Σοφία Πανίνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σοφία Πανίνα
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση23  Αυγούστου 1871[1]
Μόσχα
Θάνατος13  Ιουνίου 1956[1]
Νέα Υόρκη
Τόπος ταφήςNovo-Diveevo Russian Orthodox Cemetery
Χώρα πολιτογράφησηςΡωσική Αυτοκρατορία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΡωσικά[2]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααναπληρωτής γραμματέας
πολιτικός[3]
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΣυνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα
Οικογένεια
ΣύζυγοςAleksandr Polovtsev
ΓονείςVladimir Panin και Anastasiya Panina
ΟικογένειαPanin
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Κόμισσα Σοφία Βλαδιμίροβνα Πανίνα (1871 – 1956) ήταν αρχικά υφυπουργός Προνοίας και στη συνέχεια υφυπουργός Παιδείας στην Προσωρινή Κυβέρνηση μετά τη Ρωσική Φεβρουαριανή Επανάσταση του 1917.

Οικογενειακή προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Κόμισσα Σοφία Βλαδιμίροβνα Πανίνα ήταν κόρη του Κόμη Βλαδίμηρου Πανίν και της Αναστασίας Σεργκέεβνα Πανίνα. Ο παππούς της, από την πλευρά της μητέρας της, Στρατηγός Σεργκέι Ιβανόβιτς Μαλτσόφ (1801-93), άλλοτε γνωστός ως ο Ρώσος Andrew Carnegie, ήταν ένας βιομήχανος του οποίου οι διάφορες επιχειρήσεις απασχολούσαν πάνω από 100.000 εργάτες. Ο Κόμης Βίκτορ Νίκιτς Πανίν, ο παππούς της από τον πατέρα της, ήταν ένας από τους πλουσιότερους ιδιοκτήτες δουλοπάροικων της Ρωσίας, καθώς και υπουργός Δικαιοσύνης για πάνω από είκοσι πέντε χρόνια. Ο πατέρας της Πανίνα πέθανε το 1872, όταν αυτή δεν ήταν ούτε δύο ετών, αφήνοντάς την κύρια κληρονόμο της τεράστιας περιουσίας των Πανίν. Η μητέρα της, η οποία ήταν διαχειρίστρια της κληρονομιάς της, ξαναπαντρεύτηκε το 1882. Ο δεύτερος σύζυγός της, Ιβάν Ίλιτς Πετρούνκεβιτς, ήταν ένας από τους ιδρυτές του Ρωσικού φιλελεύθερου κινήματος κατά της απολυταρχίας, αργότερα συνιδρυτής το 1905 του σημαντικότερου φιλελεύθερου κόμματος, του Συνταγματικού Δημοκρατικού Κόμματος (Καντέτ). Ο Πετρούνκεβιτς είχε συλληφθεί και σταλεί εξορία στο εσωτερικό το 1879 για την αντιπολιτευτική δράση του, και ο γάμος της Αναστασίας με αυτόν ανησύχησε πολύ την οικογένεια των Πανίν. Η γιαγιά της Σοφίας Πανίνα από τον πατέρα της, η Κόμισσα Ναταλία Πάβλοβνα Πανίνα, ζήτησε με επιτυχία από τον Αυτοκράτορα Αλέξανδρο Γ΄ να βγάλει την εντεκάχρονη Σοφία από την κηδεμονία της μητέρας της, και την έγραψε στο Ινστιτούτο Catherine στην Αγία Πετρούπολη, ένα από τα καλύτερα οικοτροφεία για κορίτσια αριστοκρατών. Μπαίνοντας στην κοινωνία της Πετρούπολης μετά την αποφοίτηση, η Σοφία Πανίνα παντρεύτηκε έναν πλούσιο και καλά συνδεδεμένο νεαρό αξιωματικό, τον Αλέξανδρο Πολοβστόβ, το 1890. Από το 1896, όμως, τον χώρισε και επανήλθε στο πατρικό της όνομα. Δεν είχαν παιδιά, και ποτέ δεν ξαναπαντρεύτηκε επίσημα.[4]

Φιλανθρωπικό έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1891 η Σοφία Πανίνα γνώρισε μια δασκάλα στην Πετρούπολη είκοσι χρόνια μεγαλύτερη από την ίδια, την Αλεξάνδρα Βασίλιεβνα Πεσεκόνοβα, στης οποίας την επιρροή απέδιδε την αποφασιστική στροφή που πήρε η ζωή της στη δεκαετία του 1890, μακριά από τον κόσμο της αριστοκρατικής υψηλής κοινωνίας και προς την καινοτόμο φιλανθρωπία. Η Πανίνα και η Πεσεκόνοβα στην αρχή έφτιαξαν ένα εστιατόριο για φτωχούς μαθητές σε μια εργατική συνοικία της Αγίας Πετρούπολης. Σταδιακά πρόσθεσαν τα Κυριακάτικα λαϊκά αναγνώσματα για τους γονείς των παιδιών και τα μεγαλύτερα αδέλφια τους, ίδρυσαν βιβλιοθήκη, και άρχισαν να κάνουν βραδινά μαθήματα για ενήλικες. Το 1903 η Πανίνα έχτισε ένα κεντρικό κτίριο για να στεγάσει το σύνολο των διαφόρων υπηρεσιών, που αυτή και η Πεσεκόνοβα είχαν αρχίσει τη δεκαετία του 1890, γνωστό ως Ligovsky People’s House (Narodnyi Dom), για τους εργάτες κατοίκους από την ίδια φτωχή συνοικία στα νότια προάστια της Αγίας Πετρούπολης. Αυτό συνέχισε την καινοτόμα αποστολή να προωθεί τη λαϊκή μόρφωση, την πολιτιστική εξύψωση, και τη διασκέδαση με γνώση για ενήλικες και παιδιά, ως μέρος του σχεδίου της να στηρίξει την ανάπτυξή τους ως πολίτες. Το κτίριο ακόμη λειτουργεί ως κοινοτικό κέντρο στην Αγία Πετρούπολη σήμερα, με την επωνυμία Railroad Workers’ Palace of Culture.[5] Τα βραδινά του μαθήματα και οι λογοτεχνικοί κύκλοι παρείχαν ένα σημείο συνάντησης για εργάτες με σοσιαλιστικές συμπάθειες, και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1905, η Πανίνα άνοιξε το Ligovsky People’s House σε διάφορες πολιτικές ομάδες για συσκέψεις και συλλαλητήρια. Στις 9 Μαΐου 1906 ο Βλαδίμηρος Λένιν μίλησε στην πρώτη του μαζική συγκέντρωση εκεί.[6] Η Πανίνα ήταν επίσης συνιδρυτής και ο μεγαλύτερος οικονομικός υποστηρικτής της Ρωσικής Εταιρείας για την Προστασία των Γυναικών το 1900, μια οργάνωση κατά της πορνείας. Εκτός από την κατασκευή σχολείων και νοσοκομείων στα διάφορα κτήματά της, έδινε βοήθεια σε αμέτρητους ανθρώπους. Το 1901 δάνεισε το κτήμα της Κριμαίας, στη Γκάσπρα, στον μυθιστοριογράφο Λέοντα Τολστόι, που τότε υπέφερε από ασθένεια που απειλούσε τη ζωή του· ο Τολστόι και η οικογένειά του έζησαν στο κτήμα της για σχεδόν έναν χρόνο.

Η Σοφία Πανίνα το 1917

Πολιτική σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και η μητέρα της είχε παντρευτεί τον Πετρούνκεβιτς, δεν ήταν παρά με τη Φεβρουαριανή Επανάσταση του 1917 που η Σοφία άρχισε να παίζει κάποιο ρόλο στην πολιτική. Στις αναμνήσεις της έγραψε: “Ποτέ δεν ανήκα σε κάποιο πολιτικό κόμμα και τα ενδιαφέροντά μου ήταν επικεντρωμένα στα ζητήματα της μόρφωσης και γενικά του πολιτισμού, τα οποία από μόνα τους, ήμουν βαθιά πεπεισμένη, θα μπορούσαν να προσφέρουν μια σταθερή βάση για ένα ελεύθερο πολιτικό καθεστώς”.[7] Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του πολέμου εργάστηκε στη Δημοτική Δούμα της Αγίας Πετρούπολης εξασφαλίζοντας ότι οι οικογένειες των εφέδρων που κλήθηκαν για τον πόλεμο φροντίζονταν. Την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, το 1917, η Πανίνα μαζί με κάποιες άλλες πρόσφορες γυναίκες διορίστηκαν αντιπρόσωποι στη Δούμα της Πετρούπολης. Οι θέσεις τους επικυρώθηκαν στις εκλογές του Αυγούστου. Εκλέχτηκε στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος των Καντέτ στις αρχές Μαΐου και σύντομα ήταν η πρώτη γυναίκα στην παγκόσμια ιστορία να έχει θέση σε υπουργικό συμβούλιο, όταν έγινε υφυπουργός στο νεοσύστατο Υπουργείο Κρατικής Προνοίας, με υπουργό τον Πρίγκιπα Ντμίτρι Σακοβσκόι. Στη συνέχεια, τον Αύγουστο, έγινε υφυπουργός παιδείας υπό τον Σεργκέι Όλντενμπεργκ, υπουργό της Παιδείας. Το κόμμα των Καντέτ την τοποθέτησε στο ψηφοδέλτιο υποψηφίων της Πετρούπολης στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση, που έγιναν στα μέσα Νοεμβρίου, αλλά το κόμμα δεν κατώρθωσε να συγκεντρώσει αρκετές ψήφους για να την περιλάβει στους αντιπροσώπους του.[6]

Ωστόσο, όταν το κόμμα των Καντέτ βρέθηκε αντιμέτωπο με την επανάσταση του Οκτώβρη 1917, η Σοφία επρόκειτο να παίξει έναν ακόμη πιο σημαντικό ρόλο. Τη νύχτα της 25ης Οκτωβρίου η Δούμα την έστειλε σαν μία από τους τρεις αντιπροσώπους της για να επισκεφθεί το Aurora, σε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να τους πείσει να μην κανονιοβολήσουν. Μετά την κατάληψη της εξουσίας, το σπίτι της στην οδό Sergievskaia, αρ. 3, στην συνοικία Liteinyi, χρησιμοποιήθηκε για τις συσκέψεις τριών σημαντικών αντι-Μπολσεβίκικων ομάδων: του Μικρού Συμβουλίου (γνωστού επίσης ως η Μυστική Προσωρινή Κυβέρνηση), την Επιτροπή για να Σώσουμε την Πατρίδα και την Επανάσταση αποτελουμένη από αντιπροσώπους των Καντέτ και των Σοσιαλιστών στη Δούμα, με επικεφαλής τον Νικολάι Αστρόβ, τον Καντέτ Δήμαρχο της Πετρούπολης. Η Κεντρική Επιτροπή των Καντέτ συνεδρίαζε επίσης εκεί. Ως συμμετέχουσα στο Μικρό Συμβούλιο ασχολήθηκε με την προσπάθεια να παρακρατήσει τα οικονομικά από τα διάφορα υπουργεία και την οργάνωση μιας απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων. Συνελήφθη στο σπίτι της στις 28 Νοεμβρίου με τον Φιοντόρ Κοκόσκιν, τον Αντρέι Ιβάνοβιτς Σινγκάρεφ και τον Πρίγκιπα Πάβελ Ντολγκορούκοβ. Σχεδίαζαν μια διαδήλωση κατά των Μπολσεβίκων για την επόμενη ημέρα.

Δίκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σοφία Πανίνα δικάστηκε από το επαναστατικό Δικαστήριο του Σοβιέτ της Πετρούπολης στις 10 Δεκεμβρίου 1917, στην πρώτη πολιτική δίκη που οργανώθηκε από τους Μπολσεβίκους. Κατηγορήθηκε για κατάχρηση 93.000 ρουβλίων από το Υπουργείο Παιδείας, πράγμα που αρνήθηκε. Η δίκη προσέλκυσε την προσοχή τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, περιλαμβανομένης της παρουσίας του Τζον Ριντ και της Λουίζ Μπράιαντ. Η δίκη έγινε στο ανάκτορο του Μεγάλου Δούκα Νικολάι Νικολάγιεβιτς. Η Τζούλια Κάσαντι έχει περιγράψει τη δίκη σαν εκδήλωση της “εκκολαπτόμενης θεατρικότητας του δικαστηρίου των Μπολσεβίκων”.[8]

Το Επαναστατικό δικαστήριο αποτελείτο από επτά άνδρες, δύο στρατιώτες και πέντε εργάτες, έξι από τους οποίους ήταν μέλη του Μπολσεβίκικου κόμματος. Οι στρατιώτες ήταν με στολή, ενώ οι εργάτες φορούσαν σκούρα κοστούμια και πουκάμισα με ψηλά λευκά κολάρα και γραβάτες. Η Πανίνα φορούσε ένα σεμνό μαύρο κοστούμι και ταιριαστό τουρμπάνι. Ο Ιβάν Ζούκοβ προήδρευε των εργασιών, αναφέροντας ιστορικά προηγούμενα από τη Γαλλική Επανάσταση. Γνωστοποίησε την κατηγορία και κάλεσε κάποιον για να αναλάβει τα καθήκοντα του εισαγγελέα. Όταν κανείς δεν εμφανίστηκε, ο εκπαιδευτικός τον οποίο η Πανίνα είχε ορίσει ως υπεράσπισή της, ο Ιακώβ Γκούρεβιτς, προχώρησε με την υπεράσπιση, λέγοντας ότι δεν υπήρχαν καθολικά αναγνωρισμένοι νόμοι στη Ρωσία εκείνη τη στιγμή, οπότε η δίκη δεν μπορούσε παρά να είναι μόνο πολιτική υπόθεση. Προσδιόρισε τα εν λόγω χρήματα ως δωρεά προς το Υπουργείο Παιδείας για φιλανθρωπικούς σκοπούς. “Δεν πρέπει, ενώπιον όλου του κόσμου, να ανταποδώσετε μοχθηρία για την καλοσύνη και βία για την αγάπη”. Αυτό έλαβε πολλά χειροκροτήματα από το ακροατήριο.

Απροσδόκητα, ένας εργάτης εργοστασίου μέσα από το ακροατήριο, ο Ν. Ι. Ιβανόφ, μέλος του Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος, ζήτησε να μιλήσει στο δικαστήριο. Έδωσε μία συναισθηματική, προσωπική περιγραφή για το πως είχε μάθει να γράφει και να διαβάζει στο Narodnyi Dom της Πανίνα. Αυτό επίσης έτυχε ευνοϊκής υποδοχής από το ακροατήριο και ο Ζούκοβ στη συνέχεια της ζήτησε να επιστρέψει τα εν λόγω χρήματα μέσα σε δύο ημέρες. Αρνήθηκε εξηγώντας ότι είχε καταθέσει τα χρήματα σε Τράπεζα στο όνομα της Συντακτικής Συνέλευσης, και επέμεινε ότι πρέπει να δοθούν μόνο στη Συντακτική Συνέλευση. Αφού παρέκαμψε τον Γκριγκόρι Κραμάροβ, μέλος των Μενσεβίκων στο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, ο Ζούκοβ κάλεσε έναν εργάτη που λεγόταν Ναούμοβ να μιλήσει. Αυτός έννοιωσε μικρή ανάγκη να εστιάσει σε κάποια γεγονότα, αλλά απλά προσδιόρισε την Πανίνα σαν μέλος της αριστοκρατίας και υπαινίχθηκε ότι αυτό ήταν αρκετό για να καθορίσει την ενοχή της, ανεξάρτητα από τις καλές της πράξεις στο παρελθόν. Ο επόμενος για να καταθέσει ήταν ακόμη λιγότερο συμπαθητικός. Ο Ρογκάλσκι ήταν εκπρόσωπος του Επιτροπάτου της Παιδείας, ο οποίος επιδόθηκε σε προσωπική επίθεση κατά της Πανίνα, για την οποία ισχυρίστηκε ότι τα χρήματα που αυτή πήρε ήταν απλήρωτοι μισθοί που οφείλονταν στους εργαζόμενους του υπουργείου που κλήθηκαν στον στρατό. Τελικά η ίδια η Πανίνα μίλησε προς υπεράσπισή της, υποστηρίζοντας ότι απλώς έπαιζε τον ρόλο του φρουρού προστατεύοντας τα χρήματα του λαού – όπως εκφράστηκε μέσα από τη νόμιμη εκπροσώπησή του, τη Συντακτική Συνέλευση.

Καθώς το Δικαστήριο αποσύρθηκε για να σκεφτεί την ετυμηγορία του, στην αίθουσα του δικαστηρίου άρχισε φασαρία. Ο Σεργκέι Όλντενμπεργκ κατηγόρησε τον Ρογκάλσκι ότι ψεύδεται. Ο Κραμάροβ διαμαρτυρήθηκε επειδή δεν του επετράπη να μιλήσει και απομακρύνθηκε από το κτίριο όταν προσπάθησε να το κάνει με την επιστροφή του δικαστηρίου. Στη συνέχεια το δικαστήριο την έκρινε ένοχη για “εναντίωση στην εξουσία του λαού” και αποφάσισε ότι θα έπρεπε να αποδώσει τα χρήματα στο Επιτροπάτο της Παιδείας. Ωστόσο, λόγω των προηγούμενων αξιέπαινων έργων της, η ποινή της περιορίστηκε σε δημόσια μομφή. Μετά τη δίκη αρνήθηκε να δώσει τα χρήματα και ξαναμπήκε φυλακή μέχρι που οι φίλοι της κατέβαλαν τα 93.000 ρούβλια.[6]

Φυγή και προσφυγιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1918 συνεργάστηκε με τον Στρατηγό Άντον Ντενίκιν στη Νότια Ρωσία μαζί με άλλους εξέχοντες Καντέτ, περιλαμβανομένου του Νικολάι Ιβάνοβιτς Αστρόβ. Αν και δεν παντρεύτηκαν ποτέ, ο Αστρόβ και η Πανίνα ζούσαν σαν σύζυγοι μέχρι τον θάνατό του το 1934. Ταξίδεψε μαζί του στο Παρίσι το καλοκαίρι του 1919 για να εκπροσωπήσει τον Ντενίκιν σε μια προσπάθεια να πάρει πρόσθετη βοήθεια από τους Συμμάχους για τους Λευκούς Ρώσους. Αυτό απορρίφθηκε και επέστρεψε στη Νότια Ρωσία μέχρι που η ήττα του Εθελοντικού Στρατού του Ντενίκιν την ανάγκασε να εγκαταλείψει τη Ρωσία για πάντα τον Μάρτιο του 1920. Η Πανίνα πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της στην προσφυγιά, πρώτα στη Γενεύη, όπου αυτή και ο Αστρόβ έζησαν από το 1921 ως το 1924. Σαν εκπρόσωποι ενός από τις μεγαλύτερες ενώσεις φυγάδων, της Zemgor, εκπροσώπησαν τα συμφέροντα των Ρώσων φυγάδων στην Ύπατη Αρμοστεία της Κοινωνίας των Εθνών για τους Πρόσφυγες. Το 1924 η Πανίνα κλήθηκε στην Πράγα της Τσεχοσλοβακίας, από την Τσεχοσλοβακική κυβέρνηση για να γίνει διευθύντρια της Russkii ochag (Ρωσική Υγεία), ενός παροικιακού κέντρου για τους Ρώσους φυγάδες. Ο Αστρόβ απεβίωσε το 1934, και όταν ήρθε αντιμέτωπη με την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας από τους Ναζί, έφυγε από την Ευρώπη τον Δεκέμβριο του 1938 για τις ΗΠΑ. Αφού έζησε έναν περίπου χρόνο στο Λος Άντζελες, η Πανίνα εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου συνεργάστηκε με την Αλεξάντρα Λβόβνα Τόλσταγια, τη νεότερη κόρη του Λέοντος Τολστόι, για τη στήριξη του Ιδρύματος Τολστόι. Πρωτίστως δημιουργημένο για να βοηθήσει τους Ρώσους εγκαταλελειμμένους φυγάδες στην Ευρώπη καθώς η απειλή του πολέμου μεγάλωνε, το Ίδρυμα Τολστόι σύντομα έγινε μια σημαντική οργάνωση για βοήθεια προς αιχμαλώτους πολέμου και εκτοπισθέντες. Η Πανίνα απεβίωσε στη Νέα Υόρκη τον Ιούνιο του 1956.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 «Литераторы Санкт-Петербурга. ХХ век». (Ρωσικά) Writers of St. Petersburg. XX century.
  2. «Identifiants et Référentiels». (Γαλλικά) IdRef. Agence bibliographique de l'enseignement supérieur. Ανακτήθηκε στις 5  Μαρτίου 2020.
  3. Ανακτήθηκε στις 14  Ιουνίου 2019.
  4. Noonan, N. C. (2001), Encyclopedia of Russian women's movements, Greenwood Publishing Group, p. 50
  5. Lindenmeyr, Adele (March 2012). «Building a Civil Society One Brick at a Time: People's Houses and Worker Enlightenment in Late Imperial Russia». Journal of Modern History 84 (1): 1–39. doi:10.1086/663091. http://www.journals.uchicago.edu/doi/10.1086/663091. 
  6. 6,0 6,1 6,2 Lindenmeyr, Adele (October 2001). «The First Soviet Political Trial: Countess Sofia Panina before the Petrograd Revolutionary Tribunal». The Russian Review 60 (4): 505–525. doi:10.1111/0036-0341.00188. http://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/0036-0341.00188/abstract;jsessionid=CCAF87212A34595A9B94E6AE1CFDC742.f01t02. 
  7. Panina, S. V. (1957), "Na Peterburgskoi okraine", Novyi zhurnal 49: 192
  8. Cassiday, J. A. (2000), The Enemy on Trial: Early Soviet Courts on Stage and Screen, DeKalb