Καπετάν Κολάρας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

O Καπετάν Κολάρας (1895-;) ήταν αντικομμουνιστής οπλίτης κατά την περίοδο της Γερμανικής κατοχής και του Εμφυλίου.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καπετάν Κολάρας (πραγματικό όνομα Φραγκίσκος Κολάρας) ή Τσέζος γεννήθηκε το 1895 στο Βαθύ της Προύσας, ελληνόφωνο χωριό. Ομιλούσε επίσης και τουρκικά. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών ήλθε στο Άργος Ορεστικό. Είχε άλλα δύο αδέλφια εκ των οποίων ο ένας κατατάχθηκε στη χωροφυλακή και ο άλλος στην τοπική επιτροπή προσφύγων. Μετοίκησε στην Κορησό όταν μετά από συμπλοκή του με κάποιους Σλαβομακεδόνες κτηνοτρόφους, οι οποίοι του καταπάτησαν το καπνοχώραφό του, σκότωσε έναν εξ αυτών. Διορίσθηκε κοινοτάρχης στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Στα τέλη του 1942 άρχισε να κρύβεται, επειδή κατηγορήθηκε ότι παρακράτησε τρόφιμα που η ελληνική πολιτεία συγκέντρωνε στην ύπαιθρο.[1]

Η δράση του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κολάρας συγκρότησε ένοπλη ομάδα από δυο δεκάδες οπλιτών και άρχισε διάφορες μικροεπιθέσεις, με πρώτη εκείνη σε βάρος ιταλικής ομάδας επίταξης.[2] Διέσπασε κοινή επιχείρηση ελασιτών, Σλαβομακεδόνων παρτιζάνων και εθνικιστών ανταρτών για τον ειρηνικό αφοπλισμό ενός χωριού (Λιθιά).[3] Ακολούθησε η αιματηρή διάλυση της ομάδας του από τον ΕΛΑΣ και αυτός κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Το καλοκαίρι εστάλη στο τμήμα ΠΑΟ Κοζάνης.[3] Ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε στον ΠΑΟ Κοζάνης και ο Κολάρας κατέφυγε στο όρος Κρούσια του Κιλκίς. Τον Δεκέμβριο του 1943 τραυματίστηκε βαριά από τους Γερμανούς και μεταφέρεται στη Θεσσαλονίκη. Τον Απρίλιο του 1944 βγήκε από το νοσοκομείο και στάλθηκε ως οπλαρχηγός στο Ρουμλούκι της Ημαθίας.[4]

Την άνοιξη του 1944 έδιωξε άνδρες του αντισυνταγματάρχη Γεωργίου Πούλου επειδή ο φιλογερμανισμός του Πούλου ήταν αντίθετος με τις θέσεις του.[5] Η ομάδα του μετονομάστηκε σε Εθνικιστικόν Σώμα Κολάρα με τη συμμετοχή οπλιτών οι οποίο διέμεναν στην Πτολεμαΐδα ή σε άλλα χωριά.[6] Φανατικά αντικομμουνιστής, ταύτιζε τους σλαβόφωνους με τους Βούλγαρους και τον κομμουνισμό.[7] Ο Κολλάρας θεωρήθηκε πως ήταν παρών στις εκτελέσεις στελεχών του ΚΚΕ και ανταρτών του ΕΛΑΣ στην Ζαρκαδόπετρα Κοζάνης στις 10 Απριλίου 1943, όμως ακόμα ήταν στην Κοζάνη. Όμως οι μομφές ότι θανάτωνε τα θύματά του με ανορθόδοξες μεθόδους,[8] δε φαίνεται να ισχύει.[9]Το καλοκαίρι του 1943 ως ομαδάρχης της ΠΑΟ ΚΟζάνης έφτασε ως το Κιλκίς καταδιωκόμενος από τον ΕΛΑΣ. Τον χειμώνα του 1943-1944 ζήτησε προστασία από τους Γερμανούς στο Κιλκίς. Στη συνέχεια χρημάτισε καπετάνιος στο Ρουμλούκι Ημαθίας και τον Κούκο Κατερίνης, ενώ τραυματίστηκε τυχαία από τους Γερμανούς.[10] Είναι πιο πιθανό να συμμετείχε στις επιδρομές που πραγματοποιήθηκαν εναντίον της Βλάστης τον Αύγουστο του 1944, οπότε το ορεινό χωριό κάηκε ολοκληρωτικά. Στη συνέχεια κλήθηκε στη Θεσσαλονίκη από τις Γερμανικές κατοχικές αρχές προκειμένου να βολιδοσκοπηθεί για τις προθέσεις του ενώπιον της γερμανικής αποχώρησης. Τον Απρίλιο του 1945 μεταφέρθηκε και κρατήθηκε σε στρατόπεδο της Κοζάνης.[11] Μετά την απελευθέρωση ξανάρχισε τις παλιές επαγγελματικές ασχολίες του και χρησιμοποιήθηκε από τους Άγγλους ή τον τακτικό στρατό για τον εντοπισμό όπλων ή τη συλλογή πληροφοριών, για μάρτυρας σε δίκες κατά αυτονομιστών.[12]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Καλλιανιώτης (2006), σελ. 223.
  2. Καλλιανιώτης (2006), σελ. 224.
  3. 3,0 3,1 Καλλιανιώτης (2006), σελ. 225.
  4. Καλλιανιώτης (2006), σελ. 226.
  5. Καλλιανιώτης (2012), σελ. 3.
  6. Καλλιανιώτης (2006), σελ. 227.
  7. Κουμαρίδης (2002), σελ. 21.
  8. Βλ. Χατζηκώστας (2006), σελ. 190, για τις πρακτικές βασανιστηρίων των θυμάτων του.
  9. Καλλιανιώτης (2006), σελ. 228.
  10. Καλλιανιώτης (2007), σελ. 231.
  11. Καλλιανιώτης (2006), σελ. 228-229.
  12. Καλλιανιώτης (2006), σελ. 230.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]