Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πολιτισμός της Μογγολίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βωμός του 9ου Τζεπτσουντάμπα Χουτούγκτου, του πνευματικού ηγέτη της γενιάς των Γκελούγκ στους Μογγόλους Χάλχα (Μονή Γκανταντεγκτσινλέν στο Ουλάν Μπατόρ

Ο πολιτισμός της Μογγολίας έχει επηρεασθεί πολύ από τον νομαδικό τρόπο ζωής των Μογγόλων.

Υλικός παραδοσιακός πολιτισμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μογγόλοι Ουζεμτσίν

Η μογγολική ενδυμασία έχει μεταβληθεί ελάχιστα από την εποχή της αυτοκρατορίας των Μογγόλων, επειδή είναι προσαρμοσμένη στον ανώτατο βαθμό στις συνθήκες της ζωής, στη στέπα και στις καθημερινές δραστηριότητες των κτηνοτρόφων νομάδων. Ωστόσο υπήρξαν μερικές στιλιστικές αλλαγές, που διακρίνουν τη σύγχρονη μογγολική φορεσιά από την παραδοσιακή.

Το καφτάνι, deel στην τοπική γλώσσα, είναι το παραδοσιακό ρούχο που φοριέται τις καθημερινές και τις γιορτές. Είναι ένας μακρύς, χαλαρός χιτώνας, δημιουργημένος από ενιαίο κομμάτι υφάσματος μαζί με τα μανίκια του, φραχτός στον λαιμό και με ευρύ γύρισμα στην μπροστινή πλευρά. Περιζώνεται με ευρεία υφασμάτινη ζώνη. Τα μογγολικά «ντε(γ)έλ» έχουν παραδοσιακά 5 δεσίματα. Στη σύγχρονη εποχή φέρουν συχνά διακοσμητικά γυρίσματα, μικρή στρογγυλή λαιμόκοψη και κάποιες φορές μανδαρινικό κολάρο. Απεικονίσεις Μογγόλων της αυτοκρατορικής εποχής δείχνουν καφτάνια με πιο ανοικτή λαιμόκοψη, καθόλου κολάρα και πολύ απλά γυρίσματα, παρόμοια με αυτά που φορούν και σήμερα οι λάμα στη Μογγολία.

Εκτός από το ντεέλ, άνδρες και γυναίκες μπορεί να φορούν χαλαρά παντελόνια. Σε μογγολικές απεικονίσεις, γυναίκες φοράνε τέτοια παντελόνια στενα στο ύψος του αστραγάλου, παρόμοια με τα οθωμανικά. Φούστες του ίδιου στιλ φοριούνται ακόμη σε μέρος της Μογγολίας και της Κίνας, και έχουν απλές εμπρός και πίσω όψεις.[1]

Η κάθε εθνοτική ομάδα που ζει στη Μογγολία έχει το δικό της σχέδιο καφτανιού, που ξεχωρίζει από την κοψιά, το χρώμα και τα τελειώματα. Πριν από την κομμουνιστική περίοδο, η κάθε κοινωνική τάξη στη χώρα είχε τον δικό της τρόπο να ντύνεται. Για παράδειγμα, οι κτηνοτρόφοι φορούσαν απλά ντεέλ, τόσο τον χειμώνα, όσο και το καλοκαίρι. Οι ιερείς φορούσαν κίτρινα ντεέλ με κάπα ή χιμτζ ριγμένη πάνω τους. Οι φεουδάρχες φορούσαν καπέλα και μεταξωτά γιλέκα.[2]

Απεικονίσεις Μογγόλων από περσικές και κινεζικές πηγές δείχνουν άνδρες (και συχνά και γυναίκες) με τα μαλλιά τους χτενισμένα σε κοτσίδες. Τα μαλλιά χωρίζονταν σε δύο μέρη και το κάθε μέρος πλεκόταν σε τρεις κοτσίδες. Οι άκρες των κοτσίδων στρέφονταν προς τα επάνω και δένονταν στο επάνω μέρος τους, πίσω από τα αφτιά. Οι άνδρες ξύριζαν την κορφή και τα πλάγια του τριχωτού της κεφαλής, αφήνοντας συνήθως μόνο μια κοντή «αφέλια» εμπρός και μακρύ μαλλί από πίσω. Η γνωστή γυναικεία κόμμωση «bogtag» φαίνεται ότι περιοριζόταν μόνο στις έγγαμες γυναίκες των ανώτατων κοινωνικών τάξεων.

Οι Μογγόλοι έπαιζαν και παίζουν πολλά επιτραπέζια παιχνίδια, με δημοφιλέστερα το σκάκι και την ντάμα. Οι φιγούρες του μογγολικού σκακιού είναι ο noyon (= «ευγενής», που αντιστοιχεί στον βασιλιά), η bers («τίγρη», που αντιστοιχεί στη βασίλισσα), η temee («καμήλα», που αντιστοιχεί στον αξιωματικό), το mori (το άλογο), η tereg («άμαξα», που αντιστοιχεί στον πύργο) και το khüü («αγόρι», , που αντιστοιχεί στο πιόνι). Οι κανόνες που χρησιμοποιούνται σήμερα είναι οι ίδιοι με εκείνους του γνωστού μας σκακιού, παρά το ότι υπάρχουν και παραλλαγές, που αποκαλούνται «μογγολικό σκάκι» και «σκάκι daur».

Το ντόμινο παίζεται επίσης ευρύτατα. Υπήρχαν ιθαγενή παιχνίδια τράπουλας μέχρι τον 19ο αιώνα, αλλά έχουν πλέον χαθεί, αν και παίζεται ως τις μέρες μας ένα παιχνίδι που ονομάζεται Muushig.

Οι αστράγαλοι των προβάτων (shagai) χρησιμεύουν στα παιχνίδια ως ζάρια ή ως πιόνια. Απαντώνται επίσης παιχνίδια αντίστοιχα της μόρρας.[3] Κάποια παιχνίδια τύπου παζλ με αποσυναρμολόγηση είναι επίσης παραδοσιακά δημοφιλή.

Τα παιδιά των Μογγόλων έπαιζαν ένα παιχνίδι με πέτρες πάνω σε παγωμένα ποτάμια που ήταν ανάλογο του σημερινού κέρλινγκ.[4]

Διατροφή και μαγειρική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πιάτο χορχόγκ, φαγητό που σερβίρεται συνήθως σε εξαιρετικές περιστάσεις.

Η μογγολική κουζίνα βασίζεται κυρίως στο κρέας και τα μπαχαρικά, με κάποιες τοπικές παραλλαγές. Το πλέον συνηθισμένο κρέας είναι το αρνίσιο, ενώ στην έρημο (στα νότια) συνηθίζεται και το κρέας της καμήλας, όπως στα ορεινά (στα βόρεια) και το μοσχαρίσιο κρέας (συμπεριλαμβανομένου του γιακ). Γαλακτοκομικά προϊόντα παρασκευάζονται από γάλα φοράδας, βοοειδών και καμήλας (από όπου και κρέμες γάλακτος). Αγαπητά εδέσματα είναι μεταξύ άλλων το buuz (βραστό ζυμαρικό με γέμιση κρέατος), το χουουσούουρ (φαγητό με κιμά), το χορχόγκ (κάτι σαν «μπάρμπεκιου», συνήθως επιφυλάσσεται για επισκέπτες και δεν σερβίρεται σε εστιατόρια) και το μποορτσόγκ.

Γιούρτες στη μογγολική ύπαιθρο

Το γκερ (η λέξη σημαίνει στη μογγολική απλώς «σπίτι»), η γνωστότερη ως γιούρτα στις στέπες της Κεντρικής Ασίας, είναι αναπόσπαστο μέρος της μογγολικής εθνικής ταυτότητας από πολλούς αιώνες. Το βιβλίο Η μυστική ιστορία των Μογγόλων αναφέρει τον Τζένγκις Χαν ως τον ηγέτη όλων των λαών που ζουν σε σκηνές από τσόχα. Ακόμη και σήμερα ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Μογγολίας ζει σε γκερ, ακόμα και στην πρωτεύουσα της χώρας Ουλάν Μπατόρ. Η λέξη γκερ έχει και την έννοια του «σπιτικού», όπως φαίνεται από παράγωγες λέξεις, π.χ. γκερλέχ σημαίνει «παντρεύομαι».

Ο άυλος πολιτισμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραδοσιακές αξίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρκετά θέματα συναντώνται από τα αρχαιότερα σωζόμενα έργα της μογγολικής γραμματείας μέχρι το σύγχρονο ελαφρό μογγολικό τραγούδι, όπως η αγάπη για τους γονείς και η νοσταλγία για τον τόπο όπου μεγάλωσε κάποιος. Το άλογο διεδραμάτιζε πάντοτε σημαντικό ρόλο στη ζωή των Μογγόλων και εμφανίζεται έτσι και στις τέχνες. Οι Μογγόλοι έχουν πάμπολλους επικούς ήρωες από την αρχαιότητα. Η φιλοξενία εξάλλου είναι τόσο σημαντική στη στέπα (όπως και στο Θιβέτ), ώστε παραδοσιακά θεωρείται δεδομένη. Η μογγολική λέξη baatar = ήρωας συναντάται συχνά σε ονόματα προσώπων (ακόμα και στη σύγχρονη κομμουνιστική ονομασία της πρωτεύουσας, που προφέρεται «Ουλάν Μπαατάρ» στη μογγολική γλώσσα). Η λέξη μάλιστα εξάχθηκε κατά τον Μεσαίωνα σε πολλές μη μογγολικές γλώσσες από τους κατακτητές Μογγόλους και σήμερα απαντάται σε διαφορετικές μορφές στη βουλγαρική, τη ρωσική, την πολωνική, την ουγγρική, τη γεωργιανή και την περσική γλώσσα. Μία ακόμα λέξη με ισχυρή παράδοση είναι η temul, δηλ. η δημιουργικότητα με πάθος.

Βουδιστικό μοναστήρι στη Μογγολία

Από την αρχαιότητα ο τενγκρισμός ήταν το κυρίαρχο θρησκευτικό σύστημα των Μογγόλων και διατηρεί ακόμα τη σημασία του στη μυθολογία και τους θρύλους τους. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι κατά την εποχή των Μεγάλων Χάνων στη Μογγολία επικρατούσε ανεξιθρησκία, κάτι που παραμένει στοιχείο του μογγολικού χαρακτήρα. Σχετικώς αργά, τον 17ο αιώνα, ο Θιβετιανός Βουδισμός (γνωστός και ως «Λαμαϊσμός») έγινε η κυρίαρχη θρησκεία στη Μογγολία. Ο παραδοσιακός Σαμανισμός περιθωριοποιήθηκε, εκτός από κάποιες απομακρυσμένες περιοχές. Από την άλλη πλευρά, κάποιες σαμανιστικές πρακτικές, όπως τα οβού, ενσωματώθηκαν στη βουδιστική λατρεία.

Ο Θιβετιανός Βουδισμός είναι ισχυρά τελετουργική θρησκεία, με πολλές λατρευτικές οντότητες. Το γεγονός αυτό ενέπνευσε τη δημιουργία θρησκευτικών αντικειμένων, όπως γλυπτών και ζωγραφικών αναπαραστάσεων.

Μετά τις σταλινικές εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του 1930, ο Βουδισμός και ο σαμανισμός ήταν ουσιαστικά εκτός νόμου στη Μογγολική Λαϊκή Δημοκρατία. Στην Εσωτερική Μογγολία η παραδοσιακή θρησκεία σημαδεύτηκε από την κινεζική «Πολιτιστική Επανάσταση».[5] Μετά το 1992 κάποια χριστιανικά δόγματα έχουν επιχειρήσει να εδραιώσουν μια παρουσία στη Μογγολία. Πάντως στην τελευταία απογραφή (2020) το ποσοστό των όσων δήλωσαν Χριστιανοί ήταν μόλις 1,3%, μικρότερο και από εκείνο των Μουσουλμάνων (3,2%).


  1. Mongolian Dress
  2. Asia-planet.net Αρχειοθετήθηκε 2010-10-26 στο Wayback Machine. Mongolia information
  3. Slawoj Szynkiewicz: Sport und Spiele, στο Die Mongolen (κατάλογος εκθέσεως), Innsbruck 1989, σσ. 205 κ.ε.
  4. Jack Weatherford: Genghis Khan and the Making of the Modern World, Three Rivers Press, Νέα Υόρκη 2004, σελ. 22
  5. Rudolf Kaschewsky: «Die Religion der Mongolen», στο έργο Die Mongolen, Beiträge zu ihrer Geschichte und Kultur, επιμ. Michael Weiers, Darmstadt 1968, σσ. 87-123