Τζένγκις Χαν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σει'χαν
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
ᠴᠢᠩᠭᠢᠰ ᠬᠠᠭᠠᠨ (unsupported language) και Чингис хаан (unsupported language)
Γέννηση31  Μαΐου 1162 (περίπου)
Ντελούουν Μπολντόγκ κοντά στο όρος Μπουρχάν Χαλντούν
Θάνατος18  Αυγούστου 1227[1] ή 25  Αυγούστου 1227 (Αβεβαιότητα)[2]
Zul Farrak
Αιτία θανάτουπτώση από άλογο
Χώρα πολιτογράφησηςΑυτοκρατορία των Μογγόλων
ΘρησκείαΤενγκρισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός ηγέτης
αρχηγός φυλής
μονάρχης
Οικογένεια
ΣύζυγοςΜπόρτε
Khulan
Gürbesu
Yesui
Yesugen
Chahe
Princess Qiguo
Hedaan
Ibaqa beki
ΤέκναJochi[3]
Chagatai Khan[4][5][3]
Ögedei Khan[3]
Tolui[3]
Wuluchi[3]
Alahaibieji[3]
Tümelün[3]
Checheyikhen[3]
Yeli'andun[3]
Il-Altun[3]
Huochenbieji[3]
Kölgen[3]
Chawuer
Shuerche[6]
ΓονείςYesugei και Hoelun[3]
ΑδέλφιαQasar
Behter
Belgutei
Hachiun
Temüge
Temulin
ΣυγγενείςTekina Khatun (απόγονος)
ΟικογένειαBorjigin
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςMongol military tactics and organization
Πόλεμοι/μάχεςMongol invasion of Khwarazmian Empire and Eastern Iran, Mongol conquest of the Jin dynasty, Battle of Dalan-Baljut, Battle of Yehuling, Battle of Indus και Mongol conquest of Western Xia
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαKhagan of the Mongol Empire (1206–1227)
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Τσίνγκις Χαν (Чингис Хаан, που σημαίνει «παγκόσμιος κυβερνήτης», 1162 - 18 Αυγούστου 1227), σήμερα εκ παραφθοράς γνωστός ως Τζένγκις Χαν, ήταν Μογγόλος πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης. Ένωσε τις μογγολικές φυλές και ίδρυσε την Αυτοκρατορία των Μογγόλων (1206 - 1368), μια από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες στην ιστορία. Γεννημένος στη φυλή Μποργιτζήν, δημιούργησε έναν ισχυρό στρατό και έγινε ένας απο τους σημαντικότερους και πλέον επιτυχημένους στρατιωτικούς ηγέτες στην ιστορία.

Παρά το γεγονός ότι ο Τζένγκις Χαν σε πολλές περιοχές του κόσμου θεωρείται διαχρονικά ένας κατ' εξοχήν αιμοβόρος κατακτητής, στη Μογγολία είναι μια αγαπητή προσωπικότητα και θεωρείται ως ο πατέρας του μογγολικού έθνους. Η σύγχρονη και πιο ψύχραιμη ιστορική έρευνα μας λέει ότι στην πραγματικότητα οι Μογγόλοι κυβέρνησαν τις περιοχές που κατάκτησαν με μεθόδους πολύ προοδευτικές για την εποχή τους, ενώ επέβαλαν ανεξιθρησκεία και προστάτευσαν τους εμπορικούς δρόμους της Ασίας. Πριν γίνει Χαν (Хаан, ελλ. Κυβερνήτης), εξόντωσε και κατόπιν ένωσε πολλές από τις νομαδικές φυλές της ανατολικής και κεντρικής Ασίας και τους έδωσε ταυτότητα ως Μογγόλους.

Το πραγματικό του όνομα ήταν Τεμουζίν, και σε ηλικία δεκατριών χρονών έγινε αρχηγός τριάντα μογγολικών φυλών, μετά τον θάνατο του πατέρα του.

Συνάντησε βίαιη αντίδραση από το μέρος των υποτελών του φυλών, αλλά όταν παντρεύτηκε την κόρη του μεγάλου Χαν των Κοραϊτών Μογγόλων Ουνγκ και πήρε βοήθεια και υποστήριξη από αυτόν, γρήγορα επιβλήθηκε κι απέδειξε τις έξοχες στρατιωτικές του ικανότητες. Τόση μεγάλη ήταν η δύναμη που απέκτησε, ώστε ο πεθερός του άρχισε να φοβάται για την αρχή του και διέταξε να τον σκοτώσουν. Ο Τζένγκις Χαν όμως δραπέτευσε και κατόρθωσε μετά από πολλές συγκρούσεις να ανακηρυχθεί Χαν και να στραφεί ενάντια στην Κίνα. Κατέλαβε το Πεκίνο κι ύστερα την Μπουχάρα και τη Σαμαρκάνδη και έφτασε μέχρι τη Ρωσία. Πέθανε αφού νίκησε ολοκληρωτικά τον βασιλιά της βορειοδυτικής Κίνας.

Τα πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λόγω της έλλειψης γραπτών αρχείων, υπάρχουν λίγα στοιχεία σχετικά με την πρόωρη ζωή του Τεμουζίν. Οι λίγες πηγές που παρέχουν πληροφορίες σε αυτό το χρονικό διάστημα είναι συχνά αντικρουόμενες.

Ο Τεμουζίν γεννήθηκε το 1162 ή το 1155 στο Ντελούουν Μπολντόγκ κοντά στο όρος Μπουρχάν Χαλντούν και τα ποτάμια Ονόν και Χερλέν στη σύγχρονη βόρεια Μογγολία, που δεν απέχει πολύ από τη σημερινή πρωτεύουσα, Ουλάν Μπατόρ. Στο έργο Η μυστική ιστορία των Μογγόλων αναφέρεται ότι ο Τεμουζίν γεννήθηκε με έναν θρόμβο αίματος στη γροθιά του, ένα παραδοσιακό σημάδι ότι αυτός έμελλε να γίνει ένας μεγάλος ηγέτης. Ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος γιος του πατέρα Γιεσούγκεϊ, ο μεγάλος επικεφαλής μιας φυλής Μογγόλων της Κιγιάντ και σύμμαχος της Τογκρούλ Χαν της φυλής Κεράιτ, και ο μεγαλύτερος γιος της Χοελούν, της μητέρας του. Σύμφωνα με τη Μυστική ιστορία, ο Τεμουζίν πήρε το όνομά του από τον οπλαρχηγό Τεμουζίν-UGG, τον οποίο ο πατέρας του είχε μόλις αιχμαλωτίσει. Το όνομα υποδηλώνει, επίσης, ότι μπορεί να έχουν καταγωγή από οικογένεια σιδηρουργών.

Η φυλή του Γιεσούχεϊ, του πατέρα του, ονομαζόταν Μποριτζγκίν και η η μητέρα του Χοελούν ήταν από τη φυλή Ολχουνούτ, κλάδο της φυλής Χονγκιράντ. Όπως και οι άλλες φυλές, ήταν νομάδες. Επειδή ο πατέρας του ήταν οπλαρχηγός, όπως και οι προκάτοχοί του, ο Τεμουζίν είχε ευγενή καταγωγή. Αυτή η υψηλότερη κοινωνική θέση κατέστησε ευκολότερο να ζητήσει βοήθεια και τελικά να συγχωνεύσει τις άλλες φυλές Μογγόλων.

Τα παιδικά χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περιοχή όπου γεννήθηκε ο Τζένγκις Χαν

Ο Τεμουζίν είχε τρία αδέλφια που ονομάζονταν Χάσαρ, Χατσιούν και Τεμούγκε, μια αδελφή που ονομαζόταν Τεμούλεν, καθώς και δύο ετεροθαλείς αδελφούς που ονομάζονταν Μπεχτέρ και Μπελγκουτέι. Όπως για πολλούς από τους νομάδες της Μογγολίας, τα παιδικά χρόνια του Τεμουζίν ήταν δύσκολα. Ο πατέρας του κανόνισε γάμο γι' αυτόν, και σε εννέα ετών, είχε παραδοθεί στην οικογένεια της μελλοντικής του συζύγου Μπόρτε, η οποία ήταν μέλος της φυλής Ονγκιράτ. Ο Τεμουζίν θα ζούσε εκεί μέχρι να φθάσει στην ηλικία γάμου των 12.

Ενώ κατευθυνόταν στο σπίτι, ο πατέρας του συνάντησε τη γειτονική φυλή, τους Τάταρους, οι οποίοι ήταν από καιρό εχθροί των Μογγόλων, και δηλητηριάστηκε από τα τρόφιμα που του προσέφεραν. Μόλις το έμαθε αυτό ο Τεμουζίν, επέστρεψε στο σπίτι για να διεκδικήσει τη θέση του πατέρα του ως αρχηγός της φυλής. Ωστόσο,η φυλή του πατέρα του αρνήθηκε να καθοδηγείται από ένα αγόρι τόσο νέο. Έτσι εγκατέλειψαν τη Χοελούν και τα παιδιά της, αφήνοντας τους χωρίς προστασία.

Για τα επόμενα χρόνια, η Χοελούν και τα παιδιά της ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας, επιβιώνοντας κυρίως με άγρια ​​φρούτα και κουφάρια βοδιών και άλλα μικρά θηράματα τα οποία έπιαναν ο Τεμουζίν και τα αδέρφια του. Η μητέρα του η Χοελούν, ήταν μια δυναμική και ικανή γυναίκα που φρόντισε για την επιβίωση της οικογένειάς της σε ένα περιβάλλον εξαιρετικά δύσκολο για μια γυναίκα χωρίς την προστασία κάποιου άντρα. Ο Τεμουζίν δέχτηκε από νωρίς την επίδρασή της, πράγμα που τον εφοδίασε με τον δυναμισμό που θα ήταν χαρακτηριστικός για το υπόλοιπο της ζωής του αλλά και του εμφύσησε έναν βαθύ σεβασμό για τη γυναίκα που θα χαρακτήριζε τη μετέπειτα πορεία του. Σε μια κυνηγετική εξόρμηση ο δεκατετράχρονος Τεμουζίν σκότωσε τον ετεροθαλή αδελφό του Μπεχτέρ σε τσακωμό που προέκυψε από μια διαφωνία για τη μοιρασιά της λείας. Το περιστατικό αυτό εδραίωσε τη θέση του.

Σε ένα άλλο περιστατικό, γύρω στο 1177, συνελήφθη σε μια επιδρομή από τους πρώην συμμάχους του πατέρα του και κρατήθηκε αιχμάλωτος. Όμως με τη βοήθεια ενός φρουρού (και μελλοντικού στρατηγού) ο Τεμουζίν κατάφερε να δραπετεύσει μέσα στη νύχτα και να κρυφτεί σε έναν ποταμό. Ήταν σε αυτό το διάστημα που οι Τζελμέ και Μπο'ορτσού, δύο από τους μελλοντικούς στρατηγούς του Τζένγκις Χαν, ένωσαν τις δυνάμεις τους μαζί του.

Εκείνη την εποχή, καμία από τις φυλές της Μογγολίας δεν ήταν ενωμένες πολιτικά και γάμοι κανονίζονταν για να δημιουργηθούν προσωρινές συμμαχίες. Ο Τεμουζίν μεγάλωσε παρατηρώντας το σκληρό πολιτικό κλίμα της Μογγολίας, το οποίο περιελάμβανε φυλετικές διαμάχες, κλεψιά, επιδρομές, τη διαφθορά και τις συνεχόμενες πράξεις εκδίκησης που πραγματοποιούνται μεταξύ των διαφόρων φυλών, με όλα να επιδεινώνονται με παρεμβολές από ξένες δυνάμεις, όπως από την κινέζικη δυναστεία στον νότο. Η μητέρα του Τεμουζίν, η Χοελούν, του δίδαξε πολλά μαθήματα για το ασταθές πολιτικό κλίμα της Μογγολίας, ιδιαίτερα για την ανάγκη για συμμαχίες.

Γάμος με την Μπόρτε[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επέκταση της αυτοκρατορίας του Τζένγκις Χαν, από την Κορέα έως την Κασπία θάλασσα

Όπως έχει ήδη κανονιστεί από τον πατέρα του, ο Τεμουζίν παντρεύτηκε την Μπόρτε όταν ήταν περίπου 16, προκειμένου να παγιώσει τη συμμαχία μεταξύ των αντίστοιχων φυλών τους. Ο γάμος τους, όμως δεν ήταν μια απλή πολιτική κίνηση, αλλά ευτυχώς εδραιώθηκε και πάνω σε μια βαθιά αγάπη που θα κρατούσε όλη τους τη ζωή. Λίγο μετά τον γάμο, η Μπόρτε απήχθη από τους Μέρχιτς. Ο Τεμουζίν την έσωσε με τη βοήθεια του φίλου του και μελλοντικού εχθρού του, Τζαμούχα, της φυλής Κέραιτ. Εννέα μήνες αργότερα, γέννησε έναν γιο, τον Τζότσι (1185-1226). Όταν κάποιοι άρχισαν να αφήνουν υπόνοιες ότι το παιδί δεν ήταν του Τεμουζίν αλλά κάποιου μερκίδα στρατηγού που είχε πάρει την Μπόρτε σαν παλλακίδα του κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της, ο Τεμουζίν φρόντισε να βάλει τέλος στα κουτσομπολιά δηλώνοντας ότι πέρα από τη μητέρα δεν είναι δουλειά κανενός να γνωρίζει πως έγινε η σύλληψη του παιδιού και ότι σημασία δεν έχει η πατρότητα αλλά το ποια είναι η μητέρα του παιδιού. Αμέσως μετά φρόντισε να αναγνωρισθεί το παιδί ως δικό του και δεν έδειξε ποτέ κανένα σημάδι ότι το ξεχωρίζει με κάποιον τρόπο από τα υπόλοιπα παιδιά του. Αν και ο Τεμουζίν ακολούθησε τη μογγολική παράδοση και έκανε πολλούς γάμους κατά τη διάρκεια της ζωής του με σκοπό να δημιουργήσει ένα δίκτυο συμμαχιών με άλλες φυλές, η Μπόρτε ήταν η μοναδική γυναίκα που αγάπησε και μετά τον θάνατό του ήταν μόνο τα δικά της παιδιά που κληρονόμησαν την αυτοκρατορία του. Έδειξε σεβασμό όμως σε κάθε σύζυγό του αλλά και σε κάθε νύφη του.

Η Μπόρτε έκανε τρεις γιους με τον Τζένγκις Χαν, τον Τσαγκατάι (1187-1241), τον Ογκοντέι (1189-1241), και τον Τολούι (1190-1232) και κάποιες κόρες που όμως σήμερα δεν γνωρίζουμε τον ακριβή τους αριθμό. Κάποιες από αυτές ήταν η Χοτσέν, η Αλαχάι, η Τουμελούν, η Αλαλτούν και η Τσετσεγικέν. Ο Τζένγκις Χαν είχε επίσης πολλά άλλα παιδιά με τις άλλες συζύγους του, αλλά αποκλείστηκαν από τη διαδοχή. Ενώ τα ονόματα των γιων ήταν καταγεγραμμένα, των κορών δεν ήταν. Τα ονόματα τουλάχιστον έξι κορών είναι γνωστά, και ενώ έπαιξαν σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια της ζωής του, δεν έχουν επιζήσει έγγραφα που παρέχουν οριστικά τον αριθμό ή τα ονόματα από τις κόρες που γεννήθηκαν από τις συζύγους του Τζένγκις Χαν.

Ο Τεμουζίν ήταν πιστός πάνω απ' όλα, αλλά και έδινε αξία στην αδελφότητα. Ο Τζαμούχα ήταν ένας από τους καλύτερους φίλους του Τεμουζίν όταν μεγάλωνε. Αλλά η φιλία τους δοκιμάστηκε αργότερα στη ζωή τους, όταν ο Τεμουζίν πάλευε να γίνει Χαν. Ο Τζαμούχα είπε αυτό στον Τεμουζίν πριν πεθάνει «Τι σκοπιμότητα θα είχα να γινόμουν σύντροφός σου; Αντιθέτως, ορκισμένε αδερφέ, στη μαύρη νύχτα θα στοίχειωνα τα όνειρά σου, στη φωτεινή μέρα θα προβλημάτιζα την καρδιά σου. Θα ήμουν η ψείρα στον γιακά σου, θα γινόμουν η σκλήθρα στην πόρτα σου .... όπως υπήρχε χώρος μόνο για έναν ήλιο στον ουρανό, υπήρχε χώρος μόνο για έναν Μογγόλο άρχοντα».

Άνοδος στην εξουσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μογγολική Αυτοκρατορία το 1206 κατά την ίδρυσή της από τον Τζένγκις Χαν, το 1227, τη χρονιά που πέθανε ο Τζένγκις Χαν, και κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του εγγονού του, Κουμπλάι Χαν (1260-1294).

Η πορεία προς την εξουσία δεν ήταν εύκολη ούτε ξεκάθαρα ανοδική. Ο Τεμουζίν πέρασε πολλές περιπέτειες μέχρι να λάβει τον τίτλο του Χαν. Η μεγαλύτερη δοκιμασία τόσο για εκείνον όσο και για το μογγολικό έθνος ήρθε το 1203 όταν ήρθε σε σύγκρουση με τον ισχυρότερο άρχοντα της περιοχής, τον Όνγκ Χαν, που διοικούσε τη φυλή των Κερεγίδων. Αυτή η απόφαση του Τεμουζίν αποδείχθηκε τραγικά λανθασμένη γιατί πολύ σύντομα αποδείχθηκε ότι κανένας πολέμαρχος δεν ήταν πρόθυμος να τον βοηθήσει και να εναντιωθεί στον Όνγκ Χαν, που τότε είχε τη μεγαλύτερη εξουσία. Έτσι σε μια αποφασιστική μάχη οι Κερεγίδες κατατρόπωσαν τους Μογγόλους και τους εκδίωξαν ανατολικά προς τη λίμνη Μπαλτζούνα όπου αφέθηκαν να πεθάνουν χωρίς εφόδια και τρόφιμα. Τότε ο Τεμουζίν ήταν ήδη 42 ετών και καθώς δεν του είχε απομείνει κανένας σύμμαχος, είχε χάσει όλα του τα εδάφη και δεν είχε εξασφαλίσει για τα παιδιά του κανέναν πολιτικά σημαντικό γάμο, θεωρούνταν ένας μεσήλικας αποτυχημένος.

Μία σύμπτωση, όμως, ήταν αρκετή για να διασώσει τη φυλή των Μογγόλων, να αλλάξει την ιστορία, αλλά να σημαδέψει και τη θρησκευτική και πολιτική συνείδηση του Τεμουζίν. Ενώ οι Μογγόλοι είχαν παραδοθεί στην εξάντληση, τις αρρώστιες και την ασιτία, εμφανίστηκε ένα εμπορικό καραβάνι που δέχτηκε να τους ανεφοδιάσει χωρίς αντάλλαγμα. Αυτό το περιστατικό, όχι μόνο διέσωσε τους Μογγόλους, αλλά θεωρήθηκε και ως ένα ξεκάθαρο σημάδι θεϊκής παρέμβασης και εύνοιας στο πρόσωπο του Τεμουζίν που έκανε το αδιανόητο. Έφυγε ηττημένος και με αποδεκατισμένο στρατό και επέστρεψε ισχυρός και με ανεβασμένο ηθικό. Αυτό το περιστατικό ήταν η αρχή της σταδιακής μεταστροφής όλων των υπόλοιπων πολέμαρχων που άρχισαν ένας ένας να τον υποστηρίζουν.

Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια ο Τεμουζίν κατάφερε να εξουδετερώσει τους περισσότερους αντιπάλους του και να κυριαρχήσει στο μεγαλύτερο μέρος της ευρασιατικής στέπας. Τότε ήταν που συγκάλεσε μια γενική συνέλευση όλων των πολέμαρχων με σκοπό να ζητήσει την επίσημη υποταγή τους σε εκείνον. Σε αυτή τη συνέλευση ο Τεμουζίν έλαβε και επίσημα τον τίτλο Τζένγκις Χαν και ήταν η αρχή της ηγεμονίας τους και της αυτοκρατορίας του.

Θρησκευτικά πιστεύω[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τζένκις Χαν ανατράφηκε με τα πιστεύω του μογγολικού σαμανισμού που στηρίζονται στην αδιαίρετη και συμπληρωματική φύση των στοιχείων. Ο ουρανός και η γη, που συμβόλιζαν το αρσενικό και το θηλυκό, αποτελούσαν για του Μογγόλους τις κυρίαρχες δυνάμεις του σύμπαντος που βρίσκονταν σε αδιατάρακτη ισορροπία. Στη ζωή του, όμως, όπως και στην οικογενειακή του παράδοση, θεωρούσε κρίσιμης σημασίας για την πορεία του και την επιτυχία του τις θηλυκές δυνάμεις του σύμπαντος. Αυτό οφειλόταν σε μία σειρά γεγονότων, συμπτώσεων και συγκυριών.

Αρχικά ήταν η εγκατάλειψή του από την οικογένεια του πατέρα του. Ο νεαρός τότε Τεμουζίν είδε ότι η μητέρα του και η φυλή της ήταν εκείνη που τον βοήθησαν στην πιο δύσκολη στιγμή του και η φυλή της μητέρας του, οι Ολχουνούτ, θεωρούσαν ότι προστατεύονταν από το υγρό στοιχείο, που για τους Μογγόλους ήταν θηλυκό. Από τότε ο Τεμουζίν θεωρούσε ότι προερχόταν από τη γενιά της μητέρας του και όχι του πατέρα του και προς τιμήν της, όταν έγινε Χαν, ονόμασε τη φυλή του Αλτάν Ουρούγκ, δηλαδή Χρυσή Μήτρα.

Επίσης, όπως κάθε Μογγόλος, είχε αδυναμία στα κυνηγετικά γεράκια, που ήταν αποκλειστικά θηλυκά γιατί ήταν πιο μεγαλόσωμα και πιο κατάλληλα για το κυνήγι και θεωρούνταν εκφράσεις των θηλυκών δυνάμεων του σύμπαντος. Όμως, ειδικά ο Τεμουζίν είχε έναν ακόμα λόγο να τα αγαπάει γιατί είχαν σώσει κάποιον πρόγονό του από βέβαιο θάνατο καθώς του έφερναν τροφή ενώ εκείνος βρισκόταν εγκαταλελημένος στην έρημο. Την εποχή της ακμής του λέγεται ότι ο Τζένκις Χαν διατηρούσε μέχρι και 800 γεράκια.

Όμως η καθοριστική στιγμή που έκανε τον Τζένκις Χαν να αισθανθεί ότι κατέχει την εύνοια των θηλυκών δυνάμεων του σύμπαντος έγινε στην πιο κρίσιμη για εκείνον στιγμή όπου κινδύνεψε όχι μόνο η ζωή του, αλλά και η ύπαρξη όλης της μογγολικής φυλής. Ήταν το 1203 όταν οι Κερεγίδες κατατρόπωσαν του Μογγόλους που βρίσκονταν υπό την ηγεσία του Τζένκις Χαν. Οι αποδεκατισμένοι και περιφρονημένοι Μογγόλοι αναγκάστηκαν να φύγουν κυνηγημένοι από τα εδάφη τους και ο μόνος διαθέσιμος δρόμος διαφυγής ήταν προς τα ανατολικά, προς τα εδάφη από όπου καταγόταν η μητέρα του, και έρεε ο Χάλκας ποταμός και βρισκόταν η λίμνη Μπαλτζούνα. Εκείνη η περιοχή ήταν γεμάτη έλη και ποτάμια και γι' αυτό θεωρούνταν ότι εκεί ήταν ισχυρό το θηλυκό στοιχείο της φύσης που εκπροσωπούνταν από τη γη και το νερό. Μέσα σε αυτό το άγνωστο, υγρό και γεμάτο θηλυκή ενέργεια μέρος οι ηττημένοι Μογγόλοι σταμάτησαν μετά από την πολυήμερη πορεία τους εξαντλημένοι, τραυματισμένοι και χωρίς τρόφιμα. Εκεί, γεμάτοι απελπισία, θεώρησαν ότι θα άφηναν την τελευταία τους πνοή μέσα στην αγκαλιά της Μητέρας Γης. Μέσα σε αυτό το καθεστώς απόλυτης απελπισίας και κατάρρευσης οι Μογγόλοι είδαν να καταφτάνει αναπάντεχα ένα εμπορικό καραβάνι γεμάτο εφόδια που είχε διασχίσει την έρημο Γκόμπι και κατευθυνόταν στις αγορές της Μέσης Ανατολής. Ο έμπορος δέχτηκε να βοηθήσει τους Μογγόλους χωρίς αντάλλαγμα δίνοντάς τους φαγητό και εφόδια προσβλέποντας σε κάποια μελλοντική χάρη. Έτσι οι Μογγόλοι επέστρεψαν δυνατοί και ανανεωμένοι από ένα άγονο μέρος που όλοι πίστευαν ότι θα γίνει ο τάφος τους. Αυτό θεωρήθηκε τόσο εξωφρενικό που ήταν αρκετό για να πείσει τις υπόλοιπες φυλές ότι οι Μογγόλοι είχαν κάποια θεϊκή προστασία. Αυτή ήταν και η αρχή της πορείας του Τζένκις Χαν προς την απόλυτη εξουσία. Συγκεκριμένα, η ξαφνική και σωτήρια εμφάνιση του εμπόρου θεωρήθηκε ότι ήταν απόδειξη της παρέμβασης της θηλυκής θεϊκής δύναμης. Από εκείνη την ημέρα και για να τιμήσουν τις θηλυκές δυνάμεις που τους έσωσαν και τους προστάτεψαν οι Μογγόλοι αποκαλούν τον εαυτό τους «Μογγόλους του Νερού» παρά το γεγονός ότι η θάλασσα βρίσκεται πολύ μακριά από τη γη τους. Αυτός ο χαρακτηρισμός προβλημάτισε πολύ τους δυτικούς ταξιδευτές που δεν καταλάβαιναν την προέλευσή του, αλλά εμφανίζεται στους χάρτες μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα.[7]

Η εμπειρία του στη λίμνη Μπαλτζούνα έκανε τον Τζένκις Χαν να αποκτήσει μια κάπως διαφορετική πνευματική θεώρηση που στηριζόταν στη συμπληρωματικότητα του αρσενικού και του θηλυκού. Η εξισορρόπηση του θηλυκού και του αρσενικού στοιχείου έγινε η βάση πάνω στην οποία δομήθηκε η πολιτική και στρατηγική του θρυλικού στρατηλάτη. Από τα πρώτα πράγματα που έκανε όταν απέκτησε εξουσία ήταν να απαγορεύσει την αγοραπωλησία των γυναικών, να επιβάλει την ισότητα στον γάμο και εφάρμοσε ένα πολιτικό σύστημα όπου οι γυναίκες αναλάμβαναν την πολιτική εξουσία της φυλής απελευθερώνοντας έτσι τους άντρες από αυτά τα καθήκοντα έτσι ώστε να μπορούν να καταταχθούν στον στρατό του Τζένκις Χαν που από τότε άρχισε να αυξάνει συνεχώς.

Χαρακτηριστικό των θρησκευτικών αυτών πεποιθήσεών του είναι το γεγονός ότι όταν συγκάλεσε για πρώτη φορά το 1205 το συμβούλιο των πολέμαρχων στο οποίο τους ζήτησε να δηλώσουν την υποταγή τους σε εκείνον, απέφυγε να ορίσει ως σημείο συνάντησης εκείνο που χρησιμοποιούνταν παραδοσιακά μέχρι τότε. Αντίθετα η συνάντηση ορίστηκε να γίνει στην περιοχή ανάμεσα στη θηλυκή Μπλε Λίμνη και το αρσενικό Όρος της Μαύρης Καρδιάς που θεωρούνταν ότι είχε ουδέτερη και εξισορροπημένη θεϊκή δύναμη. Ο λόγος που επέλεξε αυτό το μέρος ήταν για να δηλώσει ότι επρόκειτο να ηγηθεί με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο από τους προκατόχους του και σκόπευε να το κάνει με απόλυτη δικαιοσύνη και ισορροπία ανάμεσα στο θηλυκό και το αρσενικό.

Κατά τη διάρκεια της εξουσίας του έδειξε ανοχή για τις θρησκείες και τις συνήθειες των φυλών που κατακτούσε ενώ είχε ανοιχτό μυαλό και ενδιαφερόταν να μάθει φιλοσοφικά και ηθικά διδάγματα από άλλες θρησκείες. Για να το καταφέρει, συμβουλεύτηκε βουδιστές μοναχούς, μουσουλμάνους, χριστιανούς ιεραπόστολους, και τον ταοϊστή μοναχό Τσίου Τσουζί. Η Μυστική ιστορία των Μογγόλων εξιστορεί τον Τζένγκις να προσεύχεται στο βουνό Μπουρχάν Χαλντούν που θεωρούνταν ότι ήταν το κατάλληλο μέρος για να απευθύνει τις προσευχές του ένας άντρας.

Στρατιωτική τακτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τζένγκις Χαν στο πεδίο της μάχης εφάρμοσε μια ιδιαίτερη τακτική που αποτελούσε ένα ιδιαίτερο μείγμα τρομοκρατίας και μεγαλοθυμίας. Φρόντιζε να κυκλοφορούν τρομακτικές φήμες για εκείνον και τον στρατό του έτσι ώστε να ρίχνει το ηθικό του αντιπάλου πριν καν την έναρξη της μάχης. Έχουν υπάρξει περιπτώσεις όπου αντίπαλοί του παραδόθηκαν αμαχητί μόνο και μόνο για να αποφύγουν την τρομερή οργή του. Αυτές τις φήμες φρόντιζε να τις τροφοδοτεί με κανονικές γενοκτονίες και μαζικές εκτελέσεις όσων του αντιστέκονταν ή τον πρόδιδαν.

Αντίθετα, όταν καταλάμβανε μία περιοχή, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να αντικαθιστά την τοπική ελίτ με δικούς του ευγενείς, συνήθως βάζοντας επικεφαλής κάποια από τις κόρες του ή τις νύφες του, δίνοντας την εντολή να διοικήσουν δίκαια και φιλεύσπλαχνα έτσι ώστε η νέα διοίκηση να θεωρείται από τον κατακτημένο λαό πιο επιθυμητή από την παλιά και να αποφεύγονται οι εξεγέρσεις. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που έδειχνε τεράστια ανοχή στις θρησκευτικές και πολιτιστικές συνήθειες των κατακτημένων λαών που βρίσκονταν στην αυτοκρατορία του. Αν, όμως, κάποια περιοχή που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του αποφάσιζε να εξεγερθεί τότε φρόντιζε να πατάξει την εξέγερση με ιδιαίτερα σκληρό και αιματηρό τρόπο για να συντηρήσει και την εικόνα του ως τρομερός και αδίστακτος Χαν.

Σύστημα διακυβέρνησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τζένγκις Χαν είναι γνωστός σήμερα ως ένας αιμοδιψής κατακτητής που δεν δίστασε να κάνει τις μεγαλύτερες θηριωδίες προκειμένου να εγκαθιδρύσει την αυτοκρατορία του. Αν και οι στρατιωτικές του επιχειρήσεις συχνά ήταν όντως σκληρές και αδίστακτες, στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας του επέβαλλε μία σειρά από μεταρρυθμίσεις που ακόμα και σήμερα θα θεωρούνταν εξαιρετικά προοδευτικές.

Δημιούργησε μία από τις μεγαλύτερες και πιο οργανωμένες ζώνες ελεύθερου εμπορίου στον δρόμο του μεταξιού, επέβαλε τη θρησκευτική ανοχή προκειμένου να κρατάει τις τριβές στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας του στο ελάχιστο και ανακήρυξε διπλωματική ασυλία και προστασία για κάθε διπλωματική αποστολή που βρισκόταν στο έδαφός του. Αντί να προσπαθήσει να επιβάλλει τον δικό του πολιτισμό, ενθάρρυνε και υιοθέτησε επιλεκτικά τα έθιμα και τις συνήθεις των περιοχών που κατακτούσε με αποτέλεσμα να δημιουργήσει μια πραγματικά πολυπολιτισμική αυτοκρατορία που λειτουργούσε ως μέσο μετάδοσης της ανοχής, των ιδεών, της τέχνης της επιστήμης και των εφευρέσεων ανάμεσα στην Κίνα, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Απαγόρευσε επίσης την αγοραπωλησία των γυναικών και επέβαλλε την ισότητα των συζύγων στον γάμο[8].

Αντίθετα από τη μέχρι τότε συνήθεια των Μογγόλων να τοποθετούνται στην κορυφή της στρατιωτικής ιεραρχίας άτομα ευγενικής καταγωγής, ο Τζένγκις Χαν είχε διαφορετική στρατηγική. Αντί να κρίνει του άντρες τους στη βάση της καταγωγής τους και της φήμης τους επέλεγε να έχει κοντά του και να βρίσκονται σε καίριες θέσεις άτομα που θεωρούσε ικανά, αξιόπιστα και γενναία. Αυτό σήμαινε ότι ακόμα και άντρες ταπεινής καταγωγής μπορούσαν με την αξία τους να διεκδικήσουν σημαντική θέση στον στρατό του και στην αυλή του. Αυτή η τακτική έφερε τον Τζένγκις Χαν σε μεγάλη σύγκρουση με το κατεστημένο που στηριζόταν στις ακριβώς αντίθετες αξίες, δηλαδή την υποτιθέμενη φυσική ανωτερότητα των ευγενών και των πολεμιστών.

Η έννοια του μπαατάρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τζένγκις Χαν, όπως και κάθε Μογγόλος, πίστευε πολύ στην έννοια του «μπαατάρ», δηλαδή του ήρωα. Για τους Μογγόλους ένας μπαατάρ ήταν κάποιος που ήταν ικανός να δράσει άμεσα και αποτελεσματικά κάτω από συνθήκες κινδύνου ή αντιξοότητας και αυτός μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε: άντρας ή γυναίκα, ηλικιωμένος ή παιδί. Αυτή η πεποίθηση σε συνδυασμό με τη συμπληρωματικότητα και την αρμονία του θηλυκού με το αρσενικό που πρέσβευε ο μογγολικός σαμανισμός ήταν ο λόγος που από την αρχαιότητα οι γυναίκες είχαν πολύ σημαντική θέση στη μογγολική κοινωνία, καταλάμβαναν αξιώματα όπως οι άντρες και συχνά πολεμούσαν στο πλευρό των αντρών καθώς ήταν ικανότατες αμαζόνες και τοξότριες. Για τον Τζένγκις Χαν η ιδιότητα του μπαατάρ ήταν πολύ πιο σημαντική από την ευγενική καταγωγή ή την εμπειρία ή το φύλο ή ακόμα και τις πολεμικές δεξιότητες και γι΄αυτό είχε φροντίσει να στελεχώσει τον στρατό του και τη διοίκησή του με άτομα που θεωρούσε ότι είχαν αυτό το χαρακτηριστικό.

Η θέση της γυναίκας και ο ρόλος των χατούν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιδανικά ο Τζένγκις Χαν θα είχε μία σειρά από αρσενικούς απογόνους που θα μπορούσαν να κυβερνήσουν την τεράστια αυτοκρατορία του, αλλά η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Οι γιοί του αποδείχθηκαν πολλές φορές ανεπαρκείς καθώς περνούσαν τον καιρό τους πίνοντας και τζογάροντας αντί να ενδιαφερθούν πραγματικά για τη διακυβέρνηση. Ο Τζένγκις Χαν γνώριζε πως για να κατακτηθούν χώρες με πολλαπλάσιους πληθυσμούς και πολλαπλάσιους στρατούς από τον δικό του δεν έφταναν απλώς τα άλογα, τα τόξα και οι πολεμιστές. Αυτά υπήρχαν και πριν την εποχή του. Αυτό που χρειαζόταν ήταν να χρησιμοποιήσει τις ικανότητες όλων των υπηκόων του, αντρών και γυναικών, και μάλιστα στο έπακρο. Και ήξερε ότι ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχει αυτό ήταν να τους κρατάει όλους ικανοποιημένους και να τους δώσει ελευθερίες. Επίσης, γνώριζε πολύ καλά τη ζωή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και το τέλος του και την τύχη της αυτοκρατορίας του και κατάλαβε πολύ νωρίς ότι χρειαζόταν να βρει άτομα που ενσάρκωναν το ιδανικό του μπαατάρ πάνω στα οποία να στηρίξει την αυτοκρατορία του και θεώρησε ότι αυτά ήταν οι κόρες του. Αυτό σήμαινε πρακτικά ότι έπρεπε να τις χειραφετήσει, να τις εκπαιδεύσει και να τους εμπιστευθεί σημαντικές θέσεις. Αυτή η ανάγκη όπως και ο βαθύς σεβασμός που είχε στην έννοια του θηλυκού, τον οδήγησε στο να εφαρμόσει μία σειρά κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που μαζί με τις κόρες του ευνόησε και όλες τις γυναίκες των νομαδικών φυλών.

Ένας από τους πρώτους νόμους που πέρασε ο Τζένγκις Χαν όταν κατέλαβε την εξουσία ήταν η απαγόρευση της αγοραπωλησίας των γυναικών και επέβαλε την ισότητα των συζύγων στον γάμο. «Ο γάμος είναι σαν μία άμαξα με δύο τροχούς. Αν σπάσει ο ένας άξονας, αυτό είναι αρκετό να μην μπορεί να κινηθεί η άμαξα» είπε κάποτε χαρακτηριστικά[9]. Αυτό επέτρεψε στον Τζένγκις Χαν να διατηρήσει την εξουσία παντρεύοντας τις κόρες του με άλλους ευγενείς καθώς με το νέο καθεστώς εκείνες ήταν ισότιμες με τους συζύγους τους και είχαν ίση δύναμη και εξουσία.

Μια άλλη ουσιαστική αλλαγή που επέβαλε ήταν στην οργάνωση της διακυβέρνησης. Μέχρι την εποχή του η εξουσία μοιραζόταν ανάμεσα στους άντρες που ισχυρίζονταν ότι είχαν αδελφικούς δεσμούς. Ο Τζένκις Χαν όμως άλλαξε την εικόνα των αδελφοποιτών στην εξουσία και την αντικατέστησε με την εικόνα ενός ζευγαριού. Με αυτόν τον τρόπο οι γυναίκες αναλάμβαναν την πολιτική εξουσία και τη διακυβέρνηση των φυλών ή των οίκων και οι άντρες ήταν ελεύθεροι να πάνε στον πόλεμο και να καταταγούν στον στρατό του Τζένγκις Χαν.

Όταν πάντρεψε τις κόρες του ο Τζένγκις Χαν φρόντισε να κάνει και κάποιες άλλες αλλαγές για να εξασφαλίσει τη δυναστεία του. Οι κόρες του ονομάζονταν αυτόματα μπέκι, δηλαδή πριγκίπισσες, αλλά οι γαμπροί του δεν ονομάζονταν πρίγκιπες. Έπαιρναν τον τίτλο του γκουρεγκέν, δηλαδή του «συζύγου της πριγκίπισσας», που ήταν ένας εξαιρετικά σημαντικός και αξιοζήλευτος τίτλος αλλά δεν ήταν ισάξιος της πριγκίπισσας. Οι γκουρεγκέν καταλάμβαναν μια αξιοζήλευτη θέση στην προσωπική φρουρά του Τζένγκις Χαν και απολάμβαναν στάτους και εξουσία, αλλά ήταν υποχρεωμένοι να πηγαίνουν μπροστά στη μάχη, δίπλα στον ίδιο τον στρατηλάτη και να προστατεύουν τα σύνορα της αυτοκρατορίας που δέχονταν συνεχώς επιθέσεις. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι οι γκουρεγκέν δεν επιβίωναν και πολύ και πρακτικά δεν είχαν μεγάλες ελπίδες να αναρριχηθούν στην ιεραρχία. Αυτό εξουδετέρωνε τους γαμπρούς του Τζένγκις Χαν και εξασφάλιζε την εξουσία στις κόρες του.

Αντίθετα με τους γαμπρούς του, οι νύφες του Τζένγκις Χαν βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη μοίρα. Μόλις παντρεύονταν κάποιο από τους γιους του στρατηλάτη αποκτούσαν αυτόματα τον τίτλο μπέκι ή ονομάζονταν χατούν, δηλαδή βασίλισσες. Αν και αυτές οι νύφες-χατούν ζούσαν μακριά από τη φυλή της οικογένειάς τους λειτουργούσαν σαν πρέσβειρες για αυτήν και θεωρούνταν κανονικές βασίλισσες στην αυλή του Τζένγκις Χαν. Κατά τη διάρκεια της ζωής του η ισχύς και η εξουσία αυτών των βασιλισσών θα αύξανε όλο και περισσότερο και μάλιστα μετά τον θάνατό του θα έφταναν στο σημείο ακόμα και να διεκδικήσουν την αυτοκρατορία του.

Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, αυτό το εκτεταμένο οπλοστάσιο που λεγόταν κόρες και νύφες, ο Τζένγκις Χαν κατάφερε μέσω μίας σειράς στρατηγικών γάμων να τοποθετήσει τις γυναίκες της οικογένειάς του σε σημαντικές θέσεις εξουσίας που έλεγχαν τον Δρόμο του Μεταξιού και άλλα καίρια σημεία. Αυτά τα στρατηγικά σημεία διατηρούσαν τον έλεγχο και την εποπτεία των γύρω περιοχών και σε περιόδους στρατιωτικών επιχειρήσεων λειτουργούσαν ως βάσεις ανεφοδιασμού και πληροφοριακοί κόμβοι. Ταυτόχρονα αυτές οι χατούν, που ήταν εκπαιδευμένες από νεαρή ηλικία να διοικήσουν με διπλωματία και στρατηγική, αποτελούσαν τα κομβικά σημεία ενός πολύπλοκου εμπορικού, οικονομικού και πολιτισμικού δικτύου που φρόντιζε να δημιουργεί, όχι εχθρούς, αλλά εμπορικούς συνεργάτες με αμοιβαίο συμφέρον. Υπό την ηγεσία αυτών των χατούν ο δρόμος του μεταξιού αναπτύχθηκε και τα καραβάνια μεγάλωσαν σε μέγεθος και πλούτο καθώς το εμπόριο μπορούσε πια να λειτουργήσει κάτω από συνθήκες ασφάλειας και σταθερότητας. Αυτή η εποχή ευημερίας και σταθερότητας έχει ονομαστεί από τους σύγχρονους ερευνητές Pax Mongolica.

Ο Τζένγκις Χαν έδειχνε συχνά την εύνοιά του, τον σεβασμό του και την προτίμησή του στις γυναίκες γύρω του και φρόντιζε να τις κρατά ευτυχισμένες ενώ εκείνες τον περιποιούνταν και τον εμψύχωναν. Χαρακτηριστικά της αγάπης του για αυτές είναι τα λόγια του που καταγράφονται στη μυστική ιστορία των Μογγόλων:

«Οι γυναίκες μου, οι νύφες μου και οι κόρες μου είναι τόσο φλογερές και λαμπερές όπως η φωτιά. Μοναδικός σκοπός μου είναι να τους γλυκαίνω το στόμα κάνοντάς του τα χατίρια, να τις ντύνω με ρούχα γεμάτα χρυσάφια, να τις ανεβάζω σε άτια γρήγορα σαν τον άνεμο, να τους δίνω να πιουν γλυκό, καθάριο νερό, να δίνω καταπράσινα βοσκοτόπια στα κοπάδια τους και να απομακρύνω όλα τα αγκάθια και τα χαλίκια από τον δρόμο τους και να καθαρίζω τα βοσκοτόπια τους από τα αγριόχορτα και τα ζιζάνια[10]

Ο θάνατός του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Αύγουστο του 1227 ο Τζένγκις Χαν σε ηλικία 66 ετών έφυγε για την τελευταία του εκστρατεία με σκοπό να υποτάξει το βασίλειο του Τανγκούτ. Όπως συνήθιζε πήρε μαζί του μία από τις συζύγους του, τη Γεσούι Χατούν, που ήταν γνωστή για την ευφυΐα της και τη μόρφωσή της. Ο Τζένγκις Χαν τραυματίστηκε στη μάχη και έπεσε από το άλογό του, αλλά παρά το γεγονός ότι ήταν τραυματισμένος και άρρωστος και δεν μπορούσε να διοικήσει το στράτευμά του, αρνήθηκε να φύγει και έβαλε τη Γεσούι να διοικεί αντί για εκείνον. Τα τραύματά του, όμως, ήταν πολύ βαριά και η παραμονή του στο πεδίο της μάχης χωρίς σωστή ιατρική φροντίδα οδήγησε σε σοβαρή μόλυνση με αποτέλεσμα, λίγες ώρες μόλις μετά την κατάκτηση του Τανγκούτ, ο στρατηλάτης να πεθάνει.

Λίγο πριν να πεθάνει ζήτησε να ταφεί σε ένα μέρος που θα παρέμενε μυστικό και θα συνδύαζε τις αρσενικές και τις θηλυκές δυνάμεις. Μέχρι σήμερα δεν έχει ανακαλυφθεί ο τάφος του, αλλά λέγεται ότι βρίσκεται στους πρόποδες κάποιου βουνού αλλά είναι αδύνατον να βρεθεί γιατί έχει εκτραπεί κάποιος ποταμός για να περνάει από πάνω του.

Οι κληρονόμοι του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον θάνατό του άφησε το μεγαλύτερο κομμάτι της αυτοκρατορίας στις κόρες και τις νύφες του, ενώ μοίρασε το κεντρικό κομμάτι των εδαφών που είχε κατακτήσει στους τέσσερις γιους του με σκοπό να αφήσει τα πολυτάραχα σύνορα στη διακυβέρνηση των γυναικών της οικογένειάς του. Κεντρική στη διοίκηση της αυτοκρατορίας άφησε τη σύζυγό του, Τορεγκέν Χατούν, με σκοπό να επιβλέπει τις έριδες που είχαν ξεσπάσει ανάμεσα στους γιους του. Το 1229, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Τζένκινς Χαν, κλήθηκε για άλλη μια φορά το συμβούλιο των πολέμαρχων στο οποίο ανακηρύχθηκε Χαν σχεδόν ομόφωνα ο τρίτος γιος του Τζένγκις Χαν, ο Ογκοντέι. Αν και η παράδοση ήθελε τον πρωτότοκο γιο να κληρονομεί την εξουσία, το κληρονομικό δικαίωμα του μεγαλύτερου γιου, του Τζόσι, βρισκόταν υπό αμφισβήτηση καθώς υπήρχαν αμφιβολίες για το ποιος ήταν ο πατέρας του πραγματικά. Ο δεύτερος γιος, ο Τσαγκατάι, θεωρούνταν ακατάλληλος για τη θέση γιατί ήταν ασταθής, βίαιος και τζογαδόρος. Ο μικρότερος γιος, ο Τολούιν, αποκλειόταν αυτόματα λόγω διαδοχικής σειράς. Έτσι διάδοχος του Τζένγκις Χαν ορίστηκε ο Ογκοντέι Χαν που θεωρούνταν πιο ήπιος, εν μέρει και λόγω της αγάπης του για το ποτό που τον έκανε ράθυμο και αδιάφορο.

Παρά τη μέτρια ηγεσία του Ογκοντέι η Μογγολική Αυτοκρατορία συνέχισε να αυξάνει σε μέγεθος καθώς οι προσεκτικά επιλεγμένοι στρατηγοί του Τζένγκις Χαν εξακολουθούσαν να διοικούν τον στρατό και προσάρτησε τη Ρωσία, την Κορέα και τον Καύκασο, ενώ κέρδισε και σημαντικά κινέζικα εδάφη. Η Αυτοκρατορία των Μογγόλων δεν είχε φτάσει ακόμα στο ζενίθ της σε όρους εδαφικών κατακτήσεων και μέσα στις επόμενες δεκαετίες θα συνέχιζε να επεκτείνεται, αλλά στην πραγματικότητα είχε ήδη ξεκινήσει η παρακμή της από το εσωτερικό καθώς ξέσπασε ένας πολιτικός, και συχνά στρατιωτικός, πόλεμος ανάμεσα στους γιους, τις κόρες και τις νύφες του Τζένγκις Χαν με τρόπαιο την εξουσία και την επιρροή. Όλη αυτή η εσωτερική διαμάχη, οι δολοπλοκίες και η πάλη για την εξουσία οδήγησαν τελικά την αυτοκρατορία στην κατάρρευση και μέχρι το 1368 οι Μογγόλοι είχαν χάσει τα εδάφη που είχαν κερδίσει και είχανε επιστρέψει στα πάτρια εδάφη τους όπου άρχισαν να αναλώνονται σε τοπικές διαμάχες και λεηλασίες.

Επιρροή στη Δύση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Παρθένος και Τέκνο» (1320). Πίνακας του Τζιότο ντι Μποντόνε. Η ούγια στο ρούχο της Παρθένου είναι στολισμένη με γράμματα από το αραβικό και το μογγολικό αλφάβητο. Ο Μποντόνε ήταν γνωστός για το χαρακτηριστικό στυλ με το οποίο ζωγράφιζε στο οποίο περιλαμβανόταν η χρήση διάφορων μογγολικών στοιχείων.

Η κληρονομία του Τζένγκις Χαν ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μία τεράστια εδαφική κυριαρχία. Ο τρόπος διακυβέρνησής του, η φιλοσοφία του και η στάση του απέναντι στις γυναίκες έμειναν ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη των Μογγόλων μέχρι σήμερα, αλλά άφησαν και το στίγμα τους σε όλους τους πολιτισμούς με τους οποίους ήρθαν σε επαφή. Τα διάφορα χανάτα που δημιουργήθηκαν μετά τον θάνατό του επηρέασαν πολιτισμικά την Κίνα, τη Ρωσία, ακόμα και την Ευρώπη. Η άνθιση του εμπορίου μέσω του δρόμου του μεταξιού επέτρεψε τη δημιουργία ενός «δρόμου ταχείας κυκλοφορίας» όχι μόνο για τα εμπορεύματα αλλά και για τις ιδέες και τον πολιτισμό.

Εκείνη την εποχή οι φραγκισκανοί μοναχοί είχαν αρχίσει μία σειρά εκστρατειών προς την ανατολή που έφτανε μέχρι την Κίνα με σκοπό των προσηλυτισμό. Τα ταξίδια τους αναπόφευκτα τους έφερναν σε επαφή με τους Μογγόλους και συγκεκριμένα με τον Τζένγκις Χαν και τους απογόνους του. Μέσω αυτών των θρησκευτικών αποστολών, αλλά και του δρόμου του μεταξιού και των πολυάριθμων εμπόρων που ταξίδευαν σε αυτές τις περιοχές, πολλές από τις συνήθειες και τις ιδέες των Μογγόλων ταξίδεψαν μέχρι την Ευρώπη όπου βρήκαν γόνιμο έδαφος, διατηρήθηκαν και εξελίχθηκαν με τρόπους που σήμερα θεωρούμε εντελώς ευρωπαϊκούς και δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε τη μογγολική προέλευσή τους.

Το πρώτο πράγμα όπως ήταν φυσικό που ταξίδεψε μέχρι την Ευρώπη ήταν η μόδα και τα είδη πολυτελείας. Μετά ήταν η τέχνη και η επιστήμη και σταδιακά οι τρόποι διακυβέρνησης. Ο 13ος και 14ος αιώνας στην Ευρώπη χαρακτηρίστηκε από μία προτίμηση σε οτιδήποτε μογγολικό. Οι πλούσιοι φορούσαν μεταξωτά ρούχα κεντημένα με μογγολικά σύμβολα και οι κυρίες φορούσαν καπέλα που ήταν μια παραλλαγή των εντυπωσιακών καπέλων που φορούσαν οι Χατούν. Καλλιτέχνες όπως ο Τζιότο ντι Μποντόνε και οι μαθητές του άρχισαν να ζωγραφίζουν παραδοσιακά ευρωπαϊκά θέματα, όπως η Παρθένος Μαρία, οι άγιοι και διάφοροι ιερωμένοι αλλά στις ζωγραφιές τους συμπεριλάμβαναν και μογγολικά γράμματα, σύμβολα, επιγραφές, ακόμα και φορεσιές[11]. Προφανώς η μογγολική γραφή «Φαγκς - πα» που καθιέρωσε ο Τζένγκις Χαν έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση στους Ευρωπαίους που εξέταζαν με μεγάλο ενδιαφέρον τα χαρτονομίσματα που έφερε από τα ταξίδια του ο Μάρκο Πόλο καθώς και τα ταξιδιωτικά έγγραφα που του είχαν εκδώσει οι μογγολικές αρχές.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Encyclopædia Britannica». (Αγγλικά) Encyclopædia Britannica Online.
  2. «Большая российская энциклопедия». (Ρωσικά) Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα. σελ. 592.
  3. 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 3,10 3,11 3,12 3,13 (Αγγλικά, Κινεζικά) China Biographical Database.
  4. «Джагатай» (Ρωσικά)
  5. Nikolay Veselovsky: «Джагатай» (Ρωσικά)
  6. Ανακτήθηκε στις 3  Οκτωβρίου 2016.
  7. McIver, Weatherford, J. (2010). The secret history of the Mongol queens : how the daughters of Genghis Khan rescued his empire (1η έκδοση). New York: Crown Publishers. ISBN 0307407152. 354817523. 
  8. Weatherford, Jack (2005). Genghis Khan and the Making of the Modern World. Broadway Books. ISBN 0609809644. 
  9. Weatherford, Jack (2010). «Chapter 2 - The Growling Dragon and The Dancing Peacock». The Secret History of the Mongol Queens: How the Daughters of Genghis Khan Rescued His Empire. Crown Publishers. ISBN 0307407152. 
  10. Weatherford, Jack (2010). «Chapter 2 - The Growling Dragon And The Dancing Peackock». The Secret History of The Mongol Queens. Crown Publishers. ISBN 0307407152. 
  11. «Mongol elements in Western medieval art» (στα αγγλικά). Wikipedia. 2017-06-24. https://en.wikipedia.org/w/index.php?title=Mongol_elements_in_Western_medieval_art&oldid=787285851. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]