Μάχη της Γαλλίας (1940)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάχη της Γαλλίας
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Εισβολή και κατάληψη της Γαλλίας (1940)
Χρονολογία10 Μαΐου 1940-25 Ιουνίου 1940 (46 ημέρες)
ΤόποςΓαλλία, Κάτω Χώρες
ΈκβασηΑποφασιστική γερμανική νίκη που οδήγησε σε: Απόκρουση της ιταλικής εισβολής.
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
ΑΔΕΛΦΟΣ ΧΙΤΛΕΡ
Γκερντ φον Ρούντστετ
Φέντορ φον Μποκ
Βίλχελμ φον Λεμπ
Άλμπερτ Κέσσελρινγκ
Χούγκο Σπέρλε
Ουμβέρτος Β΄ της Ιταλίας
Μωρίς Γκαμελέν (μέχρι τις 17 Μαΐου)
Αλφόνς Ζορζ (μέχρι τις 17 Μαΐου)
Μαξίμ Βεϋγκάν (από τις 17 Μαΐου)
Λεοπόλδος Γ'
Λόρδος Γκορτ
Χένρι Βίνκελμαν
Δυνάμεις

Β' Ομάδα Στρατιών
Δέκατη όγδοη Στρατιά
Έκτη Στρατιά
Α' Ομάδα Στρατιών
Τέταρτη Στρατιά
Δωδέκατη Στρατιά
Δέκατη έκτη Στρατιά
Γ' Ομάδα Στρατιών
Πρώτη Στρατιά
Έβδομη στρατιά

Από τις 10 Ιουνίου στις Άλπεις:
Σώμα Στρατού Δύσης
Πρώτη Στρατιά
Τέταρτη Στρατιά

1η Ομάδα Στρατιών
Έβδομη στρατιά
Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα
Βελγικός Στρατός
Ένατη Στρατιά
Δεύτερη Στρατιά
2η Ομάδα Στρατιών
Τρίτη Στρατιά
Τέταρτη Στρατιά
Πέμπτη Στρατιά
3η Ομάδα Στρατιών
Όγδοη Στρατιά
Ολλανδικός Στρατός

Από τις 10 Ιουνίου στις Άλπεις:
Έκτη Στρατιά
Απολογισμός

Γερμανία: 157.621 συνολικές απώλειες (49.000 πέθαναν)
1.236 αεροπλάνα καταρρίφθηκαν
795 τάνκ καταστράφηκαν
Ιταλία: 6.029 απώλειες

Σύνολο: 163.650 απώλειες

360.000 πέθαναν ή εξαφανίστηκαν,
1.900.000 αιχμαλωτίστηκαν
2.233 αεροπλάνα καταρρίφθηκαν

Σύνολο: 2.260.000 απώλειες

Η Mάχη της Γαλλίας, γνωστή και ως Πτώση της Γαλλίας, αναφέρεται στη γερμανική εισβολή (10 Μαΐου - 25 Ιουνίου 1940) στη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στις έξι εβδομάδες από τις 10 Μαΐου 1940 οι γερμανικές δυνάμεις νίκησαν τις συμμαχικές δυνάμεις με ταχύτατες στρατιωτικές επιχειρήσεις και κατέκτησαν τη Γαλλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και την Ολλανδία. Η Ιταλία εισήλθε στον πόλεμο στις 10 Ιουνίου 1940, εισβάλλοντας στις Άλπεις, αλλά η πραγματική μάχη ουσιαστικά είχε κριθεί μέχρι τις 15 Μαΐου, μετά τη διάσπαση του γαλλικού αμυντικού συστήματος, κατά την οποία και δημιουργήθηκε θύλακας 160 χλμ. μεταξύ Ναμύρ και Σεντάν. Οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν και εδώ, όπως και στην Πολωνία, την τακτική του κεραυνοβόλου πολέμου (Blitzkrieg), με ταυτόχρονη επίθεση από τις μηχανοκίνητες μεραρχίες και σφοδρούς βομβαρδισμούς από την αεροπορία.

Σχέδια πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γερμανικό σχέδιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εισβολή αποτελούνταν από δύο κύριες επιχειρήσεις:

  • Στη "Fall Gelb" (Επιχείρηση Kίτρινο) οι γερμανικές θωρακισμένες μονάδες θα εισέβαλαν από τις Αρδέννες και στη συνέχεια κατά μήκος της κοιλάδας του Σομ, κόβοντας στα δύο τις συμμαχικές δυνάμεις: σε αυτές που προχώρησαν στο Βέλγιο για να βοηθήσουν τον Βελγικό Στρατό και σε αυτές που υποχωρώντας οργανώθηκαν πίσω από τον Σομ. Οι πρώτες κυκλώθηκαν στη Δουνκέρκη, από όπου μεγάλο μέρος τους κατάφερε, εγκαταλείποντας το σύνολο του οπλισμού, να διαφύγει στη Μεγάλη Βρετανία. Οι δεύτερες έδωσαν την τελευταία μάχη της Γαλλίας στον ποταμό Σομ.
Σχέδιο της επιχείρησης Κίτρινο

Το Συμμαχικό σχέδιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Γάλλοι βασίζονταν στην οχυρωματική Γραμμή Μαζινό κατά μήκος των συνόρων τους με τη Γερμανία. Το σχέδιο των Συμμάχων προέβλεπε την προώθηση των συμμαχικών δυνάμεων από τα σύνορα μεταξύ Γαλλίας και Βελγίου με προορισμό τον ποταμό Ντέιλε (αμυντική γραμμή ΖιβέΝαμύρ – ποταμός ΝτέιλεΑμβέρσα), μόλις θα εκδηλωνόταν η γερμανική επίθεση. Ο αρχιστράτηγος Γκαμελέν προέβλεπε την ταχύτατη προέλαση της 7ης Γαλλικής Στρατιάς ως την ολλανδική πόλη Μπρέντα για να ενωθεί με τους Ολλανδούς και να παρατάξουν κοινή άμυνα, σε περίπτωση που οι τελευταίοι δέχονταν επίθεση.

Το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (British Expeditionary Force – BEF) άρχισε να καταφθάνει στη Γαλλία στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1939 και ολοκλήρωσε την άφιξη του τον Μάρτιο του 1940.

Η έναρξη του πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την 1η Σεπτεμβρίου του 1939 ο γερμανικός στρατός εισέβαλλε στην Πολωνία, γεγονός που σηματοδότησε την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη.[1][2]Η Γαλλία κήρυξε αρχικά πόλεμο κατά της Γερμανίας και επιστράτευση στις 22 Σεπτεμβρίου του 1939. 72 μεραρχίες Γάλλων παρατάχθηκαν στη γραμμή Μαζινό.[3] Το αγγλικό εκστρατευτικό σώμα αριθμούσε 52 μεραρχίες, αλλά για όλο το χειμώνα του 1939 Γάλλοι και Γερμανοί έμεναν αδρανείς, τόσο στη γαλλική γραμμή Μαζινό όσο και στην απέναντι γερμανική γραμμή Ζίγκφριντ. Η ακινησία αυτή των στρατευμάτων έδινε την εντύπωση ότι οι ηγέτες Γαλλίας και Γερμανίας είχαν συμφωνήσει να μη γίνει επίθεση, για να μην πληγούν οικονομικά και στρατιωτικά δύο χώρες με μεγάλο ρόλο στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα. Γι' αυτό και η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ των αντιπάλων παρέμενε «στα χαρτιά», χωρίς εχθροπραξίες, με αποτέλεσμα ο «πόλεμος» αυτός να λάβει το προσωνύμιο «Αστείος Πόλεμος» (Drôle de Guerre)[4].[5]

Στόχος του Μπενίτο Μουσολίνι ήταν η κατάργηση της αγγλο-γαλλικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο και η επέκταση της ιταλικής επιρροής στα Βαλκάνια και την Αφρική.[6] Οι Γερμανοί στρατηγοί ανησύχησαν, όταν στα τέλη Σεπτεμβρίου έλαβαν τη διαταγή από τον Χίτλερ να σχεδιάσουν μια επίθεση κατά της Γαλλίας, καθώς ο πόλεμος με την Πολωνία είχε μόλις τελειώσει και μεγάλες δυνάμεις είχαν αποστρατευθεί. Ο Χίτλερ επέμενε ότι έπρεπε να επιτεθεί για να προστατεύσει τις βιομηχανικές περιοχές του Ρουρ και του Ρήνου, οι οποίες βρίσκονταν πολύ κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο, από γαλλική επίθεση.[7] Σύμφωνα με τον Λίντελ Χαρτ, κάτι τέτοιο είχε προτείνει και ο Γάλλος αρχιστράτηγος Γκαμελέν, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα από τα γαλλικά έγγραφα και τα απομνημονεύματά του.[8]

Ο στρατηγός Μαξίμ Βεϋγκάν πίστευε ότι ο πόλεμος δεν επρόκειτο να κριθεί στο δυτικό μέτωπο. Επίσης όλη εκείνη την περίοδο η Γαλλία ήταν αυστηρά υπέρ του αμυντικού δόγματος και της μη εμπλοκής σε πολεμική σύρραξη. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος την είχε σημαντικά επηρεάσει από δημογραφικής άποψης και με την επιστράτευση αυτό φάνηκε καθαρά: το 1.500.000 νεκρών εκείνου του πολέμου και η επακόλουθη μείωση των γεννήσεων, αραίωσε τις κλάσεις που κλήθηκαν το 1939-40.

Ο Χίτλερ διέταξε να εκτελεστεί όσο το δυνατόν συντομότερα η κατάληψη των Κάτω Χωρών, προκειμένου να αποτρέψει τους Γάλλους και τη συμμαχική αεροπορία από το να απειλήσουν τη ζωτικής σημασίας γερμανική περιοχή του Ρουρ[9]. Θα παρείχε επίσης τη βάση για μια μακροπρόθεσμη αεροπορική και θαλάσσια εκστρατεία κατά της Βρετανίας. Δεν υπήρχε καμία αναφορά στην οδηγία του Φύρερ σε οποιαδήποτε άμεση κατάκτηση ολόκληρης της Γαλλίας, αν και η οδηγία αναγνώριζε ότι έπρεπε να καταληφθούν όσο το δυνατόν περισσότερες από τις παραμεθόριες περιοχές της βόρειας Γαλλίας.[10]

Στις 10 Οκτωβρίου 1939 η Βρετανία αρνήθηκε την προσφορά ειρήνης του Χίτλερ και στις 12 Οκτωβρίου η Γαλλία έκανε το ίδιο.[11] Ο στρατηγός Φραντς Χάλντερ(Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της OKH) παρουσίασε το πρώτο σχέδιο για την επιχείρηση Κίτρινο στις 19 Οκτωβρίου. Αυτό ήταν το προπολεμικό κωδικό όνομα των σχεδίων για εκστρατεία στις Κάτω Χώρες: το Aufmarschanweisung N° 1, Fall Gelb (Οδηγία ανάπτυξης αριθ. 1, Υπόθεση Κίτρινο). Το σχέδιο του Χάλντερ έχει συγκριθεί με το σχέδιο Σλίφεν, το όνομα που δόθηκε στο γερμανικό σχέδιο εισβολής στη Γαλλία το 1914, κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.[12] Το σχέδιο Aufmarschanweisung N° 1 προέβλεπε μετωπική επίθεση, όπως στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Όταν ο Χίτλερ διατύπωσε αντιρρήσεις για το σχέδιο και υποστήριξε την ταχύτατη αποφασιστική διείσδυση με θωρακισμένες μονάδες, όπως είχε συμβεί στην εισβολή της Πολωνίας, οι Χάλντερ και Βάλτερ φον Μπράουχιτς προσπάθησαν να τον αποτρέψουν, υποστηρίζοντας ότι οι τακτικές αυτές δεν θα επιτύγχαναν εναντίον του γαλλικού στρατού. [10][13][14]

Τις ίδιες αντιρρήσεις με τον Χίτλερ είχε και ο στρατηγός Γκερτ φον Ρούντστετ, διοικητής της ομάδας στρατιών Α. Ο φον Ρούντστετ αναγνώρισε ότι θα έπρεπε να επιτευχθεί σημαντική προέλαση, που θα επιτύγχανε την περικύκλωση και την καταστροφή του κύριου σώματος των γαλλικών δυνάμεων. Το πιο πρόσφορο μέρος για να επιτευχθεί αυτό θα ήταν στην περιοχή του Σεντάν, η οποία βρισκόταν στον τομέα της ομάδας στρατιάς Α. Στις 21 Οκτωβρίου συμφώνησε με τον επικεφαλής του επιτελείου του, Έριχ φον Μάνσταϊν, ότι έπρεπε να εκπονηθεί ένα εναλλακτικό επιχειρησιακό σχέδιο που θα αντανακλούσε αυτές τις βασικές ιδέες, καθιστώντας την ομάδα στρατιών Α όσο το δυνατόν ισχυρότερη σε τεθωρακισμένα και ταχυκίνητα μέσα, αδυνατίζοντας την ομάδα στρατιών B στον βορρά.[15][16]

Το σχέδιο Μάνσταϊν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Έριχ φον Μάνσταϊν διατύπωσε το νέο σχέδιο στο Κόμπλεντς. Ο Χάιντς Γκουντέριαν κλήθηκε να συνεισφέρει σε αυτό και κατά τη διάρκεια άτυπων συζητήσεων πρότεινε μια ριζοσπαστική ιδέα. Τα περισσότερα από τα άρματα μάχης θα έπρεπε να συγκεντρωθούν στο Σεντάν. Αυτή η συγκέντρωση των δυνάμεων έπρεπε να προχωρήσει προς τα δυτικά, προς τη Μάγχη, χωρίς να περιμένει το κύριο σώμα των δυνάμεων πεζικού. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε στρατηγική κατάρρευση του εχθρού.[17][18]

Ο στρατάρχης Έριχ φον Μάνσταϊν

Ένας τέτοιος επικίνδυνος ελιγμός είχε συζητηθεί ευρέως στη Γερμανία πριν τον πόλεμο, αλλά το γερμανικό Γενικό Επιτελείο (ΟΚΗ) αμφέβαλε για τη δυνατότητα επιτυχούς εκτέλεσής του.[19] Το σχέδιο του Mάνσταϊν κέρδισε την άμεση υποστήριξη του Γκουντέριαν, ο οποίος γνώριζε τις εδαφικές συνθήκες, έχοντας πολεμήσει στον γερμανικό στρατό το 1914 και το 1918. [20] Ο Mάνσταϊν έγραψε το πρώτο του υπόμνημα, όπου περιέγραφε το εναλλακτικό σχέδιο στις 31 Οκτωβρίου. Έξι άλλα υπομνήματα ακολούθησαν μεταξύ 31 Οκτωβρίου 1939 και 12 Ιανουαρίου 1940. Το καθένα γινόταν και πιο ριζοσπαστικό, αλλά όλα απορρίφθηκαν από την ΟΚΗ και τίποτε από το περιεχόμενό τους δεν έφθασε στον Χίτλερ.[20][21]

Αναπάντεχο περιστατικό και αλλαγή των σχεδίων πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 10 Ιανουαρίου 1940 ένα γερμανικό αεροσκάφος, στο οποίο επέβαινε αξιωματικός που μετέφερε σχέδια της Λούφτβαφφε για επίθεση μέσω του κεντρικού Βελγίου, έπεσε κοντά στο Maasmechelen στο Βέλγιο. Τα έγγραφα δεσμεύτηκαν από τις συμμαχικές μυστικές υπηρεσίες. αλλά αυτές αμφέβαλαν ότι ήταν γνήσια. Τον Απρίλιο του 1940 ειδοποιήθηκαν όλες οι χώρες για πιθανή επίθεση στις Κάτω Χώρες και τη Γραμμή Μαζινό από τα βόρεια ή για εισβολή μέσω της Ελβετίας. Κανένα από τα περιστατικά δεν προέβλεπε τη γερμανική επίθεση μέσω των Αρδεννών, αλλά μετά την απώλεια των σχεδίων οι Γερμανοί υπέθεσαν ότι οι Σύμμαχοι θα ήταν πιο καλά πληροφορημένοι για τις γερμανικές προθέσεις.[22] Έτσι η γερμανική ηγεσία άλλαξε το σχέδιο του Χάλντερ σε αυτό του Μάνσταϊν, επειδή θεώρησε ότι ο εχθρός δεν θα περίμενε εισβολή με θωρακισμένες μεραρχίες διαμέσου της δύσβατης περιοχής των Αρδεννών.[23] Όταν τα τεθωρακισμένα θα έβγαιναν από την περιοχή των Αρδεννών, θα εισέρχονταν στις μεγάλες γαλλικές πεδιάδες, όπου θα υλοποιούσαν το υπόλοιπο σχέδιο με μεγάλη ταχύτητα.[24]

Οι δυνάμεις των αντιμαχομένων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

11 Μαΐου 1940: Γερμανικά μηχανοκίνητα περνούν τη γέφυρα της Διώρυγας Αλβέρτου. Φωτ. Γερμανικού Ομοσπονδιακού Αρχείου

Την ημέρα της επίθεσης οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν 141 μεραρχίες ταυτόχρονα εναντίον της Ολλανδίας, του Βελγίου και της Γαλλίας, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Γκερτ φον Ρούντστετ. Η Γερμανία είχε κινητοποιήσει 4.200.000 άνδρες, 1.000.000 της Λούφτβαφφε, 180.000 του Ναυτικού και 100.000 των Ες-Ες. Αντίστοιχα, κατά την εισβολή στην Πολωνία, τη Δανία και τη Νορβηγία, ο στρατός είχε διαθέσει 3.000.000 άνδρες. Οι γερμανικές δυνάμεις στη Δύση τον Μάιο και τον Ιούνιο ανέπτυξαν 2.439 άρματα και 7.378 πυροβόλα.[25] Ο γερμανικός στρατός απείχε πολύ από το να είναι πλήρως μηχανοκίνητος. Μόλις το 10% του στρατού ήταν μηχανοκίνητο το 1940 και μπορούσε να συγκεντρώσει μόνο 120.000 οχήματα, σε σύγκριση με τα 300.000 του γαλλικού στρατού.[26] Ο κύριος όγκος των γερμανικών μεταφορών διεξαγόταν από οχήματα ιπποκίνητα.[27] Μόνο το 50% των γερμανικών μεραρχιών που ήταν διαθέσιμες το 1940, ήταν έτοιμες για μάχη κι αυτές συχνά ήταν χειρότερα εξοπλισμένες από τα αντίστοιχα βρετανικά και γαλλικά στρατεύματα ή ακόμα και τον γερμανικό στρατό του 1914.[28] Την άνοιξη του 1940 ο γερμανικός στρατός είχε εξελιχθεί μερικώς. Ένας μικρός αριθμός από τα καλύτερα εξοπλισμένα τμήματα χωρίστηκε σε δυο ή τρία τμήματα. Οι γερμανικές δυνάμεις στηρίχθηκαν στον συνδυασμό των ταχύτατων τεθωρακισμένων μεραρχιών τους και της υποστήριξής τους από την αεροπορία. Η διάβαση του Μεύση από τον Γκουντέριαν θα ήταν αδύνατη, αν δεν είχε προηγηθεί η εξουδετέρωση του γαλλικού πυροβολικού από τον τρίτο αεροπορικό στόλο (Luftflotte 3) του πτέραρχου Χούγκο Σπέρλε.

Όπως προαναφέρθηκε, οι Γάλλοι παρέταξαν στις αμυντικές τους θέσεις 72 μεραρχίες, υπό την ανώτατη διοίκηση του στρατηγού Μορίς Γκαμελέν. Οι Γάλλοι παρέταξαν 117 μεραρχίες, εκ των οποίων οι 104 (11 εξ αυτών σε εφεδρεία) προορίζονταν για την άμυνα του Βορρά[εκκρεμεί παραπομπή]. Οι Βρετανοί συνέβαλαν με 13 μεραρχίες του Εκστρατευτικού Σώματος, εκ των οποίων οι 3 δεν είχαν εκπαιδευτεί καταλλήλως και ήταν πλημμελώς εξοπλισμένες. Επίσης υπήρχαν 22 βελγικές μεραρχίες, 10 ολλανδικές και 2 πολωνικές. Η βρετανική δύναμη πυροβολικού ανερχόταν σε 1.280 πυροβόλα, το Βέλγιο συγκέντρωσε 1.338, οι Ολλανδοί 656 και οι Γάλλοι 10.700, συνολικά 14.000 πυροβόλα, ποσοστό 45% μεγαλύτερο από το σύνολο των γερμανικών. Ο γαλλικός στρατός ήταν επίσης περισσότερο μηχανοκίνητος από τον αντίπαλό του. Αν και οι Βέλγοι, οι Βρετανοί και οι Ολλανδοί είχαν λίγα άρματα μάχης, οι Γάλλοι είχαν 3.254 άρματα, δηλαδή περισσότερα από τα γερμανικά.[29][30] Σύμφωνα με τις σύγχρονες εκτιμήσεις, αυτό που δεν διέθεταν ήταν διοικητική συνοχή και ευρύτητα πνεύματος στην ηγεσία τους. Χαρακτηριστικά, ο Ραϊμόν Καρτιέ αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια των μαχών «τα άρματα καταντούν φύλακες διαβάσεων». Είναι γεγονός ότι η γαλλική στρατιωτική ηγεσία αιφνιδιάστηκε ολοσχερώς από την εφαρμογή του κεραυνοβόλου πολέμου.[31]

Η γερμανική επίθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Bέλγοι με αντιαεροπορικά πυροβόλα

Η επιχείρηση ξεκίνησε το βράδυ της 9ης Μαΐου 1940. Στις 21:00 μεταδόθηκε σε όλα τα στρατιωτικά τμήματα ο κωδικός της επιχείρησης "Danzig". Το απόρρητο της επιχείρησης ήταν τόσο υψηλό, ώστε πολλοί αξιωματικοί λόγω των συνεχών καθυστερήσεων ήταν μακριά από τις μονάδες τους όταν στάλθηκε η εντολή να ξεκινήσουν.[32] Οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν σχεδόν απροκάλυπτα το Λουξεμβούργο.[33] Κατά τη διάρκεια της νύχτας, η ομάδα στρατιών Β ξεκίνησε ταυτόχρονα την επίθεση στις Κάτω Χώρες και το Βέλγιο, ενώ το πρωί της 10ης Μαΐου οι αλεξιπτωτιστές από τις μεραρχίες 7η Flieger και 22nd Luftlande (υπό τον Κουρτ Στουντέντ) προσγειώθηκαν στη Χάγη, στο Ρότερνταμ και στο βελγικό φρούριο Εμπέν-Εμάλ, για να διευκολύνουν την προώθηση της στρατιάς Β.[34] Η γαλλική διοίκηση αντέδρασε αμέσως, στέλνοντας την 1η Ομάδα στρατού προς βορρά, σύμφωνα με το Σχέδιο Δ. Αυτή η κίνηση αποδιοργάνωσε τις δυνάμεις των Γάλλων, εξαντλώντας τα αποθέματα καυσίμων τους. Όταν η γαλλική 7η Στρατιά πέρασε τα ολλανδικά σύνορα, βρήκε τους Ολλανδούς σε πλήρη υποχώρηση και αποσύρθηκε στο Βέλγιο για να προστατεύσει την Αμβέρσα.[35] Οι πολίτες του Βελγίου, της Ολλανδίας, του Λουξεμβούργου αλλά και των πόλεων της βόρειας και ανατολικής Γαλλίας άρχισαν να απομακρύνονται από τις πόλεις κατευθυνόμενοι αρχικά προς το Παρίσι και στη συνέχεια προς το νότο της Γαλλίας στη μεγαλύτερη μαζική μετακίνηση πληθυσμών του 20ού αιώνα, που αναφέρεται ως Έξοδος του 1940 στη Γαλλία.[36]

Εισβολή στην Ολλανδία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ρότερνταμ μετά τον βομβαρδισμός από τη γερμανική αεροπορία

Στην Ολλανδία η πρωτεύουσα Χάγη και ο συγκοινωνιακός κόμβος της, το Ρότερνταμ, δέχτηκαν επίθεση από αλεξιπτωτιστές, ενώ παράλληλα εκδηλωνόταν εισβολή στα ανατολικά σύνορά της, με σκοπό να αποπροσανατολίσουν την ολλανδική άμυνα. Στην επιχείρηση χρησιμοποιήθηκαν 4.000 αλεξιπτωτιστές, συγκροτημένοι σε 5 τάγματα, με υποστήριξη μιας ελαφράς μεραρχίας πεζικού.[37] Η Λούφτβαφφε είχε την αεροπορική υπεροχή έναντι των Κάτω Χωρών με 247 μεσαία βομβαρδιστικά, 147 μαχητικά, 424 μεταγωγικά Junkers Ju 52 και 12 υδροπλάνα Heinkel He 59 που συμμετείχαν σε επιχειρήσεις σε όλη την Ολλανδία. Η Ολλανδική Πολεμική Αεροπορία (Militaire Luchtvaartafdeling, ML), είχε δύναμη 144 αεροσκαφών, τα μισά από τα οποία καταστράφηκαν την πρώτη ημέρα. Η υπόλοιπη πολεμική αεροπορία ήταν διασκορπισμένη και εκτέλεσε μόλις 332 πτήσεις, χάνοντας 110 αεροσκάφη.[38]

Οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές κατέλαβαν τις γέφυρες (Ρότερνταμ, Ντόρντρεχτ, Μούρντεϊκ) από όπου θα περνούσαν οι γερμανικές δυνάμεις. Σύμφωνα με κατοπινή μαρτυρία του Στρατηγού Στουντέντ, η αποστολή κατάληψης των γεφυρών είχε πλήρη επιτυχία, με μόνο 180 νεκρούς. Ο ίδιος μάλιστα τραυματίστηκε σοβαρά από αδέσποτη σφαίρα.[39] Η γερμανική 18η στρατιά εξασφάλισε όλες τις στρατηγικής σημασίας γέφυρες κατά τη διάρκεια της Μάχης του Ρότερνταμ. Μια επιχείρηση που οργανώθηκε ξεχωριστά από τη Λούφτβαφφε, η Μάχη για τη Χάγη, απέτυχε.[40] Τα αεροδρόμια που περιέβαλαν την πόλη (Ypenburg, Ockenburg και Valkenburg) καταλήφθηκαν, αλλά πολλά αεροσκάφη χάθηκαν και ο ολλανδικός στρατός ανακατέλαβε τα αεροδρόμια μέχρι το τέλος της ημέρας.[41][40] Η αεροπορική επιχείρηση κόστισε επίσης το 50% των Γερμανών αλεξιπτωτιστών, δηλαδή 4.000 άνδρες, το 20% υπαξιωματικών και το 42% των αξιωματικών της, ενώ 1.200 αιχμάλωτοι πολέμου μεταφέρθηκαν στη Βρετανία.[42] Η επίθεση των Γερμανών στα σύνορα της Ολλανδίας ανάγκασε τους Γάλλους να προχωρήσουν προς τα εμπρός σύμφωνα με το σχέδιό τους (σxέδιο D), αφήνοντάς τους εκτεθειμένους σε κυκλωτική κίνηση της 18ης γερμανικής Στρατιάς.[43]

Η γαλλική 7η Στρατιά απέτυχε να απωθήσει τις γερμανικές τεθωρακισμένες ενισχύσεις. Στα ανατολικά, μετά τη Μάχη του Grebbeberg, στην οποία απέτυχε η ολλανδική αντεπίθεση, οι Ολλανδοί υποχώρησαν από τη γραμμή Grebbe. Ο Ολλανδικός Στρατός παραδόθηκε το βράδυ της 14ης Μαΐου, μετά τον βομβαρδισμό του Ρότερνταμ από τη Λούφτβαφφε, κατά τον οποίο καταστράφηκε το κέντρο της πόλης, πράξη που παραμένει αμφιλεγόμενη. Ο Ολλανδικός Στρατός θεώρησε ότι η στρατηγική του κατάσταση είχε καταστεί απελπιστική και φοβόταν την περαιτέρω καταστροφή των ολλανδικών πόλεων. Το έγγραφο της συνθηκολόγησης υπεγράφη στις 15 Μαΐου. Σύμφωνα με τον Κουρτ Στουντέντ ο Χίτλερ έδωσε αυστηρές οδηγίες για τη σωματική ακεραιότητα της βασίλισσας Βιλελμίνης της Ολλανδίας, η οποία ήταν δημοφιλής σε όλο τον κόσμο.[44] Οι ολλανδικές δυνάμεις συνέχισαν τις μάχες στη Μάχη της Ζηλανδίας (όπου είχε εισέλθει ο γαλλικός στρατός) και στις αποικίες, ενώ η Βιλελμίνη της Ολλανδίας εγκατέστησε εξόριστη κυβέρνηση στη Βρετανία.[45]

Εισβολή στο Βέλγιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Γερμανοί εδραίωσαν την αεροπορική υπεροχή τους στο Βέλγιο, έχοντας ολοκληρώσει διεξοδικά την αναγνωριστική φωτογράφιση και κατέστρεψαν αρκετά αεροσκάφη εντός των πρώτων 24 ωρών από την εισβολή. Οι Βέλγοι επιχείρησαν 77 αποστολές, αλλά αυτό συνέβαλε ελάχιστα στην αεροπορική μάχη. Ως αποτέλεσμα η Λούφτβαφφε είχε την υπεροχή των ουρανών στις Κάτω Χώρες. Επειδή η σύνθεση της ομάδας στρατιών Β ήταν τόσο αδύναμη σε σύγκριση με τα προηγούμενα σχέδια, η επίθεση της 6ης στρατιάς κινδύνευε να ατονήσει, καθώς η βελγική άμυνα στη διώρυγα του Αλβέρτου ήταν πολύ ισχυρή. Η κύρια διαδρομή προσέγγισης εμποδιζόταν από το οχυρό Εμπέν-Εμάλ, ένα μεγάλο φρούριο που έλεγχε τη διασταύρωση του Μεύση και της διώρυγας του Αλβέρτου.[46][47] Η καθυστέρηση ενδέχετο να θέσει σε κίνδυνο την έκβαση ολόκληρης της εκστρατείας, διότι ήταν πιθανό να επιτεθεί το κύριο σώμα των συμμαχικών στρατευμάτων πριν η Ομάδα Στρατιών Β προλάβει να δημιουργήσει προγεφύρωμα. Για να ξεπεράσουν αυτή τη δυσκολία, οι Γερμανοί κατέφυγαν σε μη συμβατικά μέσα, προκειμένου να εξουδετερώσουν το Εμπέν-Εμάλ. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 10ης Μαΐου ανεμόπτερα DFS 230 προσγειώθηκαν στην κορυφή του οχυρού, αποβίβασαν ομάδα 78 καταδρομέων υπό την οργάνωση του Γερμανού υπολοχαγού Ρούντολφ Βίτσιγκ και κατάφεραν να καταστρέψουν τα κύρια πυροβόλα με εκρηκτικά. Η αποστολή ήταν τόσο επιτυχημένη, που οι απώλειες των Γερμανών ήταν μόλις 6 νεκροί και 21 τραυματίες, καταφέρνοντας να κρατήσουν υπό έλεγχο τους 1.200 στρατιώτες της φρουράς για 24 ώρες, ώσπου να καταφθάσουν ισχυρότερες δυνάμεις.[48] Οι γέφυρες πάνω από το κανάλι καταλήφθηκαν από Γερμανούς αλεξιπτωτιστές. Οι Βέλγοι ξεκίνησαν ισχυρές αντεπιθέσεις που διαλύθηκαν από τη Λούφτβαφφε. Παρόμοιες επιχειρήσεις κατά των γεφυρών της Ολλανδίας, όπως στο Μάαστριχτ, απέτυχαν. Όλες καταστράφηκαν από τους Ολλανδούς και μόνο μία σιδηροδρομική γέφυρα είχε καταληφθεί. Αυτό καθυστέρησε τη γερμανική προέλαση στην ολλανδική επικράτεια.[49][50]

Οι Γάλλοι ήταν πεπεισμένοι ότι η βελγική αντίσταση θα τους έδινε αρκετές εβδομάδες χρόνο ώστε να προετοιμάσουν μια αμυντική γραμμή κοντά στην πόλη Ζαμπλού (Gembloux). Όταν ξεκίνησε η XVI Panzerkorps του Έριχ Χέπνερ, προς την κατεύθυνση του Ζαμπλού, αυτό φαινόταν να επιβεβαιώνει τις προσδοκίες της Γαλλικής Ανώτατης Διοίκησης ότι αυτό ήταν το γερμανικό κεντρικό σημείο επίθεσης. Το Ζαμπλού βρισκόταν μεταξύ Βάβρ (Wavre) και Ναμύρ, σε επίπεδη περιοχή, ιδανική για αρματομαχίες. Για να κερδίσει χρόνο για να σκάψει εκεί, ο Ρενέ Πριού (Rene Prioux), που διοικούσε το ιππικό σώμα της γαλλικής 1ης Στρατιάς, έστειλε την 2η και 3η Ελαφρά Μηχανοκίνητη Μεραρχία (1η και 2η DLM) προς τη γερμανική δύναμη στο Ανούτ, ανατολικά του Ζαμπλού. Θα παρείχαν ένα προπέτασμα για να καθυστερήσουν οι Γερμανοί και να δοθεί αρκετός χρόνος στην 1η στρατιά να προετοιμαστεί. [51]

Κατά τη διάρκεια της Μάχης της Ανούτ (12-13 Μαΐου), μίας από τις μεγαλύτερες αρματομαχίες, συμμετείχαν περίπου 1.500 τεθωρακισμένα οχήματα μάχης. Οι Γάλλοι χτύπησαν περίπου 160 γερμανικά άρματα,[52] όμως οι Γερμανοί ήταν αυτοί που κρατούσαν το πεδίο της μάχης όταν αποχώρησαν οι Γάλλοι. Η καθαρή γερμανική απώλεια ανερχόταν σε 20 άρματα της 3ης μεραρχίας Πάντσερ και 29 της 4ης Μεραρχίας.[53] Ο Γάλλος Πριού είχε επιτύχει τον τακτικό και επιχειρησιακό στόχο του, να καθυστερήσει τα γερμανικά άρματα μέχρι να προετοιμαστεί η 1η γαλλική Στρατιά.[54][55] Η γερμανική δύναμη είχε εμπλακεί με την 1η γαλλική Στρατιά στα βόρεια του Σεντάν ο οποίος ήταν και ο σημαντικότερος στόχος του Γερμανού στρατηγού, Χέπνερ. Στις 14 Μαΐου, ο Χέπνερ, αφού ανακόπηκε στο Ανούτ, επιτέθηκε και πάλι, στη μάχη του Ζαμπλού. Αυτή ήταν η μόνη περίπτωση κατά την οποία τα γερμανικά άρματα επιτέθηκαν κατά οχυρωμένης θέσης, στη διάρκεια της εκστρατείας. Η 1η Μαροκινή Μεραρχία πεζικού απέκρουσε την επίθεση και άλλα 42 γερμανικά άρματα της 4ης μεραρχίας Πάντσερ καταστράφηκαν, ενώ 26 αποσύρθηκαν. Η δεύτερη γαλλική επιτυχία δεν είχε αποτέλεσμα λόγω των γεγονότων που συνέβησαν αργότερα πιο νότια, στο Σεντάν.[56]

Ο Γάλλος Αρχιστράτηγος Μωρίς Γκαμελέν

Κεντρικό μέτωπο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρδέννες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις Αρδέννες οι οχυρωμένες θέσεις των συμμάχων δεν είχαν αποπερατωθεί και αυτό το γνώριζαν οι Γερμανοί από τις αεροφωτογραφίες της Υπηρεσίας Πληροφοριών τους. Η πρόοδος της ομάδας στρατιών Α επρόκειτο να καθυστερήσει από το βελγικό μηχανοκίνητο πεζικό και τα γαλλικά μηχανοκίνητα τμήματα ιππικού (DLC, Divisions Légères de Cavalerie) που προχωρούσαν στις Αρδέννες. Η κύρια αντίσταση προήλθε από το Βελγικό 1ο Chasseurs Ardennais, το 1ο τμήμα του ιππικού που ενισχύθηκε από το μηχανικό σώμα και τη γαλλική 5η Μεραρχία Légère de Cavalerie (5η DLC).[57] Τα βελγικά στρατεύματα μπλόκαραν τους δρόμους, με σκοπό να συγκρατήσουν το 1ο τάγμα Πάντσερ στο Bodange για περίπου οκτώ ώρες, στη συνέχεια αποχώρησαν προς τα βόρεια πολύ γρήγορα για τους Γάλλους, που έχασαν το έρεισμα και δεν είχαν φτάσει και τα εμπόδιά τους αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά, καθώς το γερμανικό Μηχανικό τα κατέστρεψε. Δεν είχαν επαρκή αντιαρματικά ικανά να εμποδίσουν τον εκπληκτικά μεγάλο αριθμό γερμανικών αρμάτων και αποσύρθηκαν πίσω από το Μεύση. Ο Γερμανός στρατηγός Κλάιστ είχε περισσότερα από 41.140 οχήματα, τα οποία μπορούσαν να διαλέξουν μόνο τέσσερις διαδρομές πορείας στις Αρδέννες.[58] Τα γαλλικά αναγνωριστικά είχαν αναφέρει τη γερμανική δύναμη τη νύχτα της 10/11 Μαΐου, αλλά αυτό θεωρήθηκε δευτερεύον της κύριας επίθεσης στο Βέλγιο. Την επόμενη νύχτα ένας πιλότος αναγνωριστικού ανέφερε ότι είχε δει μεγάλες φάλαγγες οχημάτων κινούμενες χωρίς φώτα και ένας άλλος πιλότος που εστάλη να ελέγξει ανέφερε το ίδιο και ότι πολλά από τα οχήματα ήταν άρματα. Στις 12 Μαϊου καταλήφθηκε το Μπουϊγιόν και οι Γάλλοι υποχώρησαν. Αργότερα εκείνη την ημέρα η φωτογραφική αναγνώριση και οι αναφορές των πιλότων ήταν για άρματα και εξοπλισμό γεφύρωσης και στις 13 Μαΐου ο Κλάιστ προκάλεσε κυκλοφοριακή συμφόρηση περίπου 250 χλμ. (160 μίλια) από τον Μεύση έως τον Ρήνο σε μια διαδρομή. Αν σε εκείνη την περίπτωση επιτίθετο η συμμαχική αεροπορία θα κατάφερνε στους Γερμανούς ένα καίριο πλήγμα. Τα γαλλικά βομβαρδιστικά επιτέθηκαν στους Γερμανούς στο βόρειο Βέλγιο κατά τη διάρκεια της Μάχης του Μάαστριχτ με μεγάλες απώλειες. Σε δύο ημέρες η γαλλική αεροπορική δύναμη είχε μειωθεί από 135 σε 72 αεροπλάνα[εκκρεμεί παραπομπή].[59]

Στις 11 Μαΐου ο Μωρίς Γκαμελέν διέταξε να ενισχυθεί ο τομέας του Μεύση. Λόγω του κινδύνου από τη Λούφτβαφφε, η κίνηση στο σιδηροδρομικό δίκτυο περιοριζόταν κατά τη διάρκεια της νύχτας επιβραδύνοντας την ενίσχυση, αλλά οι Γάλλοι δεν βιάζονταν, καθώς πίστευαν ότι η συσσώρευση γερμανικών δυνάμεων θα ήταν αντίστοιχα αργή. Ενώ γνώριζαν ότι οι γερμανικοί σχηματισμοί αρμάτων και πεζικού ήταν ισχυροί, ήταν σίγουροι για την ισχυρή τους οχύρωση και την υπεροχή του πυροβολικού τους. Οι δυνατότητες των γαλλικών μονάδων στην περιοχή ήταν αμφίβολες. Συγκεκριμένα το πυροβολικό τους σχεδιάστηκε για την καταπολέμηση του πεζικού και είχε ελλείψεις σε αντιαεροπορικό πυροβολικό και αντιαρματικά όπλα.[60] Οι γερμανικές δυνάμεις έφτασαν στη γραμμή του Μεύση αργά το απόγευμα της 12ης Μαΐου. Για να μπορέσει να περάσει η καθεμία από τις τρεις στρατιές της Ομάδας Στρατιών Α, έπρεπε να δημιουργηθούν τρεις γεφυρώσεις, στο Σεντάν στα νότια, στο Μοντερμέ (Monthermé) στα βορειοδυτικά και στο Ντινάν (Dinant) προς τα βόρεια.[61][62]

Έγινε και εδώ ότι είχε γίνει στην Πολωνία και το Βέλγιο. Ισχυρές γερμανικές μεραρχίες τεθωρακισμένων, υποβοηθούμενες από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς των στούκας, διασπούσαν τις γραμμές των αντιπάλων και τις αχρήστευαν. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε ρήγμα μεταξύ Ναμύρ και Σεντάν σε μήκος 160 χλμ., από όπου οι Γερμανοί πέρασαν ανενόχλητοι. Το Σεντάν έγινε για δεύτερη φορά το σύμβολο της γαλλικής πολεμικής αποτυχίας.

Μάχη του Σεντάν και η πτώση του Μεύση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πλέον τα γερμανικά στρατεύματα, που είχαν καταλάβει ολόκληρο το Βέλγιο, βρήκαν ελεύθερη διάβαση και η Γραμμή Μαζινό είχε παρακαμφθεί. Το πρωί της 13ης Μαΐου η 71η μεραρχία πεζικού διείσδυσε στα ανατολικά του Σεντάν, επιτρέποντας στη γαλλική 55η μεραρχία πεζικού να περιορίσει το μέτωπό της κατά ένα τρίτο και να εμβαθύνει τη θέση της πάνω από 10 χλμ. Όταν οι γερμανικές δυνάμεις έφτασαν στα υψώματα του Μεύση έμειναν έκπληκτοι από την ανεπαρκή οχύρωση των Γάλλων, καθώς υπήρχαν διασκορπισμένα λίγα φυλάκια με μικρές φρουρές. Οι μεγάλες οχυρώσεις που ανέμεναν να δούν οι Γερμανοί ήταν ανύπαρκτες. Ο Γκουντέριαν πέρασε με ταχύτητα τα γαλλικά σύνορα μέσα από τις Αρδέννες. Στις 13 Μαΐου ο Κλάιστ προέλασε στις τρεις διασταυρώσεις κοντά στο Σεντάν, με την 1η, 2η και 10η μεραρχία Πάντσερ, συνεπικουρούμενες από το σύνταγμα πεζικού «Γκρόσντοϊτσλαντ» (Großdeutschland). Οι Γερμανοί συγκέντρωσαν εκεί το μεγαλύτερο μέρος της αεροπορικής τους δύναμης (καθώς δεν είχαν πυροβολικό), ώστε να διαρρήξουν το γαλλικό μέτωπο.[62] Η Λούφτβαφφε επιτέθηκε με 300 εξόδους κατά των γαλλικών θέσεων[εκκρεμεί παραπομπή]. [63] Συνολικά 3.940 αποστολές έγιναν από εννέα σμήνη.[64] Ορισμένες από τις οχυρωματικές θέσεις ήταν άθικτες και οι φρουρές απέκρουσαν τις προσπάθειες της 2ης και 10ης μεραρχίας Πάντσερ. Το γερμανικό πεζικό με κόστος μερικών εκατοντάδων θυμάτων εισχώρησε μέχρι και 8 χλμ. στη γαλλική αμυντική ζώνη μέχρι τα μεσάνυχτα.[65]

Ο Στρατηγός Χάιντς Γκουντέριαν

Η αταξία στο πεδίο της μάχης που δημιουργήθηκε στο Σεντάν και στο Σεν-Μένζ απλώθηκε στις γαλλικές γραμμές. Στις 13 Μαΐου τα στρατεύματα του 295ου Συντάγματος της 55ης μεραρχίας πεζικού, που κρατούσαν την τελευταία αμυντική γραμμή στη ράχη Bulson, 10 χλμ. πίσω από τον ποταμό, πανικοβλήθηκαν από φήμες ότι τα γερμανικά άρματα θα τους επιτίθονταν στα νώτα τους και λιποτάκτησαν. Οι 4 γαλλικές μεραρχίες κρατούσαν ένα μέτωπο μήκους 65 χιλιομέτρων με ανεπαρκή εξοπλισμό και αντιαρματικά, ενώ οι άντρες ήταν παλιάς κλάσης και οι περισσότεροι ηλικιωμένοι.[66][67] Αναγνωρίζοντας τη σοβαρότητα της κατάστασης στο Σεντάν, ο στρατηγός Gaston-Henri Billotte, διοικητής της γαλλικής 1ης στρατιάς, της οποίας η δεξιά πλευρά βρισκόταν στο Σεντάν, πρότεινε να καταστραφούν οι γέφυρες του Μεύση από την αεροπορία. Εκείνη τη μέρα η αεροπορία προσπάθησε με κάθε διαθέσιμο βομβαρδιστικό να καταστρέψει τις τρεις γέφυρες, αλλά έχασε περίπου το 44% της δύναμης της χωρίς κανένα αποτέλεσμα.[68][69] Στις 15 Μαΐου ο Γκουντέριαν συνέχισε με την 1η τεθωρακισμένη μεραρχία βόρεια σε αναζήτηση ενός αδύναμου σημείου, αλλά τον σταμάτησε η διαταγή παύσης της προέλασης. Επικοινώνησε με τον Κλάιστ και εκείνος του έδωσε την άδεια για ελευθερία κινήσεων μόνο για 24 ώρες. Τη νύχτα της 16ης Μαΐου είχε καταφέρει να εισχωρήσει 80 χιλιόμετρα μέσα στην άμυνα των Γάλλων κοντά στη Μάγχη και είχε φτάσει στο Ουάζ. Εκεί τον σταμάτησε μια δεύτερη διαταγή από τον Χίτλερ.[70] Μετά την παύση οι γερμανικές δυνάμεις έστρεψαν τη δύναμη τους προς τα δυτικά με μεγάλη ταχύτητα. Εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή συνελήφθη ο Γάλλος στρατηγός Ζιρό της 6ης Γαλλικής στρατιάς, της οποίας μόλις είχε αναλάβει την ηγεσία. Λίγο αργότερα οι δυνάμεις του Κλάιστ βρέθηκαν στα μετόπισθεν του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος.

Η αποχώρηση από τη Δουνκέρκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι γερμανικές τεθωρακισμένες δυνάμεις είχαν φτάσει στην ακτή της Μάγχης, όταν ο βρετανικός στρατός βρισκόταν ακόμη στη Φλάνδρα και πέτυχαν να τον περικυκλώσουν. Ο βρετανικός στρατός είχε ήδη αποκοπεί από τον σύμμαχο του, τις γαλλικές δυνάμεις. Φοβούμενοι μην αποκοπούν και από τη μοναδική δίοδο τους στη θάλασσα άρχισαν να υποχωρούν. Την άλλη μέρα άρχισαν σφοδρότατοι βομβαρδισμοί με στόχο την κατάληψη της Δουνκέρκης και την εκμηδένιση του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος. Μέχρι να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της γερμανικής προέλασης, μεγάλος αριθμός Βρετανών και Γάλλων στρατιωτών παγιδεύτηκαν στη Δουνκέρκη. Για τη διάσωσή τους ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ, σε συνεργασία με το Βρετανικό Ναυαρχείο, έστησε την Επιχείρηση Ντιναμό. Με υπεράνθρωπες προσπάθειες και αποστολή κάθε είδους πλοίων από τη Βρετανία και τις ακόμη ελεύθερες γαλλικές ακτές και την υποστήριξη της βρετανικής αεροπορίας (RAF), από τις 27 Μαΐου ως τις 2 Ιουνίου 1940, μεγάλος αριθμός Γάλλων (περίπου 112.000) και σχεδόν όλοι οι επιζώντες Βρετανοί (περίπου 240.000) κατάφεραν να διαφύγουν δια θαλάσσης.

Στο σημείο αυτό ο Χίτλερ διέπραξε το πρώτο από μια σειρά τακτικών σφαλμάτων, που τελικά στοίχισαν την ήττα στη Γερμανία. Υποκύπτοντας στην απαίτηση του Χέρμαν Γκέρινγκ διέταξε τον γερμανικό στρατό, ο οποίος είχε την υπεροχή και υπεροπλία στις επίλεκτες μονάδες αρμάτων μάχης, να αφήσει τη Δουνκέρκη στην αεροπορία. Μάταια ο Χάιντς Γκουντέριαν, που βρισκόταν σε απόσταση μόνον 8 χιλιομέτρων από την πόλη, ζήτησε την άδεια να επιτεθεί. Παρέμεινε στη θέση του με διαταγή του Ρούντστεντ (που είχε επικυρωθεί από τον Χίτλερ), ενώ η γερμανική αεροπορία εκτελούσε πολυάριθμες επιδρομές στην πόλη. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο Χίτλερ ζήτησε την παύση της προέλασης σκεπτόμενος να εκβιάσει με αυτό τον τρόπο τους Βρετανούς πολιτικούς να συνάψουν ειρήνη μαζί του.[71]Υπάρχει και η μαρτυρία του Γερμανού στρατηγού Βάρλιμοντ του Γενικού Επιτελείου, ότι φοβούνταν μεγάλες απώλειες των τεθωρακισμένων, που θεώρησαν σκόπιμο νά αποφευχθούν εν όψει της επίθεσης στον ποταμό Σόμ που θα εξαπέλυαν αμέσως μετά[72].

Η αεροπορία του Γκέρινγκ απέτυχε και όταν ο Γκουντέριαν διατάχθηκε να προχωρήσει, βρήκε μπροστά του μια γαλλική μεραρχία οχυρωμένη θαυμάσια, η οποία τον καθυστέρησε δύο ολόκληρες ημέρες. Όταν τελικά καταλήφθηκε η Δουνκέρκη, οι Βρετανοί είχαν αποχωρήσει ολοσχερώς, αλλά χάνοντας ολόκληρο το στρατιωτικό υλικό τους[73].

Η παράδοση της γραμμής Μαζινό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γερμανοί στρατιώτες κατά τη διάρκεια της εισβολής στη Γαλλία, στο Παρίσι

Οι οχυρώσεις της γραμμής Μαζινό ήταν στατικές, δεν επέτρεπαν καμία κίνηση και κανέναν ελιγμό. Οι Γερμανοί την παρέκαμψαν και η εισβολή έγινε από το Σεντάν στις 10 Μαΐου 1940, κοντά στη Βελγική μεθόριο, πέρα από τη γραμμή Μαζινό. Υπήρχε μόνο ένα οχυρωμένο φυλάκιο, το οποίο κατελήφθη εύκολα από μία μονάδα Μηχανικού, ύστερα από ισχυρό μπαράζ πυροβολικού και αφού όλοι οι υπερασπιστές του έπεσαν νεκροί. Οι Γερμανοί παρέκαμψαν την υπόλοιπη γραμμή, η γερμανική αεροπορία επιχειρούσε εναντίον της, ενώ τα γαλλικά στρατεύματα, κλεισμένα στα οχυρά τους, δεν μπορούσαν να μετακινηθούν και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις μηχανοκίνητες και θωρακισμένες μεραρχίες των Γερμανών.[74]
Η στατική άμυνα των Γάλλων έναντι της μηχανοκίνητης πορείας των γερμανικών δυνάμεων έφερε το αποτέλεσμα της στρατιωτικής κατάρρευσης της Γαλλίας. Καθώς η γραμμή ήταν περικυκλωμένη, ο γερμανικός στρατός επιτέθηκε σε κάποια οχυρά της, από την εσωτερική πλευρά των γαλλικών συνόρων, τα αποτελέσματα όμως της επίθεσής του ήταν πενιχρά, καθώς απέτυχε να καταλάβει οποιαδήποτε σημαντική οχύρωση. Η γραμμή Μαζινό παρέμεινε απόρθητη[75], οι οχυρώσεις της άθικτες και αρκετοί διοικητές των οχυρών ήταν έτοιμοι να εξαπολύσουν επιθέσεις. Στις 21 Ιουνίου οι Ιταλοί κινήθηκαν σε όλο το αλπικό μέτωπο, με την κύρια επίθεση στον βόρειο τομέα και μια δευτερεύουσα κατά μήκος της ακτής. Διέσχισαν λίγα μίλια στο γαλλικό έδαφος ενάντια σε ισχυρή αντίσταση. Η παράκτια πόλη Μεντόν ήταν η πιο σημαντική κατάκτηση.[6] Στις 14 Ιουνίου καταλήφθηκε το Παρίσι και η γαλλική κυβέρνηση εξαναγκάσθηκε σε ανακωχή, η οποία υπογράφηκε στις 22 Ιουνίου στην πόλη Κομπιέν, εκεί που είχε υπογραφτεί η ανακωχή του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Ο Μαξίμ Βεϊγκάν υπέγραψε την παράδοση και οι φρουρές των οχυρών της γραμμής Μαζινό χωρίς να πολεμήσουν διατάχθηκαν να αποχωρήσουν από τα οχυρά και μεταφέρθηκαν σε καταυλισμούς αιχμαλώτων πολέμου.[76]

Το τέλος του πολέμου και το καθεστώς του Βισύ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Γαλλία του Βισύ
14 Ιουνίου 1940: Γερμανικές δυνάμεις παρελαύνουν στη Λεωφόρο Φος στο Παρίσι. Φωτ. Γερμανικού Ομοσπονδιακού Αρχείου

Οι γερμανικές φάλαγγες Πεζικού μπήκαν στο Παρίσι στις 14 Ιουνίου 1940. Ο στρατάρχης Πεταίν, που είχε αναλάβει την κυβέρνηση, ζήτησε διαπραγματεύσεις και στις 16 Ιουνίου 1940 υπέγραψε με τους εκπροσώπους του Ράιχ συνθήκη,[77]Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή ο γαλλικός στρατός θα αφοπλιζόταν, ενώ ο γαλλικός στόλος θα παρέμενε κλεισμένος μέσα στους ναυστάθμους, χωρίς όμως να παραδοθεί.[78] Χαρακτηριστική είναι η καταβύθιση του γαλλικού στόλου της Μεσογείου, ο οποίος καταστράφηκε από τους Βρετανούς στις 3 Ιουλίου 1940 στον λιμένα Μερς Ελ Κεμπίρ, σκοτώνοντας 1297 Γάλλους, λόγω της ανησυχίας που είχε ο Ουίνστων Τσώρτσιλ ότι υπήρχε ενδεχόμενο ο γαλλικός στόλος να συνεργαστεί με τις δυνάμεις του Άξονα. Χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη απάνθρωπη απόφαση του Τσώρτσιλ,[79] κάνοντας το Μερς Ελ Κεμπίρ περισσότερο γνωστό. Σημειώνεται ότι στην επίθεση αυτή τα γαλλικά πλοία ήταν πρυμνοδετημένα και εκτός επιχειρησιακής ετοιμότητας.[80]

Κάθε οργανωμένη αντίσταση στη Γαλλία σταμάτησε, η χώρα χωρίστηκε σε Κατεχόμενη ζώνη στο βορρά και μη κατακτημένη περιοχή στο νότο, την Ελεύθερη ζώνη με Κυβέρνηση του Βισύ. Με αυτό τον τρόπο ικανοποιήθηκε το αίσθημα ρεβανσισμού που είχαν οι Γερμανοί από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Στις 22 Ιουνίου υπογράφηκε στην Κομπιέν η δεύτερη ανακωχή μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Η κυβέρνηση του Βισύ υπό την ηγεσία του στρατάρχη Πεταίν αντικατέστησε την Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία και η Γερμανία κατέλαβε τις βόρειες και δυτικές ακτές της Γαλλίας και την ενδοχώρα τους. Η Ιταλία ανέλαβε τον έλεγχο μιας μικρής εδαφικής ζώνης στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας και το καθεστώς του Βισύ διατηρούσε την περιοχή στο νότο, γνωστή ως Ελεύθερη Ζώνη.

Ο Σαρλ ντε Γκωλ, ως υφυπουργός[εκκρεμεί παραπομπή] Εθνικής Άμυνας από το Λονδίνο που είχε καταφύγει κατά τη διάρκεια της ανακωχής, εξέδωσε την ανακοίνωση στις 18 Ιουνίου. Με αυτήν αρνήθηκε να αναγνωρίσει την κυβέρνηση Βισύ ως νόμιμη και ξεκίνησε το έργο της οργάνωσης των ελεύθερων γαλλικών δυνάμεων.[81]

Πολεμικές απώλειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απώλειες του Άξονα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αιχμάλωτοι Γάλλοι στρατιώτες
  • Οι γερμανικές απώλειες είναι δύσκολο να προσδιοριστούν, οι πιθανότεροι αριθμοί αναφέρουν 27.074 νεκρούς, 111.034 τραυματίες και 18.384 αγνοούμενους.[82] Η μάχη για τη Γαλλία είχε κοστίσει στη Λούφτβαφφε το 28% της δύναμης της περίπου 1.236-1.428 αεροσκάφη. Καταστράφηκαν 1.129 σε επιχειρήσεις εναντίον του εχθρού και 299 σε διάφορα ατυχήματα. Επιπλέον 323-488 υπέστησαν ζημιές, 225 σε επιχειρήσεις κατά του εχθρού και 263 σε διάφορα ατυχήματα, καθιστώντας το 36% της δύναμης της κατεστραμμένο.[83] Οι απώλειες προσωπικού της Λούφτβαφφε ανέρχονται σε 6.653 άνδρες σε 4.417 αεροσκάφη, από αυτούς 1.129 σκοτώθηκαν και 1.930 αναφέρθηκαν αγνοούμενοι ή αιχμάλωτοι, πολλοί από τους οποίους απελευθερώθηκαν από τα γαλλικά στρατόπεδα συγκέντρωσης μετά τη γαλλική συνθηκολόγηση.[84]
  • Οι ιταλικές απώλειες ανήλθαν σε 642 νεκρούς, 2.631 τραυματίες και 616 αγνοούμενους. Περίπου 2.151 άνδρες υπέφεραν από κρυοπαγήματα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Οι επίσημοι ιταλικοί αριθμοί καταρτίστηκαν σε μια έκθεση στις 18 Ιουλίου 1940, όταν πολλοί από τους νεκρούς βρίσκονταν ακόμα κάτω από το χιόνι και είναι πιθανό οι περισσότεροι να μην είχαν καταγραφεί. Οι μονάδες που επιχειρούσαν σε πιο δύσκολο έδαφος είχαν υψηλότερες αναλογίες θανάτων και πιθανότατα οι περισσότεροι από τους αγνοούμενους είχαν πεθάνει.[85][86][87]

Συμμαχικές απώλειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σύμφωνα με τη γαλλική ιστορική υπηρεσία σκοτώθηκαν 85.310 Γάλλοι (συμπεριλαμβανομένων 5.400 Αράβων από τις (γαλλικές αποικίες), υπήρξαν 120.000 τραυματίες, 12.000 αγνοούμενοι και 1.540.000 αιχμάλωτοι (συμπεριλαμβανομένων 67.400 Αράβων).[88] Πρόσφατες γαλλικές έρευνες όμως δείχνουν ότι ο αριθμός των νεκρών ήταν μεταξύ 55.000 και 85.000[82], ενώ μια δήλωση της Γαλλικής Ιστορικής Υπηρεσίας μειώνει το αριθμό αισθητά.[89] Τον Αύγουστο του 1940 1.540.000 αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στη Γερμανία και περίπου 940.000 παρέμειναν εκεί μέχρι το 1945, όταν απελευθερώθηκαν από τις συμμαχικές δυνάμεις. Τουλάχιστον 3.000 Σενεγαλέζοι δολοφονήθηκαν στην αιχμαλωσία.[90] Στην αιχμαλωσία απεβίωσαν επίσης 24.600 Γάλλοι κρατούμενοι, 71.000 κατάφεραν να δραπετεύσουν και 220.000 απελευθερώθηκαν από την κυβέρνηση του Βισύ. Αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες απελευθερώθηκαν λόγω αναπηρίας και/ή ασθένειας. Οι απώλειες της γαλλικής πολεμικής αεροπορίας υπολογίζονται σε 1.274 αεροσκάφη που καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων.[91][92] Οι απώλειες γαλλικών αρμάτων ανέρχονται σε 1.749 άρματα (43%), εκ των οποίων 1.669 χάθηκαν στις επιχειρήσεις, 45 από ναρκοπέδια και 35 από επιθέσεις αεροσκαφών.[93]
  • Η Βρετανία είχε λιγότερους από 10.000 νεκρούς σε επιχειρήσεις συμπεριλαμβανομένου του πλοίου Λανκάστρια, συνολικό αριθμό απωλειών 68.111 ανδρών, ενώ περίπου 64.000 οχήματα καταστράφηκαν ή εγκαταλείφθηκαν και 2.472 πυροβόλα καταστράφηκαν ή εγκαταλείφθηκαν.[94] Οι απώλειες της RAF στην εκστρατεία από τις 10 Μαΐου έως τις 22 Ιουνίου ανήλθαν σε 931 αεροσκάφη και 1.526 θύματα. Οι Βρετανοί έχασαν επίσης 243 πλοία από βομβαρδισμούς στην Επιχείρηση Ντιναμό, συμπεριλαμβανομένων 8 αντιτορπιλικών και 8 μεταγωγικών πλοίων.[94]
  • Οι ολλανδικές απώλειες ανήλθαν σε 2.157 στρατιώτες και αξιωματικούς, 75 αεροπόρους και 125 ναύτες. Επίσης σκοτώθηκαν 2.559 πολίτες.[95]
  • Οι βελγικές απώλειες ανέρχονται σε 6.093 νεκρούς και οι τραυματίες ανέρχονται σε 15.850, ενώ περίπου 2.000 αιχμάλωτοι απεβίωσαν στην αιχμαλωσία[96] και περισσότεροι από 500 αγνοούνταν.[97] Το σύνολο αιχμαλώτων ανήλθε σε 200.000 άνδρες και η Βελγική αεροπορία έχασε 112 αεροσκάφη. [98][98][99]
  • Οι Πολωνικές απώλειες ήταν περίπου 5.500 νεκροί και τραυματίες, ενώ σχεδόν 13.000 στρατιώτες της 2ης μεραρχίας Πεζικού περιορίστηκαν στην Ελβετία κατά τη διάρκεια του πολέμου και 16.000 έμειναν αιχμάλωτοι.[100]

Επίλογος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν το γαλλικό αμυντικό σύστημα κατέρρευσε στις 15 Μαΐου 1940 και οι μηχανοκίνητες μεραρχίες των Γερμανών πέρασαν το Σεντάν, ο ραδιοφωνικός σταθμός του Βερολίνου ανακοίνωσε ότι ο στρατός και η αεροπορία του Ράιχ είναι έτοιμοι να πλήξουν το νησιωτικό κράτος της Αγγλίας. Η ασφάλεια των βρετανικών νησιών ετίθετο πλέον υπό αίρεση. Στη μάχη της Γαλλίας οι Γερμανοί κατάφεραν με κεραυνοβόλα πλήγματα να εκμηδενίσουν έναν από τους κυριότερους εχθρούς τους και να τον βγάλουν εκτός μάχης. Έτσι η Αγγλία έμενε μόνη στον πόλεμο εναντίον του Άξονα, η γερμανική αεροπορία ετοιμαζόταν να επιτεθεί και στο ίδιο το αγγλικό έδαφος, η Ιταλία ετοιμαζόταν να κάνει εκστρατεία για την κατάκτηση της Αιγύπτου, ενώ η Μάλτα, βάση των Άγγλων προς τη Μέση Ανατολή, βομβαρδιζόταν από το 1940. Η μάχη της Γαλλίας ήταν μια αποφασιστική νίκη των δυνάμεων του Άξονα, μέχρι ο Χίτλερ να δώσει τη διαταγή στη Βέρμαχτ να επιτεθεί στη Σοβιετική Ένωση.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Viscount Halifax to Sir N. Henderson (Berlin) Αρχειοθετήθηκε 2 October 2017 στο Wayback Machine. Cited in the British Blue book
  2. «Britain and France declare war on Germany». The History Channel. Ανακτήθηκε στις 6 Μαΐου 2014. 
  3. Indiana University. «Chronology 1939». indiana.edu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Σεπτεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2018. 
  4. Ο Αστείος Πόλεμος
  5. Shirer 1990, p. 715
  6. 6,0 6,1 Rochat 2008, para. 29.
  7. Λίντελ Χαρτ, Οι Γερμανοί στρατηγοί μιλούν, Εκδόσεις Λιναίος, σελ.198
  8. Λίντελ Χαρτ, Οι Γερμανοί στρατηγοί μιλούν, Εκδόσεις Λιναίος, σελ.198
  9. Frieser 2005, p. 74.
  10. 10,0 10,1 Frieser 2005, p. 61.
  11. Shirer 1990, p. 717.
  12. Frieser 1995, p. 32
  13. «Directive No. 6 Full Text». Ανακτήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2015. 
  14. Megargee, 2000, p. 76.
  15. Frieser 2005, p. 62.
  16. Frieser 2005, p. 63.
  17. Frieser 2005, p. 62.
  18. Frieser 2005, p. 63.
  19. Frieser 1995, p. 79
  20. 20,0 20,1 Frieser (2005), p. 60.
  21. Frieser 2005, p. 65.
  22. Frieser 1995, σελ. 76.
  23. Hinsley 1979, σελίδες 114, 128, 130.
  24. Οι Γερμανοί στρατηγοί μιλούν, Λίντελ Χαρτ, εκδόσεις Λιναίος, σελ. 204-206
  25. Frieser 2005, pp. 35–37
  26. DiNardo and Bay 1988, pp. 131–32.
  27. Frieser 2005, p. 29
  28. Frieser 2005, pp. 29–30
  29. Frieser 2005, pp. 36–37.
  30. Christofferson and Christofferson, 2006, pp. 18–19
  31. «Μια επίθεση, που ο αιφνιδιασμός τη μεταβάλλει σε πανωλεθρία»: Καρτιέ, ό.π.
  32. name=beevor97/>
  33. Weinberg p. 122.
  34. Hooton 2007, pp. 49–54.
  35. Evans 2000, pp. 33–38
  36. . «histoire-image.org/fr/etudes/exode». 
  37. Λίντελ Χάρτ, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εκδόσεις έννοια, σελ.104-105
  38. Hooton 2007, pp. 48–49, 52
  39. Λίντελ Χαρτ, Οι Γερμανοί στρατηγοί μιλούν, Εκδόσεις Λιναίος, σελ.216-217
  40. 40,0 40,1 Hooton 1994, p. 244.
  41. L. de Jong, 1971 nopp
  42. Hooton 2007, pp. 244 –, 50, 52
  43. Λίντελ Χαρτ, Οι Γερμανοί στρατηγοί μιλούν, Εκδόσεις Λιναίος, σελ.215
  44. Λίντελ Χαρτ, Οι Γερμανοί στρατηγοί μιλούν, Εκδόσεις Λιναίος, σελ.219
  45. Shirer, 1990, p. 723
  46. Hooton, 2007, p. 48
  47. Dunstan 2005, pp. 31–32
  48. Λίντελ Χάρτ, Οι Γερμανοί στρατηγοί μιλούν, Εκδόσεις Λιναίος, σελ.220-221
  49. Dunstan 2005, pp. 45–54
  50. Gunsburg 1992, p. 215.
  51. Gunsburg 1992, pp. 209–10, 218
  52. Pierre Genotte, pp. 56–57.
  53. Gunsburg 1992, pp. 207–44, 236–37, 241.
  54. Frieser 2005, pp. 246–48.
  55. Healy 2007, p. 38.
  56. Gunsberg 2000, pp. 97–140, 242, 249.
  57. Frieser 2005, σελ. 137.
  58. Frieser 2005, σελίδες 137–42.
  59. Jackson 1974, p. 56.
  60. Mansoor 1988, p. 68.
  61. Citino 1999, p. 250.
  62. 62,0 62,1 Frieser 1995, p. 192
  63. Hooton 2007, p. 64.
  64. Frieser 1995, p. 193.
  65. Hooton 2007, p. 64.
  66. Λίντελ Χάρτ, Οι Γερμανοί στρατηγοί μιλούν, εκδόσεις Λιναίος. σελ.232-233
  67. Krause & Cody 2006, p. 172.
  68. Hooton 2007, p. 65
  69. Weal p. 22.
  70. Λίντελ Χαρτ,Οι Γερμανοί στρατηγοί μιλούν, σελ.236-238
  71. Λίντελ Χαρτ, Οι Γερμανοί στρατηγοί μιλούν, Λιναίος, σελ.194,195,262,265
  72. Λίντελ Χαρτ, Σερ Μπάζιλ (1988). Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αθήνα: Γενικό Επιτελείο Στρατού. σελ. 101. 
  73. Καρτιέ, ό.π.
  74. Romanych and Rupp 2010, p. 52.
  75. Το φιάσκο Μαζινό στη Γαλλία Αρχειοθετήθηκε 2018-10-28 στο Wayback Machine. www.mixanitouxronou.gr
  76. Romanych and Rupp 2010, p. 56.
  77. Κατ' απαίτηση του Χίτλερ η Συνθήκη υπεγράφη στο «βαγόνι της Ρετόντ», στο ίδιο δηλαδή βαγόνι που είχε υπογραφεί η ανακωχή και ο τερματισμός του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το οποίο οι Γερμανοί έβγαλαν για το σκοπό αυτό από το μουσείο.
  78. Dear and Foot 2005, p. 317.
  79. Τα μεγάλα ιστορικά αινίγματα της εποχής μας, τόμος 9, Η τραγωδία του Γαλλικού στόλου, σελ 98
  80. Reynolds, 1993, pp. 248, 250–51
  81. Dear and Foot 2005, pp. 336–39.
  82. 82,0 82,1 L'Histoire, No. 352, April 2010 France 1940: Autopsie d'une défaite, p. 59
  83. Hooton 2007, p. 90.
  84. Hooton 2010, p. 73.
  85. Sica 2012, σελ. 374.
  86. Porch 2004, σελ. 43.
  87. Rochat 2008, para. 19.
  88. de La Gorce 1988, p. 496.
  89. servicehistorique (20 November, 2017) "Combat losses amounted in reality to 58,829 deaths, excluding marine however, whose deaths were registered under different procedures."
  90. Scheck, 2005, p. 58
  91. Durand 1981 p. 21
  92. Hooton, 2007, p. 90
  93. Zaloga 2011, σελ. 73.
  94. 94,0 94,1 Holmes 2005, p. 130.
  95. Evans 2000, p. 38
  96. Keegan 2005, p. 96.
  97. Dear and Foot 2005, p. 96.
  98. 98,0 98,1 Ellis 1993, p. 255.
  99. Hooton, 2007, p. 52
  100. Jacobson, 2015, nopp