Λέγκχορν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λέγκχορν (Leghorn)
Λιβόρνο (Livorno)
Λιβορνέζε (Livornese)
Λευκές Λέγκχορν κόκορας και κότα.
Λευκές Λέγκχορν κόκορας και κότα.
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordota)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Ορνιθόμορφα (Galliformes)
Οικογένεια: Φασιανίδες (Phasianidae)
Χαρακτηριστικά

Επιστημονική ονομασία: G. gallus

Χρήση:           Ωοτόκος
Απαλό Φτερό: Ελαφρύ
Βάρος αρσενικού: 2,4–2,7 κιλά
Βάρος θηλυκού: 2,0–2,3 κιλά
Χρώμα δέρματος: Κίτρινο
Χρώμα αυγών: Λευκό
Λοφίο: Μονό ή Ροζ
Τύπος: Κοτόπουλο
Λατινική ονομασία: Gallus gallus domesticus
(Linnaeus, 1758)

Η Λέγκχορν (UK /lɛˈɡɔrn/, /lɨˈɡɔːn/ ή US /ˈlɛɡərn/, ιταλικά: Λιβόρνο (Livorno) ή Λιβορνέζε (Livornese)), είναι μια φυλή οικιακών ορνίθων με καταγωγή την Τοσκάνη, στην κεντρική Ιταλία. Τα πουλιά αρχικά εξήχθησαν το 1828, στη Βόρεια Αμερική από το λιμάνι της πόλης του Λιβόρνο,[1] στη δυτική ακτή της Τοσκάνης. Αρχικά ονομαζόταν «Ιταλικές» (ενν. όρνιθες), αλλά από το 1865 η φυλή είναι γνωστή ως «Λέγκχορν», παραδοσιακά «αγγλοποιημένος» όρος για το «Λιβόρνο». Η φυλή εισήχθη για πρώτη φορά στη Βρετανία από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1870.[2] Οι λευκές Λέγκχορν χρησιμοποιούνται σε πολλές χώρες του κόσμου, συνήθως ως ωοτόκες κότες. Άλλες ποικιλίες της Λέγκχορν είναι λιγότερο συχνές.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προέλευση της Λέγκχορν δεν είναι σαφής, αλλά φαίνεται να προέρχεται από ελαφριές φυλές με καταγωγή την αγροτική Τοσκάνη. Το όνομα προέρχεται από το Λέγκχορν, την παραδοσιακή αγγλοποίηση του Λιβόρνο, του λιμένα της Τοσκάνης από τα οποία τα πρώτα πτηνά είχαν εξαχθεί προς τη Βόρεια Αμερική. Η ημερομηνία των πρώτων εξαγωγών, αναφέρεται ποικιλοτρόπως, ως το 1828,[1] "περί το 1830"[3] και το 1852.[4] Αρχικά ονομαζόταν «Ιταλικές», αλλά το 1865, αναφέρθηκαν για πρώτη φορά ως "λέγκχορν" στο Γούστερ (Μασαχουσέτη) (Worcester, Massachusetts).[5]

Η φυλή συμπεριλήφθηκε το 1874, στο Αμερικανικό Πρότυπο (=Κώδικα) Τελειοποίησης (American Standard of Perfection), τμήμα της Αμερικανικής Ένωσης Πτηνοτροφίας (American Poultry Association) σε τρία χρώματα: μαύρη, λευκή και καφέ (ανοικτόχρωμη και σκουρόχρωμη ράτσα). Η ράτσα με το ανοιχτό ροζ λοφίο και η σκούρα καφέ προστέθηκαν το 1883 και η λευκή με το ροζ λοφίο το 1886. Η κιτρινο-μπέζ με μονό το λοφίο και η αργυρόχρωμη ακολούθησαν το 1894 και η κόκκινη, κόκκινη με τη μαύρη-ουρά και της Κολομβίας (Columbian) το 1929. Το 1981 προστέθηκαν η μαύρη με το ροζ λοφίο, η κιτρινο-μπέζ, η αργυρόχρωμη και η χρυσή νησσοπτέρυγη (duckwing).[4]

Η φυλή εισήχθη για πρώτη φορά στη Βρετανία από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1870 και από εκεί, επανεξήχθει στην Ιταλία.[1] Οι λευκές Λέγκχορν που είχαν κερδίσει το πρώτο βραβείο στο 1868 σε σόου στη Νέα Υόρκη εισήχθησαν στη Μεγάλη Βρετανία το 1870 και καφέ Λέγκχορν από το 1872. Οι ράτσα Πάιλ Λέγκχορν (Pyle Leghorns) πρωτοεκτράφηκε στη Βρετανία, τη δεκαετία του 1880, οι χρυσές και αργυρόχρωμες νησσοπτέρυγες δημιουργήθηκαν εκεί μερικά χρόνια αργότερα, από διασταυρώσεις με την Ιαπωνική Φοίνιξ (Japanese Phoenix) ή την Γιοκοχάμα (Yokohama (chicken). Οι κιτρινο-μπέζ Λέγκχορν εθεάθησαν για πρώτη φορά στη Δανία το 1885 και στην Αγγλία το 1888.[6]

Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λευκή Λέγκχορν όρνιθα.

Στην Ιταλία, όπου είναι πρόσφατα το Πρότυπο Αναπαραγωγής της φυλής Λέγκχορν, αναγνωρίζονται δέκα ποικιλίες χρώματος.[1] Υπάρχει ξεχωριστός Ιταλικός Κώδικας για τη γερμανική ποικιλία Λέγκχορν, η Ιταλιάνα (Italiana) (γερμανικά: Italiener).[1] Η Fédération française des volailles (η γαλλική ομοσπονδία των πουλερικών) χωρίζει τη φυλή σε τέσσερις τύπους: την αμερικανική λευκή, την αγγλική λευκή, την παλαιού τύπου (χρυσή-σωμόν) και τη σύγχρονου τύπου, για τις οποίες απαριθμούνται 17 παραλλαγές χρώματος στα πλήρους/κανονικού μεγέθους πουλιά και 14 για τα μικρού μεγέθους-μινιατούρες (bantams). Επίσης, αναγνωρίζει την Κρημ-Λέγκμπαρ (Cream Legbar).[7] η οποία ανήκει στις λεγόμενες ποικιλίες αυτόματου προσδιορισμού φύλου (autosexing). Τόσο η Αμερικανική Ένωση Πτηνοτροφίας (American Poultry Association (APA)), όσο και η Αμερικανική Ένωση Παραγωγής Μικρόσωμων Ορνίθων (American Bantam Association (ABA)) αναγνωρίζουν μια σειρά από Λέγκχορν, συμπεριλαμβανομένων των ποικιλιών λευκής, κόκκινης, κόκκινης με τη μαύρη-ουρά, ανοιχτής καφέ, σκούρας καφέ, μαύρης, κιτρινο-μπέζ, Κολομβιανής, κιτρινο-μπέζ Κολομβιανής, ραβδωτής και αργυρόχρωμης. Στη Βρετανία, η Λέσχη Λέγκχορν, αναγνωρίζει 18 χρώματα: χρυσή νησσοπτέρυγη, αργυρόχρωμη νησσοπτέρυγη, με το χρώμα πέρδικας, καφέ, κιτρινο-μπέζ, παρδαλή ασπρόμαυρη (exchequer), Κολομβιανή, πάιλ (pyle), λευκή, μαύρη, μπλε, πιτσιλωτή, με το χρώμα κούκου, μπλε-κόκκινη, με το χρώμα λεβάντας, κόκκινη, με ραβδωτή ουρά (crele) και κιτρινο-μπέζ Κολομβιανή.[2] Οι περισσότερες Λέγκχορν έχουν μονό λοφίο, αυτές με το ροζ λοφίο επιτρέπονται σε ορισμένες χώρες, αλλά όχι στην Ιταλία. Τα πόδια είναι φωτεινά κίτρινα και οι λοβοί τους λευκοί.[1]

Το Ιταλικό πρότυπο δίνει εύρος βάρους 2,4-2,7 κιλά (5,3 έως 6,0 λίβρες) για τους πετεινούς και 2,0-2,3 κιλά (04,04 - 05,01 λίβρες) για τις πουλάδες.[1] Σύμφωνα με το Βρετανικό πρότυπο, οι πλήρως αναπτυγμένοι πετεινοί Λέγκχορν, ζυγίζουν 3,4 κιλά (7,5 λίβρες), οι πουλάδες 2,5 κιλά, τα πετεινάρια ζυγίζουν 2,7-2,95 κιλά και τα θηλυκά κοτόπουλα 2-2,25 κιλά, για τις Λέγκορν-μινιατούρες το μέγιστο βάρος είναι 1020 γραμμάρια για τους πετεινούς και 910 γραμμάρια για τις πουλάδες.[2]

Τα αυγά είναι λευκά και ζυγίζουν τουλάχιστον 55 γραμμάρια. Το μέγεθος του δαχτυλιδιού είναι 18 χιλιοστά για τους πετεινούς, 16 χιλιοστά για τις πουλάδες.[1][7]

Μεταχείριση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι όρνιθες Λέγκχορν είναι καλές ωοτόκες λευκών αυγών, με μέσο όρο τα 280 αυγά ανά έτος και που ορισμένες φορές φθάνουν τα 300-320.[1] Έχουν καλή αναλογία ποσότητας τροφής / αυγό, χρειάζονται δε περίπου 125 γραμμάρια ζωοτροφών ανά ημέρα. Οι Λέγκχορν, σπανίως εμφανίζουν επιμονή στην επώαση (broodiness) (δηλαδή να κάθονται συνέχεια πάνω στα αυγά και να μη γεννούν νέα), οπότε είναι κατάλληλες για αδιάλειπτη ωοτοκία. Η Λέγκχορν είναι μια ελαφριά φυλή που ωριμάζει γρήγορα και δεν θεωρείται βιώσιμος παραγωγός κρέατος. Οι Λέγκχορν είναι ενεργές και αποτελεσματικές συλλέκτριες. Συνήθως αποφεύγουν την ανθρώπινη επαφή και τείνουν να είναι νευρικές και ιδιότροπες.

Λόγω της μεγάλης παραγωγικότητάς τους σε αυγά, προτιμώνται από τα εργαστήρια για εμβρυϊκές και βιολογικές ορνιθολογικές έρευνες.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 1,8 Atlante delle razze di Polli - Razze italiane: Livorno Accessed December 2011. (in Italian) "Atlas of chicken breeds - Italian breeds: Livorno".
  2. 2,0 2,1 2,2 Standards The Leghorn Club. Accessed December 2011.
  3. Crawford, RD (1990) Poultry breeding and genetics Amsterdam; New York: Elsevier. ISBN 978-0-444-88557-9 p.46
  4. 4,0 4,1 Leghorn Chicken American Livestock Breeds Conservancy, 1993–2009. Accessed December 2011.
  5. Background On The Brown Leghorn Chicken American Brown Leghorn Club, 1998-2004. Accessed December 2011.
  6. Wright, Lewis; Sidney Herbert Lewer [1911?] Wright's book of poultry, revised and edited in accordance with the latest poultry club standards London; New York; Toronto; Melbourne: Cassell. pp.411–422
  7. 7,0 7,1 Liste des races et variétés de Gallinacés et Palmipèdes domestiques et diamètres des bagues en mm Fédération française des volailles. Accessed December 2011. (in French) "List of races and varieties of gallinaceous and web-footed poultry with ring diameters in mm"

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Leghorn chicken της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).