Καταλανικός εθνικισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η ιστορική σημαία του βασιλιά της Αραγόνας και κόμη της Βαρκελώνης, παραδοσιακό σύμβολο της Καταλονίας και του καταλανικού εθνικισμού

Ο καταλανικός εθνικισμός ή καταλανισμός (καταλανικά: nacionalisme català ή catalanisme) είναι ένα εθνικιστικό ρεύμα που έχει ως πυρήνα του την υπεράσπιση και ανάδειξη της πολιτικής, ιστορικής και πολιτισμικής ιδιαιτερότητας του καταλανικού έθνους. Λόγω του γεγονότος ότι αντιπροσωπεύει ένα έθνος δίχως κράτος συμπλέει με τους υπόλοιπους «εθνικισμούς δίχως κράτος» όπως αυτόν της Σκωτίας και του Κεμπέκ.[1] Γεννήθηκε στις παραδοσιακές καταλανικές επαρχίες τον 19ο αιώνα γύρω από την αναγέννηση των καταλανικών γραμμάτων· η εξέλιξή του σε κύριο πολιτικό ρεύμα της Καταλονίας στα τέλη του αιώνα με αφορμή την κρίση που προκλήθηκε στην Ισπανία μετά την ήττα της στον Ισπανοαμερικανικό πόλεμο του 1898 οδήγησε τα καταλανιστικά κόμματα να προωθήσουν σταδιακά διάφορες θέσεις τόσο υπέρ της αυτοδιοίκησης και της αυτονόμισης όσο και υπέρ της ανεξαρτητοποίησης της Καταλονίας. Μια σημαντική καταλανιστική τάση είναι ο πανκαταλανισμός, που προωθεί την ενότητα των λεγόμενων Καταλανικών Χωρών, των περιοχών της Ευρώπης με παραδοσιακό καταλανικό, κυρίως γλωσσικό, χαρακτήρα.

Ιστορική εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορική ταυτότητα των Καταλανών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε γενικές γραμμές η Καταλονία χαίρει ιδιαίτερα αναγνωρισμένης ταυτότητας ήδη από τον 12ο αιώνα. Η πρώτη αναφορά του εθνικού επιθέτου «Καταλανός» εντοπίζεται στο χρονικό του πρώτου τρίτου του ίδιου αιώνα γνωστού ως Liber Maiorichinus ('Μαγιορκινό βιβλίο'), που περιγράφει την κοινή εκστρατεία του κόμη της Βαρκελώνης Ραϋμούνδου Βερεγγάριου Γ΄ και της Πίζας εναντίον της μαυριτανικής Μαγιόρκα.[2] Διαμέσου των αιώνων οι Καταλανοί θεωρούντο σταθερά μια ξεχωριστή εθνική ομάδα της δυτικής Μεσογείου· η αναγνωρισιμότητά τους άρχισε να φθίνει μετά την ενσωμάτωση του Στέμματος της Αραγόνας στην Ισπανική Μοναρχία του Καρόλου Ε΄, και της απομόνωσής τους λόγω της κυριαρχίας της γειτονικής Καστίλης σε όλους τους τομείς της οικονομικής και πολιτισμικής σφαίρας. Οι κύριες συγκρούσεις με τις συγκεντρωτικές τάσεις του κέντρου της Ιβηρικής όπως ο πόλεμος των Θεριστών (1640-1652) και ο πόλεμος της Ισπανικής Διαδοχής (1701-1715) που επέφερε την απαγόρευση των παραδοσιακών καταλανικών νόμων και την επιβολή αυτών της Καστίλης θεωρούνται δείγματα της διατήρησης του διακριτού χαρακτήρα της Καταλονίας, που μέχρι το 1715 διοικείτο ανεξάρτητα από τη Ζενεραλιτάτ.

Με την έλευση του φιλελευθερισμού και το πρώτο σύνταγμα της Ισπανίας το 1812 στην εθνοσυνέλευση του Κάδιθ, καταλανοί και βαλενθιανοί βουλευτές αντέδρασαν στα σχέδια περί της εφαρμογής γεωγραφικών κριτηρίων στη διάταξη των νέων επαρχιών, υποστηρίζοντας τη διαίρεση βάσει γλωσσικών και ιστορικών κριτηρίων,[3] κάνοντας αναφορά στους «λαούς με κοινά έθιμα και γλώσσα».[4] Η οριστική διαίρεση του Χαβιέρ δε Μπούργος το 1833 απεμπόλησε την ιστορικιστική ορολογία (π.χ. βασίλειο, κομητεία) και χώρισε την ισπανική επικράτεια βάσει επαρχιών που παρότι σέβονταν μερικώς την ιστορική ταυτότητα των περιοχών της χώρας, δεν διατηρούσαν καμία οργανική σχέση με αυτή.[4] Η Καταλονία επομένως χωρίσθηκε στις τέσσερις σημερινές επαρχίες της δίχως να υφίσταται επίσημα ουδεμία αναφορά ούτε στο εθνικό του όνομα μα ούτε και στα κοινά δεσμά τους.

Τα επόμενα συντάγματα διατήρησαν την αναγκαστική νομική ομοιογένεια για το σύνολο των ισπανικών εδαφών. Θεωρείται ότι οι Καρλικοί Πόλεμοι, που είχαν ως εστία και την αγροτική ενδοχώρα της Καταλονίας, υπήρξαν εν μέρει μια αντίδραση των ιστορικών περιοχών εναντίον του φιλελεύθερου κράτους και του συγκεντρωτισμού.[4] Ο καταλανισμός ωστόσο θα γεννάτο μέσα σε διαφορετικά πλαίσια και κυρίως μετά την αποτυχία της ομοσπονδιακής Πρώτης Ισπανικής Δημοκρατίας· στις συζητήσεις γύρω από το ομοσπονδιακό σύνταγμα του 1873 η υποστήριξη των καταλανών βουλευτών στην αναγνώριση της ιδιαιτερότητας της Καταλονίας υπήρξε σταθερή.[5] Παρά ταύτα, το σύνταγμα του 1876 επανέφερε την αυτούσια την προϊούσα επαρχιακή δομή και το νέο καθεστώς της Παλινόρθωσης.

Τα πρώτα βήματα του καταλανισμού: η πολιτισμική αναγέννηση και τα πρώτα κόμματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα μέσα του 19ου αιώνα η λογοτεχνική αναγέννηση της καταλανικής γλώσσας συνετέλεσε στη δημιουργία ενός ρομαντικού εθνικιστικού ρεύματος που έθεσε υπό αμφισβήτηση την κυρίαρχη άποψη των πολιτικών του ισπανικού κράτους περί της ύπαρξης ενός ενιαίου ισπανικού έθνους. Ο καταλανικός εθνικισμός, ένα κίνημα που αποτελεί αυθεντικό προϊόν της εποχής του και που δύσκολα μπορεί να αναχθεί σε παρελθόντα κινήματα στην Καταλονία (π.χ. Καρλισμός),[6] βασιζόμενος στον προαναφερθέντα διακριτό χαρακτήρα της Καταλονίας ως ιστορικής εθνότητας τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα στα πλαίσια ενός εκ των πραγμάτων πολυεθνικού Ισπανικού Βασιλείου, ξεκίνησε την πορεία διεκδίκησης αρχικά της πολιτικής αυτονομίας. Πράγματι, οι πρώτοι καταλανιστές δεν ήταν υπέρμαχοι της ανεξαρτητοποίησης των τεσσάρων παραδοσιακών καταλανικών επαρχιών παρά υποστήριζαν είτε τη μεταβολή του συγκεντρωτικού φιλελεύθερου ισπανικού κράτους σε ομοσπονδιακό είτε την παροχή αυξημένων αρμοδιοτήτων στις καταλανικές επαρχίες.

Κύριος υποστηρικτής της ομοσπονδιοποίησης της Ισπανίας υπήρξε ο Μπαλεντί Αλμιράλ. Το 1869 έκδοσε την εφημερίδα Estado Catalán ('Καταλανικό Κράτος') στα ισπανικά αλλά η σταδιακή του ροπή προς τον καταλανισμό άρχισε να γίνεται ξεκάθαρη όταν δέκα χρόνια αργότερα ήταν υπεύθυνος για την έκδοση της πρώτης καθημερινής εφημερίδας πλήρως γραμμένη στα καταλανικά, το Diari Català.[7] Ο ίδιος υπήρξε διευθυντής του Καταλανικού Κέντρου της Μαδρίτης, θεσμού που εξέφραζε τα συμφέροντα της καταλανικής αστικής τάξης η οποία εκείνη την εποχή μαχόταν για την επιβολή προστατευτικών μέτρων υπέρ της καταλανικής βιομηχανίας υφασμάτων και την προστασία του καταλανικού ιδιωτικού δικαίου, του μοναδικού καταλανικού νομικού κώδικα που είχε διατηρηθεί σε ισχύ μέχρι τότε.[8] Ο Αλμιράλ προήδρευσε επίσης το πρώτο Καταλανανιστικό Συνέδριο το 1880, έτους που σημαδοτεί τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος των καταλανιστών διανοουμένων, για πρώτη φορά, στο ζήτημα της κανονικοποίησης της γλώσσας.[6] Το δεύτερο Καταλανιστικό Συνέδριο του 1883 όρισε οι καταλανικές πολιτισμικές οργανώσεις και τα μέλη τους να παύσουν να υποστηρίζουν τις καταλανικές οργανώσεις που είχαν την έδρα τους στη Μαδρίτη.[7] Τον Ιανουάριο του 1885 έλαβε χώρα η πρώτη έμπρακτη διαμαρτυρία των καταλανιστικών κύκλων της Βαρκελώνης, με την απόδοση στον βασιλιά Αλφόνσο ΙΒ΄ της Αναφοράς των Προσβολών εναντίον της Καταλονίας,[7] έργο επίσης του Μπαλεντί Αλμιράλ όπως και το πρώτο μεγάλο πολιτικό μανιφέστο του καταλανικού εθνικισμού και ιδιαιτερότητας, το Lo catalanisme (1886). Αμέσως ιδρύθηκαν τα πρώτα καταλανιστικά κόμματα: η Λίγκα της Καταλονίας το 1887 και η Καταλανιστική Ένωση το 1891, που συνέταξε τις «Βάσεις της Μανρέζα», το έτερο κείμενο-σταθμός στην εξέλιξη του καταλανισμού μαζί με το Comprendi de doctrica catalanista ('Σύνοψη του δόγματος του καταλανισμού') του πολιτικού Ενρίκ Πρατ ντε λα Ρίβα.[8] Στην αντίπαλη μεριά, οι ισπανοί πολιτικοί της Παλινόρθωσης, έχοντας ως βασικό τους μέλημα τη διατήρηση της «πολιτικής ενότητας του ισπανικού έθνους», τίθεντο κάθετα εναντίων οποιασδήποτε μεταβολής της περιφερειακής ή κρατικής δομής της Ισπανίας.[5]

Η αστερόεσα καταλανική σημαία, εμπνευσμένη από την αντίστοιχη κουβανική, σύμβολο της ιδέας μια ανεξάρτητης Καταλονίας

Η ισπανική «καταστροφή του 1898»: ο καταλανισμός στο πρώτο τρίτο του 20ού αιώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σταθμός στην πρώτη άνοδο του πολιτικού καταλανισμού θεωρείται η ισπανική ήττα στον Ισπανοαμερικανικό πόλεμο του 1898, με τα μέλη της καταλανικής διασποράς στην Κούβα να ριζοσπαστικοποιούνται υιοθετώντας τον καταλανικό εθνικισμό. Προϊόν του συγχρωτισμού με τους κουβανούς υπήρξε η estelada, η έναστρη καταλανική σημαία που έκτοτε συνδέθηκε με την ιδέα μιας ανεξάρτητης Καταλονίας.

Το σημαντικότερο καταλανιστικό κόμμα των αρχών του 20ού αιώνα ήταν η Λίγα Ρεζιοναλίστα (Lliga Regionalista) που ιδρύθηκε το 1901 με τη συγχώνευση του Τοπικιστική Ένωσης και μελών της Καταλανιστικής Ένωσης. Από το 1903 κι έπειτα εξελίχθηκε στο κατεξοχήν δεξιό, φιλομοναρχικό κόμμα των καταλανών αστών που υιοθετούσε ωστόσο καταλανιστικές θέσεις. Το 1907 ηγήθηκε της Καταλανικής Αλληλεγγύης, μιας συνεργασίας όλων των καταλανιστικών κομμάτων που υπό τον πρόεδρο της Λίγα, Ενρίκ Πρατ ντε λα Ρϊβα. Κύριος αντίπαλος του πολιτικού καταλανισμού ήταν το ρεπουμπλικανικό κόμμα του ισπανού εθνικιστή και καταλανού Αντόνι Λερούξ. Μέσα σε αυτό το πολιτικό κλίμα, ο Πρατ ντε λα Ρίβα εξέδοσε ένα νέο καταλανιστικό έργο, το La nacionalitat catalana ('Η καταλανική εθνότητα'), που εισήγαγε την ιδέα της συμφωνίας μεταξύ του ισπανικού κράτους και της Καταλονίας εν μέσω μια «συνεννόησης των ιβηρικών λαών από τη Λισαβόνα μέχρι τον Ροδανό».[9]

Η Κοινοπολιτεία της Καταλονίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πιέσεις των καταλανιστών επέφεραν τη δημιουργία της Κοινοπολιτεία της Καταλονίας (Mancomunitat de Catalunya) το 1914, πρόεδρος της οποίας ψηφίσθηκε ο Πρατ ντε λα Ρίβα. Η ίδρυσή της ως απλής ομοσπονδίας των τεσσάρων επαρχιακών συμβουλίων της Καταλονίας σήμανε για πρώτη φορά μετά το 1714 της ύπαρξης ενός επίσημου κρατικού οργανισμού με το όνομα «Καταλονία».[10]

Η οικονομική ευμάρεια της Καταλονίας και η μη συμμετοχή των πολιτικών της στις κυβερνήσεις της Μαδρίτης συνέβαλαν στην αποξένωση μεγάλου μέρους των πολιτικών της ελίτ που από τη δεκαετία του 1920 άρχισαν να υιοθετούν θέσεις ανεξαρτητοποίησής τους από την Ισπανία και να ιδρύουν καταλανιστικά κόμματα όπως την Καταλανική Δράση και το Καταλανικό Κράτος του Φρανσέσκ Μασιά. Ο καταλανισμός της εποχής ήταν ένα κίνημα που λάμβανε την υποστήριξη των μεσαίων καταλανικών στρωμάτων της Βαρκελώνης και των ελίτ των λοιπών επαρχιακών καταλανικών πόλεων. Ειδικότερα στην πρωτεύουσα, η έντονη πολιτικοποίηση των εργατικών μαζών γύρω από σοσιαλιστικά και αναρχικά κόμματα και συνδικάτα, δυσκόλεψε την εξάπλωσή του στις κατώτερες τάξεις, τα μέλη των οποίων σε μεγάλο βαθμό ήταν ανδαλουσιανοί οικονομικοί μετανάστες.[11]

Ο καταλανιστής συνταγματάρχης και πολιτικός, Φρανσέσκ Μασιά

Η Ένωση των Επαρχιών της Καταλονίας υπήρξε θύμα της δικτατορίας του Μιγέλ Πρίμο δε Ριβέρα μεταξύ 1923 και 1930. Μέλη της Λίγα Ρεζιοναλίστα όπως ο πρόεδρός της Φρανσέσκ Καμπό υποστήριξαν τον δικτάτορα λόγω του φόβου τους περί γιγάντωσης των αριστερών εργατικών κινημάτων και του αναρχισμού. Εντούτοις, είναι αλήθεια ότι ως κόμμα εκπροσώπευε σε μεγάλο βαθμό την ιδέα της ρήξης με το παλαιό ολιγαρχικό σύστημα και την ανανέωση της πολιτικής ζωής της Ισπανίας, μια τάση που έκαναν δική τους και πολλοί στρατιωτικοί όπως ο ίδιος ο δικτάτορας.[12] Παρά τις παραπάνω κοινές τους θέσεις, η δικτατορία σήμανε την πρώτη μεγάλη πολιτική καταπίεση του καταλανισμού. Η Καταλανική Δράση και το Καταλανικό Κράτος εξαφανίστηκαν από το πολιτικό προσκήνιο ενώ η καταλανική εκκλησία, μέχρι τότε ένα ιδιαίτερα ενεργό σώμα διατήρησης της γλώσσας και της καταλανικής ταυτότητας, αναγκάστηκε να αποδεχθεί τον εθνικό ύμνο της Ισπανίας κατά τη διάρκεια της μετάληψης.[13] Το 1926, ο Φρανσέσκ Μασιά συνελήφθη από τη γαλλική αστυνομία στα σύνορα με την Ισπανία όταν προσπάθησε να εισέρθει στην Καταλονία ηγούμενος μιας μικρής στρατιωτικής δύναμης. Αυτό το συμβάν τον ανέδειξε σε κύρια προσωπικότητα του ακραίου καταλανισμού.

Η έλευση της Β΄ Ισπανικής Δημοκρατίας το 1931 έδωσε χώρο έκφρασης στον καταλανισμό, επιτρέποντας την επανασύσταση της Ζενεραλιτάτ της Καταλονίας το 1931 και της ψήφισης του Καθεστώτος Αυτονομίας της Νούρια το επόμενο έτος. Οι δύο πρόεδροί της, Φρανσέσκ Μασιά και Λιουίς Κονπάνς, και μαζί τους το σύνολο των καταλανιστών πολιτικών που εντάχθηκαν στο νεοσύστατο κόμμα της Ρεπουμπλικανικής Αριστεράς της Καταλονίας, βρέθηκαν εκ νέου απομονωμένοι από τα ισπανικά πολιτικά κόμματα· η άνοδος της ισπανικής δεξιάς στην κυβέρνηση της Δημοκρατίας το 1933 επέφερε την αποτυχημένη ανακήρυξη του Καταλανικού Κράτους από τον Κονπάνς και το πάγωμα της αυτονομίας μέχρι το 1936. Τότε, η νίκη του Λαϊκού Μετώπου επανέφεραν σε λειτουργία τις καταλανικές δομές οι οποίες παύθηκαν με την ήττα των δημοκρατικών δυνάμεων στον Ισπανικό Εμφύλιο που ακολούθησε.

Η δικτατορία του στρατηγού Φράνκο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η νίκη των ισπανών εθνικιστών και η δικτατορία του στρατηγού Φρανθίσκο Φράνκο (1939-1974) εξαφάνισε από το προσκήνιο οποιαδήποτε έκφραση του καταλανισμού. Οι καταλανιστές ηγέτες διατήρησαν την υψηλή καταλανική κουλτούρα στην εξορία, μαζί με την ιδεολογία και τους σκοπούς γύρω από μια μελλοντική ελεύθερη Καταλονία.[1] Στο εσωτερικό, τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας και οι καθάρσεις των καταλανιστών έφερε ένα ισχυρό πλήγμα στο κίνημα. Εντούτοις, από τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα, ο καταλανισμός αναζωπυρώθηκε κυρίως λόγω της καταπίεσης της καταλανικής ταυτότητας από το καθεστώς, οδηγώντας πολλούς Καταλανούς σε ανοικτή, αν και περιορισμένη, αντίσταση εναντίον του κράτους.[14] Το Ινστιτούτο Καταλανικών Μελετών αναδιοργανώθηκε το 1942 από τον Ζοζέπ Πουτς ι Καδαφάλκ[15] και λειτούργησε παράνομα μέχρι το 1975. Η σταδιακή φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος επέτρεψε την ύπαρξη καταλανιστικών πολιτικών και πολιτισμικών οργανισμών (Ómnium Cultural από το 1964).[15] Στον πολιτικό τομέα, η Συνέλευση της Καταλονίας (Assemblea de Catalunya, μεταξύ 1971 και 1977) αναδείχθηκε σε πρωταρχικό σώμα για την έκφραση του πολιτικού καταλανισμού μέσω της υποστήριξης της επαναφοράς του Καθεστώτος Αυτονομίας του 1932.[16] Προηγουμένως, ο βαλενθιανός διανοούμενος Ζοάν Φουστέρ είχε εκδόσει το πρώτο κείμενο που συνδύαζε τον καταλανικό εθνικισμό με την έννοια της ενοποίησης και αυτονόμησης των Καταλανικών Χωρών, δημιουργώντας τον πανκαταλανισμό, μια τάση που υιοθετήθηκε από αρκετούς καταλανούς εθνικιστές. Στο πανεπιστήμιο λειτούργησαν τα συνδικάτα Εθνικό Μέτωπο της Καταλονίας (Front Nacional de Catalunya) και Εθνική Ομοσπονδία Φοιτητών της Καταλονίας (Federació Nacional d'Estudiants de Catalunya) που συνδύαζαν την εναντίωσή τους στον έλεγχο του πανεπιστημίου από τη δικτατορία με καταλανιστικά αιτήματα όπως την ίδρυση τμημάτων καταλανικού πολιτισμού και γλώσσας.[17] Τα εθνικιστικά φοιτητικά κινήματα ωστόσο εξοβελίστηκαν μετά τον Μάη του '68 κάτω από την κατηγορία του «αστικού».[16]

Οι Καταλανικές Χώρες, το σύνολο των εδαφών με σαφή γλωσσική καταλανική ταυτότητα

Σημαντικό ρόλο στη διάσωση της καταλανικής κουλτούρας και της διατήρησης της επαφής των λαϊκών μαζών με τη γλώσσα έπαιξε στη δεκαετία του 1960 το μουσικό ρεύμα Nova Cançó ('Νέο Τραγούδι'). Για πρώτη φορά τότε μεγάλο μέρος των κατοίκων καταλανόφωνων περιοχών αντιλήφθηκε τη γλωσσική και πολιτισμική ενότητα που τις χαρακτηρίζει[16] ενώ καλλιτέχνες όπως ο Λιουίς Λιακ υιοθέτησαν εθνικιστικές θέσεις.

Η επαναφορά της δημοκρατίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ισπανική μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία είδε την ανασύσταση της Ζενεραλιτάτ με πρόεδρο τον Ζοζέπ Ταραδέλιας. Το αίτημα για νέο καθεστώς αυτονομίας για την Καταλονία είχε υποστηριχθεί στην εθνική επέτειο της 11 Σεπτεμβρίου του 1977 από μια μαζική διαδήλωση ενός εκατομμυρίου ατόμων, που σηματοδοτεί τη μετατροπή του καταλανισμού από ένα κίνημα των ελίτ σε ένα κίνημα όπου συμμετέχουν πλέον και οι λαϊκές μάζες.[18] Μεγάλη κατάκτηση του πολιτικού καταλανισμού και της καταλανικής εθνικής κοινότητας θεωρείται η ενσωμάτωση μεγάλου μέρους των απογόνων του δεύτερου κύμματος οικονομικών μεταναστών από την Ανδαλουσία και την Εξτρεμαδούρα, γεγονός που αποδίδεται τόσο στη σταδιακή διεύρυνση του πολιτικού του φάσματος προς τα αριστερά όσο και στις πολιτικές κοινωνικής συνοχής και αλφαβητισμού στα καταλανικά της Ζενεραλιτάτ και των καταλανιστικών κομμάτων, που σε καμία περίπτωση δεν προώθησαν έναν φυλετικό εθνικισμό όπως οι βάσκοι εθνικιστές.[19]

Ο πολιτικός καταλανισμός έκτοτε εκφράστηκε σε τρεις κυρίαρχες τάσεις: την ομοσπονδιακή, με κύριο εκπρόσωπο το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Καταλονίας, την ακραίως εθνικιστική της Ρεπουμπλικανικής Αριστεράς και την υποστήριξη της σταδιακής εξέλιξης και διεύρυνσης της αυτονομίας που ορίζει το ισπανικό κράτος, από τη φιλελεύθερη και χριστιανοδημοκρατική Σύγκλιση και Ένωση. Πάγια πολιτικά αιτήματα των καταλανιστών την περίοδο αυτή υπήρξαν η αναγνώριση της Καταλονίας ως έθνος από το ισπανικό κράτος και η απονομή ενός ειδικού καθεστώτος δημοσιονομικής πολιτικής για την περιφέρεια με την ίδρυση ξεχωριστής εφορίας.

Η εναλλακτική έκδοση της έναστρης καταλανικής σημαίας που συνδέεται με τον ακραίο αριστερόστροφο καταλανισμό

Η ένοπλη δράση του μαρξιστικού καταλανισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την εποχή της μετάβασης στη δημοκρατία έκανε την εμφάνισή του το μοναδικό ένοπλο εθνικιστικό κίνημα της Καταλονίας με μαρξιστική ιδεολογία, Terra Lliure ('Ελεύθερη Χώρα'). Ιδρύθηκε το 1978 και μέχρι το 1991 είχε δολοφονήσει ένα άτομο μετά από διακόσιες περίπου ένοπλες δράσεις στο σύνολο των Καταλανικών Χωρών.

Διεθνείς σχέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως ένα τυπικό μοντέλο μη κρατικού εθνικισμού, ο καταλανισμός ανέπτυξε σχέσεις με τους λοιπούς παρόμοιους τυπολογικά εθνικισμούς της Ισπανίας και της Ευρώπης.

Στις επαφές του με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ζενεραλιτάτ συνηθίζει να παρακάμπτει το ισπανικό κράτος, στα πλαίσια της ευρωπαϊκής πολιτικής των περιοχών.[20] Μια τέτοια προσέγγιση έχει συμβάλει στη σύσφιξη σχέσεων του καταταλανισμού με τη Βαλλωνία, τη Λομβαρδία και τους τοπικιστές της νότιας Γαλλίας που παραδοσιακά θεωρείται μια περιοχή με στενούς πολιτισμικούς και ιστορικούς δεσμούς με την Καταλονία. Αντίστοιχα, ο καταλανισμός έχει τη δυνατότητα της προβολής των θέσεών του στο εξωτερικό και της άσκησης επιρροής σε άλλα κράτη μέσω των μόνιμων αποστολών της Ζενεραλιτάτ στο εξωτερικό (Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Μοντρεάλ).

Σύμβολα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραδοσιακή σημαία των καταλανιστικών οργανισμών και κομμάτων είναι η ιστορική σημαία του βασιλιά της Αραγόνας και κόμη της Βαρκελώνης που σήμερα αποτελεί την επίσημη σημαία της Καταλονίας. Παράλληλα χρησιμοποιούνται και η δύο εκδοχές της έναστρης καταλανικής σημαίας, η μεν με το λευκό αστέρι σε μπλε φόντο που συμβολίζει κυρίως τους εθνικιστές της δεξιάς και η δε με το κόκκινο αστέρι σε κίτρινο φόντο που είναι τυπική των αριστερών εθνικιστικών κομμάτων. Ο καταλανικός εθνικισμός είναι υπέρμαχος της διατήρησης και εξάπλωσης της καταλανικής γλώσσας και καταλανόφωνης κουλτούρας, και υποστηρίζει απόλυτα τη λειτουργία και τις δραστηριότητες του Ινστιτούτου Ραμόν Λιουλ.

Κριτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλοί διανοούμενοι υποστηρικτές του καταλανισμού έχουν επικριθεί για την αποκλειστική χρήση της καταλανικής γλώσσας στα κείμενά τους, μιας επιλογής που εντάσσεται από πολλούς στη θέλησή τους να αναδειχθούν σε διανοητικά περιβάλλοντα με μικρότερο ανταγωνισμό σε σχέση με την Ισπανία.[21] Ουδέποτε έχει υπάρξει κάποιο ισπανικό κόμμα που να έχει ασπαστεί την καταλανιστική ιδεολογία, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την κυρίαρχια ιδεολογία του ισπανικού εθνικισμού και ενωτισμού εθνικής ενότητας που χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό τα δύο παραδοσιακά μεγάλα κόμματα, Λαϊκό Κόμμα και Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Μέσα στην Καταλονία ο πολιτικός καταλανισμός τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει την άνοδο του αντικαταλανιστικού κόμματος των Πολιτών.[22]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Guibernau 2002: 5.
  2. Mulet i Mas, Mireia. Liber Maiolichinus De Gestis Pisanorum Illustribus / traducció de Mireia Mulet Mas. Societat Arqueologica Lulliana, 1991.
  3. López-Aranguren 1983: 66.
  4. 4,0 4,1 4,2 López-Aranguren 1983: 67.
  5. 5,0 5,1 López-Aranguren 1983: 73.
  6. 6,0 6,1 Hobsbawm 1994: 151.
  7. 7,0 7,1 7,2 Εισαγωγή στο Almirall 1979, σελ. 7.
  8. 8,0 8,1 López-Aranguren 1983: 76.
  9. «Allavors serà hora de treballar pera reunir a tots els pobles ibèrichs, de Lisboa al Rhodan, dintre d'un sol Estat, d'un sol Imperi...» στο La nacionalitat catalana, σελ. 126.
  10. Figueres 2003: 123.
  11. Hobsbawm 1994: 196.
  12. Figueres 2003: 127.
  13. Figueres 2003: 137.
  14. Guibernau 2002: 16.
  15. 15,0 15,1 Guibernau 2002: 18.
  16. 16,0 16,1 16,2 Guibernau 2002: 20.
  17. Guibernau 2002: 19.
  18. Guibernau 2002: 21.
  19. Hobsbawm 1994: 197.
  20. Hobsbawm 1994: 257.
  21. Guibernau 2002: 17.
  22. «PP y Ciutadans se disputan el liderazgo del anticatalanismo». www.publico.es (στα Ισπανικά). Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2015. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Alland, Alexander (2006), Catalunya, One Nation, Two States: An Ethnographic Study of Nonviolent Resistance to Assimilation. Palgrave Macmillan, Νέα Υόρκη.
  • Almirall, Valentí (1979), Lo catalanisme. 1η έκδοση 1886. Edicions 69, Βαρκελώνη
  • Prat de la Riba, Enric (1906), La nacionalitat catalana. Tip. L'Anuari de la Exportació, Βαρκελώνη.
  • Figueres, Josep Maria (2003), Història contemporània de Catalunya. UOC, Βαρκελώνη.
  • Hobsbawm, Eric (1994), Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα. (μτφ. Χρυσ. Νάντρις), Αθήνα: Καρδαμίτσας.
  • Guibernau, Montserrat (2004), Catalan Nationalism, Francoism, transition and democracy. Routledge, Λονδίνο/Νέα Υόρκη.
  • Guibernau, Montserrat (2002), Nationalism and Intellectuals in Nations without States: the Catalan Case. WP núm. 222, Institut de Ciències Polítiques i Socials Βαρκελώνη
  • López-Aranguren [sic], Eduardo (1983), La conciencia regional en el proceso autonomico español. CIS, Μαδρίτη.