Μάχη του Μόχατς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μάχη του Μοχάτς)
Μάχη του Μόχατς
Η Μάχη του Μόχατς, του Μπέρταλαν Σέκελι
ΧρονολογίαΤρίτη 26 Αυγούστου 1526
ΤόποςΜόχατς, Ουγγαρία
ΈκβασηΉττα των Ούγγρων
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Λουδοβίκος της Ουγγαρίας
Δυνάμεις
100.000 στρατιώτες
38.000 στρατιώτες (26.000 Ούγγροι + 12.000 Πολωνοί)
Απώλειες
14.000 νεκροί
27.000 νεκροί

Η Μάχη του Μόχατς[1] (ουγγρικά: mohácsi csata ή mohácsi vész, τουρκικά: Mohaç Savaşı ή Mohaç Meydan Savaşı) διεξήχθη στις 29 Αυγούστου 1526 κοντά στο Μόχατς, στο Βασίλειο της Ουγγαρίας, μεταξύ των δυνάμεων του Βασιλείου της Ουγγαρίας και των συμμάχων του υπό τον Λουδοβίκο Β' και εκείνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπό τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή. Η νίκη των Οθομανών οδήγησε στην τριχοτόμηση της Ουγγαρίας για αρκετούς αιώνες μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Μοναρχίας των Αψβούργων και του Πριγκιπάτου της Τρανσυλβανίας. Περαιτέρω ο θάνατος του Λουδοβίκου Β' καθώς υποχωρούσε από τη μάχη σηματοδότησε το τέλος της δυναστείας των Γιαγκελλόνων στην Ουγγαρία και τη Βοημία, για τις οποίες οποίας οι δυναστικές αξιώσεις πέρασαν στον Οίκο των Αψβούργων.

Προοίμιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρακμή της ουγγρικής βασιλικής εξουσίας (1490–1526)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον θάνατο του απολυταρχικού Βασιλιά Ματθία Κορβίνου το 1490 οι Ούγγροι άρχοντες, που δεν ήθελαν άλλον τέτοιο βασιλιά, προώθησαν την άνοδο του πασίγνωστου για την αδύναμη θέλησή του Βασιλιά Βλαδίσλαου της Βοημίας, που βασίλεψε ως Βασιλιάς Βλαδίσλαος Β' της Ουγγαρίας από το 1490. έως το 1516. Ήταν γνωστός ως Βασιλιάς DobřeDobzse στα ουγγρικά), που σημαίνει «εντάξει», για τη συνήθεια του να δέχεται, χωρίς αμφιβολία, κάθε αίτηση και έγγραφο που του υποβαλλόταν.[2] Ο νεοεκλεγμένος βασιλιάς Βλαδίσλαος Β' δώρισε τα περισσότερα από τα ουγγρικά βασιλικά κτήματα, έσοδα και δικαιώματα στους ευγενείς. Προσπάθησε έτσι να σταθεροποιήσει τη νέα του βασιλεία και να διατηρήσει τη δημοτικότητά του μεταξύ των αρχόντων.

Δεδομένης της αφελούς πολιτικής για δημοσιονομικά και τη γη της βασιλικής αυλής η κεντρική εξουσία άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, κυρίως λόγω της διεύρυνσης των φεουδαρχικών γαιών με βασιλικά έξοδα. Η τάξη των ευγενών στο κοινοβούλιο κατάφερε να μειώσει τη φορολογική τους επιβάρυνση κατά 70–80%, σε βάρος της ικανότητας της χώρας να αμυνθεί.[3] Ο Βλαδίσλαος έγινε ανήμπορος «αιχμάλωτος» των αρχόντων και δεν μπορούσε να πάρει καμία απόφαση χωρίς τη συγκατάθεσή τους.

Ο μόνιμος μισθοφορικός στρατός (ο Μαύρος Στρατός) του Ματθία Κορβίνου διαλύθηκε από την αριστοκρατία. Οι άρχοντες διέλυσαν επίσης τα εθνικά διοικητικά συστήματα και τη γραφειοκρατία σε όλη τη χώρα. Η άμυνα της χώρας υποχώρησε καθώς οι συνοριοφύλακες και οι φρουρές των κάστρων έμεναν απλήρωτοι, τα φρούρια έγιναν ερείπια και οι πρωτοβουλίες για αύξηση των φόρων για την ενίσχυση της άμυνας καταπνίγηκαν.[4] Ο διεθνής ρόλος της Ουγγαρίας μειώθηκε, η πολιτική της σταθερότητα κλονίστηκε. η κοινωνική πρόοδος βρέθηκε σε αδιέξοδο. Η άφιξη του Προτεσταντισμού επιδείνωσε περαιτέρω τις εσωτερικές σχέσεις στη χώρα.

Το 1514 ο αποδυναμωμένος και ηλικιωμένος βασιλιάς Βλαδίσλαος Β΄ αντιμετώπισε μια μεγάλη αγροτική εξέγερση με επικεφαλής τον Γκέργκι Ντέζα, που συντρίφτηκε ανελέητα από τους ευγενείς, με επικεφαλής τον Ιωάννη Ζαπόλυα. Μετά την εξέγερση του Ντέζα η βάναυση καταστολή των αγροτών βοήθησε σημαντικά την τουρκική εισβολή του 1526, καθώς οι Ούγγροι δεν ήταν πλέον ένας πολιτικά ενωμένος λαός. Η επακόλουθηση υποβάθμιση της τάξης άνοιξε τον δρόμο για την οθωμανική επικράτηση.

Οι Γιαγκελόνοι-Αψβούργοι επιχειρούν να οργανώσουν άμυνα κατά των Οθωμανών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βασιλιάς Λουδοβίκος Β' της Ουγγαρίας παντρεύτηκε τη Μαρία των Αψβούργων το 1522. Οι Οθωμανοί είδαν αυτή τη συζυγική συμμαχία Γιαγκελόνων-Αψβούργων ως απειλή για τη δύναμή τους στα Βαλκάνια και προσπάθησαν να τη διασπάσουν. Μετά την άνοδο του Σουλεϊμάν Α΄ στην εξουσία στην Κωνσταντινούπολη το 1520 η Υψηλή Πύλη έκανε στους Ούγγρους τουλάχιστον μία και πιθανώς δύο προσφορές ειρήνης. Για αδιευκρίνιστους λόγους ο Λουδοβίκος αρνήθηκε. Είναι πιθανό ότι ο Λουδοβίκος γνώριζε καλά την κατάσταση της Ουγγαρίας (ειδικά μετά τη νίκη των Οθωμανών στην Περσία στη Μάχη του Τσαλντιράν (1514) και την πολωνοοθωμανική ειρήνη από το 1525) και πίστευε ότι ο πόλεμος ήταν καλύτερη επιλογή από την ειρήνη. Ακόμη και σε καιρό ειρήνης οι Οθωμανοί έκαναν επιδρομές σε ουγγρικά εδάφη και κατακτούσαν μικρές περιοχές (με συνοριακά κάστρα), αλλά μια τελική μάχη πρόσφερε στον Λουδοβίκο μια αχτίδα ελπίδας. Κατά συνέπεια ακολούθησε νέος Οθωμανοουγγρικός πόλεμος και τον Ιούνιο του 1526 προέλασε στον Δούναβη μια οθωμανική εκστρατεία.[5]

Στις αρχές του 16ου αιώνα ο Βλαδίσλαος Β΄ (κυβέρνησε 1490-1516), ο Λουδοβίκος Β' και οι Κροάτες ευγενείς ζήτησαν επανειλημμένα βοήθεια από τον Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Μαξιμιλιανό Α', αλλά επί της βασιλείας του η βοήθεια για την Ουγγαρία παρέμεινε μόνο στα χαρτιά. Μετά την πτώση της πρώτης σειράς φρουρίων ωστόσο, αξιολογώντας την απειλή για τις δικές του επαρχίες, ο Αρχιδούκας Φερδινάνδος (αργότερα Αυτοκράτορας Φερδινάνδος Α') έκανε σημαντική προσπάθεια να βοηθήσει τον κουνιάδο του. Κατά την πολιορκία του Νάντορφεχερβαρ συγκάλεσε τις τάξεις του και πρότεινε την αποστολή στρατευμάτων στην Ουγγαρία. Στο τέλος στάλθηκαν 2.000 Γερμανοί στρατιώτες πεζικού. Από το 1522 ως την ήττα του 1526 στο Μόχατς έφταναν συχνά στρατεύματα από την Αυστρία, αλλά δεν τοποθετούντο ακόμη σε φρούρια στα σύνορα ως τακτικές φρουρές. Παρόλο που αυτή η στρατιωτική βοήθεια υποτίθεται ότι ενίσχυε αυτήν την περιοχή των συνόρων, είχε το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα να διαλύσει την ενοποιημένη ηγεσία που είχε ο μπαν μέχρι εκείνη την εποχή.[6]

Ο Άλφρεντ Κόλερ πιστεύει ότι η προσπάθεια συντονισμού που επιχείρησαν ο Φερδινάνδος, η Μαρία και ο Λουδοβίκος απέτυχε επειδή ο νεαρός Ούγγρος βασιλιάς έδειξε έλλειψη σθένους, κάτι που αναγνωρίστηκε και από Ούγγρους ευγενείς. Η Μαρία, από την άλλη, ήταν πολύ πιο αποφασιστική και δυναμική, αλλά οι μη Ούγγροι σύμβουλοι στους οποίους βασιζόταν προκαλούσαν δυσπιστία.[7] [8]

Ευρωπαϊκά γεγονότα και Γαλλοοθωμανική συμμαχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βασιλιάς Φραγκίσκος Α΄ της Γαλλίας ηττήθηκε στη Μάχη της Παβίας στις 24 Φεβρουαρίου 1525 από τα στρατεύματα του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας των Αψβούργων Κάρολο E΄. Μετά από αρκετούς μήνες στη φυλακή ο Φραγκίσκος Α' αναγκάστηκε να υπογράψει τη Συνθήκη της Μαδρίτης.

Σε μια στιγμή καμπής της ευρωπαϊκής διπλωματίας ο Φραγκίσκος σχημάτισε μια επίσημη γαλλοοθωμανική συμμαχία με τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή ως σύμμαχο εναντίον του Καρόλου Ε'. Η γαλλοοθωμανική στρατηγική, και μερικές φορές τακτική, συμμαχία διήρκεσε για περίπου τρεις αιώνες.[9]

Για να ανακουφίσει την πίεση των Αψβούργων στη Γαλλία το 1525 ο Φραγκίσκος ζήτησε από τον Σουλεϊμάν να στραφεί κατά της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο δρόμος από την Τουρκία προς την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περνούσε από την Ουγγαρία. Το αίτημα του Γάλλου βασιλιά συνέπεσε πολύ με τις φιλοδοξίες του Σουλεϊμάν στην Ευρώπη και του έδωσε κίνητρο να επιτεθεί στην Ουγγαρία το 1526, οδηγώντας στη μάχη του Μόχατς.[10]

Το Βασίλειο της Ουγγαρίας πριν από το 1526 και τα 3 τμήματα στα οποία χωρίστηκε μετά τη Μάχη του Μόχατς: Βασιλική Ουγγαρία, Τρανσυλβανία και το τμήμα που προσαρτήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Προετοιμασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λουδοβίκος Β΄ της Ουγγαρίας, που σκοτώθηκε στη Μάχη του Μόχατς, ζωγραφισμένος από τον Τιτσιάνο

Οι Ούγγροι είχαν από καιρό αντιταχθεί στην οθωμανική επέκταση στη νοτιοανατολική Ευρώπη, αλλά το 1521 οι Τούρκοι προχώρησαν στον ποταμό Δούναβη και κατέλαβαν το Νάντορφεχερβαρ (σημερινό Βελιγράδι στη Σερβία) – το ισχυρότερο ουγγρικό φρούριο στον Δούναβη – και το Σάμπατς (στη Σερβία). Αυτό άφησε το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ουγγαρίας ανυπεράσπιστο.

Η απώλεια του Νάντορφεχερβαρ προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην Ουγγαρία, αλλά ο τεράστιος βασιλικός στρατός των 60.000 – με επικεφαλής τον βασιλιά, αλλά στρατολογημένος πολύ καθυστερημένα και πολύ αργά – αμέλησε να πάρει μαζί του τρόφιμα. Ως εκ τούτου διαλύθηκε αυθόρμητα υπό την πίεση της πείνας και των ασθενειών χωρίς καν να προσπαθήσει να ανακαταλάβει το Βελιγράδι από τις νεοεγκατεστημένες τουρκικές φρουρές. Το 1523 ο Αρχιεπίσκοπος Παλ Τόμορι, ένας γενναίος ιεράρχης-στρατιώτης, έγινε Πολέμαρχος της Νότιας Ουγγαρίας. Η γενική απάθεια που χαρακτήριζε τη χώρα τον ανάγκασε να στηριχθεί στα δικά του έσοδα από την επισκοπή του όταν άρχισε να επισκευάζει και να ενισχύει τη δεύτερη γραμμή του αμυντικού συστήματος των συνόρων της Ουγγαρίας. Το Πέτερβαραντ (σημερινό Πετροβαραντίν στη Βοϊβοντίνα ) έπεσε στα χέρια των Τούρκων στις 15 Ιουλίου 1526, λόγω της χρόνιας έλλειψης φρουρών του κάστρου. Για περίπου 400 χλμ. κατά μήκος του Δούναβη μεταξύ Πέτερβαραντ και Βούδας δεν υπήρχε καμία ουγγρική πόλη, χωριό ή οχύρωση κανενός είδους.

Τρία χρόνια αργότερα ο Οθωμανικός στρατός ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη στις 16 Απριλίου 1526, με επικεφαλής προσωπικά τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή. Οι Ούγγροι ευγενείς, που ακόμα δεν είχαν συνειδητοποιήσει το μέγεθος του επερχόμενου κινδύνου, δεν ενστερνίστηκαν αμέσως το κάλεσμα του Βασιλιά τους για στρατεύματα. Τελικά οι Ούγγροι συγκεντρώθηκαν σε τρεις κύριες μονάδες: τον Τρανσυλβανικό στρατό υπό τον Ιωάννη Ζαπόλυα επιφορτισμένο με τη φύλαξη των περασμάτων στις Τρανσυλβανικές Άλπεις με 8.000 ως 13.000 άνδρες, τον κύριο στρατό με επικεφαλής τον ίδιο τον Λουδοβίκο (και πολλούς Ισπανούς, Γερμανούς, Τσέχους και Σέρβους μισθοφόρους) και μια άλλη μικρότερη δύναμη με διοικητή τον Κροάτη κόμη Κρίστοφ Φράγκοπαν, που αριθμούσε περίπου 5.000 άνδρες. Οι Οθωμανοί ανέπτυξαν το μεγαλύτερο πεδινό πυροβολικό της εποχής, που περιλάμβανε περίπου 300 πυροβόλα, ενώ οι Ούγγροι είχαν μόνο 85 κανόνια,[11] αν και ακόμη και αυτός ο αριθμός ήταν μεγαλύτερος από εκείνο άλλων στρατών της εποχής που αναπτύχθηκαν στα πεδία των μαχών κατά τις μεγάλες συγκρούσεις των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων.

Η γεωγραφία της περιοχής σήμαινε ότι οι Ούγγροι δεν μπορούσαν να γνωρίζουν τον τελικό στόχο των Οθωμανών έως ότου οι τελευταίοι διέσχισαν τον Αίμο και όταν το έκαναν οι δυνάμεις της Τρανσυλβανίας και της Κροατίας ήταν πιο μακριά από τη Βούδα από ό,τι οι Οθωμανοί. Οι ιστορικές πηγές της εποχής, αν και λίγες, δείχνουν ότι ο Λουδοβίκος προτιμούσε ένα σχέδιο υποχώρησης, παραχωρώντας ουσιαστικά τη χώρα στην οθωμανική προέλαση, αντί να εμπλέξει απευθείας τον Οθωμανικό στρατό σε ανοιχτή μάχη. Το Ουγγρικό πολεμικό συμβούλιο –χωρίς να περιμένει ενισχύσεις από την Κροατία και την Τρανσυλβανία, μόλις λίγες μέρες μακριά– έκανε ένα σοβαρό τακτικό λάθος επιλέγοντας το πεδίο μάχης κοντά στο Μόχατς, μια ανοιχτή αλλά ανώμαλη πεδιάδα με βαλτώδη έλη.

Ο Φίχτνερ γράφει ότι πριν από τη Μάχη του Μόχατς υπήρξε μια διακοπή της επικοινωνίας μεταξύ του Λουδοβίκου και του κουνιάδου του, Αρχιδούκα Φερδινάνδου, που δεν γνώριζε το επείγον της κατάστασης. Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα ο Λουδοβίκος και η Ουγγρική αυλή δεν τον ενημέρωσαν ότι είχαν αποφασίσει να δώσουν μια αποφασιστική μάχη στην πεδιάδα του Μόχατς (αυτή η απόφαση πάρθηκε στις 26 Αυγούστου, μια μέρα πριν την αναχώρηση του Φερδινάνδου: σε μια σύσκεψη στο στρατόπεδο του Λουδοβίκου στην Μπάτα ο καγκελάριος Στέφανος Μπρλονταριτς συμβούλεψε τον βασιλιά να περιμένει ενισχύσεις από την Αυστρία και τη Βοημία, αλλά μια ομάδα ανυπόμονων ευγενών κατάφερε να πείσει τον βασιλιά να εμπλακεί σε μια ανοιχτή, άμεση μάχη στην πεδιάδα του Μόχατς εναντίον των αριθμητικά υπέρτερων Οθωμανών). Ο Φερδινάνδος, αντιμετωπίζοντας θρησκευτικές εντάσεις και εξεγέρσεις στα εδάφη του καθώς και τα αιτήματα των αδελφών του για περισσότερα στρατεύματα για άλλα θέατρα επιχειρήσεων, αποφάσισε να ασχοληθεί πρώτα ότι θεωρούσε πιο επείγον.[12] Σύμφωνα με τον Στέφεν Φίσερ-Γκάλατσι αυτό δείχνει ότι ο ίδιος ο Λουδοβίκος φαινόταν να μην μπορεί να κατανοήσει πλήρως τη σοβαρότητα ή την αμεσότητα της τουρκικής απειλής. Ήταν πιθανό να βασίστηκε στις διαβεβαιώσεις του Ιωάννη Ζαπόλυα και των υποστηρικτών του, που υποσχέθηκαν να έρθουν να βοηθήσουν. Άρχοντες που φοβόντουσαν την παρέμβαση των Αψβούργων επιθυμούσαν μια καθολική προσπάθεια των Ούγγρων είτε να αναχαιτίσουν τους Οθωμανούς (στρατιωτικά ή διπλωματικά) είτε να καταλήξουν σε εκεχειρία με την Πύλη.[13]

Οι Οθωμανοί είχαν προχωρήσει προς το Μόχατς σχεδόν χωρίς αντίσταση. Ενώ ο Λουδοβίκος περίμενε στη Βούδα, είχαν πολιορκήσει αρκετές πόλεις (Πέτερβαραντ, Ούλιακ και Εσεκ) και διέσχισαν τους ποταμούς Σάβο και Δράβο. Στο Μόχατς οι Ούγγροι αριθμούσαν περίπου 25.000 με 30.000 στρατιώτες. Η μόνη εξωτερική βοήθεια ήταν μια μικρή ομάδα πολωνικών στρατευμάτων (1.500 στρατιώτες και ιππότες) με επικεφαλής τον βασιλικό πολέμαρχο Λέναρτ Γκνόινσκι (αλλά οργανωμένο και εξοπλισμένο από το Παπικό Κράτος).[14] Ο Οθωμανικός στρατός αριθμούσε ίσως 50.000,[15] [16] αν και ορισμένοι ιστορικοί της εποχής και νεότεροι ανεβάζουν τον αριθμό τους σε 100.000.[17] [18] [19] [20] [21] [22] [23] Οι περισσότερες από τις οθωμανικές βαλκανικές δυνάμεις που στρατολογήθηκαν πριν από αυτή τη μάχη περιγράφονταν ως Βόσνιοι ή Κροάτες.[24]

Ο Ουγγρικός στρατός είχε παραταχθεί για να εκμεταλλευτεί το έδαφος και ήλπιζε να εμπλέξει αποσπασματικά τον οθωμανικό στρατό. Είχαν το πλεονέκτημα ότι τα στρατεύματά τους ήταν αρκετά ξεκούραστα, ενώ οι Τούρκοι μόλις είχαν ολοκληρώσει μια επίπονη πορεία μέσα στον καλοκαιρινό καύσωνα.

Η μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μάχη του Μόχατς, σε οθωμανική μινιατούρα
Ο Στρατηγός Παλ Τόμορι, αρχηγός του ουγγρικού στρατού, με τη χρυσή αναγεννησιακή πανοπλία του (1526)
Η Ανακάλυψη του Πτώματος του Βασιλιά Λουδοβίκου Β'

Η Ουγγαρία δημιούργησε ένα δαπανηρό αλλά παρωχημένο στρατό, δομημένο παρόμοια με αυτόν του Βασιλιά Φραγκίσκου Α' στη Μάχη της Παβίας και βασιζόταν κυρίως σε βαριά θωρακισμένους ιππείς πάνω σε πολεμικά άλογα. Η ουγγρική ανάπτυξη για μάχη αποτελείτο από δύο γραμμές. Η πρώτη είχε στο κέντρο της μισθοφόρους πεζικού και πυροβολικού και το μεγαλύτερο τμήμα του ιππικού σε κάθε πλευρά. Η δεύτερη ήταν ένας συνδυασμός πεζικού και ιππικού.[25] Ο Οθωμανικός στρατός ήταν μια πιο σύγχρονη δύναμη δομημένη γύρω από το πυροβολικό και τους επίλεκτους, οπλισμένους με μουσκέτα Γενίτσαρους. Ο υπόλοιπος αποτελείτο από το φεουδαρχικό ιππικό των σπαχήδων και στρατολογημένους από τη Ρωμυλία και τα Βαλκάνια.[26]

Η διάρκεια της μάχης είναι τόσο ασαφής όσο και ο αριθμός των μαχητών. Ξεκίνησε μεταξύ 1:00 μ.μ. και 2:00 μ.μ., αλλά το πότε τελείωσε είναι δύσκολο να εξακριβωθεί. Οι λίγες αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ότι ο Λουδοβίκος έφυγε από το πεδίο της μάχης το λυκόφως και διέφυγε υπό την κάλυψη του σκότους. Εφόσον ο ήλιος δεν θα είχε δύσει μέχρι τις 6:27 μ.μ. στις 29 Αυγούστου 1526,[27] αυτό σημαίνει ότι η μάχη διήρκεσε περισσότερο από δύο έως τρεις ώρες (ίσως τέσσερις ή πέντε).

Καθώς το πρώτο από τα στρατεύματα του Σουλεϊμάν, ο στρατός της Ρωμυλίας, προχώρησε στο πεδίο της μάχης, δέχθηκε επίθεση και κατατροπώθηκε από ουγγρικά στρατεύματα με επικεφαλής τον Παλ Τόμορι. Αυτή η επίθεση από την ουγγρική δεξιά πλευρά προκάλεσε σημαντικό χάος μεταξύ των άτακτων οθωμανικών στρατευμάτων, αλλά ακόμη και ενώ η ουγγρική επίθεση προχωρούσε οι Οθωμανοί συσπειρώθηκαν με την άφιξη των Οθωμανών τακτικών που αναπτύχθηκαν από τις εφεδρείες. Ενώ η δεξιά πλευρά των Ούγγρων προχώρησε αρκετά κάποια στιγμή απειλώντας τον Σουλεϊμάν με τις ουγγρικές σφαίρες που έπληξαν την αυλή του, η ανωτερότητα των Οθωμανών τακτικών και η έγκαιρη επίθεση των Γενιτσάρων εξουδετέρωσαν τους επιτιθέμενους, ιδιαίτερα την αριστερή αντίπαλη πλευρά. Οι Ούγγροι υπέστησαν σοβαρές απώλειες από το επιδέξιο τουρκικό πυροβολικό και τις βολές των μουσκέτων. Οι Ούγγροι δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους και όσοι δεν τράπηκαν σε φυγή περικυκλώθηκαν και σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό για τους Ούγγρους, με τις γραμμές τους να προχωρούν με φθίνοντα πυρά και πλευρικές επιθέσεις και να πέφτουν στην ίδια παγίδα που ο Ιωάννης Ουνυάδης είχε χρησιμοποιήσει τόσο συχνά με επιτυχία εναντίον των Οθωμανών.[28]Ο βασιλιάς έφυγε από το πεδίο της μάχης κάποια στιγμή κοντά στο λυκόφως αλλά έπεσε από το άλογό του σε ένα ποτάμι στο Τσέλε και πνίγηκε, λόγω της βαριάς πανοπλίας του. Περίπου 1.000 άλλοι Ούγγροι ευγενείς και ηγέτες σκοτώθηκαν επίσης. Είναι γενικά αποδεκτό ότι περισσότεροι από 14.000 Ούγγροι στρατιώτες σκοτώθηκαν στην αρχική μάχη.[29] [30]

Ο Σουλεϊμάν δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτός ο μικρός, αυτοκτονικός στρατός ήταν το μόνο που μπορούσε να συγκεντρώσει εναντίον του η άλλοτε ισχυρή χώρα, γι' αυτό περίμενε στο Μόχατς για λίγες μέρες πριν κινηθεί προσεκτικά εναντίον της Βούδας.[31] Στις 31 Αυγούστου 2.000 Ούγγροι αιχμάλωτοι σφαγιάστηκαν ενώ ο Σουλτάνος ​​παρακολουθούσε από ένα χρυσό θρόνο.[32]

To κράνος του Βασιλιά Λουδοβίκου
Στολή γενιτσάρων

Συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μνημείο της Μάχης του Μόχατς
Σημάδια στο Μνημείο του Μόχατς, όπου βρέθηκαν πτώματα ευγενών, ιπποτών, στρατιωτών και αλόγων

Η νίκη δεν πρόσφερε στους Οθωμανούς την ασφάλεια που επιζητούσαν. Η Βούδα έμεινε ανυπεράσπιστη. Μόνο οι Γάλλοι και οι Ενετοί πρεσβευτές περίμεναν τον Σουλτάνο για να τον συγχαρούν για τη μεγάλη του νίκη[33] Αν και μπήκαν στην αφύλακτη εκκενωμένη Βούδα και λεηλάτησαν το κάστρο και τα περίχωρα, υποχώρησαν αμέσως μετά. Μόλις το 1541 οι Οθωμανοί κατέλαβαν τελικά τη Βούδα μετά την Πολιορκία της. Ωστόσο από κάθε άποψη η Μάχη του Μόχατς σήμανε το τέλος του ανεξάρτητου Βασιλείου της Ουγγαρίας ως ενιαίας οντότητας. Εν μέσω πολιτικού χάους η διχασμένη Ουγγρική αριστοκρατία εξέλεξε δύο βασιλιάδες ταυτόχρονα, τον Ιωάννη Ζαπόλυα το 1526 και τον Φερδινάνδο της Αυστρίας το 1527. Η οθωμανική κατοχή αμφισβητήθηκε από τον Αψβούργο Αρχιδούκα της Αυστρίας Φερδινάνδο Α', κουνιάδο του Λουδοβίκου και διάδοχό του σύμφωνα με τη συνθήκη με τον Βασιλιά Βλαδίσλαο Β'.

Η Βοημία έπεσε στα χέρια των Αψβούργων, που κυριαρχούσαν επίσης στο βόρειο και δυτικό τμήμα της Ουγγαρίας και στα απομεινάρια του Βασιλείου της Κροατίας, ενώ οι Οθωμανοί κατείχαν την κεντρική Ουγγαρία και την επικυριαρχία της ημιανεξάρτητης Τρανσυλβανίας. Αυτό έδωσε στους Ούγγρους επαρκή ώθηση για να συνεχίσουν να αντιστέκονται στην οθωμανική κατοχή, κάτι που έκαναν για άλλα εβδομήντα χρόνια.

Ο αυστριακός κλάδος των μοναρχών των Αψβούργων χρειαζόταν την οικονομική δύναμη της Ουγγαρίας για τους Οθωμανικούς πολέμους, κατά τους οποίους το έδαφος του πρώην Βασιλείου της Ουγγαρίας συρρικνώθηκε κατά περίπου 70%. Παρά αυτές τις εδαφικές και δημογραφικές απώλειες η μικρότερη, βαριά κατεστραμμένη από τον πόλεμο, Βασιλική Ουγγαρία είχε παραμείνει οικονομικά πιο σημαντική από την Αυστρία ή το Βασίλειο της Βοημίας ακόμη και στα τέλη του 16ου αιώνα.[34] Από τα εδάφη του Φερδινάνδου το εξαντλημένο Βασίλειο της Ουγγαρίας ήταν εκείνη την εποχή η μεγαλύτερη πηγή εσόδων του.[36][35]

Οι επακόλουθοι σχεδόν συνεχείς πόλεμοι απαιτούσαν μια διαρκή δέσμευση των οθωμανικών δυνάμεων, με εξάντληση πόρων που το κυρίως αγροτικό και κατεστραμμένο από τον πόλεμο βασίλειο αποδείχθηκε ανίκανο να αναπληρώσει. Στρατιές σταυροφόρων πολιόρκησαν τη Βούδα πολλές φορές κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα. Ο ίδιος ο Σουλτάνος ​​Σουλεϊμάν πέθανε από φυσικά αίτια στην Ουγγαρία κατά τη Μάχη του Σίγκετβαρ το 1566. Υπήρξαν επίσης δύο ανεπιτυχείς οθωμανικές πολιορκίες του Εγκερ, που έπεσε μόλις το 1596, εβδομήντα χρόνια μετά την οθωμανική νίκη στο Μόχατς. Οι Τούρκοι αποδείχθηκαν ανίκανοι να κατακτήσουν τα βόρεια και δυτικά τμήματα της Ουγγαρίας, που ανήκαν στους Αψβούργους μονάρχες.

Ο Georgius Bartholomaeus έγραψε ένα βιβλίο για τον τουρκικό πολιτισμό με πληροφορίες που πήρε από χριστιανούς στρατιώτες που απελευθερώθηκαν από τους Οθωμανούς μετά τη μάχη.[36] [37] [38]

Κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μόχατς θεωρείται από πολλούς Ούγγρους ως το αποφασιστικό καθοδικό σημείο καμπής στην ιστορία της χώρας, ένα εθνικό τραύμα που παραμένει στη λαϊκή μνήμη του έθνους. Για να δείξουν το μέγεθος της κακοτυχίας, οι Ούγγροι εξακολουθούν να λένε: "Χάθηκαν περισσότερα στο Mohács" (ουγγρικά: Több is veszett Mohácsnál). Οι Ούγγροι θεωρούν ότι το Μόχατς σηματοδοτεί το τέλος της Ουγγαρίας ως ανεξάρτητου και ισχυρού ευρωπαϊκού έθνους.[39]

Οντας μια καθοριστική το απώλεια το Μόχατς έθεσε πραγματικά τέλος στην πλήρως ανεξάρτητη Ουγγαρία. Τα διακόσια χρόνια σχεδόν συνεχούς πολέμου που ακολούθησαν μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών, των Αψβούργων και της Οθωμανικής, μετέτρεψαν την Ουγγαρία σε αέναο πεδίο μάχης και τα εδάφη της χωρίστηκαν σε τρία μέρη. Η ύπαιθρος λεηλατείτο συχνά από στρατούς που τη διέσχιζαν, καταστρέφοντας με τη σειρά του τον πληθυσμό.[40] Μόνο τον 19ο αιώνα η Ουγγαρία θα αποκαταστήσει τα προηγούμενα όριά της, με την πλήρη ανεξαρτησία από την κυριαρχία των Αψβούργων να έρχεται μόνο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το πεδίο της μάχης, δίπλα στο χωριό Σάτορχελι, έγινε επίσημο εθνικό ιστορικό μνημείο το 1976 στην 450η επέτειο της μάχης. Το μνημείο σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Γκέργκι Βάντας.[41] Μια νέα αίθουσα δεξιώσεων και εκθεσιακό κτίριο, που επίσης σχεδιάστηκε από τον Βάντας και χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ολοκληρώθηκε το 2011.[42]

Το έτος της μάχης του Mohács σηματοδοτεί το τέλος του Μεσαίωνα στην κεντροευρωπαϊκή ιστοριογραφία.[43]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ιστορία της Ανατολικής και Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης, 17ος-19οςτονισμός[νεκρός σύνδεσμος] Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
  2. Hungary". Britannica Online Encyclopedia. Archived from the original on 27 December 2008. Retrieved 2008-11-21.
  3. Francis Fukuyama: Origins of Political Order: From Pre-Human Times to the French Revolution
  4. A Country Study: Hungary". Geography.about.com. Archived from the original on 2012-07-08. Retrieved 2010-08-29.
  5. Tamás Pálosfalvi, From Nicopolis to Mohács: A History of Ottoman-Hungarian Warfare, 1389–1526 (Brill, 2018)
  6. Fodor, Pál; David, Geza (2021). Ottomans, Hungarians, and Habsburgs in Central Europe: The Military Confines in the Era of Ottoman Conquest. Brill. p. 15. ISBN 978-90-04-49229-5. Retrieved 17 December 2021.
  7. Hamann, Brigitte (1988). Die Habsburger: ein biographisches Lexikon (in German). Piper. p. 284. ISBN 978-3-492-03163-9. Retrieved 15 December 2021.
  8. Kohler, Alfred (2003). Ferdinand I., 1503–1564: Fürst, König und Kaiser (in German). C.H. Beck. p. 110. ISBN 978-3-406-50278-1. Retrieved 15 December 2021.
  9. Merriman, p. 132
  10. Merriman, p. 132
  11. Jeremy Black (2013). War and Technology. Indiana University Press. p. 85. ISBN 978-0253009890.
  12. Fichtner, Paula (1966). "An Absence Explained: Archduke Ferdinand of Austria and the Battle of Mohacs". Austrian History Yearbook. 2: 17. doi:10.1017/S0067237800003386. S2CID 146229761. Retrieved 19 September 2022.
  13. Fischer-Galati, Stephen (January 1966). "Comments". Austrian History Yearbook. 2: 17–18. doi:10.1017/S0067237800003398. S2CID 245989338.
  14. Lengyel Hősi Emlékmű – Mohács". Archived from the original on 2018-12-01. Retrieved 2018-02-02.
  15. Stavrianos, Balkans Since 1453, p. 26 "The latter group prevailed, and on 29 August 1526 the fateful battle of Mohacs was fought: 25,000 to 30,000 Hungarians and assorted allies on the one side, and on the other 45,000 Turkish regulars supported by 10,000 lightly armed irregulars."
  16. Nicolle, David, Hungary and the fall of Eastern Europe, 1000–1568, p. 13 "Hungary mustered some 25,000 men and 85 bore cannons (only 53 being used in actual battle), while for various reasons the troops from Transylvania and Croatia failed to arrive.
  17. Spencer Tucker Battles That Changed History: An Encyclopedia of World Conflict, p. 166 (published 2010)
  18. ]Gábor Ágoston,Bruce Alan Masters: Encyclopedia of the Ottoman Empire, p. 583 (published: 2009)
  19. Christian P. Potholm: Winning at war: seven keys to military victory throughout history, p. 117 (published in 2009)
  20. William J. Duiker, Jackson J. Spielvogel: World History, Volume: I p. 419, (published: 2006)
  21. Stanley Lane-Poole: Turkey, p. 179 (published 2004)
  22. Stephen Turnbull: The Ottoman Empire, 1326–1699, p. 46
  23. Battle of Mohács article Encyclopædia Britannica
  24. Fine, John V. A. (2010). When Ethnicity Did Not Matter in the Balkans: A Study of Identity in Pre-Nationalist Croatia, Dalmatia, and Slavonia in the Medieval and Early-Modern Periods. University of Michigan Press. p. 215. ISBN 978-0472025602.
  25. "The Battle of Mohacs: The Fall of the Hungarian Empire", by Richard H. Berg, published in Against the Odds, Volume 3, Number 1, September 2004
  26. Murphey, Rhoads (1999). Ottoman Warfare, 1500–1700. Rutgers University Press. ISBN 9780813526850.
  27. Cornwall, C.; Horiuchi, A.; Lehman, C. "Sunrise/Sunset Calculator". National Oceanic and Atmospheric Administration. Retrieved 2008-08-31. using the Gregorian date of the battle, September 8, 1526. Also entered were the coordinates 45° 56′ 29″ N, 18° 38′ 50″ E and a "time zone" of 1.243 hours before Greenwich, since at the time of the battle, time zones had not been invented
  28. David Nicolle and Angus McBride: Hungary and the fall of Eastern Europe 1000–1568 p. 14
  29. Turner & Corvisier & Childs, A Dictionary of Military History and the Art of War, pp. 365–366 "In 1526, at the battle of Mohács, the Hungarian army was destroyed by the Turks. King Louis II died, along with 7 bishops, 28 barons and most of his army (4,000 cavalry and 10,000 infantry)."
  30. Minahan, One Europe, many nations: a historical dictionary of European national groups, p. 311 "A peasant uprising, crushed in 1514, was followed by defeat by the Ottoman Turks at the battle of Mohacs in 1526. King Louis II and more than 20,000 of his men perished in battle, which marked the end of Hungarian power in Central Europe."
  31. Bodolai, Zoltán (1978). "Chapter 9. Darkness After Noon". The Timeless Nation – The History, Literature, Music, Art and Folklore of the Hungarian Nation. Hungaria Publishing Company. Retrieved 2015-11-19.
  32. Spencer Tucker Battles That Changed History: An Encyclopedia of World Conflict, p. 166 (published 2010)
  33. Bodolai, Zoltán (1978). "Chapter 9. Darkness After Noon". The Timeless Nation – The History, Literature, Music, Art and Folklore of the Hungarian Nation. Hungaria Publishing Company. Retrieved 2015-11-19.
  34. Robert Evans, Peter Wilson (2012). The Holy Roman Empire, 1495–1806: A European Perspective Volume 1 van Brill's Companions to European History. Brill. p. 263. ISBN 9789004206830.
  35. Dr. István Kenyeres: The Financial Administrative Reforms and Revenues of Ferdinand I in Hungary, English summary at p. 92 Link1: [1] Link2: [2]
  36. Georgius Bartholomaeus (1567). De Turcarum moribus epitome. apud Ioan. Tornaesium. pp. 26–.
  37. Alois Richard Nykl (1948). Gonzalo de Argote y de Molina's Discurso sobre la poesía castellana contenida en este libro (i.e. El libro de Patronio o El conde Lucanor) and Bartholomaeus Gjorgjević. J.H. Furst. p. 13.
  38. N. Melek Aksulu (2005). Bartholomäus Georgievićs Türkenschrift"De Turcarum ritu et caeremomiis" (1544) und ihre beiden deutschen Übersetzungen von 1545: Ein Beitrag zur Geschichte des Türkenbildes in Europa. Verlag Hans-Dieter Heinz. p. 142. ISBN 978-3-88099-422-5.
  39. Stanislava Kuzmová, "The Memory of the Jagiellonians in the Kingdom of Hungary, and in Hungarian and Slovak National Narratives." in Remembering the Jagiellonians (Routledge, 2018) pp. 71–100.
  40. Peter F. Sugar et al., A History of Hungary (1990) pp. 83–85.
  41. Historical Memorial at Mohács". Hungarystartshere.com. Archived from the original on 2009-01-24. Retrieved 2010-08-29.
  42. Visitors' center at Mohács battlefield memorial site inaugurated – Caboodle.hu". Archived from the original on 3 September 2014. Retrieved 23 February 2012.
  43. Anna Boreczky, "Historiography and Propaganda in the Royal Court of King Matthias: Hungarian Book Culture at the End of the Middle Ages and Beyond." Radovi Instituta za povijest umjetnosti 43 (2019): 23–35.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]