Έβορα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Έβορα

Σημαία

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Έβορα
38°34′21″N 7°54′26″W
ΧώραΠορτογαλία
Διοικητική υπαγωγήΈβορα
Ίδρυση1166
Έκταση1.307,04 km² και 1.307,08 km²[1]
Υψόμετρο295 μέτρα
Πληθυσμός56.596 (2011)[2]
Ταχ. κωδ.7000
Τηλ. κωδ.266
Ζώνη ώραςΏρα Δυτικής Ευρώπης
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Έβορα (Évora, πορτογαλική προφορά: ˈɛvuɾɐ) είναι πόλη της Πορτογαλίας, πρωτεύουσα του νομού της Έβορα (Distrito de Évora), της περιφέρειας του Αλεντέζου καθώς και της υπο-περιφέρειας του Κεντρικού Αλεντέζου (Alentejo Central). Ο πληθυσμός της ανέρχεται στους 56.596 κατοίκους (2011)[3].

Το καλοδιατηρημένο κέντρο της πόλης, το οποίο περικλείεται ακόμη μερικώς από μεσαιωνικά τείχη, καθώς και ένας μεγάλος αριθμός μνημείων από διάφορες ιστορικές περιόδους, ανάμεσα στα οποία ένας ρωμαϊκός ναός, έχουν χαρίσει στην πόλη μια θέση στα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO από το 1986, καθώς και το χαρακτηρισμό πόλη-μουσείο. Ανήκει επίσης στο Δίκτυο Αρχαιότερων Ευρωπαϊκών Πόλεων[4].

Αποτελεί έδρα ενός από τους μεγαλύτερους δήμους της χώρας, με έκταση 1.307,08 τ.χμ. και χωρίζεται σε 12 φρεγκουέσιας (δευτερεύουσα διοικητική διαίρεση που συναντάται στην Πορτογαλία). Αποτελεί επίσης αρχιεπισκοπική έδρα (Arquidiocese de Évora).

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώιμη ιστορία και ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Έβορα έχει ιστορία που ξεπερνά τις δύο χιλιετίες.

Ήταν γνωστή ως Ebora από τους Κελτικούς (Celtici), μια φυλετική συνομοσπονδία που ζούσε νότια από τους Λουζιτανούς (Lusitani) και τον ποταμό Τάγο, οι οποίοι την έκαναν επαρχιακή τους πρωτεύουσα.

Η πιθανότερη ετυμολογική προέλευση του ονόματος Ebora είναι από την αρχαία κελτική λέξη ebora/ebura, γενική πληθυντικού της λέξης eburos (είδος δέντρου, στα ελληνικά τάξος ή ήμερο έλατο). Η πόλη Γιορκ (Υόρκη) στη βόρεια Αγγλία, την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας λεγόταν Εμποράκουμ/Εμπουράκουμ, από το κελτικό τοπωνύμιο Εμπόρα Κον (μέρος με τάξους). Συνεπώς η αρχαία ονομασία της πόλης Γιορκ ετυμολογικά συνδέεται με αυτήν της Έβορα[5].

Ρωμαϊκή Κυριαρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Ρωμαίοι κυρίευσαν την πόλη το 57 π.Χ., την επέκτειναν και την περιτοίχισαν. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν υπολείμματα αυτής της περιόδου (τείχη της πόλης και ερείπια ρωμαϊκών λουτρών). Η σημασία της πόλης αυξήθηκε λόγω του ότι βρισκόταν στο σταυροδρόμι αρκετών σημαντικών δρόμων. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στη Γαλατία και τη Λουζιτανία, ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος επισκέφθηκε επίσης την Έβορα και την ανέφερε στο βιβλίο του Φυσική Ιστορία (Naturalis Historia) ως Ebora Cerealis, εξαιτίας των πολλών αγρών σιταριού που την περιέβαλαν. Εκείνη την εποχή, η Έβορα έγινε μια ακμάζουσα πόλη. Η υψηλή της θέση ανάμεσα στους δήμους της ρωμαϊκής επαρχίας της Ισπανίας (Hispania) γίνεται φανερή από πολλές επιγραφές και νομίσματα. Ο μνημειώδης Ρωμαϊκός ναός της Έβορα, κορινθιακού ρυθμού, στο κέντρο της πόλης, χρονολογείται από τον πρώτο αιώνα και ανεγέρθηκε ενδεχομένως προς τιμή του αυτοκράτορα Αύγουστου. Τον τέταρτο αιώνα, η πόλη είχε ήδη αποκτήσει επίσκοπο. Κατά τη διάρκεια των εισβολών των βαρβάρων, η Έβορα πέρασε υπό τον έλεγχο του Βησιγότθου βασιλιά Λεοβίγιλδου το 584 μ.Χ. Αργότερα αναβαθμίστηκε σε καθεδρική πόλη. Ωστόσο, ήταν μια περίοδος παρακμής και ελάχιστα τέχνεργα παραμένουν από αυτή την περίοδο.

Μαυριτανική κυριαρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 715, η πόλη κυριεύθηκε από τους Μαυριτανούς, υπό τον Ταρίκ ιμπν-Ζιγιάντ, ο οποίος την αποκάλεσε Γιαμπουράχ. Κατά τη διάρκεια της μαυριτανικής κυριαρχίας (715-1165), η πόλη, ως τμήμα του μουσουλμανικού βασιλείου της Μπαδαχόθ, άρχισε με αργούς ρυθμούς να ευημερεί ξανά και μετεξελίχθηκε σε αγροτικό κέντρο με φρούριο και τζαμί. Ο σημερινός χαρακτήρας της πόλης φανερώνει τη μαυριτανική επιρροή. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, αρκετές αξιόλογες προσωπικότητες κατάγονταν από την Έβορα.

Ανακατάληψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Μαυριτανοί έχασαν την Έβορα το Σεπτέμβριο του 1165 μετά από μια αιφνίδια επίθεση που εξαπέλυσε ο Γεράλδος ο ατρόμητος (Geraldo sem pavor). Η πόλη πέρασε το 1166 υπό τον έλεγχο του Πορτογάλου βασιλιά Αλφόνσου Α' της Πορτογαλίας. Έκτοτε άκμασε ως μια από τις πιο δυναμικές πόλεις στο Βασίλειο της Πορτογαλίας κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και ιδίως κατά το 15ο αιώνα. Η αυλή της πρώτης και της δεύτερης δυναστείας διέμενε εδώ για μακρές περιόδους και κατασκεύασε παλάτια, μνημεία και κτήρια θρησκευτικού ενδιαφέροντος. Στην πόλη έλαβαν χώρα πολλοί βασιλικοί γάμοι και πάρθηκαν πολλές σημαντικές αποφάσεις.

Μετέπειτα ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την περίοδο της δυναστείας των Αβίς (1385–1580), ιδίως υπό τη βασιλεία του Εμμανουήλ Α' και του Ιωάννη Γ', η Έβορα υπήρξε ιδιαιτέρως ακμάζουσα πόλη. Εξελίχθηκε σε μεγάλο κέντρο για τις ανθρωπιστικές επιστήμες και συγκέντρωσε πλήθος καλλιτεχνών. Στην Έβορα συγκεντρώθηκε επίσης ένα μεγάλο κομμάτι των σκλάβων της Πορτογαλίας. Ο Νίκολας Κλειναέρτς, Φλαμανδός δάσκαλος στην πορτογαλική αυλή, αναφέρει το 1535 ότι στην Έβορα είναι σα να βρίσκεται σε μια πόλη στην κόλαση, οπού συναντά παντού μόνο μαύρους. Μια διαθήκη του 1562 φανερώνει ότι η Ντόνα Μαρία ντε Βιλιένα, μια πορτογαλίδα στην Έβορα, ήταν ιδιοκτήτρια πολλών σκλάβων, ανάμεσα στους οποίους Ινδιάνοι, Μορίσκο (εκχριστιανισμένοι μουσουλμάνοι της Ιβηρικής), μαύροι, λευκοί, μιγάδες, Κινέζοι και άλλοι[6]. Ο σύζυγος της Μαρία, πριν αυτή χηρέψει, ήταν ο Σιμάου ντα Σιλβέιρα, ο οποίος είχε εμπλακεί σε εμπόριο σκλάβων[7]. Η πόλη έγινε αρχιεπισκοπική έδρα το 1540. Το πανεπιστήμιό της ιδρύθηκε από τους Ιησουίτες το 1559 και εδώ μετέδωσαν τις γνώσεις τους σπουδαίες προσωπικότητες της Ευρώπης την εποχή εκείνη. Το 18ο αιώνα, οι Ιησουίτες, που είχαν εξαπλώσει τον πνευματικό και θρησκευτικό διαφωτισμό μέχρι το 16ο αιώνα, εκδιώχθηκαν από την Πορτογαλία, το 1759 το πανεπιστήμιο της πόλης έκλεισε από το Μαρκήσιο του Πομπάλ (Marquês de Pombal) και η Έβορα παράκμασε. Το πανεπιστήμιο άνοιξε ξανά μόλις το 1973.

Πρόσφατη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μάχη της Έβορα έλαβε χώρα στις 29 Ιουλίου 1808 κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ιβηρικής χερσονήσου. Μια συμμαχία πορτογαλικών και ισπανικών δυνάμεων προσπάθησε να σταματήσει μια γαλλική μεραρχία υπό τη διοίκηση του Louis Henri Loison, χωρίς όμως επιτυχία. Οι Γάλλοι κατέλαβαν με έφοδο την πόλη, που την υπερασπίζονταν στρατιώτες, πολιτοφύλακες και οπλισμένοι κάτοικοι. Όταν μπήκαν στην πόλη, οι επιτιθέμενοι σφάγιασαν αδιακρίτως μαχητές και άμαχους, προτού προχωρήσουν σε εκτεταμένες λεηλασίες.

Το 1834, παραδόθηκαν στην Έβορα οι δυνάμεις του βασιλιά Μιχαήλ Α', γεγονός που σημείωσε το τέλος του πορτογαλικού εμφυλίου ανάμεσα σε αντίπαλες ιδεολογικά ομάδες σχετικά με θέματα βασιλικής διαδοχής. Τα πολλά μνημεία που ανεγέρθηκαν από σημαντικούς καλλιτέχνες κάθε περιόδου αποτελούν στις μέρες μας μάρτυρες της ζωντανής και πλούσιας πολιτιστικής, καλλιτεχνικής και ιστορικής κληρονομιάς της πόλης. Η ποικιλία αρχιτεκτονικών στυλ (ρωμανικό, γοτθικό, μανουελίνο, αναγεννησιακό, μπαρόκ), τα παλάτια και οι γραφικοί λαβύρινθοι από πλατείες και στενά δρομάκια του κέντρου της πόλης αποτελούν κομμάτι της πλούσιας κληρονομιάς αυτής της πόλης-μουσείου.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 National Institute of Statistics. www.ine.pt/xportal/xmain?xpid=INE&xpgid=ine_indicadores&indOcorrCod=0008350&selTab=tab0. Ανακτήθηκε στις 19  Σεπτεμβρίου 2018.
  2. National Institute of Statistics. mapas.ine.pt/download/index2011.phtml. Ανακτήθηκε στις 19  Σεπτεμβρίου 2018.
  3. «Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής». 
  4. «Δίκτυο Αρχαιότερων Ευρωπαϊκών Πόλεων». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Οκτωβρίου 2005. Ανακτήθηκε στις 1 Ιανουαρίου 2014. CS1 maint: Unfit url (link)
  5. «Ετυμολογία της πόλης του Γιορκ». 
  6. Jack D. Forbes (1 Μαρτίου 1993). Africans and Native Americans: The Language of Race and the Evolution of Red-Black Peoples. εκδόσεις University of Illinois. σελ. 40. ISBN 025206321X. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2012. 
  7. Jorge Fonseca (1997). Os escravos em Évora no século XVI (στα Πορτογαλικά). τεύχος 2 της συλλογής Novos estudos eborenses. Câmara Municipal de Évora. σελ. 21. ISBN 9729696535. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2012.