Τενεμπρισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Καραβάτζιο, Ο Επιτάφιος Θρήνος, λάδι σε μουσαμά, 1602-3, Μουσεία Βατικανού

Ο όρος τενεμπρισμός, από την ιταλική λέξη tenebroso (ελλ. μτφρ. σκοτεινός), χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους σκοτεινούς τόνους στη ζωγραφική, όπως αυτοί αποδόθηκαν σε έργα κυρίως του 17ου αιώνα, ειδικότερα του Καραβάτζιο[1]. Ως ύφος χαρακτηρίζεται από μεγάλες βαθύχρωμες ή σκοτεινές επιφάνειες που συνδυάζονται με μικρότερες περιοχές κατάλληλα φωτισμένες με τη χρήση χρώματος, με αποτέλεσμα τη δημιουργία δραματικών φωτοσκιάσεων. Από τον 17ο αιώνα μέχρι τα τέλη του 19ου, ο όρος tenebroso χρησιμοποιήθηκε υποτιμητικά, ασκώντας κριτική σε έργα του Καραβάτζιο, του Ρέμπραντ και άλλων μιμητών τους και προκειμένου να σχολιαστεί η αφύσικη χρήση του κιαροσκούρο που έκαναν[2].

Οι ρίζες του τενεμπρισμού τοποθετούνται χρονικά περίπου το 1600, στη Ρώμη, και μεταξύ των πρώτων χαρακτηριστικών έργων συγκαταλέγονται οι πίνακες του Καραβάτζιο για το παρεκκλήσι Κονταρέλι του ναού Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι. Αρκετοί Ιταλοί καλλιτέχνες μιμήθηκαν τον τενεμπρισμό του Καραβάτζιο στις αρχές του 17ου αιώνα, ενώ επηρεάστηκαν από αυτόν και ζωγράφοι που επισκέφτηκαν τη Ρώμη και τη Νάπολι, όπως ο Χοσέ Ριμπέρα από την Ισπανία, ο Ολλανδός Χέρριτ φαν Χόντχορστ και ο Γάλλος Ζωρζ ντε Λα Τουρ. Για τον ιστορικό Τζοβάνι Μπελλόρι, ο τενεμπρισμός του Καραβάτζιο υπήρξε ξεχωριστός και περιγράφει χαρακτηριστικά πως χρησιμοποίησε το στυλ αυτό σε τέτοιο βαθμό, ώστε να να μη ζωγραφίζει ποτέ τις ανθρώπινες μορφές στο φως της ημέρας αλλά να βρίσκει τον τρόπο να τοποθετούνται στο ημίφως ενός κλειστού χώρου, με το φως να διαχέεται σχεδόν κάθετα από ψηλά, δημιουργώντας έτσι μία ισχυρή αντίθεση μεταξύ φωτός και σκότους[3]. Αν και συχνά ταυτίζεται με το ύφος του Καραβάτζιο, οι ρίζες του μπορούν να αναζητηθούν στον τρόπο με τον οποίο εφάρμοσε την τεχνική του κιαροσκούρο ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, στις νυχτερινές σκηνές του Κορρέτζο και άλλων ζωγράφων της Λομβαρδίας, καθώς και στο βενετικό κιαροσκούρο του Τιντορέττο[2].

Οι σκοτεινοί τόνοι στη ζωγραφική συνδέονται παραδοσιακά με την ερμηνεία τους ως φορέων του κακού, σε αντιδιαστολή με το φως που συμβολίζει το καλό ή το θείο. Σύμφωνα με μία διαφορετική ερμηνεία, στον τενεμπρισμό, η αναγωγή του σκότους σε στοιχείο εφάμιλλης αξίας με το φως, τόσο σε επίπεδο εικονογραφίας όσο και συμβολικά, ενδεχομένως σχετίζεται με πνευματικά ρεύματα στη θρησκεία ή στην αλχημεία που ταύτισαν το σκότος με θετικά πρότυπα[4].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. "tenebrism." The Concise Oxford Dictionary of Art Terms. Oxford Art Online. 2008
  2. 2,0 2,1 Janis Callen Bell. "Tenebrism." Grove Art Online. Oxford University Press. 2008
  3. Giovanni Pietro Bellori, Hellmut Wohl, Alice Sedgwick Wohl, Tommaso Montanari, The Lives of the Modern Painters, Sculptors and Architects, Cambridge University Press, 2005, σ. 181
  4. βλ. Maria Rzepińska and Krystyna Malcharek, "Tenebrism in Baroque Painting and Its Ideological Background", Artibus et Historiae, Vol. 7, No. 13, (1986), σσ. 91-112