Σηστέρτιος
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ο σηστέρτιος, λατιν. sestertius είναι ένα αρχαίο ρωμαϊκό νόμισμα. Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας ήταν ένα μικρό, αργυρό νόμισμα, που κοβόταν μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις. Κατά την Αυτοκρατορική περίοδο ήταν ένα μεγάλο, ορειχάλκινο νόμισμα.
Το αργυρό ρωμαϊκό νόμισμα, το δηνάριο, ισούτο με 10 ορειχάλκινα ασσάρια. Ο σηστέρτιος ήταν ενδιάμεσα, και γι' αυτό χρήσιμος στο εμπόριο: ήταν 2½ ασσάρια. Το όνομα σηστέρτιος σημαίνει "δύο και ήμισυ" ασσάρια, από τις λέξεις semis (ήμισυ) και tertius (τρίτος), εννοώντας ότι ο σηστέρτιος ήταν δύο ασσάρια και το ήμισυ του τρίτου. Στα αγγλικά αποδίδεται ως sesterce και μία συντομογραφία της εποχής του είναι ΙΙS (δύο και Semis) ή ΗS.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εισήχθη π. το 211 π.Χ. ως ένα μικρό αργυρό νόμισμα, το 1/4 του δηναρίου. Το δηνάριο υποτίθεται, ότι περιείχε 10 γρ. αργύρου, άρα ο σηστέρτιος θα έπρεπε να είχε 2,5 γρ., όμως τα νομίσματα ήταν συνήθως μικρότερης περιεκτικότητας: το δηνάριο είχε 4,5 γρ. αργύρου. Μετά από τη σταδιακή μείωση του μεγέθους των ορειχάλκινων νομισμάτων, η αξία του δηνάριου αποκαταστάθηκε στα 16 ασσάρια, έτσι ο σηστέρτιος, το 1/4 του δηναρίου, έγινε ισοδύναμος με 4 ασσάρια. Κοβόταν σποραδικά και ως το 44 π.Χ. πολύ πιο σπάνια από ότι το δηνάριο.
Περί το 23 π.Χ. ο Αύγουστος έκανε την νομισματική μεταρρύθμισή του. Σηστέρτιος ονομάστηκε ένα μεγάλο, ορειχάλκινο νόμισμα, ίσο με τέσσερα ασσάρια, που έγιναν χάλκινα. Το δηνάριο ήταν το 1/25 του χρυσού νομίσματος και ο σηστέρτιος το 1/100 του χρυσού νομίσματος. Παραγόταν ως το μεγάλο ορειχάλκινο νόμισμα μέχρι το τέλος του 3ου αι. μ.Χ. Οι πιο πολλοί σηστέρτιοι κόπηκαν στη Ρώμη· από το έτος 64 (επί Νέρωνα) ως τη βασιλεία τού Βεσπασιανού (69-79), την παραγωγή συμπλήρωσε το νομισματοκοπείο στο Λούγδουνον (Λυών) και οι κοπές του διακρίνονται από μία σφαίρα εκεί που τελειώνει η επιγραφή, κάτω από την προτομή.
Οι ορειχάλκινοι σηστέρτιοι ζύγιζαν τυπικά 25-28 γρ., είχαν διάμετρο 32-34 χλστ. και πάχος 4 χλστ. H διαφορά μεταξύ ορείχαλκου (χαλκού με ψευδάργυρο, που βρισκόταν στη φύση) και μπρούντζου (χαλκού με κασσίτερο, τον έφτιαχναν με κράμα) ήταν σημαντική για τους Ρωμαίους, καθώς ο ορείχαλκος είχε χρυσαφιά, γυαλιστερή όψη, ιδίως στα νεόκοπα κέρματα. Μάλιστα η λατινική λέξη aurichalcum ακουγόταν όπως το aureus (χρυσός), βλέπε π.χ. στο έργο Φυσική Ιστορία του Πλίνιου του Πρεσβύτερου, βιβλ. 34.4.
Η αξία του ορείχαλκου εθεωρείτο περίπου διπλάσια του χαλκού. Γι' αυτό ο δουπόνδιος, αν και είχε το ίδιο μέγεθος και βάρος με τον σηστέρτιο, άξιζε το ήμισυ αυτού.
Οι σηστέρτιοι συνέχισαν να κόβονται ως το τέλος του 3ου αι., αν και η ποιότητα του μετάλλου μειωνόταν αξιοσημείωτα· πάντως η απεικόνιση έμενε δυνατή. Οι μετέπειτα Αυτοκράτορες έλιωναν τους παλαιότερους σηστέρτιους για να φτιάξουν νέους. Όμως πριν λιώσει ο χαλκός (1085°C), εξατμίζεται ο ψευδάργυρος (907°C). Η απώλεια βάρους συμπληρωνόταν με μόλυβδο, πράγμα που έκανε πιο σκούρα την εμφάνιση του νομίσματος, ιδίως όταν σε αυτό έβαζαν και άλλα, τραχιά υλικά.
Η σταδιακή υποτίμηση των αργυρών νομισμάτων είχε σαν αποτέλεσμα τον πληθωρισμό, καθώς μειωνόταν η αγοραστική δύναμη του σηστέρτιου, του δουπόνδιου και του ασσάριου. Έτσι τον 1ο αι. οι καθημερινές συναλλαγές γινόταν με δουπόνδιους και ασσάρια, όμως τον 2ο αι. ο σηστέρτιος έγινε το κυρίαρχο νόμισμα στις μικρές συναλλαγές. Τον 3ο αι. τα αργυρά νομίσματα περιείχαν όλο και λιγότερο άργυρο και περισσότερο χαλκό ή μπρούντζο. Στις δεκαετίες του 260 και του 270 το σύνηθες νόμισμα έγινε το διπλό δηνάριο, ο [[αντωνινιανός. Αρχικά ήταν ίσος με 8 σηστέρτιους, όταν όμως έπειτα ο αντωνινιανός έγινε μπρούτζινος, το μέταλλο του σηστέρτιου άξιζε πολύ περισσότερο από αυτούς.
Είχαν πια ελαττωθεί σε μέγεθος και ποιότητα, όταν ο Δέκιος (249-251) εισήγαγε τον διπλό σηστέρτιο (κουινάριο). Έπειτα κόπηκαν σε μεγάλες ποσότητες από τον αυτόνομο ηγεμόνα της Γαλατίας Πόστουμο (259-268), που συχνά χρησιμοποιούσε παλαιούς σηστέρτιους για να χτυπήσει επάνω τους τη μορφή και τις επιγραφές του. Ο κουινάριος ξεχώριζε από τον σηστέρτιο από το ακτινωτό στέμμα που έφερε η μορφή του Αυτοκράτορα, ένα εφεύρημα που ξεχώριζε τους δουπόνδιους από τα ασσάρια και τους αντωνινιανούς από τα δηνάρια.
Τελικά το αναπόφευκτο συνέβη: οι παραχαράκτες έλιωναν τους σηστέρτιους για να φτιάξουν υποτιμημένους αντωνινιανούς. Επειδή έτσι χειροτέρευε ο πληθωρισμός, το κράτος απέσυρε τους σηστέρτιους. Μερικοί από τους τελευταίους κόπηκαν από τον Αυρηλιανό (270-275). Η νομισματική μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού το 301 δεν περιείχε σηστέρτιους.
Αδριανός|Αδριανού]], δουπόνδιος του Αντωνίου Πίου και ασσάριο του Μάρκου Αυρηλίου. Ο δουπόνδιος ξεχωρίζει με το ακτινωτό στέμμα από το ασσάριο.]]
Η αξία του
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Χρησιμοποιήθηκε ως μονάδα μέτρησης και συμβολιζόταν στις επιγραφές με το μονόγραμμα ΗS. Μεγάλες τιμές καταγραφόταν ως χιλιάδες σηστέρτιοι (sestertium milia)· το χιλιάδες παραλειπόταν και εννοείτο. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει για τον Μ. Λ. Κράσσο, τον νικητή του Σπάρτακου, πως "οι ιδιοκτησίες του άξιζαν 200 χιλιάδες σηστέρτιους".
Ένας άρτος κόστιζε το ήμισυ σηστέρτιου και ένα σεξτάριο (0,5 λίτρα) οίνου 0,5-1 σηστέρτιο. Ένας μόδιος (6,67 κιλά) σίτου το 79 μ.Χ. στην Πομπηία κόστιζε 7 σηστέρτιους, σίκαλης 3, ένας κουβάς 2, μία τουνίκα 15, ένας όνος 500 σηστέρτιους.
Ο Τάκιτος στα χρονικά του Ι.17.4-5 αναφέρει, ότι οι στρατιώτες του Ρήνου πληρωνόταν 10 ασσάρια την ημέρα και έπρεπε να πληρώσουν την ενδυμασία τους από αυτά. Για να εξεγερθούν ενάντια στον Τιβέριο, ζήτησαν 16 ασσάρια (ένα δηνάριο) την ημέρα και το έλαβαν.
Καταγραφές από την Πομπηία δείχνουν έναν σκλάβο να πωλήθηκε για 6,25 σηστέρτιους. Μία πινακίδα από το Λονδίνιο περί το έτος 100 μ.Χ. καταγράφει την πώληση μίας νεαρής Γαλάτισσας ως σκλάβας, της Φορτουνάτας για 600 δηνάρια (2400 σηστέρτιους) σε κάποιον Βέγετο. Είναι δύσκολο να κάνουμε συγκρίσεις με τις σύγχρονες σε εμάς αξίες, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του 1ου αι. ένας λεγεωνάριος πληρωνόταν 900 σηστέρτιους ετησίως (2,5 ημερησίως), ποσό που αυξήθηκε σε 1200 επί Δομιτιανού (81-96 μ.Χ.) ή 3,3 σηστέρτιους την ημέρα. Αν ζούσε για να πληρωθεί, το ήμισυ αυτών το δαπανούσε για έξοδα διαβίωσης και του έμεναν 1,65 σηστέρτιουι ημερησίως.
Νομισματική αξία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι σηστέρτιοι εκτιμώνται πολύ από τους νομισματολόγους, καθώς το μεγάλο μέγεθός τους έδινε στους χαράκτες (caelatores) μία μεγάλη περιοχή για λεπτομερή πορτραίτα. Ο πιο διάσημος σηστέρτιος κόπηκε επί Νέρωνα το 64-68 μ.Χ. και τον σχεδίασε ένας από τους πιο άξιους χαράκτες της ιστορίας. Το ρεαλιστικό πορτραίτο του Νέρωνα και το κομψό σχέδιο της άλλης όψης έκαναν μεγάλη εντύπωση και επηρέασαν τους καλλιτέχνες της Αναγέννησης. Οι κοπές του Αδριανού καταγράφουν τα ταξίδια του στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τη δείχνουν στην ακμή της. Περιλαμβάνουν την πρώτη εμφάνιση της προσωποποιημένης Βρετανίας. Ο βασιλιάς της Κάρολος Β΄ αναπαρήγαγε την εικόνα, που έμεινε στα αγγλικά νομίσματα.
Ως αποτέλεσμα της μείωσης της παραγωγής τους και της απόσυρσής τους τον 4ο αι., οι σηστέρτιοι είναι σε μικρότερη ποσότητα από ότι τα άλλα νομίσματα της αυτοκρατορίας. Νομίσματα με πλήρη την εικόνα και λεπτομέρειες πωλούνται ακριβά στις δημοπρασίες.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Kennedy, Benjamin Hall (1930). The Revised Latin Primer. London: Longmans. p. 214.
- "Roman Economy – Prices & Cost in Ancient Rome". 13 January 2007. Archived from the original on 13 January 2007.
- Sear, David R. (1981). Roman Coins and their Values. London: Seaby. pp. 10–12. ISBN 0-900652-57-8.