Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιωάννης Δούκας (καίσαρ)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιωάννης Δούκας
Γενικές πληροφορίες
Θάνατος1088 (περίπου)
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Οικογένεια
ΣύζυγοςΕιρήνη Πηγωνίτισσα
ΤέκναΑνδρόνικος Δούκας[1]
Κωνσταντίνος Δούκας
ΓονείςΑνδρόνικος Δούκας
ΑδέλφιαΚωνσταντίνος Ι΄ Δούκας
ΟικογένειαΔυναστεία Δουκών

Ο Ιωάννης Δούκας (πέθανε περ. 1088) ήταν μικρότερος γιος του Ανδρόνικου Δούκα ενός Παφλαγόνα ευγενή που υπηρέτησε κατά πάσα πιθανότητα κυβερνήτης στην Μυσία, απόγονος του Ανδρόνικου Δούκα του γνωστού επαναστάτη την εποχή του Λέοντος ΣΤ΄. Ήταν ο μικρότερος αδελφός του Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι΄. Ο Ιωάννης ήταν ο πάππος της Ειρήνης Δούκαινας, συζύγου του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού.

Του δόθηκε ο τίτλος του Καίσαρα από τον αδελφό του, αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ι΄,[2] έτσι έγινε ένα από τα πιο σημαίνοντα μέλη της αριστοκρατίας. Ο πλούτος του προέρχεται από κτήσεις στη Θράκη και τη Βιθυνία, και ήταν στενός φίλος του ιστορικού Μιχαήλ Ψελλού.

Αφού υπηρέτησε ως σύμβουλος και υποστηρικτής του αδελφού του, ο Ιωάννης ήρθε στο προσκήνιο μετά το θάνατο του αδελφού του το 1067 ως φυσικός προστάτης των δικαιωμάτων του ανιψιού του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα[3]. Η θέση του ως Καίσαρας και η επιρροή της οικογένειάς του στη Γερουσία σήμαινε ότι ήταν πίσω από την αντίθεση των δικαστικών υπαλλήλων, με την αυτοκράτειρα μητέρα της Ευδοκίας Μακρεμβολίτισσας και τον γάμο της με το Ρωμανό Δ΄ Διογένη[4]. Κατά τη διάρκεια των επόμενων τριών ετών έγινε πικρός εχθρός του αυτοκράτορα, αλλά αυτό σήμαινε ότι πέρασε ένα μεγάλο μέρος της βασιλείας του Ρωμανού στη συνταξιοδότηση στα κτήματά του στη Βιθυνία[2]. Ο Ιωάννης Δούκας φέρεται να είναι δουξ (διοικητής) της Αντιόχειας άγνωστο πότε διορίσθηκε, μέχρι το 1068 και έπειτα διοικητής της Εδέσσης. Επέστρεψε όταν έμαθε ότι ο γιος του Ανδρόνικος Δούκας είχε προσχωρήσει και στη συνέχεια εγκατέλειψε τον αυτοκράτορα στην καταστροφική εκστρατεία που τελειώνει με τη Μάχη του Μαντζικέρτ στο 1071[5].

Η αιχμαλωσία του Ρωμανού έδωσε στον Ιωάννη την ευκαιρία να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη μετά από αίτημα της Ευδοκίας Μακρεμβολίτισσας[6]. Ένωσε τις δυνάμεις του με το Μιχαήλ Ψελλό, ο Καίσαρ στη συνέχεια εξασφάλισε τα δικαιώματα του Μιχαήλ στον θρόνο κι ανάγκασε την Ευδοκία να γίνει μοναχή και να αποσυρθεί τον Οκτώβριο του 1071[6]. Σύντομα έγινε ντε φάκτο επικεφαλής της κυβέρνησης στο όνομα του Μιχαήλ Ζ΄, αρνήθηκε να αναγνωρίσει ως αυτοκράτορα τον Ρωμανό, δηλώνοντας ότι ο Ρωμανός είχε ανεβεί στο θρόνο για να ενεργήσει υπέρ του Μιχαήλ, ο οποίος ήταν πλέον σε θέση να διαχειριστεί μόνος του την αυτοκρατορία. Ο καίσαρ Ιωάννης έστειλε τους γιους του Ανδρόνικο και ο Κωνσταντίνο να συλλάβουν τον Ρωμανό Δ΄[7] , ο οποίος είχε απελευθερωθεί από την αιχμαλωσία[8]. Ο Ιωάννης Δούκας αρχικά συμφώνησε να επιτρέψει στον Ρωμανό να παραιτηθεί από τα δικαιώματα του στον θρόνο και αποσυρθεί σε μοναστήρι. Αλλά το μίσος του Ρωμανού ήταν τόσο μεγάλο που ο ίδιος υπαναχώρησε από τη συμφωνία και διέταξε ο Ρωμανός να τυφλωθεί, στέλνοντας του ένα μήνυμα σκωπτικό, συγχαίροντας τον για την απώλεια του στα μάτια, αργότερα ο Ρωμανός πέθαινε από τη μολυσμένη πληγή[9][10]. Με η εξάλειψη του Ρωμανού, ο Ιωάννης και ο Μιχαήλ Ψελλός είχαν την υπέρτατη εξουσία στο δικαστήριο[11].

Ο Καίσαρας είχε αναιρεθεί, ωστόσο, από έναν από του ανθρώπους, τον ευνούχο Νικηφορίτζη[12]. Το 1073 ο Νικηφορίτζης έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη του Μιχαήλ Ζ, τον έστρεψε εναντίον του θείου του. Ο Καίσαρας αναγκάστηκε να αποσυρθεί, όπου στην συνέχεια διασκέδαζε με το κυνήγι στα δάση κοντά στις ακτές του Βοσπόρου[2].

Εν τω μεταξύ, η πρόοδος των Σελτζούκων Τούρκων ξεσήκωσε τη βυζαντινή κυβέρνηση που ανέλαβε δράση, συγκεντρώνοντας ένα στρατό μισθοφόρων υπό τις διαταγές του Ισαακίου Κομνηνού. Οι Νορμανδοί μισθοφόροι, με επικεφαλής τον Ουρσέλ ντε Μπαγιέλ, επαναστάτησαν εναντίον των Βυζαντινών, και προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο βασίλειο στην Ανατολία[13][14].

Η κατάσταση στη Μικρά Ασία ήταν πλέον τόσο τρομερή, ώστε το 1074 ο Μιχαήλ αναγκάστηκε να διατάξει τον θείο του Ιωάννη να αναλάβει τη διοίκηση του αυτοκρατορικού στρατού και να νικήσει τους Νορμανδούς μισθοφόρους[15]. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στο Δορύλαιο κοντά στη γέφυρα του ποταμού Ζομπί, όπου ήταν μία από τις μεγάλες γραμμές επικοινωνίας ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τις κεντρικές επαρχίες της Μικράς Ασίας. Προδομένος από Φράγκους μισθοφόρους του και από την επαίσχυντη υποχώρηση των ασιατικών στρατευμάτων με από την εντολή του μελλοντικού αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ Βοτανειάτη, ο Ιωάννης νικήθηκε και συνελήφθη μαζί με τον γιο του Ανδρόνικο[15]. Οι Φράγκοι μισθοφόροι στη συνέχεια προχώρησαν στις ακτές του Βοσπόρου, υπό τον νεότερο γιο του Ιωάννη Κωνσταντίνο και διαλύθηκαν.

Ο Μπαγιέλ, σίγουρος ότι θα μπορούσε να ανατρέψει τον αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, αποφάσισε να δράσει ως επικεφαλής. Κήρυξε αυτοκράτορα τον Ιωάννη Δούκα, πείθοντας εύκολα τον κρατούμενο του να αναλάβει τον τίτλο και να εκθρονίσει τον ανιψιό του, και συνέχισαν την πορεία τους προς την Κωνσταντινούπολη[15].

Ο Μιχαήλ Ζ, και ο Νικηφορίτζης ήταν σε βαθιά ανησυχία για τη δική τους ασφάλεια. Σχημάτισαν μια συμμαχία με τον Σουλεϊμάν, σύναψη επίσημης συμφωνίας μεταξύ Βυζαντινών και Τούρκων, σύμφωνα με την οποία ο Μιχαήλ αναγνώριζε στον Σουλεϊμάν την εξουσία του στις επαρχίες που οι Σελτζούκοι Τούρκοι είχαν στην κατοχή τους[14][15]. Οι Τούρκοι συμφώνησαν να στείλουν στρατό για να πολεμήσει για λογαριασμό του Μιχαήλ, και ο στρατός κινήθηκε γρήγορα στο Άγιο Σόφων όπου στρατοπέδευαν ο Ιωάννης Δούκας και Μπαγιέλ. Οι μισθοφόροι όμως έπεσαν σε ενέδρα και ο Μπαγιέλ κατάφερε να διαφύγει,[14], και ο Ιωάννης συνελήφθη, έτσι τελείωσε και η εξέγερση.

Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ως αιχμάλωτος των Σελτζούκων, ο Ιωάννης εξαγοράστηκε από τον ανηψιό του Μιχαήλ, επέτρεψε, υπό την προϋπόθεση ότι θα παραιτηθεί από κάθε αυτοκρατορικές φιλοδοξίες και να γίνει μοναχός[2].

Επιστροφή στην πολιτική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καίσαρας Ιωάννης διατήρησε κάποια επίδραση στα πολιτικά γεγονότα. Με την κατάρρευση της αυτοκρατορικής εξουσίας στα τέλη της βασιλείας του Μιχαήλ Ζ΄, συμβούλευσε τον ανιψιό του να παραιτηθεί[2] και να γίνει μοναχός, όταν ο Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης απείλησε την Κωνσταντινούπολη το 1078, και το 1081 κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη για να συναντήσει τον Αλέξιο Κομνηνό και να τον πείσει σε εξέγερση κατά του Βοτανειάτη και να διεκδικήσει το θρόνο. Επίσης ο Ιωάννης Δούκας, διοργάνωσε το γάμο της εγγονής του Ειρήνης Δούκαινας με τον Αλέξιο Κομνηνό παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του τελευταίου Άννας. Σε αυτή την αλλαγή των περιστάσεων, εγκατέλειψε τη μοναστική συνήθεια και ο Αλέξιος του επέτρεψε να λάβει την παλιά θέση του Καίσαρα. Συνέχισε να συμβουλεύει τον αυτοκράτορα μέχρι το θάνατό του το 1088[2].

Ο Ιωάννης και ο αδελφός του Κωνσταντίνος δεν καταγόταν από εξ αρρενογονίας κλάδο της αρχαίας οικογένειας των Δουκών, η οποία εξαφανίστηκε μετά από μια εξέγερση κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ΄. Καταγόταν από την εκ θηλυγονίας γραμμή, και η οικογένειά τους αρχικά ονομαζόταν «Δουκίτζης»[16].

Με τη σύζυγό του Ειρήνη Πηγονίτισσα, ο Ιωάννης Δούκας είχε τουλάχιστον δύο γιους:

  • Ανδρόνικος Δούκας, που ήταν ο πατέρας της Ειρήνης συζύγου του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, της Άννας, του Μιχαήλ και άλλων τέκνων
  • Κωνσταντίνος Δούκας ο Δουκίτζης, απεβίωσε το 1074. Είχε γιο τον Ιωάννη.
  1. Leo van de Pas: (Αγγλικά) Genealogics. 2003.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 Canduci, σελ. 275
  3. Norwich, σελ. 343
  4. Norwich, σελ. 345
  5. Norwich, σελ. 352
  6. 6,0 6,1 Norwich, σελ. 355
  7. Norwich, σελ. 356
  8. Finlay, σελ. 43
  9. Finlay, σελ. 44
  10. Norwich, σελ. 357
  11. Norwich, σελ. 358
  12. Norwich, σελ. 359
  13. Finlay, σελ. 52
  14. 14,0 14,1 14,2 Norwich, σελ. 360
  15. 15,0 15,1 15,2 15,3 Finley, σελ. 53
  16. Finlay, σελ. 16
  • Norwich, John Julius (1993), Byzantium: The Apogee, Penguin, ISBN 0-14-011448-3 
  • Canduci, Alexander (2010), Triumph & Tragedy: The Rise and Fall of Rome's Immortal Emperors, Pier 9, ISBN 978-1-74196-598-8 
  • Polemis, Demetrios I. (1968), The Doukai: A Contribution to Byzantine Prosopography, London: Athlone Press 
  • George Finlay, History of the Byzantine and Greek Empires from 1057 - 1453, Volume 2, William Blackwood & Sons, 1854