Μετάβαση στο περιεχόμενο

Καταλανικός μοντερνισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο καταλανικός μοντερνισμός (καταλανικά: modernisme) υπήρξε κοινωνικο-πολιτισμικό κίνημα της Καταλονία μεταξύ των τελών του 19ου αιώνα και της δεκαετίας του 1920. Οδήγησε στον εκσυγχρονισμό της Καταλονίας και στην πολιτισμική ένταξή της στην ευρύτερη ευρωπαϊκή κουλτούρα και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ισπανία όπου ως κίνημα δεν είχε αντίκρυσμα.[1] Εκφράστηκε σε όλες τις τέχνες αλλά έδωσε τους σημαντικότερους καρπούς του στην αρχιτεκτονική με τα έργα των Αντόνι Γκαουδί, του Λιουίς Ντομένεκ ι Μουντανέ και του Ζοζέπ Πουτς ι Καδαφάλκ που άλλαξαν άρδην το αστικό τοπίο των καταλανικών πόλεων. Στη λογοτεχνία κύριος εκπρόσωπός του υπήρξε ο Ζοάν Μαραγάλ ενώ στη ζωγραφική οι Σαντιάγο Ρουζινιόλ και Ραμόν Κάσας. Οι μοντερνιστές καλλιτέχνες της Βαρκελώνης συγκεντρώθηκαν γύρω από την μπυραρία Els Quatre Gats και το περιοδικό L'Avenç. Με την πάροδο του χρόνου ενσωμάτωσε διάφορες ιδέες και προσέλκυσε άτομα από τον χώρο του αριστερού αστικού και κοσμοπολιτικού καταλανισμού· διάδοχο ρεύμα θεωρείται αυτό του πιο κλασικιστικού νοουσεντίσμε.

Η Κάζα Μπατλιό του Αντόνι Γκαουδί

Θεωρείται συμβολικά πως ο καταλανικός μοντερνισμός ξεκινάει το 1888 με τη Διεθνή Έκθεση Βαρκελώνης αν και ορισμένοι εντοπίζουν μοντερνιστικά στοιχεία ήδη στην Επαρχιακή Σχολή Αρχιτεκτονικής που ιδρύθηκε το 1871 στην πόλη. Η κατεδάφιση των τειχών της και η νέα διάθεση ανανέωσης και επέκτασης του πολεοδομικού ιστού της πρωτεύουσας μα και των υπόλοιπων καταλανικών πόλεων από την παντοδύναμη καταλανική αστική τάξη με την οικοδόμηση της Bαρκελωνικής Eπέκτασης (Eixample) αποτέλεσαν το σκηνικό που επέτρεψε την εφαρμογή των νέων τάσεων στην αρχιτεκτονική και τις διακοσμητικές τέχνες. Αυτές οι νέες τάσεις παρουσιάστηκαν ταυτόχρονα σε πόλεις που βρίσκονταν στην περιφέρεια των κύριων καλλιτεχνικών εκφάνσεων της Ευρώπης όπως η Βιέννη, η Γλασκώβη και οι Βρυξέλλες.[2]

Η Βαρκελώνη των τελών του 19ου αιώνα μεταμορφώθηκε σε μία εκ των σημαντικότερων μητροπόλεων της νότιας Ευρώπης γνωρίζοντας πρωτοφανή άνθηση σε πολιτισμικό επίπεδο. Η Καταλανική Αναγέννηση και η ίδρυση πολλών βιβλιοπωλείων, εκδοτικών οίκων, έντυπων και πολιτικών και πολιτισμικών θεσμών και οργανώσεων έφεραν ένα κλίμα διανοητικού αναβρασμού από το οποίο προέκυψε η αμφισβήτηση των παραδοσιακών ιδεών περί πολιτικής και τέχνης. Σύμφωνα με τον θεωρητικό και αρχιτέκτονα Λιουίς Ντομένεκ ι Μουντανέ, το ζήτημα ήταν η ανάδειξη μιας νέας σύγχρονης εθνικής αρχιτεκτονικής με ξεκάθαρο εκλεκτιστικό προσανατολισμό αλλά και που θα εμπνέεται από την ιστορική καταλανική αρχιτεκτονική όπως τον καταλανικό γοτθικό ρυθμό. Τέτοια δείγματα είναι τα πρώτα κτίρια του αρχιτέκτονα όπως η σημερινή έδρα του Ιδρύματος Τάπιες και η Αψίδα του Θριάμβου του Ζοζέπ Μπιλασέκα.[3]

Η οικονομική άνθηση μετά την Διεθνή Έκθεση Βαρκελώνης είδε τους κύριους μοντερνιστές αρχιτέκτονες να πραγματοποιούν τα πρώτα τους έργα. Ο Αντόνι Γκαουδί, ο Ζοζέπ Πουτς ι Καδαφάλκ εφάρμοσαν τις νέες ιδέες τους σε σπίτια Καταλανών αστών. Κατά τα πρώτα έτη του 20ού αιώνα η δραστηριότητά τους επεκτάθηκε στα δημόσια κτίρια με γνωστότερο το Μέγαρο Καταλανικής Μουσικής από τον Λιουίς Ντομένεκ ενώ ο Σέζαρ Μαρτινέλ εφάρμοσε τον μοντερνισμό σε αγροτικά σπίτια της κομάρκας του Γκαράφ στην Ταραγόνα. Το 1906 από τη στήλη του στην εφημερίδα La Veu de Catalunya ο Εουζένι δ' Ορς προέβαλε το νέο καλλιτεχνικό κίνημα του νοουσεντίσμε που μείωσε το ρυθμό δόμησης μοντερνιστικών οικοδομημάτων και ώθησε τους μαθητές των πρώτων μοντερνιστών αρχιτεκτόνων όπως ο Ζοζέπ Μαρία Ζουζόλ να απεμπολύσουν στοιχεία από ιστορικά αρχιτεκτονικά ρεύματα και να αφεθούν σε μια πιο ελεύθερη διαμόρφωση των έργων τους.[2]

Ο καταλανικός μοντερνισμός έσβησε τη δεκαετία του 1930 παράλληλα με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό. Σημειωτέον είναι να αναφερθεί ότι μετά τη Βαρκελώνη, η πόλη με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση μοντερνιστικών κτιρίων είναι η Μελίγια λόγω της εκεί δραστηριοποίησης του Καταλανού αρχιτέκτονα Ενρίκ Νιέτο ι Νιέτο.

Σύμφωνα με τον Ζοάν Φουστέρ ο μοντερνισμός μετέτρεψε την καταλανική λογοτεχνία της περιόδου της Αναγέννησης από επαρχιακή και συντηρητική σε σύγχρονη και εθνική. Κύριος στόχος των νέων λογοτεχνών ήταν η ρήξη με το παρελθόν και τις αξίες της Αναγέννησης διαμέσου της ενσωμάτωσης στην καταλανική λογοτεχνία χαρακτηριστικών της ευρωπαϊκής και δη της γαλλικής λογοτεχνίας.[3] Οι νέοι λογοτέχνες, συγκεντρωμένοι γύρω από το περιοδικό L'Avenç υιοθέτησαν επίσης μια νέα ενοποιημένη μορφή της καταλανικής γλώσσας. Μεταξύ των μελών της πρώτης μοντερνιστικής πρωτοπορίας σχηματίστηκαν κυρίως δύο ρεύματα, του ατομικισμού και της απόρριψης της κοινωνίας με αναφορές τον Νίτσε και τον Ίμπσεν και της κοινωνικής δράσης και ενεργητικότητας. Τα άρθρα του Σαντιάγο Ρουζινιόλ και η ποίηση του Ζοάν Μαραγάλ θεωρούνται οι κύριοι εκπρόσωποι των δύο διαφονούντων κατευθύσεων που παρά ταύτα σύγκλιναν στην αναγκαιότητα του εξευρωπαϊσμού της κοινωνίας.[3]

Το επόμενο περιοδικό που συγκέντρωσε τους μοντερνιστές λογοτέχνες ήταν το Catalònia το οποίο διαδέχθηκε το El Poble Català σηματοδοτώντας την ενσωμάτωση του μοντερνισμού στον καταλανικό εθνικισμό[3] και τη σύμπλευσή του με αριστερές πολιτικές ιδέες Τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα του ρεύματος εκδόθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα και συμπεριλαμβάνουν το Els sots feréstecs του Ραμόν Καζέλιες και το Solitud της Μπίκτορ Καταλά. Στην ποίηση η μορφή του Ζοάν Μαραγάλ θεωρείται μία από τις σημαντικότερες της καταλανικής λογοτεχνίας.

  1. Fusi, Juan Pablo (2007), «La Cultura» στο Fusi et. aliis, La España del siglo XX. Marcial Pons, Μαδρίτη. σελ. 553.
  2. 2,0 2,1 «Arquitectura modernista. Culturcat. Generalitat de Catalunya». www.gencat.cat. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουλίου 2016. [νεκρός σύνδεσμος]
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 «El modernisme. Culturcat. Generalitat de Catalunya». www.gencat.cat. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουλίου 2016.