Βαρωνία της Άκοβας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Βαρωνία της Άκοβας ήταν ένα μεσαιωνικό φραγκικό φέουδο υποτελές στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Εκτεινόταν στην ορεινή περιοχή της ανατολικής Ηλείας-δυτικής Αρκαδίας, με κέντρο το κάστρο της Άκοβας ή Ματεγκριφόν. Ανήκε στις δώδεκα αρχικές κοσμικές βαρωνίες της Αχαΐας και κατακτήθηκε από τους Βυζαντινούς το 1320.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βαρωνία της Άκοβας ιδρύθηκε περί το 1209, μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας. Ήταν δε μία εκ των δώδεκα αρχικών κοσμικών βαρωνιών του νεοπαγούς Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Σύμφωνα με το «Χρονικό του Μορέως» η βαρωνία της Καρύταινας περιλάμβανε 22 ιπποτικά τιμάρια, αποτελώντας, μαζί με τη βαρωνία της Πάτρας, τις δυο μεγαλύτερες σε έκταση βαρωνίες του Πριγκιπάτου.[1][2] Η έδρα της βαρωνίας ήταν το κάστρο της Άκοβας, γνωστό και ως Ματεγκριφόν (γαλλ. Mattegrifon, «Φονιάς των Ελλήνων»), που χτίστηκε από την βουργουνδική οικογένεια των ντε Ροζιέρ (de Rosières) στην ορεινή περιοχή γνωστή στο «Χρονικό του Μορέως» ως Μεσαρέα, ανάμεσα στο οροπέδιο της Αρκαδίας και την πεδινή Ηλεία, με σκοπό να ελέγχει την άνω κοιλάδα του Αλφειού.[1][3]

Ο μόνος γνωστός βαρώνος κατά την πρώιμη περίοδο της βαρωνίας είναι ο Γκωτιέ ή Βαλθέρος ντε Ροζιέρ (Gautier de Rosières), που αναφέρεται για πρώτη φορά σε έναν κατάλογο φεουδαρχών το 1228/30 και κατόπιν από το «Χρονικό» ότι πέθανε άτεκνος περί το 1273. Για να καλύψει την περίοδο μέχρι το 1209, ο ιστορικός Καρλ Χοπφ υπέθεσε την ύπαρξη δύο βαρώνων, πατέρα και γιου, με το όνομα Γκωτιέ, αλλά, όπως αντικρούει ο Αντουάν Μπον, πέρα από την έλλειψη ενδείξεων για την υπόθεση αυτή, είναι εξίσου πιθανό να υπήρξε άλλος, ξεχασμένος κατόπιν, βαρώνος προ του 1228/30 με εντελώς διαφορετικό όνομα.[4] Ο μόνος κληρονόμος του Γκωτιέ ήταν η Μαργαρίτα του Πασσαβά, ανιψιά του από τον γάμο της άγνωστης αδερφής του με τον Ιωάννη ντε Νυγύ (Jean de Nully), βαρώνο του Πασσαβά. Η Μαργαρίτα όμως βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη ως όμηρος της βυζαντινής αυλής από το 1262, και όταν πια επέστρεψε στο Πριγκιπάτο είχε πια χάσει το δικαίωμα να διεκδικήσει την κληρονομιά της, μια και σύμφωνα με τον φεουδαρχικό νόμο της Αχαΐας αυτό έπρεπε να γίνει από τους επίδοξους κληρονόμους το πολύ εντός διετίας από τον θάνατο του τελευταίου κατόχου. Καθώς όμως η Μαργαρίτα καθυστέρησε να επιστρέψει και να παρουσιαστεί στην αυλή του Πριγκιπάτου, ο Πρίγκιπας Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος είχε ήδη κατάσχει τη βαρωνία της Άκοβας, ενώ ο Πασσαβάς είχε ήδη χαθεί από τους Βυζαντινούς του Μυστρά. Η Μαργαρίτα συνέχισε να διεκδικεί την κληρονομιά της σε μια διάσημη δικαστική διαμάχη με τον Πρίγκιπα, που τελικά κρίθηκε σε ένα παρλαμά στην Γλαρέντσα, μάλλον το 1276. Παρότι για να ενισχύσει τη θέση της παντρεύτηκε τον Ιωάννη Σαιντ-Ομέρ, ο παρλαμάς τελικά αποφάνθηκε υπέρ του Πρίγκιπα. Ο Γουλιέλμος όμως παραχώρησε το ένα τρίτο της βαρωνίας (οκτώ τιμάρια) στη Μαργαρίτα και τον σύζυγό της, ενώ το υπόλοιπο, συμπεριλαμβανομένου και του κάστρου της Άκοβας, το δώρισε στην νεώτερή του κόρη, Μαργαρίτα Βιλλεαρδουίνου.[5]

Η Μαργαρίτα Βιλλεαρδουίνου αύξησε τις κτήσεις της το 1297, όταν η αδερφή της, Πριγκίπισσα Ισαβέλλα, της παραχώρησε μερικά τιμάρια και κάστρα.[6] Περί το 1311, η Μαργαρίτα προσπάθησε να διεκδικήσει το Πριγκιπάτο, ή τουλάχιστον τμήμα του, για λογαριασμό της από τους Ανδεγαυούς Βασιλείς της Νεαπόλεως που το ήλεγχαν από το 1289. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1314 πάντρεψε την μοναδική της κόρη, Ισαβέλλα ντε Σαμπράν, με τον «ινφάντε» Φερδινάνδο της Μαγιόρκας, και μεταβίβασε τους τίτλους και τα δικαιώματά της σε αυτούς. Κατόπιν επέστρεψε στην Πελοπόννησο, όπου συνελήφθη από τον βάιλο των Ανδεγαυών, και πέθανε στη φυλακή το Φεβρουάριο ή Μάρτιο του 1315. Ο Φερδινάνδος εισέβαλε στην Αχαΐα και προσπάθησε να αποσπάσει το Πριγκιπάτο από τον ορισμένο από τους Ανδεγαυούς πρίγκιπα, Λουδοβίκο της Βουργουνδίας, αλλά έπεσε στη Μάχη της Μανωλάδας τον Ιούλιο του 1316. Ως επακόλουθο του θανάτου της Μαργαρίτας και την εισβολή του Φερδινάνδου, η βαρωνία της Άκοβας κατασχέθηκε και έγινε τμήμα των πριγκιπικών κτήσεων.[7][8] Πέντε χρόνια αργότερα, το 1320, η Άκοβα μαζί μετα κάστρα της Καρύταινας, του Πολύφεγγου και του Αγίου Γεωργίου, έπεσαν στα χέρια των Βυζαντινών υπό τον Ανδρόνικο Ασάνη.[9][10]

Μερικά από τα τιμάρια της Άκοβας ήταν τα[11] : των Γουναριάνικων (Guerraine), της Γουμενίτσας (Guomenice), του Κόκοβα (Coconax), της Juliane, της μικρής Γαστούνης (Petite Gastoigne), της Κερπινής-Στρέζοβας (Estransses), του Βάλτου (La Valte), της Γλανιτσιάς (Regranice), των Παραλογγών (Coscolomby), του Σκούρα, της Λιζαρέας, της Τοπόριστα (Toporice), των Βλάχων (Valagues) κ.α..

Βαρόνοι της Άκοβας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γκωτιέ Α΄, Ροζιέρ.
  • Γκωτιέ Β΄, Ροζιέρ, απεβ. π. 1276.
  • Μαργαρίτα Πασσαβά (στο 1/3 της βαρωνίας).

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Miller (1921), σ. 71–72
  2. Bon (1969), σ. 104, 394
  3. Bon (1969), σ. 104, 393–394
  4. Bon (1969), σ. 104–105, 394
  5. Bon (1969), σ. 105, 147–148, 394
  6. Bon (1969), σ. 172, 394–395
  7. Bon (1969), σ. 190–193, 395
  8. Topping (1975), σ. 110–114
  9. Bon (1969), σ. 202, 395
  10. Topping (1975), σ. 117
  11. Στρέζοβα, η ιστορία του χωριού, ανακτήθηκε 3 Μαρτίου 2013

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]