Απόστολ Τσατσέφσκι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Απόστολ Τσατσέφσκι
Προσωπικές πληροφορίες
Πλήρες όνομαАпостол Чачевски
Ημερ. γέννησης29 Μαρτίου 1933
Τόπος γέννησηςΣόφια, Βουλγαρία
Ημερ. θανάτου1 Αυγούστου 2023
Τόπος θανάτουΣόφια, Βουλγαρία
Ύψος1,90 μ.
ΘέσηΑμυντικός
Ομάδες νέων
Λοκομοτίβ Σόφιας
Επαγγελματική καριέρα*
ΠερίοδοςΟμάδαΣυμμ.(Γκ.)
1950-1967Λοκομοτίβ Σόφιας289(20)
Εθνική ομάδα
ΠερίοδοςΟμάδαΣυμμ.(Γκ.)
Εθνική Βουλγαρίας3(0)
Προπονητική καριέρα
ΠερίοδοςΟμάδα
1968Ακαντέμικ Σόφιας
1969-1970Αλκή Λάρνακας
1971-1972ΑΕΛ Λεμεσού
1972-1974Ετάρ Βέλικο Τάρνοβο
1974-1976Εθνική Βουλγαρίας
1977Λοκομοτίβ Σόφιας
1977-1978 Πανσερραϊκός
1978-1979Άρης Θεσσαλονίκης
1979-1980Λοκομοτίβ Σόφιας
1981-1983Ηρακλής Θεσσαλονίκης
1983-1984ΤΣΣΚΑ Σόφιας
1985-1988Λοκομοτίβ Σόφιας
1989-1990Απόλλων Καλαμαριάς
1996-1997ΑΕΛ Λεμεσού
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα.
† Συμμετοχές (Γκολ).

Ο Απόστολ Τσατσέφσκι (βουλγαρικά: Апостол Чачевски), γνωστός με το παρωνύμιο Μάκετο (Макето), ήταν Βούλγαρος πρώην ποδοσφαιριστής και πρώην προπονητής ποδοσφαίρου. Θεωρείται παίκτης-θρύλος του συλλόγου της Λοκομοτίβ Σόφιας , όπου και πέρασε ολόκληρη την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής (1950-1967). [1], [2]

Καριέρα ως ποδοσφαιριστής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τσατσέφσκι, γόνος μεταναστών από το Γκαλίτσνικ της Βόρειας Μακεδονίας, (εξ ου και το παρατσούκλι του Макето), γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1933 στη Σόφια. Ξεκίνησε να ασχολείται με το ποδόσφαιρο στην ομάδα Νέων της Λοκομοτίβ Σόφιας και πολύ γρήγορα μεταπήδησε στην ανδρική ομάδα του συλλόγου, όπου κι έπαιξε συνολικά 17 σεζόν από το 1950 έως το 1967, κυρίως στη θέση του αριστερού μπακ και σπανιότερα στη θέση του αμυντικού μέσου. Όπως παραδέχθηκε κι ο ίδιος αργότερα, καθιερώθηκε ως αριστερός αμυντικός κατά λάθος. Αρχικά ονειρευόταν να αγωνισθεί ως κεντρικός επιθετικός και ως τέτοιος έπαιζε στην ομάδα Νέων. Ωστόσο, ένας τραυματισμός ενός αμυντικού συμπαίκτη του, ανάγκασε τον τότε προπονητή του να τον τοποθετήσει πειραματικά στη θέση του αριστερού μπακ, όπου ταίριαξε τέλεια και έτσι παγιώθηκε σε αυτή τη θέση.

Με τη φανέλα της Λοκομοτίβ αγωνίστηκε σε 289 αγώνες της Ά εθνικής της Βουλγαρίας και πέτυχε 20 γκολ. Μάλιστα οι συμμετοχές του θα ήταν πολύ περισσότερες αν το 1956 δεν είχε υποστεί ένας σοβαρό τραυματισμό στο δεξί του πόδι κι αναγκάστηκε να υποβληθεί σε εγχείρηση που τον κράτησε για δύο χρόνια εκτός γηπέδων. Με τη Λοκομοτίβ στέφθηκε πρωταθλητής Βουλγαρίας τη σεζόν 1963/64 , όντας ένας από τους βασικούς παίκτες της ομάδας εκείνη τη σεζόν καθώς κατέγραψε 25 συμμετοχές και 2 γκολ. Νωρίτερα, είχε κατακτήσει και το Κύπελλο Βουλγαρίας (1953), καθώς και δύο φορές το Ευρωπαϊκό Κύπελλο Σιδηροδρόμων (το 1961 και το 1963). Παράλληλα, κατέγραψε και 4 συμμετοχές στο Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης. Την περίοδο 1965–1967 φόρεσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού της Λοκομοτίβ.

Προπονητική καριέρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ευθύς αμέσως, μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας, ξεκίνησε την προπονητική καριέρα με πρώτο σταθμό του, την Ακαντέμικ Σόφιας (1968). Το καλοκαίρι του 1969 κάθισε στον πάγκο της κυπριακής Αλκής Λάρνακας (1969-70) και την επόμενη σεζόν ανέλαβε την επίσης κυπριακή ΑΕΛ Λεμεσού (1971-1972). Το 1972, επέστρεψε στη Βουλγαρία κι ανέλαβε την άσημη Ετάρ Βέλικο Τάρνοβο. Με σκληρή δουλειά έσωσε τις «βιολέτες» από τον υποβιβασμό ενώ στη δεύτερή του σεζόν στην ομάδα, έφτασε να αγωνισθεί στους αξέχαστους αγώνες με τον ιταλικό κολοσσό, την Ιντερ για το θεσμό του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ, φέρνοντας 0:0 στον πρώτο ματς στη Βουλγαρία [3], για να ηττηθεί πολύ δύσκολα με 2-0 στη ρεβάνς του Μιλάνου[4]. Στη συνέχεια διετέλεσε βοηθός προπονητή στην εθνική ομάδα της χώρας του αλλά και πρώτος προπονητής της εθνικής ομάδας Νέων (κάτω των 18 ετών).

Ως προπονητής, κατάφερε επίσης να φτιάξει σπουδαίο όνομα την Ελλάδα, όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια. Διαδοχικά, διετέλεσε προπονητής του Πανσερραϊκού (1977-78) , του Άρη Θεσσαλονίκης (1978-1979) , του Ηρακλής Θεσσαλονίκης (1981-1983) [5] και του Απόλλωνα Καλαμαριάς (1989-1990).

Άρης Θεσσαλονίκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το καλοκαίρι του 1978 ανέλαβε τον Άρη και συνέδεσε το όνομά του με τα ακατάρριπτα μέχρι σήμερα ρεκόρ των 17 νικών σε 17 εντός έδρας αγώνες αλλά ρεκόρ νικών της ομάδας σε ένα πρωτάθλημα (22).[6] Θρυλική είναι η καλοκαιρινή προετοιμασία της ομάδας στη Φλώρινα Ο Ντίνος Μπαλλής θυμάται την πρώτη του επαφή με τον Τσατσέφσκι: «Μόλις είχαμε γυρίσει από τις διακοπές και καθόμασταν στα αποδυτήρια λέγοντας ο καθένας τις καλοκαιρινές του «περιπέτειες». Ξαφνικά μπαίνει μέσα ένας που φορούσε φόρμα της Εθνικής Βουλγαρίας. Δεν μας μίλησε και εμείς συνεχίσαμε να μιλάμε καθώς δεν τον γνωρίζαμε. Μόλις μπήκε ο μεταφραστής του, τότε καταλάβαμε ποιος ήταν. Το τι ακολούθησε μετά κουράζομαι και μόνο που το σκέφτομαι. Οι προπονήσεις ήταν τόσο εντατικές που δεν μας έμενε στάλα ενέργειας. Στις περισσότερες ασκήσεις δεν καταφέρναμε να τερματίσουμε, με εξαίρεση τον Ντίνο Κούη που παρότι δεν ήταν ο πιο μικρός, ακολουθούσε και αποπεράτωνε πάντα στο έπακρο. Εγώ στις πρώτες δύο μέρες έχασα 6 κιλά! Η προετοιμασία αυτή έμεινε χαραγμένη μέσα μου, ως η σκληρότερη που έχω κάνει στην καριέρα μου!!! » . [7]

Στις 28 Μαΐου 1979, ο Τσατσέφσκι, παρουσιάστηκε στο Δ.Σ. της ομάδας και ανακοίνωσε ότι δεν επιθυμεί να ανανεώσει το συμβόλαιό του για την επόμενη σεζόν.[8]

Λοκομοτίβ Σόφιας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενδιάμεσα, διετέλεσε επικεφαλής της Λοκομοτίβ σε 3 περιόδους, έχοντας επίσης ηγηθεί της ΤΣΣΚΑ Σόφιας (1983/84). Συνολικά καθοδήγησε τον αγαπημένο του σύλλογο του τρεις φορές ως προπονητής, οδηγώντας τον στον τελικό του εθνικού κυπέλλου το 1986, ενώ μαζί του την άνοιξη του 1980 οι «κοκκινόμαυροι» έπαιξαν στους προημιτελικούς του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ εναντίον του γερμανικής Στουτγάρδη. [9]

Τέλος, στην αυγή των πολιτικών αλλαγών στη Βουλγαρία, διετέλεσε από τον Ιούνιο του 1992 έως τον Μάιο του 1994, πρόεδρος της αγαπημένης του Λοκομοτίβ. Ποδοσφαιριστής, προπονητής, πρόεδρος, στον ίδιο σύλλογο, είναι μια καριέρα που λίγοι μπορούν να καυχηθούν.

Ωστόσο, ο Τσατσέφσκι δεν πραγματοποίησε ποτέ το όνειρό του να φτάσει στις δάφνες της κατάκτησης του πρωταθλήματος ως προπονητής, καθώς έχασε την μεγάλη ευκαιρία να το πράξει αυτό με την ΤΣΣΚΑ Σόφιας τη σεζόν 1983/84. Υπάρχουν ακόμα θρύλοι για τις πολύ σκληρές προπονήσεις του στην ΤΣΣΚΑ. Ήθελε οι ποδοσφαιριστές να τρέξουν τα 200 μέτρα κάτω από 22 δευτερόλεπτα, επιθυμώντας να προσθέσουν οι παίκτες του στις τεχνικές και τακτικές τους ικανότητες, τη μέγιστη φυσική αντοχή. Γρήγορα όμως άρχισαν τα μαύρα σύννεφα στις σχέσεις του με τα αστέρια της ομάδα, και τελικά απομακρύνθηκε από την ομάδα. [10]

Στο τέλος της προπονητικής του καριέρας ξαναπέρασε για λίγο από τον πάγκο της ΑΕΛ, όταν αυτή αγωνίζονταν στη Β' Εθνική, τη σεζόν 1996-97.[11]

Ο Απόστολ Τσατσέφσκι απεβίωσε σε ηλικία 90 ετών τη νύχτα μεταξύ 31 Ιουλίου και 1ης Αυγούστου 2023 [12].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]