Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα
Конституционно-демократическая партия
ΠρόεδροςΠάβελ Μιλιουκόφ
ΈδραΑγία Πετρούπολη, Ρωσική Αυτοκρατορία
ΕφημερίδαRech
ΙδεολογίαΦιλελευθερισμός[1] Συνταγματική μοναρχία
Πολιτικό φάσμαΚέντρο-δεξιά
Διεθνής προσχώρησηΚαμία

Το Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα (Ρωσικά: Конституционно-демократическая партия), που λεγόταν επίσης Συνταγματικοί Δημοκράτες, επίσημα Κόμμα της Ελευθερίας του Λαού, ήταν ένα φιλελεύθερο πολιτικό κόμμα στην Ρωσική Αυτοκρατορία. Τα μέλη του Κόμματος λέγονταν Καντέτ, από την συντομογραφία του ονόματος του κόμματος K-D (Конституционная Демократическая партия στα Ρωσικά). Το όνομα αυτό δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον όρο καντέτ, που αναφερόταν στους μαθητές των στρατιωτικών σχολών στην Αυτοκρατορική Ρωσία. Τα γραπτά του Κονσταντίν Καβέλιν και του Μπορίς Τσιτσέριν διαμόρφωσαν την θεωρητική βάση της πολιτικής πλατφόρμας του κόμματος. Ο ιστορικός Πάβελ Μιλιουκόφ ήταν ο αρχηγός του κόμματος καθ’ όλη του την ύπαρξη.

Η βάση των οπαδών των Καντέτ ήταν διανοούμενοι και επαγγελματίες· οι καθηγητές πανεπιστημίου και οι δικηγόροι ήταν ιδιαίτερα σημαίνοντες μέσα στο κόμμα.[2] Ένας μεγάλος αριθμός των μελών του κόμματος των Καντέτ ήταν βετεράνοι των τοπικών συμβουλίων, ζέμστβο.[3]

Το Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα σχηματίστηκε από την συγχώνευση πολλών φιλελεύθερων ομάδων: την Ένωση της Απελευθέρωσης, την Ένωση των Συνταγματικών Ζέμστβο, και την Ένωση των Επαγγελματικών Σωματείων, τις οργανώσεις αστών επαγγελματιών και διανοουμένων, συμπεριλαμβανομένων δασκάλων, δικηγόρων, συγγραφέων, ιατρών και μηχανικών.[4][5]

Το φιλελεύθερο οικονομικό πρόγραμμα των Καντέτ υποστήριζε το δικαίωμα των εργατών για την οκτάωρη εργάσιμη ημέρα.[6] Οι Καντέτ “ήταν αταλάντευτα αυτοδεσμευμένοι για την πλήρη ιδιότητα του πολίτη για όλες τις μειονότητες της Ρωσίας” και υποστήριζαν την χειραφέτηση των Εβραίων.[2] Το κόμμα υποστηρίχτηκε σημαντικά από τους Εβραίους[2] και τους Γερμανούς του Βόλγα, και ένας μεγάλος αριθμός από κάθε ομάδα ήταν ενεργά μέλη του κόμματος.[2][5]

Προοδευτική καταγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα ιδρύθηκε στη Μόσχα, από 12-18 Οκτωβρίου 1905 στο αποκορύφωμα της Ρωσικής Επανάστασης του 1905 όταν ο Τσάρος Νικόλαος Β΄ αναγκάστηκε να υπογράψει το Μανιφέστο του Οκτωβρίου, χορηγώντας βασικές πολιτικές ελευθερίες. Οι Καντέτ ήταν ακριβώς στην αριστερά των Οκτωβριστών, άλλο νέο-ιδρυθέν κόμμα που οργανώθηκε την ίδια εποχή. Σε αντίθεση με τους Οκτωβριστές, οι οποίοι ήταν δεσμευμένοι με την συνταγματική μοναρχία από την αρχή, οι Καντέτ ήταν στην αρχή ασαφείς για το ζήτημα, απαιτώντας καθολική ψήφο (ακόμη και την ψήφο των γυναικών) και Συντακτική Συνέλευση που θα καθόριζε την μορφή της διακυβέρνησης. Αυτός ο ριζοσπαστισμός υπήρχε παρά το γεγονός ότι το 60% των Καντέτ ήταν ευγενείς.[7] Οι Καντέτ ήταν ένα από τα κόμματα που κλήθηκαν από τον μεταρρυθμιστή Πρωθυπουργό Σεργκέι Βίτε να μπουν στην κυβέρνηση τον Οκτώβριο-Νοέμβριο 1905, αλλά οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν λόγω των ριζοσπαστικών απαιτήσεων των Καντέτ και την άρνηση του Βίτε να διώξει πασίγνωστους αντιδραστικούς όπως ο Πετρ Νικολάγιεβιτς Ντούρνοβο από την κυβέρνηση.

Με κάποια σοσιαλιστικά και επαναστατικά κόμματα να μποϋκοτάρουν τις εκλογές για την Πρώτη Κρατική Δούμα τον Φεβρουάριο του 1906, οι Καντέτ έλαβαν το 37% των αστικών ψήφων και πήραν το 30% των εδρών στην Δούμα. Ερμήνευσαν την εκλογική τους νίκη σαν εντολή και συμμάχησαν με την αποκλίνουσα αριστερά αγροτική φατρία των Τρουντοβίκων, διαμορφώνοντας πλειοψηφία στην Δούμα. Όταν η διακήρυξή τους για την προσήλωσή τους στη δυνατότητα να ψηφίσουν νόμους απορρίφθηκε από την κυβέρνηση στην αρχή της κοινοβουλευτικής συνόδου τον Απρίλιο, υιοθέτησαν μια ριζοσπαστική αντιπολιτευτική γραμμή, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση σε κάθε ευκαιρία. Στις 9 Ιουλίου, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι η Δούμα ήταν δυσλειτουργική και την διέλυσε. Σε απάντηση, 120 Καντέτ και 80 Τρουντοβίκοι και Σοσιαλδημοκράτες βουλευτές πήγαν στο Βίμποργκ (τότε τμήμα του αυτόνομου Μεγάλου Δουκάτου της Φινλανδίας και έτσι εκτός αρμοδιότητας της Ρωσικής αστυνομίας) και απάντησαν με το Μανιφέστο του Βίμποργκ (ή “Έκκληση του Βίμποργκ”), γραμμένο από τον Μιλιουκόφ. Στο μανιφέστο, καλούσαν για παθητική αντίσταση, μη καταβολή φόρων, και αποφυγή κατάταξης στο στρατό. Η έκκληση απέτυχε να επιδράσει στον πληθυσμό εκτενώς και αποδείχτηκε αναποτελεσματική και αντιπαραγωγική, οδηγώντας στην απαγόρευση συμμετοχής των συντακτών της, περιλαμβανομένης ολόκληρης της ηγεσίας των Καντέτ, σε μελλοντικές Δούμες. Αυτό γινόταν πιο έντονο από την βία του Τσάρου που προσπαθούσε να ελέγξει και να εκφυλίσει την δύναμη της Δούμας.

Δεν ήταν παρά αργότερα το 1906, με την επανάσταση ήδη σε υποχώρηση, που οι Καντέτ εγκατέλειψαν τις επαναστατικές και δημοκρατικές φιλοδοξίες και δήλωσαν την στήριξή τους στην συνταγματική μοναρχία. Ωστόσο, η κυβέρνηση παρέμεινε φιλύποπτη απέναντι στους Καντέτ μέχρι την πτώση της μοναρχίας το 1917.

Ο φιλελεύθερος Φινλανδός πολιτικός και καθηγητής δικαιοδοσίας και πολιτειολογίας Λέο Μετσέλιν, είχε διαγραφεί το 1903-1904, όταν οι Καντέτ ετοιμάζονταν να δημιουργήσουν κόμμα. Ο Μετσέλιν συνεργάστηκε μαζί τους και τους έγραψε ένα φιλελεύθερο σύνταγμα για τη Ρωσία, για να τεθεί σε εφαρμογή όταν θα έπαιρναν την εξουσία. Την εποχή του Μανιφέστο του Βίμποργκ, ο Μετσέλιν ήταν ήδη ο ηγέτης της Φινλανδικής κυβέρνησης [“Γερουσία Μετσέλιν” (1905-1908)], η οποία εφάρμοσε το καθολικό δικαίωμα του εκλέγειν και τις ελευθερίες της έκφρασης, του Τύπου, του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι.

Κοινοβουλευτική αντιπολίτευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν η Δεύτερη Δούμα συνήλθε στις 20 Φεβρουαρίου 1907, οι Καντέτ βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Η ηγεσία τους δεν εκπροσωπούνταν στην Δούμα μετά το φιάσκο του Μανιφέστο του Βίμποργκ και ο αριθμός τους είχε μειωθεί σε περίπου 100. Αν και ακόμη η μεγαλύτερη παράταξη στην Δούμα, δεν κυριαρχούσαν πια στο κοινοβούλιο και οι προσπάθειές τους να επικεντρωθούν στο νομοθετικό έργο ματαιώθηκαν από ριζοσπάστες στην Αριστερά και στην Δεξιά που είδαν την Δούμα σαν εργαλείο προπαγάνδας. Αν και οι Καντέτ είχαν μετριάσει τη θέση τους στη Δεύτερη Δούμα, τον Μάιο του 1907 αρνήθηκαν να ψηφίσουν υπέρ ενός ψηφίσματος που κατήγγειλε την επαναστατική βία, πράγμα που έδωσε στην κυβέρνηση του Πιότρ Στολίπιν το πρόσχημα να διαλύσει την Δεύτερη Δούμα στις 3 Ιουνίου 1907 και να αλλάξει τον εκλογικό νόμο, για να περιορίσει δραστικά την εκπροσώπηση αριστερών και φιλελεύθερων κομμάτων.

Λόγω των αλλαγών στον εκλογικό νόμο, οι Καντέτ μειώθηκαν σε μια σχετικά μικρή (54 έδρες) αντιπολιτευτική ομάδα στην Τρίτη Δούμα (1907-1912). Παρόλο που εξαιρέθηκαν από τις πιο σημαντικές επιτροπές της Δούμας, οι Καντέτ δεν ήταν εντελώς ανίσχυροι και μπορούσαν να καθορίσουν το αποτέλεσμα συγκεκριμένων ψηφοφοριών όταν συμμαχούσαν με την κεντριστική παράταξη των Οκτωβριστών κατά των δεξιών εθνικιστών βουλευτών. Με την επανάσταση νικημένη ως το 1908, μετρίασαν την θέση τους ακόμη περισσότερο, ψήφισαν την καταγγελία της επαναστατικής βίας, δεν επιδίωκαν πια την αντιπαράθεση με την κυβέρνηση και επικεντρώθηκαν στον επηρεασμό του νομοθετικού έργου όποτε ήταν δυνατόν. Από το 1909 ο Μιλιουκόφ μπορούσε να ισχυρίζεται ότι οι Καντέτ ήταν τώρα “η αντιπολίτευση της Αυτού Μεγαλειότητος, και όχι αντιπολίτευση στην Αυτού Μεγαλειότητα”, πράγμα που προκάλεσε μέτρια διαφωνία στην αριστερή πτέρυγα του κόμματος.

Παρόλο που οι Καντέτ, σε συμμαχία με τους Προοδευτικούς και τους Οκτωβριστές, ήταν σε θέση να προωθήσουν κάποια φιλελεύθερα νομοσχέδια (θρησκευτικές ελευθερίες, ελευθερία του Τύπου και των εργατικών συνδικάτων) μέσω της Δούμας, τα νομοσχέδια είτε αμβλύνονταν από την άνω Βουλή του κοινοβουλίου είτε πρόβαλε βέτο ο Τσάρος. Η αποτυχία του νομοθετικού τους προγράμματος απαξίωσε κι άλλο την στρατηγική των Καντέτ της ειρηνικής αλλαγής μέσω σταδιακών μεταρρυθμίσεων.

Το 1910 η κυβέρνηση αναζωπύρωσε την προεπαναστατική της εκστρατεία Εκρωσισμού σε μια προσπάθεια να περιορίσει τα δικαιώματα των μειονοτήτων, κυρίως περιορίζοντας δραστικά την αυτονομία της Φινλανδίας. Οι περισσότεροι Καντέτ ήταν αντίθετοι με αυτές τις πολιτικές και, σε συμμαχία με την αριστερά των Οκτωβριστών, προσπάθησαν να τις εξασθενίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο, αλλά δεν τα κατάφεραν. Ωστόσο, μια μειοψηφία των Καντέτ με επικεφαλής τον Πιοτρ Στρούβε υποστήριξαν μια μετριοπαθή βερσιόν του εκρωσισμού, πράγμα που απείλησε να διασπάσει το κόμμα. Με την αύξηση της λαϊκής δυσαρέσκειας μετά την σφαγή του Λένα στις 4 Απριλίου 1912 και τη συνεχή μείωση του αριθμού των μελών μετά το 1906, το χάσμα στο κόμμα έγινε περισσότερο έντονο. Οι ηγέτες της Αριστεράς των Καντέτ όπως το μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Νικολάι Νεκρασόφ υποστήριζαν ότι η εμπειρία της Δούμα ήταν μια αποτυχία και ότι το “εποικοδομητικό έργο” ήταν μάταιο υπό αυταρχική κυβέρνηση. Οι ηγέτες της Δεξιάς των Καντέτ όπως τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Βασίλι Μακλακόφ, Μιχαήλ Τσελνοκόφ, Νικολάι Γκρεντέσκουλ και Αριάντνα Τίρκοβα-Ουίλιαμς από την άλλη, υποστήριζαν μια στροφή προς τα Δεξιά. Οι διαφωνίες μπήκαν στην άκρη προσωρινά τον Ιούλιο του 1914 στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου όταν οι Καντέτ ανεπιφύλακτα υποστήριξαν την κυβέρνηση και βρήκαν μια διέξοδο στις δραστηριότητές τους σε διάφορα είδη του έργου περίθαλψης υπό την ομπρέλα της Πανρωσικής Ένωσης των Ζέμστβος και της Πανρωσικής Ένωσης των Πόλεων.

Μόλις το αρχικό ξέσπασμα αισθημάτων εθνικής ενότητας υποχώρησε στα μέσα του 1915 καθώς η Ρωσική υποχώρηση από την Γαλικία έδειξε την ανικανότητα της κυβέρνησης, οι Καντέτ, μαζί με τους Προοδευτικούς, την παράταξη των Οκτωβριστών και μέρος της παράταξης των Εθνικιστών στην Δούμα, διαμόρφωσαν το Προοδευτικό μπλοκ τον Αύγουστο του 1915, το οποίο ήταν επικριτικό για την συνέχιση από την κυβέρνηση του πολέμου και απαιτούσαν κυβέρνηση “λαϊκής εμπιστοσύνης”. Καθώς οι ήττες της Ρωσίας στον πόλεμο πολλαπλασιάζονταν, η αντιπολίτευση των Καντέτ έγινε περισσότερο έντονη, με αποκορύφωμα την ομιλία του Μιλιουκόφ στην Δούμα τον Οκτώβριο του 1916, όταν σχεδόν κατηγόρησε τους υπουργούς της κυβέρνησης για προδοσία.

Η Επανάσταση του 1917[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την Επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917, οι Καντέτ βουλευτές στην Δούμα και άλλοι σημαίνοντες Καντέτ αποτέλεσαν τον πυρήνα της νεοσύστατης Ρωσικής Προσωρινής Κυβέρνησης με πέντε χαρτοφυλάκια. Παρόλο που ασκούσαν περιορισμένη εξουσία σε μια κατάσταση γνωστή ως δυαδική εξουσία, η Προσωρινή Κυβέρνηση προσπάθησε αμέσως να ασχοληθεί με τα θέματα των πολλών εθνοτήτων στην Ρωσική Αυτοκρατορία. Εισήγαγαν νομοθεσία κατάργησης όλων των περιορισμών που βασίζονταν στην θρησκεία και την εθνικότητα και εισήγαγαν το στοιχείο της αυτοδιάθεσης μεταβιβάζοντας εξουσία από τους γενικούς διοικητές στους τοπικούς αντιπροσώπους. Εξέδωσαν διάταγμα αναγνώρισης της Πολωνικής αυτονομίας, περισσότερο σαν συμβολική χειρονομία υπό το πρίσμα της Γερμανικής κατοχής αυτής της περιοχής. Ωστόσο, αυτή η τάση ήταν περιορισμένη καθώς οι περισσότεροι υπουργοί φοβούνταν διάλυση της αυτοκρατορίας. Ένας από τους ηγέτες των Καντέτ, ο Πρίγκιπας Λβοβ, έγινε Πρωθυπουργός και ο Μιλιούκοφ έγινε Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας. Ένα ριζοσπαστικό κόμμα 11 χρόνια πριν, μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου οι Καντέτ κατέλαβαν το δεξιότερο άκρο του πολιτικού φάσματος δεδομένου ότι όλα τα μοναρχικά κόμματα είχαν διαλυθεί και οι Καντέτ ήταν το μόνο ανοικτά λειτουργούν μη σοσιαλιστικό κόμμα που απέμενε.

Η θέση των Καντέτ στην Προσωρινή Κυβέρνηση κινδύνευσε όταν η υπόσχεση του Μιλιουκόφ στους συμμάχους της Αντάντ να συνεχίσει τον πόλεμο (18 Απρίλιου) δημοσιεύτηκε στις 26 Απριλίου 1917. Η κυβερνητική κρίση που ακολούθησε, οδήγησε στην παραίτηση του Μιλιουκόφ και στην συμφωνία συμμετοχής στην εξουσία μετριοπαθών σοσιαλιστικών κομμάτων στις 4-5 Μαΐου. Η θέση των Καντέτ διαβρώθηκε παραπέρα κατά την διάρκεια της κρίσης του Ιουλίου, όταν παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά των παραχωρήσεων στο κίνημα ανεξαρτησίας της Ουκρανίας. Ο συνασπισμός βελτιώθηκε στα τέλη Ιουλίου υπό τον Αλέξανδρο Κερένσκι και επέζησε ακόμη μιας κυβερνητικής κρίσης στις αρχές Σεπτεμβρίου. Ο Σεργκέι Φεντόροβιτς Όλντενμπεργκ ήταν Υπουργός Παιδείας και υπηρέτησε για λίγο ως πρόεδρος της βραχύβιας Επιτροπής για τις Υποθέσεις των Εθνοτήτων. Οι Καντέτ είχαν καταστεί ενοχή για τους εταίρους τους στον συνασπισμό σοσιαλιστές και απόδειξη της προδοσίας των μετριοπαθών σοσιαλιστών, εκτεθειμένοι από την προπαγάνδα των Μπολσεβίκων. Με την κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους στις 25/26 Οκτωβρίου 1917 και την επακόλουθη μεταβίβαση της πολιτικής εξουσίας στα Σοβιέτ, οι Καντέτ και άλλες αντι-Μπολσεβίκικες εφημερίδες έκλεισαν και το κόμμα απαγορεύτηκε από το νέο καθεστώς. Ο Όλντενμπεργκ και μια ομάδα ακαδημαϊκών επισκέφτηκαν τον Βλαδίμηρο Λένιν στο Ινστιτούτο Σμόλνι για να διαμαρτυρηθούν για την σύλληψη αρκετών πρώην υπουργών της Προσωρινής Κυβέρνησης.

Ρωσικός Εμφύλιος Πόλεμος και παρακμή (1918-1940)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την νίκη των Μπολσεβίκων στον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο, οι περισσότεροι από την ηγεσία των Καντέτ αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν και συνέχισαν να εκδίδουν εφημερίδες στο εξωτερικό, κυρίως στο Παρίσι, μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, ο Όλντενμπεργκ διαπραγματεύτηκε μια σχέση συνεργασίας μεταξύ της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών και των Μπολσεβίκων, υπογράφοντας συμφωνία ότι η Ακαδημία στήριζε το Σοβιετικό Κράτος, τον Φεβρουάριο του 1918.

Επανίδρυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα κόμμα που ονομάζεται Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα – Κόμμα της Λαϊκής Ελευθερίας ιδρύθηκε στην τότε Ρωσική SFSR το 1990, βασισμένο στο πρόγραμμα του ιστορικού κόμματος των Καντέτ.

Λίστα σημαντικών Καντέτ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκλογικά αποτελέσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κρατική Δούμα
Εκλογικό έτος # των συνολικών ψήφων % των συνολικών ψήφων # των συνολικών εδρών που κερδήθηκαν +/- Ηγέτης
1906 Άγνωστος (#1) Άγνωστο 179/478 - Πάβελ Μιλιουκόφ
Ιαν. 1907 Άγνωστος (#2) Άγνωστο 98/518 μείον 63 Πάβελ Μιλιουκόφ
Οκτ. 1907 Άγνωστος (#3) Άγνωστο 53/442 μείον 45 Πάβελ Μιλιουκόφ
1912 Άγνωστος (#4) Άγνωστο 59/442 συν 5 Πάβελ Μιλιουκόφ
1917 2.000.000 (#3) 4.8 17/703 μείον 42 Πάβελ Μιλιουκόφ

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Peter Struve (1932). The Social Liberalism. Internationales Handwtsrterbuch des Gewerkschaftswesens. σελίδες 412–423. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Hans Rogger, Jewish Policies and Right-wing Politics in Imperial Russia, p. 20.
  3. The Zemstvo in Russia: An Experiment in Local Self-government (eds. Terence Emmons & Wayne S. Vucinich), p. 441.
  4. Melissa Kirschke Stockdale, Paul Miliukov and the Quest for a Liberal Russia, 1880-1918, p. 142.
  5. 5,0 5,1 James W. Long, From Privileged to Dispossessed: The Volga Germans, 1860-1917, p. 207.
  6. Peter Gatrell, Government, Industry and Rearmament in Russia, 1900-1914: The Last Argument of Tsarism, p. 81.
  7. Orlando Figes, The People's Tragedy

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Melissa Stockdale (1999). The Constitutional Democratic Party in Russia Under the Last Tsar. edited by Geifman, Anna. Blackwell Publishers Ltd. σελίδες 164–169. ISBN 1-55786-995-2.