Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο θαλασσοπόρος (ποίημα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο θαλασσοπόρος
Μια έντονη απεικόνιση της ομορφιάς και της αστάθειας της θάλασσας, θαλασσογραφία του Γκυστάβ Κουρμπέ
ΓλώσσαΑρχαία αγγλική γλώσσα
Ημερομηνία δημοσίευσης10ος αιώνας
Μορφήποίημα
Θέμαθαλασσοπόρος
ΣειράΒιβλίο του Έξετερ
Δημοσιεύθηκε στοΒιβλίο του Έξετερ

Ο θαλασσοπόρος (αγγλικός τίτλος:The Seafarer) είναι παλαιοαγγλικό ποίημα αγνώστου ποιητή που αποτελείται από 124 παρηχητικούς στίχους και είναι καταγεγραμμένο στη συλλογή Βιβλίο του Έξετερ που χρονολογείται από τα τέλη του 10ου αιώνα, ένα από τα τέσσερα σωζόμενα χειρόγραφα παλαιάς αγγλικής ποίησης. Έχει κατηγοριοποιηθεί ως ελεγεία, ένα ποιητικό είδος που συνήθως αποδίδεται σε ορισμένα ποιήματα της παλαιάς αγγλικής λογοτεχνίας, που αντανακλούν τη στωική αντοχή, τον πόνο, τη μοναξιά και τη μελαγχολία.[1]

Ο αφηγητής είναι ένας παλιός ναυτικός, που μέσα από τις αναμνήσεις του παρουσιάζει τη ζωή του. Η αφήγηση χωρίζεται σε δύο μέρη, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Το πρώτο μισό είναι μια περιγραφή της ζωής στη θάλασσα, με τιςδυσκολίες και τις χαρές της. Το δεύτερο μέρος αποτελείται κυρίως από συμβουλές προς τους αναγνώστες, στις οποίες εκφράζει τη στάση που πρέπει να έχει κάποιος απέναντι στον Κύριο, γίνεται δοξολογία προς τον Θεό και τελειώνει με ένα «αμήν» που ενισχύει τον θρησκευτικό χαρακτήρα του. Η διαφορά στο θέμα μεταξύ αυτών των δύο μερών ώθησε ορισμένους μελετητές να θεωρήσουν ότι δεν είχαν τον ίδιο αφηγητή, αλλά το ποίημα γενικά θεωρείται ως ένας ενιαίος μονόλογος στον οποίο οι θλίψεις του πρώτου μέρους αντιπροσωπεύουν ζωντανά τον αλληγορικό χριστιανικό ασκητισμό.[2]

Το ποίημα αναφέρεται συχνά σε σχέση με το ποίημα Ο περιπλανώμενος. Και τα δύο είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοια σε ύφος και περιεχόμενο.

Ο αφηγητής είναι ένας παλιός θαλασσοπόρος που αναπολεί και αξιολογεί τη ζωή που πέρασε πλέοντας στον ανοιχτό ωκεανό, μάλλον σε βόρεια περιοχή γιατί το απέραντο κρύο του περιβάλλοντος αναφέρεται ήδη στην αρχή. Περιγράφει τις φοβερές δυσκολίες της ζωής στη θάλασσα: τα ανήσυχα συναισθήματα, το κρύο, την υγρασία, τον κίνδυνο, την πείνα και τη μοναξιά του θαλάσσιου ταξιδιού, τη φουρτουνιασμένη θάλασσα και τις κακοτράχαλες ακτές σε αντίθεση με τη ζωή στη στεριά όπου οι άνθρωποι περιβάλλονται από συγγενείς και φίλους, απαλλαγμένοι από κινδύνους και με εξασφαλισμένο φαγητό και κρασί. Οι κραυγές των θαλασσινών πουλιών αυξάνουν μόνο την αίσθηση της εγκατάλειψης του ναυτικού και τονίζουν την έλλειψη ζεστής, ανθρώπινης συντροφιάς στη φουρτουνιασμένη περιπλάνησή του στον ωκεανό. [3]

Στη δεύτερη ενότητα του πρώτου μέρους, η αφήγηση αλλάζει τόνο. Από τη θλίψη και τις αντίξοες συνθήκες της θαλασσινής ζωής, ο θαλασσοπόρος αρχίζει να περιγράφει τη λαχτάρα του για τη θάλασσα όταν βρίσκεται στη στεριά. Περιγράφει την αδιαφορία που νιώθει ένας άνθρωπος για τη ζωή στη στεριά, αφού βιώσει τη ζωή του ναυτικού. Ένας άντρας που ταξιδεύει στη θάλασσα δεν επιθυμεί γυναίκες, πλούτη ή άλλες εγκόσμιες απολαύσεις. Πάντα λαχταρά τα άγρια κύματα. Την άνοιξη, όταν τα λουλούδια ανθίζουν και οι κάμποι είναι πράσινοι, η σκέψη του τον παρακινεί να αναχωρήσει για ένα νέο ταξίδι. [4]

Στο σημείο αυτό η αφήγηση αλλάζει και πάλι, αυτή τη φορά όχι στον τόνο, αλλά στο θέμα: παίρνει μια βαθιά θρησκευτική χροιά και καθοδηγεί τον αναγνώστη για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ένας άνθρωπος στον Θεό για να γίνει δεκτός στον Παράδεισο. Ισχυρίζεται ότι «η επίγεια ευτυχία είναι πρόσκαιρη», ότι οι άνθρωποι πρέπει να εναντιωθούν «στον διάβολο με γενναίες πράξεις» και ότι τα επίγεια πλούτη δεν μπορούν να συνοδέψουν τον άνθρωπο στη μετά θάνατον ζωή ούτε μπορούν να ωφελήσουν την ψυχή μετά τον θάνατο. Στους τελευταίους στίχους, ακολουθεί μια σειρά από σκέψεις για τον Θεό, την αιωνιότητα και τον αυτοέλεγχο. Το ποίημα τελειώνει με τη λέξη «Αμήν». [5]

«Τα πόδια μου / από το κρύο, ακινητοποιήθηκαν / σε παγωμένες αλυσίδες, ενώ η καρδιά μου / αναστέναζε από τον πόνο και η πείνα βασάνιζε την ψυχή μου / σε σημείο να με κουράζει τη θάλασσα» (στίχοι 9-12)

«Όπως εγώ, φτωχό και λυπημένο πλάσμα, στην παγωμένη θάλασσα /πέρασα τον χειμώνα στα μονοπάτια της ξενιτιάς/ χωρίς φίλους. Χαλάζι έφερναν οι καταιγίδες /εκείνη την ώρα δεν άκουγα τίποτε άλλο παρά το βουητό της θάλασσας/ και των παγωμένων κυμάτων» (στίχοι 14-19)

«Δεν νοιάζεται για την άρπα, ούτε για πλούτη / ούτε για την αγάπη μιας γυναίκας, ούτε για τις απολαύσεις του κόσμου / ούτε για τίποτε άλλο εκτός από την κίνηση των κυμάτων / γιατί αυτός που τον καλεί η θάλασσα επιθυμεί να είναι εκεί για πάντα» (στίχοι 44-47)

«Είναι τρελός αυτός που δεν φοβάται τον Θεό. Ο θάνατος θα τον συλλάβει. / Ευλογημένος αυτός που ζει με ταπείνωση, σ' αυτόν θα έρθει η χάρη / του Ουρανού» (στίχοι 106-107)

Το ποίημα έχει μεταφραστεί πολλές φορές από μελετητές, ποιητές και άλλους συγγραφείς, με την πρώτη αγγλική μετάφραση από τον Μπέντζαμιν Θορπ το 1842. Μεταξύ 1842 και 2000 έχουν καταγραφεί πάνω από 60 διαφορετικές εκδοχές, σε οκτώ γλώσσες. Μεταξύ αυτών, σημαντική είναι η απόδοση του Αμερικανού ποιητή Έζρα Πάουντ που δημοσιεύθηκε το 1911. Η εκδοχή του διαφέρει από το αρχικό ποίημα ως προς το θέμα και το περιεχόμενο: καταργεί το θρησκευτικό στοιχείο του ποιήματος και αναφέρεται μόνο στους πρώτους 99 στίχους. Ωστόσο, ο Πάουντ μιμείται το ύφος του πρωτοτύπου μέσω της εκτεταμένης χρήσης της παρήχησης, που είναι μια κοινή τεχνική στην αγγλοσαξονική ποίηση. [6]