Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο δολοφόνος του Τόκιο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Δολοφόνος του Τόκιο
(天国と地獄)
Η αυθεντική κινηματογραφική αφίσα
ΣκηνοθεσίαΑκίρα Κουροσάβα[1]
ΠαραγωγήΡιολυόζο Κικουσίμα
ΣενάριοΧιντέο Ογκούνι και Ακίρα Κουροσάβα[2]
ΠρωταγωνιστέςΤοσίρο Μιφούνε, Τατσούγια Νακαντάι[3], Ισάο Κιμούρα[3], Τακάσι Σιμούρα[3], Μινόρου Χιάκι[3], Κιόκο Καγκάγουα, Τσουτόμου Γιαμαζάκι[3], Τακέσι Κάτο, Σουσούμου Φουτζίτα[2], Καματάρι Φουτζιγουάρα[2], Κιν Σουγκάι[2] και Εϊτζίρο Τόνο[2]
ΜουσικήΜασάρου Σάτο
ΦωτογραφίαΑσακάζου Νακάι και Τακάο Σάιτο
ΜοντάζΑκίρα Κουροσάβα
ΔιανομήToho και Netflix
Πρώτη προβολή1963, 1  Μαρτίου 1963 (Ιαπωνία)[4] και 26  Νοεμβρίου 1963 (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής)[4]
Διάρκεια143 λεπτά
ΠροέλευσηΙαπωνία
ΓλώσσαΙαπωνικά
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Δολοφόνος του Τόκιο (Ιαπωνικά: 天国と地獄, Tengoku to Jigoku , που σημαίνει «Παράδεισος και Κόλαση») είναι μια αστυνομική δραματική ταινία Ιαπωνικής παραγωγής του 1963 σε παραγωγή και σκηνοθεσία του Ακίρα Κουροσάβα, και σενάριο των Ριούζο Κικουσίμα, Χιντέο Ογκούνι, Έιχιρο Χισάιτα και Ακίρα Κουροσάβα, βασισμένο χαλαρά στο μυθιστόρημα «Τα Λύτρα του Βασιλιά» (King's Ransom) του Εντ Μακ Μπέιν. Πρωταγωνιστούν οι Τοσίρο Μιφούνε, Γιουτάκα Σάντα, Τάτσουα Νακαντάι, Κιόκο Καγκάβα και ο Τατσούγια Μιχάσι.

Ένα υψηλοβάθμο στέλεχος της βιομηχανίας υποδημάτων National Shoes που ονομάζεται Κίντο Γκόντο βρίσκεται σε μια προσπάθεια να αποκτήσει τον έλεγχο της βιομηχανίας στη οποία εργάζεται βάζοντας σε υποθήκη όλη την περιουσία του. Κατά την συνάντηση του με μερικά στελέχη της βιομηχανίας, ένας από αυτούς θα προτείνει στον Γκόντο η εταιρεία να κατασκευάζει φθηνά, χαμηλής ποιότητας παπούτσια για να υπάρχει μεγαλύτερη κατανάλωση σε αντίθεση με τα ανθεκτικά και υψηλής ποιότητας παπούτσια που παράγονται σήμερα. Ο Γκόντο διαφωνεί καθώς πιστεύει ότι το μακροπρόθεσμο μέλλον της εταιρείας θα εξυπηρετείται καλύτερα από καλοφτιαγμένα παπούτσια με μοντέρνο στιλ, αν και αυτό το σχέδιο δεν είναι δημοφιλές επειδή σημαίνει χαμηλότερα κέρδη βραχυπρόθεσμα.

Μετά την αποχώρηση των στελεχών από το σπίτι του Γκόντο και ακριβώς την στιγμή που πρόκειται να βάλει το σχέδιό του σε εφαρμογή για να αποκτήσει τον έλεγχο της βιομηχανίας, ο Γκόντο λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από κάποιον που ισχυρίζεται ότι απήγαγε τον γιο του, τον Γουν. Ο Γκόντο σοκαρισμένος από αυτό το γεγονός δείχνει να είναι έτοιμος να πληρώσει τα λύτρα που του ζητά ο απαγωγέας, αλλά μόλις κλείνει το τηλέφωνο και κάνει την εμφάνιση του ο γιος του, ο Γκόντο τελικά πιστεύει ότι πρόκειται για μια φάρσα. Ωστόσο, όταν ο φίλος του Γουν, ο Σινίτσι, ο οποίος είναι το παιδί του σοφέρ του Γκόντο, εξαφανίζεται τότε αποκαλύπτεται ότι οι απαγωγείς έκαναν λάθος καθώς απήγαγαν τον γιο του σοφέρ.

Σε ένα άλλο τηλεφώνημα, ο απαγωγέας αποκαλύπτει ότι ανακάλυψε το λάθος του, αλλά εξακολουθεί να απαιτεί τα ίδια λύτρα. Ο Γκόντο αναγκάζεται τώρα να λάβει απόφαση σχετικά με το αν θα πληρώσει τα λύτρα για να σώσει το παιδί του σοφέρ, τον μικρό Σινίτσι ή να ολοκληρώσει την εξαγορά της βιομηχανίας. Μετά από μια μακρά νύχτα στοχασμού, ο Γκόντο ανακοινώνει ότι δεν θα πληρώσει τα λύτρα, εξηγώντας ότι κάτι τέτοιο δεν θα σήμαινε μόνο την απώλεια της θέσης του στην εταιρεία, αλλά θα τον ανάγκαζε να χρεωκόπησει και να θέσει το μέλλον της συζύγου και του γιου του σε διακινδύνευση. Τα σχέδιά του αποδυναμώνουν όταν ο Καβανίσι, στενός συνεργάτης του, ομολογεί ότι οι αντίπαλοι του με τα «φθηνά παπούτσια» γνώριζαν για την απαγωγή και του υποσχέθηκαν μια προαγωγή εάν αναλάβουν αυτοί την βιομηχανία. Τέλος, υπό την πίεση της συζύγου του και του σοφέρ, ο Γκόντο αποφασίζει να πληρώσει τα λύτρα. Σύμφωνα με τις οδηγίες του απαγωγέα, τα χρήματα τοποθετούνται σε δύο μικρούς χαρτοφύλακες και ρίχνονται από ένα τρένο καθώς αυτό κινείται. Ο Σινίτσι αργότερα εντοπίζεται σώος.

Ο Γκόντο αναγκάζεται να αποχωρήσει από την εταιρεία και οι πιστωτές του απαιτούν την εγγύηση αντί του χρέους. Ωστόσο, η ιστορία απαγωγής παίρνει μεγάλη δημοσιότητα, καθιστώντας τον Γκόντο ήρωα, ενώ η National Shoes Company κακολογείται από τον τύπο και μποϊκοτάρεται. Εν τω μεταξύ, η αστυνομία κατορθώνει από μια εξονυχιστική έρευνα να εντοπίσει τελικά το κρησφύγετο όπου κρατήθηκε όμηρος ο μικρός Σινίτσι. Οι δύο συνεργοί του απαγωγέα βρίσκονται εκεί, όμως είναι νεκροί από υπερβολική δόση ηρωίνης. Η αστυνομία υποθέτει ότι ο απαγωγέας σχεδίασε τους θανάτους τους προμηθεύοντάς τους με ανόθευτα ναρκωτικά. Περαιτέρω ενδείξεις οδηγούν στην ταυτότητα του απαγωγέα, ο οποίος είναι ένας μαθητευόμενος γιατρός σε ένα κοντινό νοσοκομείο, αλλά δεν υπάρχουν ισχυρά στοιχεία που να τον συνδέουν με τις δολοφονίες των συνεργών του.

Στο μεταξύ ο επιθεωρητής Τοκούρα, ο οποίος έχει αναλάβει την υπόθεση απαγωγής από την αρχή, στήνει μια παγίδα αρχικά δημοσιοποιώντας μια ψεύτικη ιστορία στις εφημερίδες που υποδηλώνει ότι οι συνεργοί του απαγωγέα είναι ακόμα ζωντανοί και στη συνέχεια πλαστογραφούν ένα σημείωμα στελνόντας το στον απαγωγέα ζητώντας του περισσότερα ναρκωτικά. Αυτό αναγκάζει τον απαγωγέα να ψάξει να βρει εκ νέου μια ποσότητα ηρωίνης, αλλά στη συνέχεια συλλαμβάνεται όταν προσπαθεί να παράσχει μια άλλη θανατηφόρα δόση καθαρής ηρωίνης στους συνεργούς του, αφού προηγούμενος την είχε δοκιμάσει σε μια τοξικομανή που της χορήγησε μεγάλη δόση με αποτέλεσμα να πεθάνει.

Το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων λύτρων ανακτάται, αλλά είναι πολύ αργά για να σώσει την περιουσία του Γκόντο από τη δημοπρασία. Ο απαγωγέας καταδικάζεται σε θανατική ποινή και ζητά να δει τον Γκόντο ενώ βρίσκεται στη φυλακή. Ο Γκόντο αποδέχεται την συνάντηση και αντιμετωπίζει τον απαγωγέα τελικά πρόσωπο με πρόσωπο. Ο Γκόντο του αναφέρει ότι πήγε να δουλέψει για μια αντίπαλη εταιρεία παπουτσιών, κερδίζοντας λιγότερα χρήματα αλλά έχει πλήρη ελευθερία δράσεων στη επιχείρηση του. Ο απαγωγέας στην αρχή δεν υποκρίνεται για τις πράξεις του. Καθώς αποκαλύπτει ότι ένιωθε φθόνο βλέποντας τον Γκόντο και το σπίτι στο λόφο τον οδηγούσε καθημερινά να πραγματοποιήσει το έγκλημα, τα συναισθήματά του αποκτούν σταδιακά τον έλεγχο του και καταλήγει να καταρρέει συναισθηματικά μπροστά στον Γκόντο αφού τελικά αντιμετώπισε την αποτυχία του.

Η ταινία γυρίστηκε στα Toho Studios ενώ τα εξωτερικά γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στη Γιοκοχάμα.[5] Η ταινία περιλαμβάνει μουσική από την ταινία The H-Man (1958).[6]

Ο «Δολοφόνος του Τόκιο» κυκλοφόρησε στην Ιαπωνία την 1η Μαρτίου 1963.[5] Στις Ηνωμένες Πολιτείες η ταινία κυκλοφόρησε από την Toho International με αγγλικούς υπότιτλους στις 26 Νοεμβρίου 1963.[5][6]

Ο Στάνλεϊ Κάουφμαν της The New Republic αφού αναρωτήθηκε γιατί ο Κουροσάβα ήθελε να κάνει τον «Δολοφόνο του Τόκιο», έγραψε: «Για να πω ότι όλα αυτά δεν είναι, ελπίζω, να αποθαρρύνει τον αναγνώστη να δει αυτήν την ταινία. Πολύ το αντίστροφο. Δύο ώρες και είκοσι τρία λεπτά η ωραία ψυχαγωγία δεν είναι ένα κοινό επίτευγμα. Επίσης, από το αρχικό πλάνο (κυριολεκτικά) έως το τελευταίο, ο Κουροσάβα δεν κάνει ποτέ το μικρότερο λάθος ούτε το επιτρέπει σε κανέναν άλλο».[7]

Οι κριτικές ανασκόπησης στην ιστοσελίδα Rotten Tomatoes, δίνουν βαθμολογία θετικής έγκρισης σε ποσοστό 100%, με βάση 78 κριτικές και μέση βαθμολογία 8/10.[8]

  • Galbraith IV, Stuart (1996). The Japanese Filmography: 1900 through 1994. McFarland. ISBN 0-7864-0032-3. 
  1. www.imdb.com/title/tt0057565/. Ανακτήθηκε στις 13  Ιουλίου 2016.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 (Τσεχικά) Česko-Slovenská filmová databáze. 2001.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 www.imdb.com/title/tt0057565/fullcredits. Ανακτήθηκε στις 13  Ιουλίου 2016.
  4. 4,0 4,1 (Αγγλικά) Internet Movie Database. www.imdb.com/title/tt0057565/releaseinfo. Ανακτήθηκε στις 20  Απριλίου 2022.
  5. 5,0 5,1 5,2 Galbraith IV 1996, σελ. 213.
  6. 6,0 6,1 Galbraith IV 1996, σελ. 214.
  7. Kauffmann, Stanley (1968). A world on Film. Delta Books. σελ. 384. 
  8. «Η υποδοχή και οι κριτικές ανασκοπησεις». Rottentomatoes.com. Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2020. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]