Σιέμ Ρεάπ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σιέμ Ρέαπ
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Σιέμ Ρέαπ
13°21′44″N 103°51′35″E
ΧώραΚαμπότζη
Διοικητική υπαγωγήδήμος Σιέμ Ρεάπ
Υψόμετρο18 μέτρα
Πληθυσμός147.866
Ζώνη ώραςUTC+07:00
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Σιέμ Ριάπ ή Σιέμ-Ρεάπ (χμερ ក្រុងសៀមរាប, απόδοση στο λατινικό αλφάβητο Siem Reap), είναι η δεύτερη μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη της Καμπότζης. Βρίσκεται στη βορειοδυτική Καμπότζη και είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης Επαρχίας Σιέμ Ρεάπ. Ο πληθυσμός της με πόλεως βάση την απογραφή του 2018 ήταν 250.798 κάτοικοι.

Το Σιέμ Ρεάπ διασώζει γαλλική αποικιακή και κινεζικού ρυθμού αρχιτεκτονική στην παλαιά γαλλική συνοικία και γύρω από την Παλαιά Αγορά της πόλεως. Διαθέτει μουσεία, ένα παραδοσιακό καμποτζιανό χωριό-έκθεμα και σηροτροφεία, ενώ στις γύρω εξοχές βρίσκονται ορυζώνες και ένα καταφύγιο ορνιθοπανίδας και υγρόβιότοπος της Συμβάσεως Ραμσάρ, ο Πρεκ Τοάλ, δίπλα στη λίμνη Τόνλε Σαπ. Η πόλη ανακηρύχθηκε «Πόλη του Πολιτισμού» για τα έτη 2021-2022 από την 9η συνάντηση των Υπουργών Πολιτισμού και Τεχνών των χωρών της ASEAN, που έγινε στις 22 Οκτωβρίου 2020.[1]

Γενικώς το Σιέμ Ριάπ είναι σήμερα ένας δημοφιλής τουριστικός προορισμός, με πολλά ξενοδοχεία και εστιατόρια. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι βρίσκεται πολύ κοντά στο περίφημο συγκρότημα ναών Άνγκορ Βατ, το μεγαλύτερο σε έκταση θρησκευτικό μνημείο στον κόσμο και κυριότερο τουριστικό προορισμό όλης της Καμπότζης.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ονομασία «Σιέμ Ρεάπ» μπορεί να μεταφρασθεί ως «ήττα του Σιάμ», και συνήθως ερμηνεύεται ως αναφορά σε κάποιο γεγονός της προαιώνιας συγκρούσεως μεταξύ των βασιλείων του Σιάμ και των Χμερ, αν και αυτό είναι κάτι το αναπόδεικτο. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ο Βασιλιάς Ανγκ Τσαν (1516-1566) ονόμασε έτσι την πόλη αφού απώθησε έναν στρατό που είχε σταλθεί για να εισβάλει στην Καμπότζη[2] από τον Βασιλιά του Σιάμ Μάχα Τσακραπάτ το έτος 1549. Μελετητές όπως ο Μάικλ Βίκερυ θεωρούν αυτή την προέλευση της ονομασίας ως απλώς μια μεταγενέστερη λαογραφική ετυμολόγηση και υποστηρίζουν ότι η πραγματική προέλευση του ονόματος είναι άγνωστη.[3]

Σε κάθε περίπτωση, κατά την παράδοση αυτή αρχικώς ο Βασιλιάς Ανγκ Τσαν της Καμπότζης προσπάθησε να επιτύχει μεγαλύτερη ανεξαρτησία από το Σιάμ, το οποίο αντιμετώπιζε εσωτερικό πρόβλημα σφετερισμού εξουσίας (ο βασιλιάς Τσαϊρατσαθιράτ είχε δηλητηριασθεί από τη Σρι Σουντατσάν, μια παλλακίδα του που είχε συνάψει σχέσεις με έναν κοινό θνητό, τον οποίο ανέβασε στον θρόνο μετά τον θάνατο του νόμιμου βασιλιά). Η αριστοκρατία των Τάι κατόρθωσε να παγιδεύσει και να σκοτώσει τους σφετεριστές. Κατόπιν έπεισε τον ευγενή μοναχό πρίγκιπα Τιανράτσα να αφήσει το μοναστήρι και να γίνει ο νέος βασιλιάς, γνωστός αργότερα ως Μάχα Τσακραπάτ (1548-1569). Στο μεταξύ όμως οι Βιρμανοί είχαν βρει την ευκαιρία να εισβάλουν από τα σύνορα και να καταλάβουν δύο πόλεις, ενώ από την άλλη ο Ανγκ Τσαν κατέλαβε τη σιαμέζικη πόλη Πρατσίνμπουρι, λεηλατώντας τη και εξανδραποδίζοντας τους κατοίκους της. Αμέσως μετά έμαθε ότι η διαδοχή στον θρόνο του Σιάμ είχε τακτοποιηθεί, οπότε οπισθοχώρησε επιστρέφοντας στην Καμπότζη. Ο βασιλιάς Μάχα Τσακραπάτ ήταν εξοργισμένος με την απρόκλητη επίθεση και, αφού κατενίκησε πρώτα τους Βιρμανούς, διέταξε τον πρίγκιπα Ονγκ να ηγηθεί μιας εκστρατείας για να τιμωρήσει τον Ανγκ Τσαν και να ελευθερώσει τους σκλάβους. Οι αντίπαλοι στρατοί συγκρούσθηκαν και ο Ανγκ Τσαν σκότωσε τον Ονγκ με μια τυχερή βολή με μουσκέτο από τη ράχη ενός ελέφαντα. Χωρίς ηγέτη, ο σιαμέζικος στρατός τράπηκε σε φυγή και υποτίθεται πως ο Ανγκ Τσαν αιχμαλώτισε πάνω από δέκα χιλιάδες Σιαμέζους στρατιώτες. Για να γιορτάσει τη μεγάλη του νίκη, ο Ανγκ Τσαν υποτίθεται ότι ονόμασε το πεδίο της μάχης «Σιέμ Ρεάπ», που σήμαινε «ολική ήττα του Σιάμ».

Στην πραγματικότητα, οι σωζόμενες ιστορικές πηγές καθιστούν αυτή την προέλευση απίθανη, καθώς χρονολογούν την παρακμή του Άνγκορ (της τότε πρωτεύουσας της Καμπότζης) έναν και πλέον αιώνα πριν από τα μέσα του 16ου αιώνα, όταν μια εκστρατεία των Σιαμέζων άλωσε και λεηλάτησε το Άνγκορ Βατ, γεγονός που σηματοδότησε την αρχή μιας μακράς περιόδου υποτέλειας της Καμπότζης.[4] Η άλωση του 1431 συνέπεσε με την παρακμή του Άνγκορ, μολονότι οι λόγοι για την εγκατάλειψή του δεν είναι ξεκάθαροι.[5]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Siem Reap City selected as ASEAN City of Culture for 2021-2022». khmertimeskh.com. Ανακτήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2020. 
  2. Joachim Schliesinger (2012). Elephants in Thailand Vol 3: White Elephants in Thailand and Neighboring Countries. White Lotus. σελ. 32. ISBN 978-9744801890. 
  3. Zhou Daguan (2007). A Record of Cambodia. Μτφρ. Peter Harris. University of Washington Press. ISBN 978-9749511244. 
  4. John Stewart Bowman (13 Αυγούστου 2013). Columbia Chronologies of Asian History and Culture. Columbia University Press. σελίδες 511–. ISBN 978-0-231-50004-3. 
  5. Stone, R. (2006). «The End of Angkor». Science 311 (5766): 1364–1368. doi:10.1126/science.311.5766.1364. ISSN 0036-8075. PMID 16527940. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]