Μετάβαση στο περιεχόμενο

Φουλγέντιος της Καρθαγένης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φουλγέντιος της Καρθαγένης
Γέννηση566
Καρθαγένη
Κοίμηση632
Έθιχα
Τιμάται απόΟρθόδοξη Εκκλησία
Καθολική Εκκλησία
Εορτασμός16 Ιανουαρίου
(Ορθόδοξη Εκκλησία,
Καθολική Εκκλησία)

14 Ιανουαρίου
(Κοινότητα των Βολλανδιστών)
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Δεν πρέπει να συγχέεται με τον Φουλγέντιο του Ρούσπε

Ο Άγιος Φουλγέντιος της Καρθαγένης (ισπανικά: San Fulgencio de Cartagena‎‎), γεννήθηκε στην Καρθαγένη τον 6ο αιώνα και πέθανε το 630 στην Έθιχα, ήταν Επίσκοπος της Έθιχα (η Ιβηρική χερσόνησος, που αποτελείται από τη σύγχρονη Ισπανία και την Πορτογαλία).

Όπως τα αδέρφια του Λέανδρος και Ισίδωρος, δύο Αρχιεπίσκοποι της Σεβίλλης, από τους οποίους ο πρώτος ήταν μεγαλύτερος και ο δεύτερος νεότερος από τον Φουλγέντιο, αφιερώθηκε στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Μια αδερφή των τριών ήταν η Αγία Φλωρεντίνη. Ο πατέρας τους, Σεβεριανός, ζούσε αρχικά στην Καρθαγένη. Ήταν Ρωμαίος και (σύμφωνα με ύστερες αν και αμφίβολες πληροφορίες) αυτοκρατορικός νομάρχης.[1]

Δεν υπάρχουν ακριβή δεδομένα σχετικά με τη ζωή του Φουλγέντιου, καθώς αναφέρεται περιστασιακά μόνο σε σύγχρονες πηγές. Ο Λέανδρος, στο έργο του «Libellus» σχετικά με τη θρησκευτική ζωή της αδερφής του, Φλωρεντίνης, δηλώνει ότι έστειλε τον Φουλγέντιο πίσω στην πατρίδα του στην Καρθαγένη, κάτι το οποίο τον φόβιζε την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, καθώς μπορούσε "να τον βρει κακό" και ζητά από τη Φλωρεντίνη να προσευχηθεί για αυτόν. Για το ποιος ήταν ο κίνδυνος στον οποίο εκτέθηκε ο Φουλγέντιος, δεν έχουμε κανένα μέσο να ξέρουμε. Πιθανώς μέσω της επιρροής του Λέανδρου, ο οποίος έγινε Αρχιεπίσκοπος της Σεβίλλης το 584 και ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στις υποθέσεις του Βησιγοτθικού Βασιλείου, ο Φουλγέντιος έγινε Επίσκοπος της Έθιχα, στην εκκλησιαστική επαρχία της Σεβίλλης.[1]

Καθώς ο Λεάνδρος πέθανε το 600 και ο Πηγάσιος φαίνεται ότι ήταν ακόμη Επίσκοπος της Έχιθας το 590, μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι ο Φουλγέντιος επιλέχθηκε επίσκοπος μεταξύ 590 και 600.[2]

Το 610 υπέγραψε το διάταγμα του βασιλιά Γκουντεμάρο (610-614) που ίδρυσε την επαρχία του Τολέδο διαχωρίζοντας την περιοχή από εκείνη της Καρθαγένης, τότε υπό την κυριαρχία των Βυζαντινών.[3]

Ο Ισίδωρος, ο οποίος διαδέχτηκε την Αρχιεπισκοπή της Σεβίλλης μετά το θάνατο του αδερφού του Λέανδρου, αφιέρωσε στον Φουλγέντιο "κύριό του, υπηρέτη του Θεού", το έργο του για τις αξιώματα της Εκκλησίας, "De ecclesiasticis officiis". Μάλιστα, όταν ζητήθηκε από τον Φουλγέντιο, έγραψε αυτόν τον απολογισμό για την προέλευση και τους συγγραφείς της Λειτουργίας.[1]

Στη δεύτερη σύνοδο της Σεβίλλης (619), για την οποία ο Ισίδωρος είχε συγκεντρώσει τους επίσκοπους της Βαιτικής, συζητήθηκε, σε μια διαμάχη, μεταξύ του επισκόπου της Έθιχα και του επισκόπου της Κόρδοβα το ζήτημα μίας εκκλησίας την οποία ο καθένας ισχυρίστηκε ότι ανήκε στην ενορία του. Διορίστηκε μια επιτροπή, και βάσει των επιχειρημάτων που ελήφθησαν από τη ρωμαϊκή νομοθεσία, δηλώθηκε ότι η αδιατάρακτη κατοχή τριάντα ετών πρέπει να αποτελεί νομικό τίτλο. Ο Φουλγέντιος παρευρέθηκε στη σύνοδο αυτοπροσώπως, το όνομά του βρέθηκε ανάμεσα στις υπογραφές των πρακτικών του συμβουλίου.[2] Αυτό είναι το τελευταίο γεγονός στη ζωή του Φουλγέντιου για το οποίο έχουμε θετικές αποδείξεις. Πέθανε πριν από το έτος 633, καθώς ένας Μαρκιανός φαίνεται ότι ήταν τότε επίσκοπος της Έθιχα.[4][5][6]

Ο Φουλγέντιος, όπως και η αδερφή του και τα αδέλφια του, τιμώνται ως άγιοι. Στην Ισπανία τιμάται η γιορτή του σε διαφορετικές ημέρες. Στο "Acta Sanctorum" των Βολλανδιστών είναι στις 14 Ιανουαρίου.

Συχνά συγχέεται στα μεσαιωνικά γραπτά με τον Φουλγέντιο του Ρούσπε. Ορισμένα έργα έχουν επίσης αποδοθεί σε αυτόν, από τα οποία, ωστόσο, δεν υπάρχουν ίχνη.

Λέγεται ότι πολύ μετά το θάνατό τους, ένα μέρος των οστών του Αγίου Φουλγεντίου και εκείνων της αδελφής του, της Αγίας Φλωρεντίνης, μεταφέρθηκαν για ασφάλεια στη Σιέρα ντε Γκουανταλούπη, και ότι τον 14ο αιώνα βρέθηκαν στο χωριό της Μπερζοκάνα σε εκείνα τα βουνά. Το άλλο μέρος των οστών τους βρίσκεται στον καθεδρικό ναό της Μούρθια στην Καρθαγένη, όπου ο Άγιος Φουλγέντιος είναι σεβαστός ως προστάτης της μητρόπολης.[2][3]

  1. 1,0 1,1 1,2 «CATHOLIC ENCYCLOPEDIA: St. Fulgentius». www.newadvent.org. Ανακτήθηκε στις 2 Ιουνίου 2021. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Herbermann, Charles George (1840-1916). «The Catholic Encyclopedia, Volume 6: Fathers of the Church-Gregory XI» (PDF). oa.lib.ksu.edu.tw. σελ. 795. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 2 Ιουνίου 2021. Ανακτήθηκε στις 2 Ιουνίου 2021. 
  3. 3,0 3,1 «Borrelli, Antonio. "San Fulgencio of Astigi", Santi e Beati, March 30 2004». translate.google.com. Ανακτήθηκε στις 2 Ιουνίου 2021. 
  4. Stocking, Bishops, σελ. 16.
  5. Rachel Stocking, Bishops, Councils, and Consensus in the Visigothic Kingdom, 589–633 (Ann Arbor: University of Michigan Press, 2000), σελ. 129–32.
  6. Judith Herrin, The Formation of Christendom (Princeton, NJ: Princeton University Press, 1987), σελ. 241.