Καρνεάδης ο Κυρηναίος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Καρνεάδης ο Κυρηναίος
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Καρνεάδης (Αρχαία Ελληνικά)
Γέννηση213 π.Χ.[1]
Κυρήνη
Θάνατος129 π.Χ.[1]
Αθήνα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςαρχαία ελληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταφιλόσοφος
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΣχολάρχης της Ακαδημίας του Πλάτωνος (Δεκαετία του 160 π.Χ. – 129 π.Χ.)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Καρνεάδης ο Κυρηναίος ήταν αρχαίος Έλληνας σκεπτικιστής φιλόσοφος του δευτέρου αιώνα π.Χ.. Γεννήθηκε το έτος 214 ή 213 π.Χ. στην ελληνική πόλη Κυρήνη της βόρειας Αφρικής. Νέος ακόμη ήρθε στην Αθήνα και σπούδασε στην Ακαδημία του Πλάτωνα, όπου διακρίθηκε και ανακηρύχθηκε διάδοχος.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύρια πηγή βιογραφικών πληροφοριών για τον Καρνεάδη είναι το έργο του Διογένη Λαέρτιου, Βίοι φιλοσόφων.[2].

Ο Καρνεάδης γεννήθηκε στην Κυρήνη της Λιβύης το 214 ή 213 π.Χ. και σύντομα ήρθε στην Αθήνα, όπου εντάχθηκε στην ακαδημία. Στην Αθήνα, σπούδασε με τον Ηγησίνο της Περγάμου ο οποίος, στη συνέχεια, έγινε επικεφαλής την Ακαδημία ως Σχολάρχης.[3] Καταπιάστηκε εντατικά με τις διδασκαλίες του Στωικών, ειδικά με το έργο του εκλιπόντος σημαντικού στωικού φιλόσοφου Χρύσιππου. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα σχετικά με τη διαλεκτική από τον Διογένη τον Σελεύκιο (γνωστός και ως Διογένης ο Βαβυλώνιος) ο οποίος ήταν τότε ο επικεφαλής της στωικής σχολής στην Αθήνα. Σε κάποιο σημείο πριν από 155 διορίστηκε, ως διάδοχος του Ηγησίνου, σχολάρχης της Ακαδημίας του Πλάτωνα.

Αποστολή στη Ρώμη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 155 π.Χ. επισκέφτηκαν τη Ρώμη ως πρεσβευτές της Αθήνας ο ίδιος, ο Κριτόλαος ο Περιπατητικός και ο στωικός σχολάρχης Διογένης ο Σελεύκιος. Αιτία ήταν η διαπραγμάτευση ενός προστίμου 500 ταλάντων, το οποίο είχε επιβληθεί στην πόλη των Αθηνών για την καταστροφή και λεηλασία της πόλης του Ωρωπού. Έργο των αγγελιοφόρων ήταν να επιτύχουν την κατάργηση ή τουλάχιστον τη μείωση της ποινής. Εκεί εισήγαγαν με διαλέξεις τις φιλοσοφικές τους ιδέες στην καρδιά της Ιταλίας. Ο Καρνεάδης στη Ρώμη έδωσε δύο διαλέξεις με θέμα τη δικαιοσύνη. Στην πρώτη την εγκωμίαζε, ενώ στη δεύτερη την κατέκρινε. Έτσι απέσπασε τον θαυμασμό της ρωμαϊκής νεολαίας με την άστατη διαλεκτική συλλογιστική του. Αποτέλεσμα ήταν η μείωση της ποινής σε 100 τάλαντα.

Αλλά ο φιλόσοφος έδινε επίσης διαλέξεις στην πόλη και η δημόσια εμφάνιση του Καρνεάδη ​​προσέλκυσε μεγάλη προσοχή. Η ρωμαϊκή Σύγκλητος με τον εκπρόσωπό της Κάτωνα τον Πρεσβύτερο πίεσε για την απομάκρυνσή του από τη Ρώμη, για να μη διαφθείρει τη νεολαία.

Φιλοσοφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καρνεάδης στις διαλέξεις του διακηρύττει την αποτυχία της μεταφυσικής εν γένει, καυτηριάζει όλα ανεξαιρέτως τα φιλοσοφικά δόγματα και σχολές, αρνείται την ύπαρξη φυσικού νόμου, θεωρεί εγγενώς ασαφή και απροσδιόριστη την έννοια της δικαιοσύνης και, επομένως, τη συσχέτιση οποιουδήποτε νομικού συστήματος με αυτήν, ενώ πιστεύει στη γνωσιολογική ακαταλληλότητα τόσο των αισθήσεων, όσο και της λογικής. Σύμφωνα με τον Καρνεάδη, ο οποίος συστηματοποιεί περαιτέρω τις διδασκαλίες του Αρκεσίλαου του Πιτιναίου, η απόλυτη γνώση είναι μία ψευδαίσθηση, ενώ οι άνθρωποι δεν κατέχουν, ούτε μπορούν να κατέχουν, κανένα κριτήριο αλήθειας και άρα δε γίνεται ποτέ να είναι πραγματικά βέβαιοι για οτιδήποτε, παρά μόνον δέσμιοι πιθανοκρατικών γνωσιολογικών ενδεχομένων. Η εύρεση των πιο ευλογοφανών από αυτά τα ενδεχόμενα είναι ένα ακανθώδες μονοπάτι, το οποίο ελίσσεται ανάμεσα στην απόλυτη αμφισβήτηση και τον παρακινδυνευμένο δογματισμό. Με τον Καρνεάδη η Ακαδημία του Πλάτωνα πέρασε σε μία νέα φάση σύντονου σκεπτικισμού, που απορρίπτει κάθε δόγμα και μέσο προσέγγισης της απόλυτης αλήθειας.

Δεν άφησε γραπτά και πολλές από τις απόψεις του είναι γνωστές μόνο μέσω του διαδόχου του στην Ακαδημία (127/126 π.Χ.) Κλειτόμαχου. Ο Καρνεάδης ​​πέθανε σε βαθιά γεράματα στην Αθήνα, το έτος 129 ή 128 π.Χ.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Α. Α.LONG, Η ελληνιστική φιλοσοφία: Στωικοί, Επικούρειοι, Σκεπτικοί. Μετάφραση Σ. Δημόπουλου και Μυρτώς Δραγώνα Μοναχού, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1990,σελ.157-176