Κορνέλις Σχουτ
Κορνέλις Σχουτ | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Cornelis Schut (Ολλανδικά) |
Γέννηση | 13 Μαΐου 1597[1][2][3] Αμβέρσα |
Θάνατος | 29 Απριλίου 1655[1][2][3] Αμβέρσα |
Χώρα πολιτογράφησης | Κάτω Χώρες των Αψβούργων |
Ιδιότητα | ζωγράφος[4], χαράκτης[4], καλλιτέχνης γραφικών τεχνών[4] και εικαστικός καλλιτέχνης[5] |
Συγγενείς | Cornelis Schut the Younger (ανιψιός) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Κορνέλις Σχουτ (φλαμανδικά: Cornelis Schut (13 Μαΐου 1597, Αμβέρσα – 29 Απριλίου 1655, Αμβέρσα) ήταν Φλαμανδός ζωγράφος, σχεδιαστής, χαράκτης και σχεδιαστής ταπισερί, ο οποίος ειδικευόταν σε θρησκευτικές και μυθολογικές απεικονίσεις. Υποθέτουμε ότι εκπαιδεύτηκε από τον Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς και χειρίστηκε θέματα της Αντιμεταρρύθμισης σε ύφος ύστερου μπαρόκ. Ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα διαμονής στην Ιταλία εργάστηκε κατά κύριο λόγο στην Αμβέρσα, όπου ήταν ένας από τους κορυφαίους ζωγράφους του πρώτου ημίσεος του 17ου αιώνα.[6]
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κορνέλις Σχουτ γεννήθηκε στην Αμβέρσα, γιος του Βίλλεμ Σχουτ και της Σουζάννα Σχερνίλλα. Δεν υπάρχει τεκμηρίωση σχετικά με την καλλιτεχνική του εκπαίδευση. Πρωτοαναφέρεται ως μαθητής του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς από τον ιστορικό του 18ου αιώνα Γιάκομπ Κάμπο Βάιερμαν (Jacob Campo Weyerman). Αν και η επιστημονική συνάφεια των πηγών του Βάιερμαν είναι αμφισβητούμενη, και σήμερα υποθέτουμε ότι ο Σχουτ ήταν μαθητής του Ρούμπενς, καθώς ο Ρούμπενς είχε εξαιρεθεί από την υποχρέωση να καταγράφει τους μαθητές του στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά της Αμβέρσας. Λόγω του ότι τα πρώιμα έργα του Σχουτ έχουν παρόμοιο ύφος με του κορυφαίου ζωγράφου της Αμβέρσας Άμπραχαμ Γιάνσσενς, πιθανόν να υφίσταται μια σχέση μεταξύ του εργαστηρίου του Γιάνσσενς και του Σχου, αν και δεν αποδεικνύεται ότι ήταν μαθητής του Γιάνσσενς.[6] Ο Σχουτ έγινε "Δάσκαλος" στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά το 1618.[7]
Λίγο μετά το 1618 ο Σχουτ αναχώρησε για την Ιταλία. Ενώ βρισκόταν στη Ρώμη, έγινε ένα από τα ιδρυτικά μέλη των Bentvueghels, μιας οργάνωσης Φλαμανδών και Ολλανδών ζωγράφων που εργάζονταν στη Ρώμη. Όπως συνηθιζόταν στην οργάνωση, κάθε μέλος λάμβανε ένα προσωνύμιο και στον Σχουτ δόθηκε το προσωνύμιο Broodzak (σε ελεύθερη απόδοση "ψωμοσάκουλο").
Από τις 13 Ιανουαρίου 1627 ξεκίνησε να εργάζεται σε νωπογραφίες στη βίλα "Casino Pescatore" στο Φρασκάτι, την οποία κατείχε ο Τζόρτζιο Πεσκατόρι (γνωστός και ως Πίτερ ντε Φίσχερε, Pieter de Vischere), ευκατάστατος Ιταλός τραπεζίτης και πάτρονας, φλαμανδικής καταγωγής. Στο έργο αυτό συνεργάστηκε με τον Ολλανδό καλλιτέχνη, επίσης μέλος της Bentvueghels Τάιμαιν Άρεντς Κραχτ (Tyman Arentsz. Cracht).[7] Η παραγγελία αυτή ήταν ζωτικής σημασίας για τη σταδιοδρομία του Σχουτ στην Ιταλία, καθώς ο Πεσκατόρι ήταν πλούσιος και με επιρροή και ιδιαίτερα πρόθυμος να βοηθήσει τους συμπατριώτες του στην Ιταλία. Ένας ακόμη επιφανής πάτρονας στη Ρώμη ήταν ο Ιταλός τραπεζίτης και συλλέκτης Βιντσέντσο Τζουστινιάνι (Vincenzo Giustiniani), ο οποίος παράγγειλε δόυ μεγάλες θρησκευτικές συνθέσεις για λογαριασμό του (σήμερα βρίσκονται στη μονή της Αγίας Τριάδας της Καν). Η πατρονία αυτή δείχνει καθαρά το κύρος που είχε ο Σχουτ στη Ρώμη. Είλκυσε, επίσης, το ενδιαφέρον του νεαρού Νικολά Πουσέν, ο οποίος τότε διέμενε στη Ρώμη, στην κατοικία του Φλαμανδού γλύπτη Φρανσουά Ντυκενουά (François Duquesnoy). Τα πρώιμα έργα του Πουσέν έχουν δανειστεί μοτίβα από τα έργα του Σχουτ που είχε φτιάξει για τον Τζουστινιάνι.[6]
Τα σχέδια του Σχουτ στη Ρώμη διακόπηκαν όταν στις 16 Σεπτεμβρίου 1627 φυλακίστηκε για τον φόνο συναδέλφου του, ονόματι Τζούστο. Ο χρόνος φυλάκισής του ήταν μικρός, καθώς στις 2 Οκτωβρίου αφέθηκε ελεύθερος χάρη στην παρέμβαση της Ακαδημίας του Αγίου Λουκά, της συντεχνίας ζωγράφων της Ρώμης. Στη συνέχεια έφυγε από τη Ρώμη και την περίοδο 1627-28 καταγράφεται στη Φλωρεντία.[6] Είναι γνωστό ότι σχεδίασε ταπισερί για την "Arazzeria Medicea", το σημαντικότερο εργαστήριο ταπισερί στη χώρα, που είχε ιδρυθεί το 1546 από τον Μέγα Δούκα Κόζιμο Α΄ των Μεδίκων.[8]
Έκτοτε οι κινήσεις του παραμένουν ασαφείς. Επανεμφανίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1631 στην Αμβέρσα, όταν εμφανίστηκε ενώπιον ενός γραμματέως για να κανονίσει τα του γάμου του. Στις 7 Οκτωβρίου 1631 ο Σχουτ νυμφεύτηκε την Καταρίνα Γκέισινς (Catharina Gheenssins), η οποία προερχόταν από ευκατάστατη οικογένεια. Η σύζυγός του απεβίωσε στις 29 Σεπτεμβρίου 1637, αφήνοντάς τον με τρία παιδιά, από τα οποία τα δύο απεβίωσαν σε μικρή ηλικία. Ο καλλιτέχνης νυμφεύτηκε εκ νέου το επόμενο έτος με την Αναστάσια Σκέλλιερς (Anastasia Scelliers), με την οποία απέκτησαν δύο γιους και δύο θυγατέρες.[9]
Ο Σχουτ ήταν επιτυχημένος καλλιτέχνης όταν επέστρεψε στην Αμβέρσα, όπου φιλοτέχνησε κυρίως εικόνες για Αγία Τράπεζα για λογαριασμό ναών. Ζωγράφιζε σε ύφος μπαρόκ, το οποίο ήταν δημοφιλές στη Φλάνδρα εκείνη την εποχή. Ιδιαίτερα η ικανότητά του να δημιουργεί διακοσμήσεις σε οροφές στο μνημειακό ιταλικό ύφος, με τον χαρακτηριστικό ψευδαισθησιακό χαρακτήρα, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης ανάμεσα στους πάτρονες της πατρίδας του. Παράδιγμα τέτοιου έργου είναι Η Κοίμηση της Θεοτόκου στον καθεδρικό ναό της Αμβέρσας.[6]
Ο Σχουτ διαδραμάτισε πρωταρχικό ρόλο στο πρόγραμμα διακόσμησης της πόλης με την ευκαιρία της θριαμβευτικής εισόδου του Καρδιναλίου - Ινφάντη Φερδινάνδου το 1635 τόσο στην Αμβέρσα όσο και στη Γάνδη. Επικεφαλής της όλης προσπάθειας ήταν ο Ρούμπενς. Ο Σχουτ συνεργάστηκε με τους Γκασπάρ ντε Κράγιερ, Νίκολας Ρόοσε, Γιαν Στάντιους και Τέοντοορ Ρομπάουτς στο πρόγραμμα αυτό.[7] Το κυβερνητικό συμβούλιο της Γάνδης παράγγειλς στον Σχουτ τη σχεδίαση και την εγχάραξη όλων των διακοσμήσεων που είχαν γίνει για τη θριαμβευτική είσοδο του ηγεμόνα στην πόλη. Ο Σχουτ παρέδωσε περισσότερα από 100 χαρακτικά με βάση αυτή την παραγγελία.[9]
Το 1643 οι επικεφαλής της πολιτοφυλακής της Αμβέρσας διοργάνωσαν διαγωνισμό για μια νέα εικόνα για την Αγία Τράπεζα για το παρεκκλήσιο της πολιτοφυλακής στον καθεδρικό της πόλης. Ο Σχουτ και ο Τόμας Βιλλερμπόιτς Μπόσχερτ προσκλήθηκαν να υποβάλουν από ένα έργο με θέμα το μαρτύριο του Αγίου Γεωργίου. Εκτέθηκαν και τα δύο έργα και τελικά μια ομάδα έξι κριτών, από τους οποίους είχε επιλέξει τρεις κάθε καλλιτέχνης, έκρινε υπέρ του έργου του Σχουτ.[9]
Ο Σχουτ απεβίωσε στην Αμβέρσα στις 29 Απριλίου 1655, λίγο μετά τον θάνατο και της δεύτερης συζύγου του.[9] Μαθητές του είχαν διατελέσει οι Αμπρόσιους ΙΙ Χαστ, Γιαν Μπάπτιστ φαν ντεν Κερκχόφεν, Φίλιπ Φλόιχελς, Χανς Βίτντουκ και ο εξάδελφός του Κορνέλις Σχουτ ΙΙΙ.[7][8]
Έργο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γενικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Σχουτ ήταν ευέλικτος καλλιτέχνης που φιλοτέχνησε ελαιογραφίες, νωπογραφίες, χαρακτικά και "χαρτόνια" για ταπισερί. Κατά κύριο λόγο ζωγράφιζε ιστορικά θέματα από τη Βίβλο και τη μυθολογία.
Τα πρώτα του έργα εμφανίζουν την επιρροή του Άμπραχαμ Γιάνσσενς. Κατά τη διαμονή του στη Ρώμη, το 1624, και στη Φλωρεντία, το 1627, υιοθέτησε στοιχεία του ανώτερου μπαρόκ, στο ύφος των Πιέτρο ντα Κορτόνα, Γκουερτσίνο και των κλασικιστικών τάσεων που εισήχθησαν από τον Ντομενικίνο και τον Γκουίντο Ρένι. Το ύφος αυτό χαρακτηρίζεται, ανάμεσα στα άλλα, από ισχυρή αίσθηση ζωντάνιας και πάθους, στην οποία το φως και το χρώμα διαδραματίζουν σημαντικότατο ρόλο. Στοιχεία του ύστερου μανιερισμού είναι, επίσης, εμφανή. Το ύφος του Σχουτ, το οποίο χαρακτηρίζεται από ισχυρή "συμπύκνωση" (με την έννοια της απεικόνισης του αντικειμένου σαν να είναι πιο κοντά απ' ότι φαίνεται εμφανίζοντας μικρότερη απόσταση και βάθος), ισχυρές αντιθέσεις φωτός και ακραίες εκφράσεις προσώπων έχει κάποια συγγένεια με το έργο του Φεντερίκο Μπαρότσι, ο οποίος είχε σημαντική συμβολή στην εξέλιξη της ζωγραφικής σε στυλ μπαρόκ.[8] Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο έργο που ξεκίνησε στην Αμβέρσα περίπου το 1630 (ή και λίγο νωρίτερα), όπου το ύφος του Μπαρότσι είναι αναγνωρίσιμο στα εφέ του χώρου, στις ασταθείς και υποβλητικές μορφές και στις απαστράπτουσες απεικονίσεις του φωτός. Το Μαρτύριο του Αγίου Γεωργίου, που φιλοτέχνησε το 1643 για τον "διαγωνισμό" με τον Μπόσχερτ μοιάζει αρκετά με το έργο του Μπαρότσι Το Μαρτύριο του Αγίου Βιτάλις.[6] Το ύφος του Σχουτ ελάχιστα μεταβλήθηκε στη συνέχεια της σταδιοδρομίας του, με εξαίρεση τα χρώματά του, που έγιναν λιγότερο ζωηρά, και τις πινελιές του, που έγιναν πιο χαλαρές.[8]
Εκτός από ορισμένα μοτίβα και συνθετικές διατάξεις, το έργο του Σχουτ εμφανίζει μικρή υφολογική ομοιότητα με αυτό του Ρούμπενς. Η ικανότητα του Σχουτ να ερμηνεύει τα θέματα της Αντιμεταρρύθμισης οδήγησε σε πολλές παραγγελίες για εικόνες Αγίας Τράπεζας για εκκλησίες και μονές στην Αμβέρσα, στις Βρυξέλλες, στη Γάνδη, στη Μπρυζ και στην Κολωνία.[8]
Ο Σχουτ δημιούργησε μερικά πολύ επινοητικά σχέδια μυθολογικών και αλληγορικών θεμάτων στα "χαρτόνια" για τις Επτά Ελεύθερες Τέχνες, μια σειρά από ταπισερί.[8] Τη σειρά αποτελούσαν οκτώ ταπισερί, επτά αφιερωμένες ανά μία σε κάθε Τέχνη συν μία που απεικόνιζε τη συνδυασμένη αποθέωσή τους. Όλες μαζί οι ταπισερί μπορούν να ερμηνευθούν ως αλληγορία του πολέμου και της ειρήνης. Παράδειγμα ταπισερί αυτής της σειράς είναι Η αλληγορία της Μουσικής (σήμερα στο Μουσείο Ερμιτάζ) Στο κέντρο του ανώτερου περιθωρίου αυτής της ταπισερί υπάρχει ένα διακοσμητικό πλαίσιο με την επιγραφή Artes Deprifit bellum agvibus sustinatus (ο πόλεμος συνθλίβει τις τέχνες που τον υποστηρίζουν), το οποίο έχει επίσης σχεδιάσει ο Σχουτ. Από τα "χαρτόνια" αυτά έγιναν επανειλημμένες υφάνσεις ταπισερί στη Μπρυζ μεταξύ 1655-1675.[10] Υφάνθηκαν, επίσης, και σε εργαστήρια των Βρυξελλών.[11]
Συνεργασίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως συνηθιζόταν στην Αμβέρσα του 17ου αιώνα, ο Σχουτ συχνά συνεργαζόταν με άλλους εξειδικευμένους καλλιτέχνες. Προσέθετε μορφές σε έργα ζωγράφων που απεικόνιζαν εσωτερικά εκκλησιών, όπως του Πίτερ Νέιφς του πρεσβύτερου. Συνεργάστηκε, επίσης, με ζωγράφους ανθέων, όπως ο Ντάνιελ Σέγκερς και ο Φρανς Άικενς σε συνθέσεις με μορφή γιρλάντας, δηλ. συνθέσεις τύπου νεκρής φύσης, που επινοήθηκαν στην Αμβέρσα, και πρώτος που δημιούργησε παρόμοια έργα ήταν ο Γιαν Μπρίγκελ ο πρεσβύτερος. Σ' αυτές συνήθως απεικονίζεται μια γιρλάντα από λουλούδια γύρω από μια αναθηματική εικόνα ή ένα πορτρέτο. Αποτελούσαν συνήθως προϊόν συνεργασίας μεταξύ ενός ζωγράφου ανθέων κι ενός ζωγράφου μορφών.[12] Παράδειγμα συνεργασίας του Σχουτ με τον Άικενς είναι η σύνθεση Η γέννηση του κόκκινου ρόδου (σήμερα στο Κρατικό Μουσείο του Σβέριν, σύνθεση στην οποία οι μορφές στο κέντρο είναι ζωγραφισμένες από τον Σχουτ και η γιρλάντα με τα λουλούδια ζωγραφισμένη από τον Φρανς Άικενς.
Τα έργα του έγιναν χαρακτικά από κορυφαίους χαράκτες της Αμβέρσας, όπως οι Χανς Βίτντουκ, Βενσέσλαος Χόλλαρ και Λούκας Φόστερμαν, αν και ο ίδιος ήταν επιδέξιος χαράκτης.[9] Ο Κορνέλις έφτιαχνε χαρακτικά με βάση τα δικά του έργα. Για παράδειγμα, δημιούργησε μια σειρά χαρακτικών με θέμα τις ελεύθερες Τέχνες, όπως είχε κάνει για τα χαρτόνια των ταπισερί. Δημιούργησε, επίσης, πολλά μικρά διακοσμητικά χαρακτικά γυμνών παιδιών (αποκαλούνται putti).[13]
Συλλογές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Έργα του Σχουτ βρίσκονται στο Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών της Αμβέρσας, στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης (Νέα Υόρκη) και στο Μουσείο Τέχνης της Εσθονίας στο Τάλιν.[14][15]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 (Ολλανδικά) RKDartists. rkd
.nl /explore /artists /71410. Ανακτήθηκε στις 23 Αυγούστου 2017. - ↑ 2,0 2,1 «Benezit Dictionary of Artists» (Αγγλικά) Oxford University Press. 2006. B00165789. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017. ISBN-13 978-0-19-977378-7.
- ↑ 3,0 3,1 (Αγγλικά) SNAC. w6rv1f58. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 The Fine Art Archive. cs
.isabart .org /person /165353. Ανακτήθηκε στις 1 Απριλίου 2021. - ↑ www
.museabrugge .be /collection /work /id /2014 _GRO1321 _III. Ανακτήθηκε στις 24 Μαΐου 2024. - ↑ 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 Hans Vlieghe, Cornells Schut in Italy Αρχειοθετήθηκε 2016-01-28 στο Wayback Machine., in Hoogsteder & Hoogsteder, 11 May 2010
- ↑ 7,0 7,1 7,2 7,3 Cornelis Schut[νεκρός σύνδεσμος] at The Netherlands Institute for Art History. (Ολλανδικά)
- ↑ 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 Hans Vlieghe. "Schut, Cornelis, I." Grove Art Online. Oxford Art Online. Oxford University Press. Web. 3 Dec. 2013.
- ↑ 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 Frans Jozef Peter Van den Branden, Geschiedenis der Antwerpsche schilderschool, Antwerpen, 1883, p. 757-765 (Ολλανδικά)
- ↑ Thomas P. Campbell, Pascal-François Bertrand, Jeri Bapasola, Tapestry in the Baroque: Threads of Splendor, Metropolitan Museum of Art (New York, N.Y.), Metropolitan Museum of Art, 2007, p. 210-214
- ↑ Tapestry: The Music at the Hermitage
- ↑ Ursula Härting, Review of Susan Merriam, Seventeenth-Century Flemish Garland Paintings. Still Life, Vision and the Devotional Image
- ↑ Art Gallery of South Australia, Julie Robinson, The age of Rubens & Rembrandt: old master prints from the Art Gallery of South Australia ; Dutch and Flemish etchings, engravings and woodcuts from the sixteenth and seventeenth centuries, Art Gallery Board of South Australia, 1993, p. 37
- ↑ Cornelis Schut in the Metropolitan Museum of Art
- ↑ Cornelis Schut in the Art Museum of Estonia
Περαιτέρω ανάγνωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Vlieghe, Hans (1998). Flemish Art and Architecture, 1585-1700. Pelican History of Art. New Haven: Yale University Press. ISBN 0-300-07038-1
- Hairs M.-L., Dans le sillage de Rubens: les peintres d'histoire anversois au XVIIe siècle, Bibliothèque de la Faculté de philosophie et lettres de l'Université de Liège. Publications exceptionnelles. 4, 1977