Γελαδάρης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γελαδάρης

Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πουλιά (Αves)
Τάξη: Πελαργόμορφα (Ciconiiformes)
Οικογένεια: Ερωδιίδαι (Ardeidae)
Γένος: Βοσκός (Bubulcus)
Είδος: B. ibis
Διώνυμο
Bubulcus ibis (Βοσκός η ίβησ)
(Λινναίος 1758)

Ο γελαδάρης (Bubulcus ibis - Βοσκός η ίβις) είναι ένα κοσμοπολίτικο ημιυδρόβιο πτηνό της οικογένειας των Ερωδιίδων. Η επιστημονική του ονομασία προέρχεται από τη λατινική λέξη Bubulcus που σημαίνει βοσκός και από την λέξη ίβις (Ibis) που στα Ελληνικά και Λατινικά χρησιμοποιούνταν για να ονομάσουν ένα άλλο πτηνό που ήταν ιερό για τους αρχαίους Αιγυπτίους.

Ταξινόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανατολικός Γελαδάρης

Ο Γελαδάρης περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο το 1758 που τον κατέταξε στο γένος Ερωδιός (Ardea), στο οποίο ανήκουν οι μεγαλύτεροι σε μέγεθος Ευρωπαϊκοί ερωδιοί, με το όνομα Ardea ibis (Ερωδιός η ίβης). Το 1855 ο Charles Lucien Bonaparte θα τον κατατάξει στο γένος Βοσκός (Bubulcus). Και τα δύο αυτά γένη ανήκουν στην ίδια οικογένεια των Ερωδιίδων. Μέχρι σήμερα ήταν ο μόνος αντιπρόσωπος του γένους του αλλά πρόσφατα ένα υποείδος του ανάχθηκε σε είδος αν και αυτή η αλλαγή δεν έχει γίνει ακόμα αποδεκτή από όλη την επιστημονική κοινότητα. Στο είδος ανήκουν τα υποείδη:

  • Bubulcus ibis ibis Λινναίος 1758. Πρόκειται για το πιο διαδεδομένο από τα υποείδη και το βρίσκουμε σε Αφρική, Ευρώπη και Αμερική.
  • Bubulcus ibis coromandus Pieter Boddaert 1783. Είναι το υποείδος της Ασίας και της Αυστραλίας και είναι αυτό που για μέρος των επιστημόνων αποτελεί διαφορετικό είδος, Ανατολικός Γελαδάρης Bubulcus coromandus.
  • Bubulcus ibis seychellarum Finn Salomonsen 1934. Είναι διαδεδομένο στις Σεϋχέλλες.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι ένας ερωδιός μεσαίου μεγέθους με σώμα πιο στιβαρό σε σχέση με τους άλλους ερωδιούς. Ο λαιμός του είναι πιο χοντρός και έχει μικρότερο μήκος από το σώμα του, σε αντίθεση με τους περισσότερους ερωδιούς που ο λαιμός τους είναι, σε μήκος, τουλάχιστον όσο το σώμα τους. Το συνολικό τους μήκος κυμαίνεται μεταξύ 46 και 56 εκατοστά και το βάρος του 300 με 400 γραμμάρια. Το άνοιγμα των φτερούγων του είναι 88 με 96 εκατοστά. Σε αυτό το είδος δεν παρατηρείται σεξουαλικός διμορφισμός, δηλαδή τα αρσενικά και τα θηλυκά είναι εμφανισιακά ίδια. Το φτέρωμά του είναι κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου λευκό, με το ράμφος κίτρινο, τα πόδια, που είναι σχετικά κοντά, κίτρινα–πρασινωπά και τα μάτια κιτρινωπά. Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου στο κεφάλι εμφανίζεται ένα λοφίο κόκκινουκαφέ χρώματος. Του ίδιου χρώματος φτερά εμφανίζονται και στην πλάτη και το στήθος. Η περιοχή γύρω από τα μάτια παίρνει ένα βαθύ κόκκινο χρώμα. Τα νεαρά άτομα έχουν μαύρο ράμφος. Όταν στέκεται όρθιος παίρνει μια κυρτή στάση.

Βιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γελαδάρης είναι ένα μερικώς μεταναστευτικό πτηνό. Οι συνήθειες μετακίνησης εξαρτώνται από την περιοχή διαβίωσης, τις κλιματολογικές συνθήκες και τη διαθεσιμότητα τροφής. Στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές εξάπλωσής του δεν θεωρείται μεταναστευτικό παρόλο που μπορεί να κάνει κάποιες μετακινήσεις, ακόμα και σε σχετικά μεγάλες αποστάσεις, που επηρεάζονται από τις περιόδους των βροχοπτώσεων και από τη διαθεσιμότητα των θηραμάτων του. Όσον αφορά τις βορειότερες περιοχές εξάπλωσής του είναι καθαρά μεταναστευτικό.

Πρόκειται για ένα κοινωνικό πτηνό κατά την διάρκεια όλου του χρόνου. Οι ομάδες που σχηματίζει δεν έχουν πραγματική κοινωνική συνοχή, τα άτομα που τις αποτελούν δεν συνεργάζονται μεταξύ τους σε καμία από τις όψεις της ζωής τους. Πιθανότατα αυτός είναι και ένας από τους λόγους που ο Γελαδάρης χρησιμοποιεί σπάνια τη φωνή του εκτός της αναπαραγωγικής περιόδου, αφού δεν έχει την ανάγκη επικοινωνίας με τα άλλα μέλη της ομάδας. Συνήθως τον βρίσκουμε σε μικρές ομάδες των 10 με 20 ατόμων αλλά μπορούν να σχηματίσουν και μεγαλύτερες που, σε σπάνιες περιπτώσεις, μπορούν να φτάσουν μερικές χιλιάδες (αυτό συμβαίνει κυρίως στην Αφρική και εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα της τροφής). Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτού του είδους είναι ότι δεν υπερασπίζονται μία περιοχή και δεν αναπτύσσονται διαμάχες μεταξύ των μελών της ομάδας, εκτός από την περίοδο της αναπαραγωγής. Πρόκειται για ημερόβια πτηνά τα οποία όταν νυχτώνει μετακινούνται σε σμήνη στις περιοχές κουρνιάσματος, που μπορεί να βρίσκονται και σε μεγάλη απόσταση, και όπου περνάνε την νύχτα σε ομάδες που συνήθως αριθμούν μερικές εκατοντάδες άτομα.

Η διάρκεια ζωής του μπορεί να φτάσει τα 23 χρόνια.

Διατροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γελαδάρης πάνω σε άλογο

Η διατροφή του βασίζεται κυρίως στα έντομα. Συλλαμβάνει και τρώει ακρίδες, σκαθάρια, γρύλους, μύγες, λιβελλούλες και άλλα έντομα, αράχνες, σαρανταποδαρούσες και σκουλήκια. Λιγότερο συχνά στα θηράματά του συγκαταλέγονται βατράχια, ερπετά, αβγά, μικρά πουλιά και ψάρια. Οι περιοχές κυνηγιού, σε αντίθεση με τους άλλους ερωδιούς, αποτελούνται από ανοιχτές χορτολιβαδικές εκτάσεις και σπάνια κυνηγάει σε υγροβιότοπους. Κατά τη διάρκεια της ημέρας μετακινείται στις περιοχές διατροφής του σε μικρές ή μεγάλες ομάδες όπου και αναμιγνύεται με τις αγέλες μεγάλων χορτοφάγων. Στην Αφρική τον βρίσκουμε ανάμεσα σε ελέφαντες, βούβαλους, ζέβρες, αντιλόπες και άλλα άγρια χορτοφάγα ζώα. Για να πιάσει τα θηράματά του περπατάει ανάμεσα στα άλλα ζώα, ακολουθώντας με έναν ταλαντευόμενο βηματισμό εκείνα που μετακινούνται και με μία γρήγορη κίνηση του λαιμού του συλλαμβάνει τα έντομα που ενοχλημένα προσπαθούν να απομακρυνθούν. Κάποιοι από τους Γελαδάρηδες κάθονται πάνω στην πλάτη των μεγάλων χορτοφάγων και τρέφονται με τα παρασιτικά έντομα που βρίσκονται σε αυτά ή πετάνε γύρω τους. Στις περιοχές με ανεπτυγμένη κτηνοτροφία αντικαθιστούν τα άγρια ζώα με οικόσιτα, όπως πρόβατα και αγελάδες, από τις οποίες πήρε και το όνομα του, διατηρώντας την ίδια τεχνική. Κατά την περίοδο του οργώματος των χωραφιών δεν είναι σπάνιο να τους συναντήσουμε να ακολουθούν τα γεωργικά μηχανήματα και να πιάνουν τα ενοχλημένα έντομα και σκουλήκια που προσπαθούν να διαφύγουν. Εάν το θήραμα είναι μικρό σε μέγεθος το καταπίνουν άμεσα, εάν όμως είναι μεγαλύτερο ή θα το χτυπήσουν πρώτα στο έδαφος ή θα το βουτήξουν στο νερό, όμως και σε αυτή την περίπτωση θα το καταπιούν ολόκληρο. Οι διατροφικές του συνήθειες και ο τρόπος κυνηγιού του το καθιστούν ένα χρήσιμο είδος γιατί μειώνει τον αριθμό των παρασιτικών και βλαβερών για την γεωργία και κτηνοτροφία ζωυφίων.

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αβγό Γελαδάρη

Ο Γελαδάρης είναι ένα εποχιακά μονογαμικό πτηνό, δηλαδή σε μία αναπαραγωγική περίοδο δημιουργεί σταθερά ζεύγη. Η περίοδος ζευγαρώματος διαφέρει ανάλογα με την περιοχή διαμονής. Οι πληθυσμοί που ζουν σε τροπικές περιοχές αναπαράγονται όλο τον χρόνο με μεγαλύτερη συχνότητα την εποχή των βροχών οπότε υπάρχει μεγαλύτερη διαθεσιμότητα τροφής. Στις εύκρατες περιοχές η αναπαραγωγική περίοδος πάει από την άνοιξη μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού. Αρχικά το αρσενικό επιλέγει μία με δύο περιοχές, που υπερασπίζεται από τα άλλα άτομα του είδους και εκεί προσπαθεί να προσελκύσει τα θηλυκά. Όταν δημιουργηθεί το ζευγάρι, θα επιλέξουν την τοποθεσία που θα χτίσουν την φωλιά τους και εκεί θα ζευγαρώσουν. Στο χτίσιμο της φωλιάς συμμετέχουν και τα δύο φύλα και για τον σκοπό χρησιμοποιούν χλωρά και ξερά φυτικά υλικά. Οι φωλιές χτίζονται σε αποικίες, συνήθως μαζί με άλλα είδη ερωδιών, σε καλαμιώνες, πάνω σε θάμνους ή δέντρα, σχεδόν πάντα κοντά στο νερό. Μετά το πέρας της κατασκευής το θηλυκό γεννάει 1 με 9 αβγά, συχνότερα 3 με 4, γαλάζιου χρώματος. Η εναπόθεση γίνεται με διαφορά μίας με δύο ημέρες το ένα αβγό από το άλλο αλλά η επώαση δεν ξεκινάει πριν εναποτεθεί και το τελευταίο. Στην επώαση συμμετέχουν και οι δύο γονείς και διαρκεί περίπου 24 ημέρες. Για όλη τη διάρκεια του μεγαλώματος των νεοσσών και οι δύο γονείς τους προμηθεύουν με τροφή. Σε ηλικία 14 με 21 ημερών οι νεοσσοί μπορούν να βγουν από τη φωλιά και να αναρριχηθούν στην γύρω βλάστηση και στις 45 περίπου μέρες κάνουν τις πρώτες τους μικρές πτήσεις, εξαρτώνται όμως ακόμα από τους γονείς τους για την τροφή. Σε ηλικία 60 περίπου ημερών ακολουθούν τα ενήλικα στους τόπους κυνηγιού και γίνονται ανεξάρτητοι. Η αναπαραγωγική ζωή τους ξεκινάει σε ηλικία δύο ετών.

Βιότοπος και γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξάπλωση του Γελαδάρη

Πρόκειται για τον πιο κοσμοπολίτικο ερωδιό και τον βρίσκουμε σε όλες τις ηπείρους εκτός της Ανταρκτικής. Είναι το λιγότερο συνδεδεμένο με τους υγροβιότοπους είδος της οικογένειας. Προτιμάει τις ανοιχτές περιοχές όπως λιβάδια, σαβάνες, βοσκοτόπια, ημιερήμους. Συχνά τον βρίσκουμε και σε υγροβιότοπους όπως βάλτους, πλημμυρισμένα λιβάδια, λίμνες, ποτάμια και ορυζώνες. Συνήθως αποφεύγει τα δάση και τις περιοχές κοντά στο αλμυρό νερό. Η κατανομή του πάει από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 1500 μέτρα.

Ο Γελαδάρης είναι ένα είδος που κατάγεται από την Αφρική και τη νότια Ισπανία. Κατά τον 20ο αιώνα παρατηρήθηκε μια έκρηξη του πληθυσμού του και μια επέκταση της εξάπλωσής του που είχε σαν αποτέλεσμα σήμερα να έχει εξαπλωθεί σε όλες τις ηπείρους. Οι πληθυσμοί που ζουν στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, της βορείου Αμερικής και της κεντρικής Ασίας είναι μεταναστευτικοί. Στην Ελλάδα το είδος πρωτοεμφανίστηκε τον 20ο αιώνα και μέχρι σήμερα αποτελεί έναν σχετικά σπάνιο και μη σταθερό επισκέπτη. Μέχρι σήμερα έχει παρατηρηθεί σε διάφορες περιοχές της χώρας όπως τη λίμνη Κερκίνη, την Κρήτη, το Θερμαϊκό κόλπο, τα νησιά του Ιονίου και αλλού. Η πρώτη επιβεβαιωμένη περίπτωση αναπαραγωγής του είδους στη χώρα παρατηρήθηκε το 1991 στο Δέλτα Αξιού.

Απειλές και πληθυσμιακή κατάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον τελευταίο αιώνα το είδος εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο και ο αριθμός των ατόμων έχει πολλαπλασιαστεί. Αυτά τα δεδομένα οδήγησαν το IUCN να κατατάξει το είδος ανάμεσα στα είδη ελάχιστης ανησυχίας (LC). Αυτή η μεγάλη επιτυχία του είδους εν μέρει οφείλεται στον καιροσκοπισμό του Γελαδάρη και στην ικανότητά του να επωφελείται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως γεωργία και κτηνοτροφία. Οι απειλές για το είδος είναι συνδεδεμένες με τις αλλαγές του περιβάλλοντος με κυριότερες τις αλλαγές που προκαλούν οι ανθρώπινες ενέργειες στους βιοτόπους που συνδέονται με το νερό, περιοχές με μεγάλη σημασία για την αναπαραγωγή του είδους.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Βαρκελώνη, Ισπανία.
  • Kushlan, J. A.; Hancock, J. A. 2005. The herons. Oxford University Press, Oxford, Μεγάλη Βρετανία.
  • Hancock, J.; Kushlan, J. 1984. The herons handbook. Croom Helm, Λονδίνο.
  • Snow, D. W.; Perrins, C. M. 1998. The Birds of the Western Palearctic vol. 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • The birds of Greece / George Handrinos, Triantaphyllos Akriotis. Έκδοση C. Helm 1997. σελ. 104

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]