Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μούνδος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μούνδος
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Μοῦνδος (Ελληνικά)
Γέννηση5ος αιώνας
Θάνατος536
Αιτία θανάτουπεσών σε μάχη
ΕθνικότηταΓέπιδες
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Ρώμη
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Οικογένεια
ΤέκναMauricius
ΓονείςGiesmus
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςΒυζαντινός στρατός
Πόλεμοι/μάχεςΣτάση του Νίκα και Γοτθικός Πόλεμος 535-554
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΣτρατηγός

Ο Μούνδος (... - 536) ήταν γερμανικής καταγωγής στρατηγός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού Α'.

Καταγωγή και τα πρώτα χρόνια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μούνδος ήταν γιος του Γιέσμου, βασιλιά των Γέπιδων και ανιψιός του επίσης Γέπιδου βασιλειά Τραπστίλα[1]. Η ακριβής ημερομηνία γέννησής του είναι άγνωστη. Ο πατέρας του σκοτώθηκε σε μάχη κατά των Οστρογότθων του Θεοδώριχου το 488, οπότε δέχτηκε πρόταση από τον τελευταίο να συμμαχήσουν, κάτι που έκανε. Παρέμεινε στην Ιταλία ως το θάνατο του Θεοδώριχου το 526 και κατόπιν επέστρεψε στην πατρίδα του.

Στον Βυζαντινό στρατό

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 529 ο Μούνδος έστειλε πρεσβευτές στον Ιουστινιανό διαβεβαιώνοντάς τον για την πίστη του σε αυτόν. Ο αυτοκράτορας τον δέχθηκε και τον διόρισε στρατηγό της Ιλλυρίας και της στρατιάς του Δούναβη[1][2]. Στα επόμενα δύο χρόνια ο Μούνδος απέτρεψε πολλαπλές επιχειρήσεις των Σλάβων και των Βουλγάρων, στέλνοντας στην Κωνσταντινούπολη πολλά λάφυρα[3]. Το 531 ο Μούνδος αντικατέστησε προσωρινά το Βελισάριο στην ανατολή μετά την αποτυχία του τελευταίου στη Μάχη της Καλλίνικου, αλλά μάλλον δεν ταξίδεψε ποτέ προς τα κει. Τον Ιανουάριο του 532 επέστρεψε στη θέση του στην Ιλλυρία, αλλά τον ίδιο μήνα βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη με σώμα Έρουλων μισθοφόρων, όταν ξέσπασε η Στάση του Νίκα. Ο Μούνδος που ήταν πάντα πιστός στον Ιουστινιανό και ο Βελισάριος ήταν υπεύθυνοι για τη σφαγή των υποστηρικτών του Υπάτιου στον Ιππόδρομο της Πόλης[4] .

Ο Μούνδος παρέμεινε στην Ιλλυρία και, όταν ο Ιουστινιανός προσπάθησε να ανακαταλάβει την Ιταλία από τους Γότθους το 535, έστειλε το στρατό του στη Δαλματία, ενώσω ο Βελισάριος επιτίθεντο στη Σικελία από θάλασσας[5]. Ο Μούνδος νίκησε τους Γότθους και πήρε τη Σαλώνα[6], αλλά οι Γότθοι επανήλθαν στις αρχές του επόμενου έτους. Σε μια μάχη κοντά στη Σαλώνα, ο γιος του Μούνδου ο Μαυρίκιος περικυκλώθηκε από μεγαλύτερη δύναμη των Γότθων και σκοτώθηκε. Εξαγριωμένος για το θάνατο του γιου του, ο Μούνδος οδήγησε το στρατό του σε νέα νίκη έναντι των εχθρών, αν και τραυματίστηκε θανάσιμα κυνηγώντας τους[7].


  1. 1,0 1,1 Theophanes, 6032
  2. John Malalas, 450-451
  3. Marcellinus Comes, AD 530
  4. Procopius, De Bello Persico, I.XXIV.42-52
  5. Procopius, De Bello Gothico, I.V.12-4
  6. Procopius, De Bello Gothico, I.V.11
  7. Procopius, De Bello Gothico, I.VII