Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μακρύρρυγχη έχιδνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μακρύρρυγχη έχιδνα
Το είδος Zaglossus bruijni
Το είδος Zaglossus bruijni
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Υποσυνομοταξία: Σπονδυλωτά (Vertebrata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Μονοτρήματα (Monotremata)
Οικογένεια: Ταχυγλωσσίδες (Tachyglossidae)
Γένος: Ακανθόγλωσσος
(Zaglossus)
Gill, 1877

Συνώνυμα
  • Acanthoglossus, Gervais, 1877
  • Bruynia, Dubois, 1882
  • Proechidna, Dubois, 1884
  • Prozaglossus, Kerbert, 1913

Η μακρύρρυγχη έχιδνα ή ακανθόγλωσσος[1] (λατινική-επιστημονική ονομασία Zaglossus) είναι το ένα από τα δύο επιζώντα γένη της οικογένειας «πρωτόγονων» θηλαστικών ταχυγλωσσίδες ή «έχιδνες», που είναι αγκαθωτά ζώα παρόμοια με σκαντζόχοιρο (δεν έχουν σχέση με το φίδι έχιδνα). Υπάρχουν τρία επιζώντα είδη και ένα εξαφανισμένο. Το εξαφανισμένο είδος ζούσε στην Αυστραλία, ενώ και τα τρία ζώντα είδη ζουν μόνο στη μεγάλη νήσο Νέα Γουινέα. Οι έχιδνες και ο πλατύποδας είναι τα μοναδικά θηλαστικά που γεννούν αβγά.[2]

  • Γεωγραφική κατανομή: Τα ορεινά δάση των επαρχιών Δυτική Παπούα και Παπούα της Ινδονησιακής Νέας Γουινέας
  • Κατάσταση διατηρήσεως: κρισίμως κινδυνεύον

Αυτό το είδος είναι γνωστό από ένα απολιθωμένο κρανίο μήκους 65 cm.

Γενικές πληροφορίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μακρύρρυγχη έχιδνα είναι μεγαλύτερη από τη βραχύρρυγχη έχιδνα και έχει λιγότερα και βραχύτερα αγκάθια, διάσπαρτα ανάμεσα στις σκληρές της τρίχες. Το ρύγχος έχει μήκος ίσο με τα δύο τρίτα του μήκους της κεφαλής και κάμπτεται ελαφρώς προς τα κάτω. Τόσο τα εμπρόσθια όσο και τα πίσω πόδια έχουν από πέντε δάκτυλα το καθένα, αλλά στα πίσω πόδια μόνο τα τρία μεσαία δάκτυλα έχουν νύχια. Είναι κυρίως νυκτόβιο ζώο, που αναζητεί την τροφή του στο στρώμα φύλλων στο έδαφος του δάσους, τρώγοντας έντομα και σκουλήκια. Κοιμούνται σε φωλιές και συχνά βρίσκονται μέσα σε λαγούμια.[3] Λίγα είναι γνωστά για τον τρόπο ζωής αυτού του σπανίως παρατηρούμενου ζώου, αλλά πιστεύεται πως είναι παρόμοιος με εκείνον της βραχύρύρρυγχης έχιδνας. Ο πληθυσμός των εχιδνών στη Νέα Γουινέα μειώνεται εξαιτίας της αποδασώσεως και του κυνηγιού τους από τον άνθρωπο, οπότε το γένος χρειάζεται προστασία.

Σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2015 αναφέρεται ότι το γένος επέδειξε στην αιχμαλωσία προτίμηση στη χρήση δεξιού ή αριστερού ποδιού κατά την εκτέλεση κινήσεων διατροφής, περπατήματος και αλληλεπιδράσεων μεταξύ των δύο φύλων. Υπάρχουν δηλαδή «δεξιόχειρες» και «αριστερόχειρες» έχιδνες, ή καλύτερα «αριστεροπόδαρες» και «δεξιοπόδαρες». Αυτό το εύρημα υποδεικνύει ότι αυτή η προτίμηση δεξιού ή αριστερού στα θηλαστικά αποτελεί μια κοινή από την εξελικτική αρχή τάση στα θηλαστικά αντί για τάση που δημιουργήθηκε αρκετές φορές στα διάφορα σημερινά θηλαστικά.[4]


  1. Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμ. 3, σελ. 229
  2. Werneburg, I.; Sánchez-Villagra, M.R. (Ιανουάριος 2011). «The early development of the echidna, Tachyglossus aculeatus (Mammalia: Monotremata), and patterns of mammalian development». Acta Zoologica 92: 75-88. doi:10.1111/j.1463-6395.2009.00447.x. 
  3. Opiang, M.D. (Απρίλιος 2009). «Home ranges, movement, and den use in long-beaked echidnas, Zaglossus bartoni, from Papua New Guinea». Journal of Mammalogy 90 (2): 340-346. doi:10.1644/08-MAMM-A-108.1. https://archive.org/details/sim_journal-of-mammalogy_2009-04_90_2/page/340. 
  4. Giljov, Andrey (30 October 2015). «First record of limb preferences in monotremes (Zaglossus spp.)». Australian Journal of Zoology 63 (5): 320–323. doi:10.1071/ZO15043. http://www.publish.csiro.au/zo/ZO15043. 

908