Σαμώνας
Σαμώνας | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | Δεκαετία του 870[1] Μαλάτεια |
Θάνατος | 10ος αιώνας[2] |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Πληροφορίες ασχολίας | |
- Να μη συγχέεται με τον μυθικό ήρωα Σάμωνα.
Ο Σαμώνας (π. 875 – μετά το 908) ήταν Άραβας ευνούχος, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε από τους Βυζαντινούς και έγινε ένας από τους πιο σημαντικούς αξιωματούχους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά την πρώτη δεκαετία του 10ου αι.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γεννήθηκε περί το 875 στη Μελιτηνή, προφανώς γιος διακεκριμένης οικογένειας (ο πατέρας του υπηρέτησε ως πρεσβευτής στο Βυζάντιο το 908).[3][4] Αιχμαλωτίστηκε από τους Βυζαντινούς, έγινε ευνούχος και τέθηκε σε υπηρεσία στο σπίτι τού Στυλιανού Ζαούτζη, τού ισχυρού αρχυπουργού και πεθερού τού Αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ τού Σοφού (βασ. 886–912).[3][4] Μετά το τέλος τόσο τού Στυλιανού, όσο και της κόρης του αυτοκράτειρας Ζωής Ζαούτζαινας το 899, οι συγγενείς του συνωμότησαν να ανατρέψουν τον Λέοντα ΣΤ΄ σε μία προσπάθεια να διατηρήσουν τη δύναμη και την επιρροή τους. Η συνωμοσία τους, ωστόσο, προδόθηκε από τον Σαμώνα στον Λέοντα ΣΤ΄: τα μέλη της οικογένειας των Ζαούτζη στερήθηκαν τους τίτλους και τα πλούτη τους και εξορίστηκαν, αλλά ο Σαμώνας ανταμείφθηκε, λαμβάνοντας το ένα τρίτο της περιουσίας τους και προσελήφθη στην αυτοκρατορική υπηρεσία ως κουβικουλάριος.[5]
Προήχθη γρήγορα μετά την είσοδό του στην προσωπική υπηρεσία τού Λέοντα ΣΤ΄, και έγινε πρωτοσπαθάριος το 900. Μέχρι το 903, είχε γίνει προφανώς, σύμφωνα με τα λόγια του Shaun Tougher, «το έμπιστο, δεξί χέρι τού Λέοντα ΣΤ΄». Φαίνεται ότι ασχολήθηκε ιδιαίτερα με θέματα ασφάλειας και πληροφοριών, ρόλος που τονίστηκε από αρκετούς μελετητές, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη ζωή του.[4] Αλλά το 904 ο Σαμώνας ενεπλάκη σε ένα περίεργο επεισόδιο: με το πρόσχημα της επίσκεψης σε ένα μοναστήρι, δραπέτευσε από την Κωνσταντινούπολη και πήγε στην Ανατολή, ελπίζοντας προφανώς να φτάσει στην πατρίδα του. Ωστόσο, δεν τού επέτρεψαν να διασχίσει τον ποταμό Άλυ και αναζήτησε καταφύγιο στη μονή τού Τιμίου Σταυρού στη Σιρίχα.[4] Εκεί συνελήφθη στο τέλος από τον Κωνσταντίνο Δούκα και οδηγήθηκε σε δίκη ενώπιον της Βυζαντινής Συγκλήτου. Αν και δεν αθωώθηκε, η συνεχιζόμενη εύνοια τού Αυτοκράτορα σήμαινε ότι τιμωρήθηκε ελαφρά μόνο με τέσσερις μήνες κατ' οίκον περιορισμό.[3][4]
Μόλις απελευθερώθηκε, η σταδιοδρομία τού Σαμώνα ξανάρχισε την ανοδική της πορεία: ονομάστηκε πατρίκιος, ο ανώτατος δικαστικός βαθμός που ήταν ανοιχτός σε ευνούχο, και έγινε πρωτοβεστιάριος. Ένα άλλο ασυνήθιστο σημάδι αυτοκρατορικής εύνοιας σημειώθηκε το 906, όταν ο Σαμώνας έγινε ανάδοχος τού γιου και διαδόχου τού Λέοντα ΣΤ΄, Κωνσταντίνου (Ζ΄).[4] Το 906-907 έπαιξε σημαντικό, αλλά σκοτεινό ρόλο στην αποστασία, την ατίμωση και τελικά τον θάνατο των στρατηγών Ανδρόνικου Δούκα (πατέρα τού Κωνσταντίνου Δούκα, που είχε συλλάβει τον Σαμώνα το 904) και του Ευστάθιου Αργυρού.[4] Ταυτόχρονα, σε όλη την παρατεταμένη αντιπαράθεση τού Λέοντα ΣΤ΄ με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαο Α΄ Μυστικό για την τετραγαμία τού Αυτοκράτορα, ο Σαμώνας ήταν ο κύριος υποστηρικτής του Λέοντα ΣΤ΄. Ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, πιθανότατα μετά την εκτόπιση τού Μυστικού στις αρχές τού 907, προήχθη στο ανώτατο αξίωμα ενός ευνούχου: αυτό τού παρακοιμώμενου, το οποίο είχε μείνει κενό από τα τέλη της βασιλείας τού Μιχαήλ Γ΄ (βασ. 842–867).[3][4]
Η πτώση τού ίδιου τού Σαμώνα, όμως, θα ερχόταν αμέσως μετά. Το 907, σε μία προσπάθεια να εξευμενίσει τον εαυτό του με την τέταρτη σύζυγο τού Λέοντα ΣΤ΄, Ζωή Καρβονοψίνα, της έκανε δώρο στο πρόσωπο τού δικού του υπηρέτη, ευνούχου Κωνσταντίνου Βάρβαρου. Καθώς όμως το αυτοκρατορικό ζεύγος αγαπούσε όλο και περισσότερο τον Κωνσταντίνο, ο Σαμώνας άρχισε να φοβάται για τη δική του επιρροή και θέση.[4] Πρώτα ισχυρίστηκε ότι ο Κωνσταντίνος και η αυτοκράτειρα είχαν σχέση. Ο Λέων ΣΤ΄ αρχικά πίστεψε τις κατηγορίες και εξόρισε τον Κωνσταντίνο σε ένα μοναστήρι. Σύντομα, ωστόσο, ο Λέων ΣΤ΄ άρχισε να επιθυμεί τον νέο του ευνοούμενο και ζήτησε εκείνος να επιστρέψει στην υπηρεσία του στο παλάτι.[4] Στη συνέχεια ο Σαμώνας κατέφυγε σε ένα άλλο σχέδιο: με τον γραμματέα του, δημοσίευσε ένα φυλλάδιο, που υποτίθεται ότι είχε γράψει ο Κωνσταντίνος, το οποίο έβριζε τον Αυτοκράτορα και κανόνισε να το διαβάσει ο Λέων ΣΤ΄. Οι μηχανορραφίες του, όμως, προδώθηκαν από έναν από τους συνωμότες συναδέλφους του και ο Σαμώνας απολύθηκε, εκάρη μοναχός και εξορίστηκε στο μοναστήρι τού Μαρτινακίου το καλοκαίρι τού 908. Ο Κωνσταντίνος τον διαδέχθηκε ως αυτοκρατορικός παρακοιμώμενος. Τίποτε περαιτέρω δεν είναι γνωστό γι' αυτόν.[3][4]
Εκτίμηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αν ο Στυλιανός Ζαούτζης παραδοσιακά θεωρείται από τους ιστορικούς ότι κυριάρχησε στο πρώτο μισό της βασιλείας τού Λέοντα ΣΤ΄, ο Σαμώνας συχνά χαρακτηρίζεται ως η κυρίαρχη μορφή στο δεύτερο μισό, δηλαδή την περίοδο από το 900 περίπου μέχρι τη δική του πτώση το 908.[4] Σύμφωνα με τον βυζαντινολόγο Σον Τάφερ, ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις η έκταση της δύναμης και της επιρροής που ασκούσαν αυτοί οι αξιωματούχοι στον Λέοντα ΣΤ΄, φαίνεται ότι ήταν υπερβολική. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην εχθρότητα απέναντί τους σε μεταγενέστερες πηγές, και στην επιθυμία ορισμένων από αυτούς να ρίξουν την ευθύνη για τις αποτυχίες της βασιλείας στους υποτιθέμενους παντοδύναμους υφισταμένους τού Λέοντα ΣΤ΄.[4] Ο Τάφερ υποστήριξε ότι η σταδιακή άνοδος και η απότομη πτώση τού Σαμώνα απεικονίζουν ότι, πέρα από την παραδοσιακή εικόνα ενός αδύναμου και εύκολα επηρεαζόμενου Αυτοκράτορα, ο Λέων ΣΤ΄ είχε τον έλεγχο: ήταν η συνειδητή υποστήριξη και ενίσχυση τού Αυτοκράτορα, που έδωσε σε αυτούς τους ανθρώπους τη μεγάλη τους δύναμη και όταν την απέσυρε, η εξουσία τους εξαφανίστηκε.[4] Ο ρόλος τού Σαμώνα ως «αρχηγού ασφαλείας» τού Λέοντα ΣΤ΄, μία άποψη που υιοθετήθηκε από αρκετούς μελετητές (με εξέχουσα θέση τη Ρόμιλι Τζένκινς) αμφισβητήθηκε επίσης από τον Τοugher, καθώς βασίζεται κυρίως σε περιστασιακά λογοτεχνικά στοιχεία από έναν μεταγενέστερο και σαφώς εχθρικό βίο αγίου.[3][4]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. New York and Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-504652-6.
- Tougher, Shaun (1997). The Reign of Leo VI (886–912): Politics and People. Leiden: Brill. ISBN 978-9-00-410811-0.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Janin, Raymond (1935). «Un ministre arabe à Byzance: Samonas» (στα French). Échos d'Orient 34 (36): 307–318. doi: .
- Jenkins, Romilly James Heald (April 1948). «The 'Flight' of Samonas». Speculum (Medieval Academy of America) 23 (2): 217–235. doi:. https://archive.org/details/sim_speculum_1948-04_23_2/page/217.
- Ringrose, Kathryn M. (2003). The Perfect Servant: Eunuchs and the Social Construction of Gender in Byzantium. Chicago, Illinois and London, United Kingdom: University of Chicago Press. ISBN 978-0-226-72015-9.
- Rydén, Lennart (1984). «The Portrait of the Arab Samonas in Byzantine Literature». Graeco-Arabica (Athens, Greece) (3): 101–108.