Μέλας ζωμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο γνωστός, με την ονομασία, μέλας (μέλανας) ζωμός, ήταν ένας ζωμός από αίμα χοιρινό και αποτελούσε την κύρια τροφή των Σπαρτιατών πολεμιστών. Ο Πλούταρχος υποστηρίζει πως «ανάμεσα στα πιάτα, αυτό που έχαιρε της μεγαλύτερης εκτίμησης ήταν ο μέλας ζωμός, μάλιστα σε τέτοιο σημείο που οι ηλικιωμένοι δεν αναζητούσαν καθόλου το κρέας. Το άφηναν για τους νεότερους και δειπνούσαν μονάχα με τον ζωμό που τους παρείχαν».[1] Για τους υπόλοιπους Έλληνες πρόκειται για αξιοπερίεργο φαινόμενο. Ιδιαίτερα, οι Αθηναίοι, θεωρούσαν τη "βάφα", όπως ονομαζόταν αλλιώς, αηδιαστική τροφή και διακωμωδούσαν για το λόγο αυτό τους Σπαρτιάτες. «Φυσικά και οι Σπαρτιάτες είναι οι γενναιότεροι ανάμεσα σε όλους», αστειεύεται ένας Συβαρίτης, «ο οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος θα προτιμούσε να πεθάνει χίλιους θανάτους παρά να διάγει τόσο λιτό βίο».[2][3] Το πιάτο αυτό αποτελούνταν από χοιρινό, αλάτι, ξίδι και αίμα. Συνοδευόταν από τη γνωστή μάζα, σύκα, τυρί και καμία φορά από θηράματα ή ψάρι.[1] Ο Αιλιανός, συγγραφέας του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ., υποστηρίζει πως στους Λακεδαιμόνιους μάγειρες απαγορευόταν να προετοιμάζουν οτιδήποτε άλλο εκτός από κρέας.[4]

Παρασκευή Μέλανος Ζωμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έσφαζαν τον χοίρο και φρόντιζαν με μεγάλη επιμέλεια να μαζέψουν το αίμα του μέχρι ρανίδος. Το αίμα το ανακάτευαν με ξίδι για να μην πήξει. Κατόπιν τηγάνιζαν μελιτζάνες, παϊδάκια και λίπος και μέσα σ’ αυτό έριχναν νερό. Μόλις το νερό άρχιζε να βράζει ανακάτευαν μέσα σ’ αυτό αλεύρι κρίθινο και προσέθεταν λίγο-λίγο το αίμα με το ξύδι. Εν συνεχεία και ενώ συνέχιζε το βράσιμο έριχναν νερό ώστε να διατηρείται πάντα αραιά πηχτό, υδαρές. Όταν το παρασκεύασμα δεν απορροφούσε άλλο νερό σήμαινε πως είχε βράσει και ήταν κατάλληλο για σερβίρισμα[5]. Το συνόδευαν με κριθαρένιο ψωμί.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος», 12
  2. Αθήναιος, «Δειπνοσοφισταί», 138d.
  3. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Πελοπίδας», 1.3
  4. Κλαύδιος Αιλιανός, Ποικίλη Ἱστορία XIV, 7
  5. Φάρος της Λακωνίας αρ.φ. 463/28.04.83