Βαρωνία της Καρύταινας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Βαρώνος της Καρύταινας)

Η Βαρωνία της Καρύταινας ή Βαρονία των Σκορτών ήταν ένα μεσαιωνικό φραγκικό φέουδο υποτελές στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Εκτεινόταν στην ορεινή περιοχή της δυτικής Αρκαδίας γνωστή ως «Σκορτά», με κέντρο του την Καρύταινα (γαλλ. Caraintaine, ιταλ. Caritena).[1]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βαρωνία δημιουργήθηκε περί το 1209, μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας. Ήταν δε μία εκ των δώδεκα αρχικών κοσμικών βαρωνιών του νεοπαγούς Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Σύμφωνα με το «Χρονικό του Μορέως» η βαρωνία της Καρύταινας περιλάμβανε 22 ιπποτικά τιμάρια.[2][3] Η Καρύταινα κατείχε εξέχουσα στρατηγική σημασία, αφού ήλεγχε το νότιο τμήμα της περιοχής των Σκορτών καθώς και το φαράγγι της κοιλάδας του Αλφειού, την κύρια δίοδο από το εσωτερικό της Πελοποννήσου προς την παράκτια πεδιάδα της Ηλείας.[4]

Το κάστρο της Καρύταινας

Ο πρώτος βαρώνος της Καρύταινας ήταν μάλλον ο Ρενώ ντε Μπριέλ (Renaud de Briel) ή ντε Μπρυγέρ (de Bruyères, de Brières), καταγόμενος από την Καμπανία της Γαλλίας, ο οποίος αναφέρεται στη Συνθήκη της Σαπιέντσα το 1209. Τον διαδέχτηκε ο αδερφός του, Ούγος ντε Μπριέλ, που παντρεύτηκε την Alix, κόρη του πρίγκηπα Γοδεφρείδο Α΄ Βιλλεαρδουίνου.[5] Ο γιος και διάδοχος του Ούγου, Γοδεφρείδος ντε Μπριέλ, έχτισε το περίφημο κάστρο της Καρύταινας στα μέσα του αιώνα. Η βαρωνία κατασχέθηκε δυο φορές από τον πρίγκηπα Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο εξαιτίας της συμμετοχής του Μπριέλ στον Πόλεμο της Ευβοϊκής Διαδοχής με τους εχθρούς του Βιλλεαρδουίνου, καθώς και την απουσία του στην Ιταλία το 1263-65 χωρίς την εξουσιοδότηση του πρίγκηπα, όπως απαιτούσε ο φεουδαρχικός νόμος της Αχαΐας. Τελικά και τις δυο φορές του δόθηκε χάρη και του επεστράφησαν οι κτήσεις του, όμως τώρα ως προσωπικές δωρεές του πρίγκηπα, και όχι πια ως αναπαλλοτρίωτες κτήσεις κατακτητικώ δικαιώματι. Καθώς ο Γοδεφρείδος δεν είχε απογόνους, με τον θάνατό του το 1275 η βαρωνία μοιράστηκε στα δύο: το μισό παρέμεινε στα χέρια της χήρας του Γοδεφρείδου, Ισαβέλλας ντε Λα Ρος, ενώ το άλλο μισό πέρασε στις κτήσεις του Πρίγκηπα (domaine).[6] Δυο διεκδικητές της βαρωνίας εμφανίστηκαν λίγο καιρό μετά: κάποιος Ιωάννης Πεστέλ (Jean Pestel), και ο ανιψιός του Γοδεφρείδου, Γοδεφρείδος ο Νεώτερος, ο οποίος χάρη στην επιμονή του κατάφερε να λάβει το τιμάριο της Μόραινας.[7]

Η Ισαβέλλα παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Ούγο, Κόμη της Μπριέν, ο οποίος όμως ενδιαφερόταν πιο πολύ για τις ιταλικές του κτήσεις, όπου και έμενε πιο πολύ. Μετά δε το θάνατο της Ισαβέλλας το 1279, ο Ούγος γρήγορα κουράστηκε να κυβερνά ένα φέουδο που ήταν εκτεθειμένο στις συνεχείς επιδρομές των Βυζαντινών του Μυστρά.[8] Έτσι το 1289 εγκατέλειψε τον τίτλο του και επέστρεψε τα εδάφη του στην πριγκιπική domaine έναντι του κάστρου του Μπωβουάρ (Κατάκολο), το οποίο σύντομα αντάλλαξε με τον Ιωάννη Σωντερόν έναντι εκτάσεων στην Ιταλία. Η βαρωνία ανασυστάθηκε στην παλιά της έκταση και παραχωρήθηκε από τον Βασιλιά Κάρολο Β΄ της Νεαπόλεως στην Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου και τον σύζυγό της, Φλωρέντιο του Αινώ, επί τη ευκαιρία του χρίσματός τους ως πριγκιπικού ζεύγους της Αχαΐας.[9] Το 1303, η Ισαβέλλα χάρισε τα κάστρα της Καρύταινας και του Αρακλόβου (γαλλ. Bucelet) στην ανήλικη κόρη της Μαργαρίτα της Σαβοΐας (Βασίλισσα της Ιταλίας), η οποία όμως αποκήρυξε όλους τους τίτλους και δικαιώματά της στην Αχαΐα κατά τον γάμο της το 1324.[10] Το 1320, η Καρύταινα και το ανατολικό μισό της παλαιάς βαρωνίας έπεσαν στα χέρια των Βυζαντινών υπό τον Ανδρόνικο Ασάνη. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Πρίγκηπας Ιωάννης της Αχαΐας προσπάθησε να ανακαταλάβει το κάστρο της Καρύταινας, αλλά χωρίς επιτυχία.[11]

Βαρόνοι της Καρύταινας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ούγκο ντε Μπριέρ.
  • Γοδεφρείδος, γιος του προηγούενου, απεβ. 1275.

Νομίσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μαζί με τη βαρωνία του Δαμαλά, η Καρύταινα είναι η μοναδική βαρωνία της Αχαΐας που είναι γνωστό ότι έκοψε δικά της νομίσματα, αν και η ακριβής τους φύση αμφισβητείται: πρόκειται για μία σειρά τορνεζίων (denier tournois) από κράμα χαλκού και αργύρου (billon), που έκοψε τη δεκαετία του 1290 η Ελένη Κομνηνή Δούκαινα, δεύτερη σύζυγος και χήρα του Ούγου του Μπριέν. Τα νομίσματα αυτά έφεραν τις φράσεις HELENA D[E]I GRA[TIA] και CLARICTIA S[EMI] F[EUDI DOMINA], που συνήθως ερμηνεύεται ως διεκδίκηση εκ μέρους της του ημίσεως της βαρωνίας της Καρύταινας, η οποία ανήκε στον σύζυγό της.[12] Εντούτοις, όπως παρατήρησε ο A. Bon, η ερμηνεία δεν είναι τόσο σαφής, καθώς αφενός η επιγραφή είναι CLARICTIA και όχι CARITENA και αφετέρου η ίδια η κοπή έγινε με την ιδιότητά της ως επιτρόπου τουύΔουκάτου των Αθηνών, παρά ως κυρίας της Καρύταινας.[13]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Bon (1969), σ. 105, 363-367
  2. Miller (1921), σ. 71–72
  3. Bon (1969), σ. 105, 366–367
  4. Bon (1969), σ. 105, 365–366
  5. Bon (1969), σ. 105, 367
  6. Bon (1969), σ. 105–106, 367–368
  7. Bon (1969), σ. 148, 370–371, 700
  8. Bon (1969), σ. 149, 150, 160, 368
  9. Bon (1969), σ. 161, 368
  10. Bon (1969), σ. 179, 189, 368
  11. Bon (1969), σ. 202, 205, 368
  12. Mallo, Preston & Seltman (1994), σ. 374–375
  13. Bon (1969), σ. 87 σημ. 4, 701

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]