωγράφος, μέλος της υψηλής κοινωνίας, ωστόσο η ζωγραφική του έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον, έγινε άκαμπτη και το ταλέντο του τελικά εξαφανίστηκε. [5]

Περνούν πολλά χρόνια και ο Τσαρτκόφ έχει αποκτήσει τόσο μεγάλη φήμη που καλείται από την Ακαδημία Καλών Τεχνών να εξετάσει το έργο ενός εξέχοντος καλλιτέχνη, που αφιέρωσε τη ζωή του στις σπουδές τέχνης στην Ιταλία και στην τελειοποίηση της τέχνης του. Όταν ο Τσαρτκόφ φτάνει στην γκαλερί, εντυπωσιάζεται από τον πίνακα και συνειδητοποιεί τι έχασε, ξεσπά σε κλάματα και φεύγει από τη γκαλερί.

Στο σπίτι του, προσπαθεί να αναβιώσει το ταλέντο που είχε κάποτε, αλλά αναπόφευκτα αποτυγχάνει. Σε μια κρίση παράνοιας αρχίζει να αγοράζει «ό,τι καλύτερο παρήγαγε η τέχνη» και να το φέρνει σπίτι του για να το καταστρέψει. Η τρέλα του εκδηλώνεται τελικά και με μια σωματική ασθένεια και ο Τσαρτκόφ πεθαίνει, στοιχειωμένος μέχρι το τέλος από την ανάμνηση του φρικτού πορτρέτου.[6]

Δεύτερο μέρος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πορτρέτο, από τη ρωσική βωβή ταινία του 1915

Το δεύτερο μέρος διαδραματίζεται χρόνια αργότερα σε μια δημοπρασία που πραγματοποιείται σε ένα παλιό αρχοντικό, όπου το απαίσιο πορτρέτο εκτίθεται προς πώληση. Στη μέση των προσφορών, εμφανίζεται ένας νεαρός άνδρας που ισχυρίζεται ότι έχει «ίσως περισσότερα δικαιώματα σ' αυτό το πορτρέτο από οποιονδήποτε άλλον» και αρχίζει αμέσως να λέει στο κοινό την ιστορία του. Αυτό είναι ένα πορτρέτο ενός τοκογλύφου που ζούσε σε μια φτωχή συνοικία της Αγίας Πετρούπολης, η παρουσία του τρόμαζε τόσο τον κόσμο που τον συνέδεε με τον διάβολο. Δάνειζε σε όποιον του ζητούσε αλλά περίεργα και τρομερά γεγονότα που οδηγούσαν τις περισσότερες φορές σε θάνατο φαινόταν πάντα να συμβαίνουν σε όσους δανείζονταν από αυτόν.

Ο τοκογλύφος γέρασε και για να ξεγελάσει τον θάνατο, ζήτησε από έναν ζωγράφο, τον πατέρα του νεαρού αφηγητή, να τον απεικονίσει. Αυτός δέχθηκε, ωστόσο, μόλις άρχισε να ζωγραφίζει τα μάτια του τοκογλύφου «είχε μια τέτοια παράξενη αποστροφή στην ψυχή του» που αρνήθηκε να ζωγραφίσει άλλο. Ο τοκογλύφος πέθανε λίγο αργότερα, αφήνοντας το πορτρέτο στην κατοχή του καλλιτέχνη.

Από τότε, στη ζωή του καλλιτέχνη άρχισαν να συμβαίνουν ανεξήγητα παράξενα γεγονότα, ο ήρεμος χαρακτήρας του άλλαξε και έγινε μοχθηρός και εκδικητικός, λίγο έλειψε να χτυπήσει τη γυναίκα του. Για να επανορθώσει, ο καλλιτέχνης αποφάσισε να κάψει το πορτρέτο, αλλά ένας φίλος τον σταμάτησε και πήρε τον πίνακα για δικό του. Αφού έγινε αιτία για διάφορες καταστροφές, τα ίχνη του πίνακα χάθηκαν. Ο καλλιτέχνης νιώθοντας τεράστιες ενοχές για το έργο του - σε σημείο που αποσύρθηκε σε μοναστήρι - έβαλε τον γιο του να του υποσχεθεί ότι θα το βρει και θα το καταστρέψει. Έτσι, μετά από δεκαπέντε χρόνια αναζήτησης, το βρήκε σ' αυτή τη δημοπρασία. [7]

Ωστόσο, μόλις ολοκλήρωσε την ιστορία του και οι παρευρισκόμενοι γύρισαν να εξετάσουν το πορτρέτο, είδαν ότι είχε εξαφανιστεί: κάποιος πρέπει να το πήρε ενώ άκουγε την ιστορία του νεαρού. Αναρωτιούνται αν το είχαν δει καθόλου.[8]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το πορτραίτο, μετάφραση: Αντώνης Μοσχοβάκης, εκδόσεις Ηριδανός, 2005
  • Το πορτραίτο, μετάφραση: Παναγιώτης Λούτας, εκδόσεις Ερατώ, 2019

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]