Ιωάννης Δ΄ της Αιθιοπίας
Ιωάννης Δ΄ της Αιθιοπίας | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 11 Ιουλίου 1837 Αντόουα |
Θάνατος | 9 Μαρτίου 1889 Metemma |
Συνθήκες θανάτου | ανθρωποκτονία |
Χώρα πολιτογράφησης | Αιθιοπία |
Θρησκεία | Αιθιοπική Ορθόδοξη Εκκλησία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αμχαρική γλώσσα |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | στρατιωτικός |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Araya Selassie Yohannes Mengesha Yohannes |
Οικογένεια | Σολομανική δυναστεία |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Αυτοκράτορας της Αιθιοπίας (1871–1889) |
Βραβεύσεις | Order of Solomon |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ιωάννης (Γιοάνες) Δ΄ (τιγκρ. ዮሓንስ ፬ይ, Rabaiy Yōḥānnes, γνωστός και ως Kahśsai, 11 Ιουλίου 1837 – 10 Μαρτίου 1889)[1] ήταν Αυτοκράτορας της Αιθιοπίας από το 1871 μέχρι τον θάνατό του το 1889 στη Μάχη του Γκαλαμπάτ. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του υπερασπίσθηκε επιτυχώς την Αιθιοπία έναντι μιας μεγάλης κλίμακας αιγυπτιακής εισβολής.
Στη νεότητά του είχε εξεγερθεί κατά του Αυτοκράτορα Θεοδώρου Β΄, ωστόσο όταν απέκτησε εξουσία τη δεκαετία του 1860 διετήρησε τη βασική πολιτική του Θεοδώρου, αυτή της συνεχιζόμενης ενοποιήσεως της χώρας. Εφάρμοσε μια πολιτική περιοδειών σε ολόκληρες περιφέρειες και συναντήσεων με κυβερνήτες. Βοήθησε τους Βρετανούς στην Αβυσσηνιακή εκστρατεία τους, η οποία κατέληξε στην αυτοκτονία του Θεοδώρου. Ο Ιωάννης θεωρούσε το Ισλάμ εμπόδιο για τη σταθερότητα του κράτους και εργάσθηκε για την ενίσχυση της κυριαρχίας του Χριστιανισμού στην Αιθιοπία. Στην εξωτερική πολιτική είχε διαφωνίες και στρατιωτικές συγκρούσεις τόσο με τον Ισμαήλ Πασά της Αιγύπτου, όσο και με τον Μουχάμαντ Αχμάντ του Σουδάν κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Μαχντί.
Οικογένεια και νεότητα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από την πλευρά του πατέρα του, του Mercha Wolde Kidan, ο Ιωάννης καταγόταν από την κυβερνώσα οικογένεια της ιστορικής περιοχής Τεμπιέν, όπου ο πατέρας και ο παππούς του έφεραν τον παραδοσιακό τίτλο šum Tembien. Η μητέρα του, η Σιλάς Ντίμτσου, ήταν θυγατέρα του balgäda Ντέμτσου και εξ αυτού ανεψιά του Sabagadis Woldu, κυβερνήτη της επαρχίας Τιγκράι.[2][3] Η καταγωγή του Ιωάννη από τη Σολομωνική Δυναστεία (την αυτοκρατορική δυναστεία της Αιθιοπίας) ήταν από τη μητέρα του πατέρα του, τη Woizero Workewoha KaleKristoss της Άντουα, που ήταν εγγονή του ρας Μιχαήλ Σεχούλ και της συζύγου του Άστερ Ιγιάσου(ι), κόρης της Αυτοκράτειρας Μεντεουάμπ και του πρίγκιπα Μελμάλ Ιγιάσου, ανεψιού του Αυτοκράτορα Μπακάφα.[4][5] Ο Ιωάννης ήταν έτσι απόγονος του Γκονταρινού κλάδου της Σολομωνικής Δυναστείας.
Η ιστορία του πρώτου μισού του βίου του Ιωάννη δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη. Ακόμα και η χρονολογία της γεννήσεώς του είναι αβέβαιη, με διαφορετικές πηγές να την τοποθετούν ανάμεσα στο 1831 και το 1837. Οι διαθέσιμες πηγές υποδεικνύουν απλώς ότι ήταν το νεότερο από τα αδέλφια του, ότι είχε σοβαρά προβλήματα υγείας κατά την παιδική ηλικία του, ότι είχε κάποια θρησκευτική εκπαίδευση και ότι ανδρώθηκε σκοτώνοντας κάποια άγρια ζώα (λιοντάρια και/ή ελέφαντες). Η πρώτη μνεία της εμφανίσεώς του στην πολιτική σκηνή σχετίζεται με την επίσκεψή του στην αυτοκρατορική αυλή του Θεοδώρου (Τεουόντρος) Β΄ το 1864-1865 μαζί με τους αδελφούς του, Γκούγκσα και Μάρου. Τοτε ο Αυτοκράτορας τους απένειμε τίτλους, με τον χαμηλότερο, εκείνον του balambaras, να δίνεται στον Ιωάννη, που τότε έφερε το όνομα Κασά(ι) Μέρτσα. Κατόπιν ανατέθηκε στον νεαρό η διοίκηση ενός διαμερίσματος επαρχίας, υπό την εξουσία του μεγαλύτερου αδελφού του, του Γκούγκσα, που ήταν κυβερνήτης της επαρχίας.[6]
Ωστόσο μετά την επιστροφή τους στο Τιγκράι, ο Κασά εξεγέρθηκε κατά του Θεοδώρου. Το τι προκάλεσε την εξέγερσή του δεν μπορεί να εξακριβωθεί. Δύο ερμηνείες, όχι ουσιαστικώς αλληλοαποκλειόμενες μεταξύ τους, τίθενται από τις πηγές: η πρώτη σχετίζεται με τη δυσαρέσκειά του από τον βαθμό και το αξίωμα που τού είχε παραχωρήσει ο μονάρχης, ενώ η δεύτερη θεωρεί ότι η εξέγερσή του ήταν μια απόκριση στην έκκληση του abunä Σάλαμα, ο οποίος γνωρίζουμε ότι το 1867 έγραψε από τη φυλακή σε πολλά σημαίνοντα πρόσωπα καταδικάζοντας τις κατά τη γνώμη του αδικίες του Θεοδώρου. Σε κάθε περίπτωση, ο μελλοντικός Αυτοκράτορας Ιωάννης αποσύρθηκε για λίγο μαζί με όσους τον ακολούθησαν στις ανατολικές χαμηλές περιοχές, βρίσκοντας καταφύγιο στον λαό των Αφάρ, κάνοντας έναν γάμο με μια Μουσουλμάνα αυτής της εθνοτικής ομάδας αφού πρώτα εκείνη βαπτίσθηκε Χριστιανή με το όνομα Τεμπάμπα Σελάσιε.[6]
Επιστρέφοντας στο αιθιοπικό υψίπεδο, ο Κασά συγκέντρωσε περισσότερους άνδρες και άρχισε τη στρατιωτική εκστρατεία του: στα έτη 1864-1867 νίκησε διαδοχικά τον šum seraye Γκεμπρέ Μιχαήλ και τους däjazmač Μπαργιά-ου Γκεμπρέ Σαντέκ της Άντουα και Τέκλε Γκιγιόργκις Κάλος του Σίρε. Ο Μπαργιά-ου άλλαξε στρατόπεδο και έγινε πιστός οπαδός του Κάσα και τον υπηρέτησε με αφοσίωση μέχρι που σκοτώθηκε σε μια μάχη κάπου δέκα χρόνια αργότερα. Αντιθέτως, ο Τέκλε Γκιγιόργκις, που είχε σκοτώσει τη μητέρα του Κασά, τη Σιλάς, σκοτώθηκε στη μάχη και ο Κασά πήρε τον τίτλο του, αυτόν του däjazmač. Στη συνέχεια ο Κασά συνήψε συμμαχία με τον wag šum Γκομπέζ Γκεμπρέ Μεντίν του Λάστα εναντίον του Θεοδώρου και άρχισε να παρενοχλεί τους αυτοκρατορικούς σε αμφότερες τις όχθες του ποταμού Μάρεμπ (στα σημερινά σύνορα Αιθιοπίας-Ερυθραίας). Νίκησε τους κυβερνήτες του Σελέουα και του Kilte Awulaelo στον βορρά. Στην επαρχία Χαμασιέν (σημερινή Ερυθραία) ο däjazmač Χαϋλού Τεουόλντε Μεντέν, που σκέφθηκε να αντισταθεί, τέθηκε υπό περιορισμό και αντικαταστάθηκε με τον däjazmač (αργότερα ρας) Ουολντεμιχαήλ Σολομόν, που είχε συμμετάσχει στην εκστρατεία του Κασά εναντίον των αυτοκρατορικών αξιωματούχων στο Τιγκράι.[7]
Η άνοδος στην εξουσία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι αυτοκρατορικές φιλοδοξίες του Ιωάννη ήταν ήδη εδραίες προς τα τέλη της βασιλείας του Θεοδώρου Β΄. Από το 1867 σε αλληλογραφία του με τους Βρετανούς, ο Ιωάννης παρουσίαζε τον εαυτό του ως κυβερνήτη όλης της Αιθιοπίας.[8] Το ίδιο έτος μια διπλωματική διαμάχη μεταξύ του Θεοδώρου και των Βρετανών οδήγησε στη λεγόμενη Βρετανική εκστρατεία στην Αβυσσηνία με στόχο την απελευθέρωση Ευρωπαίων διπλωματών που είχε φυλακίσει ο Θεόδωρος. Από τον Φεβρουάριο του 1868 ο Ιωάννης ήλθε σε επαφή με Βρετανούς αξιωματικούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο επικεφαλής της όλης εκστρατείας Ρόμπερτ Νέιπηρ, ο οποίος απέστειλε τον ταγματάρχη και εξερευνητή Τζέιμς Ωγκάστας Γκραντ να συναντήσει τον Αιθίοπα.[9] Ο Ιωάννης χαρακτηρίσθηκε τότε από τον Γκραντ ως «ένας ασθενούς βουλήσεως και ευκόλως χειραγωγήσιμος άνδρας, που έχει τη φιλοδοξία να καταστεί ένας μεγάλος ηγέτης της Αιθιοπικής Αυτοκρατορίας».[10] Μετά από τρεις ακροάσεις ο Ιωάννης συνεφώνησε να βοηθήσει τον Νέιπηρ και εγκατέστησε αγορές κοντά στα στρατόπεδα των Βρετανών για να διευκολύνει τον εφοδιασμό τους.[9] Ο Ιωάννης εμφανίζεται να διαβεβαιώνει τους Βρετανούς ότι θα τους βοηθήσει «με όλες του τις δυνάμεις».[11]
Ο Ιωάννης προστάτευε τις οδούς ανεφοδιασμού από την ακτή μέχρι τα Μάγδαλα (Άμπα Μάριαμ) και κατέστελλε τη δράση όσων κατέστρεφαν τη γραμμή του τηλέγραφου.[12] Σε αντάλλαγμα ζήτησε από τον Βρετανό διοικητή τη συμμετοχή βρετανικών δυνάμεων στον αγώνα του εναντίον του Ουάγκσουμ Γκομπέζε.[13] Ο Νέιπηρ αρνήθηκε, αλλά άφησε ανοικτή την πιθανότητα στρατιωτικής βοήθειας μετά το πέρας της εκστρατείας.[12] Στις 10 Απριλίου 1868, οι βρετανικές δυνάμεις έφθασαν κάτω από το φρούριο των Μαγδάλων και τρεις ημέρες αργότερα, αρνούμενος να παραδοθεί, ο Αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ αυτοκτόνησε. Η νίκη του Νέιπηρ αλλά και η ευκολία με την οποία το εκστρατευτικό σώμα έφθασε στα Μάγδαλα, ήταν αποτέλεσμα της συνεργασίας με τον Ιωάννη.[12] Οι ίδιοι οι Βρετανοί αξιωματικοί παραδέχονται στις αναφορές τους ότι ήταν «τυχεροί» που είχαν τη βοήθεια του κυβερνήτη του Τιγκράι.[14]
Σε ανταπόδοση της βοήθειάς του, ο Ιωάννης έλαβε από τους Βρετανούς στρατιωτικό εξοπλισμό εκτιμώμενης αξίας 500 χιλιάδων λιρών στερλινών της εποχής, που περιελάμβανε: 6 όλμους, 6 οβιδοβόλα, περίπου 900 μουσκέτα και οπισθογεμή τουφέκια, πυρομαχικά, μπαρούτι και 585.480 φυσίγγια.[15] Ο εξοπλισμός αυτός προστέθηκε στο ήδη σημαντικό οπλοστάσιο του Ιωάννη.[16] Μετά από την εκστρατεία αυτή ωστόσο οι Βρετανοί απεμπλάκησαν τελείως από την Αιθιοπία και και μετέπειτα προσφορές συνεργασίας από μέρους του Ιωάννη απορρίφθηκαν ή αγνοήθηκαν.[17] Οπωσδήποτε, η εκστρατεία του Νέιπηρ είχε αντίκτυπο στον αγώνα για την εξουσία. Εκτός από τον στρατιωτικό εξοπλισμό, ένας Βρετανός τυχοδιώκτης, ο Τζων Κέρκαμ (John C. Kirkham, 1835-1876), συμφώνησε και παρέμεινε στην Αιθιοπία για να εκπαιδεύσει το στράτευμα του Ιωάννη, ιδίως στη χρήση των νέων βρετανικών όπλων.[18]
Μετά τον θάνατο του Θεοδώρου, ο Γκομπέζε Γκεμπρέ Μέντιν στέφθηκε Αυτοκράτορας της Αιθιοπίας (nəgusä nägäst), λαβαίνοντας το αυτοκρατορικό όνομα Τέκλε Γεώργιος Β΄.[19] Ωστόσο ο Ιωάννης αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον νέο Μητροπολίτη abunä Ατνάτγιος (Αθανάσιο), που στάλθηκε από την Αλεξάνδρεια τον Ιούνιο του 1869, και τον κράτησε στην επαρχία του.[20] Ο Αυτοκράτορας κατάλαβε γρήγορα τις προθέσεις του Ιωάννη. Παρά το ότι είχε πολύ μεγαλύτερο στρατό, δεν είχε τον σύγχρονο οπλισμό του Ιωάννη και επιπλέον πολλοί αυτοκρατορικοί στρατιώτες ήταν τιγκραϊκής καταγωγής και σκεπτόταν ότι κάποιοι από αυτούς θα άλλαζαν στρατόπεδο προσχωρώντας στον αντίπαλο σε περίπτωση ένοπλου αγώνα.[21] Ο Τέκλε Γεώργιος ζήτησε έτσι τη συνεργασία του κυβερνήτη του Σέουα, του Μενελίκ, ώστε να εξασφαλίσει ένα καθαρώς αριθμητικό πλεονέκτημα. Ωστόσο ο Μενελίκ προτίμησε να παραμείνει ουδέτερος μεταξύ των δύο πλευρών.[21] Τελικώς, στις 11 Ιουλίου 1871 ο Τέκλε Γεώργιος αντιμετώπισε το στράτευμα του Ιωάννη στην Πρώτη Μάχη της Άντουα (ή Μάχη του ποταμού Άσαμ), αλλά ηττήθηκε, συνελήφθη και τέθηκε υπό περιορισμό στο Έντα Αμπά Σέλμα του Τεμπιέν, όπου πέθανε εκθρονισμένος δύο χρόνια αργότερα.
Εσωτερική πολιτική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ιωάννης έγινε ο νέος Αυτοκράτορας της Αιθιοπίας, αλλά η εσωτερική πολιτική του ήταν η συνέχιση της πολιτικής του Θεοδώρου Β΄, που είχε ως στόχο την ενοποίηση της χώρας. Προς τούτο, ο Ιωάννης περιόδευσε σε όλες επαρχίες και συνάντησε τους κυβερνήτες τους, που ήταν συνήθως μέλη των τοπικών αριστοκρατιών, ανεξαρτήτως από την έως τότε στάση τους ως προς εκείνον. Κατόρθωσε έτσι να κρατήσει ισορροπίες με σταθερό χέρι και το 1884 έφθασε να καυχηθεί ότι ένα παιδί μπορούσε να διασχίσει μόνο του τις επαρχίες της χώρας του με ασφάλεια.[6] Κατά την πρώτη εξαετία της βασιλείας του, κατόρθωσε να επιτύχει την ενότητα των κυρίως χριστιανικών επαρχιών, όπως των Ουάγκ, Λάστα, Σέμιεν και Μπεγκεμντέρ, Σαγίντ, Γκότζαμ, Ουόλο και Σέουα. Κατέστησε τον Μενελίκ (τον μετέπειτα Αυτοκράτορα Μενελίκ Β΄) βασιλιά της Σέουα το 1878 και τον Τέκλε Χαϋμανότ βασιλιά του Γκότζαμ και της Κάφα το 1881, ενθαρρύνοντας αμφότερους να επεκτείνουν τα εδάφη της Αυτοκρατορίας προς τα νότια, τα ανατολικά και τα δυτικά. Ωστόσο αυτή η ενθάρρυνση δημιούργησε αντιπαλότητα ανάμεσα στους δύο επαρχιακούς βασιλείς, μια αντιπαλότητα που κορυφώθηκε με τη Μάχη του Εμπάμπο τον Ιούνιο του 1882. Τότε ο Ιωάννης επετίμησε αμφότερους για το ότι πολέμησαν χωρίς την άδειά του και τους τιμώρησε αφαιρώντας από μία επαρχία από τη δικαιοδοσία του καθενός.[6]
Μόλις ο Ιωάννης στέφθηκε αυτοκράτορας, έκανε πρωτεύουσά του την πόλη Ντεμπρέ Ταμπόρ, που παρέμεινε η έδρα του για μια δεκαετία, προτού μεταφέρει την πρωτεύουσα της χώρας το έτος 1881 στο Μεκέλε, την πρωτεύουσα της επαρχίας Τιγκράι, αν και διετήρησε το Ντεμπρέ Ταμπόρ ως κύρια κατοικία του.[22][23][24]
Θρησκευτική πολιτική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ιωάννης κληρονόμησε τρία θρησκευτικά ζητήματα που απασχολούσαν την Αυτοκρατορία: τις εσωτερικές διχοστασίες της Αιθιοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (EOC), το Ισλάμ και τις δραστηριότητες των Δυτικών χριστιανικών ιεραποστολών. Ο ίδιος θεωρούσε και τις τρεις ως απειλές για την ενότητα και τη σταθερότητα του κράτους.[6]
Το 1878 συγκάλεσε μια σύνοδο στο Μπόρου Μέντα του Ουόλο, με τη συμμετοχή των περισσότερων αξιωματούχων. Οι κορυφαίοι θεολόγοι των τριών μεγάλων ομάδων της Αιθιοπικής Εκκλησίας — της Karra που κυριαρχούσε στον βορρά, της Sägga ή Śost Lədät που κυριαρχούσε στις επαρχίες Μπεγκεμεντέρ και Σέουα και της Qəbat (επαρχίες Γκότζαμ και Λάστα) — υπερασπίσθηκαν τις δικές τους απόψεις. Ο Ιωάννης αποδέχθηκε αμέσως διορθώσεις επί διαδικαστικών θεμάτων. Φαίνεται ότι είχε ένα από καιρού προετοιμασμένο σχέδιο για τη σύνοδο, διότι είχε μία επιστολή από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας που έβαλε να αναγνωσθεί στο τέλος των διαβουλεύσεων, η οποία υιοθετούσε την αυτοκρατορική άποψη. Η πολιτική αυτή υπερέβη την περίοδο βασιλείας του, μολονότι υπάρχουν ενδείξεις ότι οι αντίθετες πρακτικές σαφώς δεν είχαν εξαλειφθεί.[6]
Είναι γνωστή η αρνητική γνώμη του Ιωάννη έναντι της μουσουλμανικής θρησκείας και κάποτε ένας Σουδανός αξιωματούχος αναφέρθηκε ότι είπε: «Ο Ιωάννης μισεί το Ισλάμ περισσότερο από όλους τους Αβυσσηνούς. Κάποιος που τον γνώριζε μού είπε ότι αν έβλεπε έναν Μουσουλμάνο το πρωί, το γεγονός τον επηρέαζε τόσο, ώστε έβαζε τον Σταυρό [που φορούσε] πάνω από το πρόσωπό του.»[25] Στη σύνοδο του Μπόρου Μέντα συγκέντρωσε τους σημαντικότερους φυλάρχους των Ορόμο του Ουόλο και (σύμφωνα με έναν Αιθίοπα χρονικογράφο) και τους είπε:
«Είμεθα οι απόστολοί σας. Η όλη αυτή περιοχή [το Ουόλο και τα κεντρικά υψίπεδα] ήταν χριστιανική γη μέχρι που ο Ζερβός Ιμάμης τη διέλυσε και την παρεπλάνησε. Τώρα ας πιστεύσουν όλοι, είτε Μουσουλμάνοι είτε Γκάλα [Ορόμο], στο όνομα του Ιησού Χριστού! Εάν θέλετε να ζείτε σε ειρήνη και να διατηρήσετε τα υπάρχοντά σας, γίνετε Χριστιανοί.»[26]
Εκτιμάται ότι μέχρι το 1880 περίπου 50.000 Τζεμπέρτις (Μουσουλμάνοι που μιλούν τιγκρινιακά) και 500.000 Ορόμο είχαν μεταστραφεί στον Χριστιανισμό.[26] Μετά τη σύνοδο του Μπόρου Μέντα απαγορεύθηκε η συμμετοχή μη Χριστιανών στην αιθιοπική κυβέρνηση, εκτός και αν βαπτίζονταν Χριστιανοί, οι μεν Μουσουλμάνοι εντός τριμήνου, οι δε υπόλοιποι αμέσως.
Ο Ιωάννης τόλμησε και ένα βήμα παραπέρα, όταν πίεσε τον Μενελίκ να απελάσει όλους τους Ρωμαιοκαθολικούς ιεραποστόλους από την επαρχία Σέουα.[27] Αιτήθηκε επιπλέον από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Κύριλλο να στείλει στην Αιθιοπία 4 αντί ενός επισκόπους προκειμένου να διαποιμάνουν τον μεγάλο αριθμό των νέων Χριστιανών της Αιθιοπίας, πράγμα που έγινε το 1881. Επικεφαλής της τετράδας αυτής ήταν ο Αμπούνα (Μητροπολίτης) Πέτρος ως Αρχιεπίσκοπος, ο Αμπούνα Ματθαίος (Ματέουος για την επαρχία Σέουα, ο Λουκάς για την επαρχία Γκότζαμ και ο Μάρκος για την επαρχία Γκόνταρ. Ο Μάρκος ωστόσο απεβίωσε λίγο μετά την άφιξή του, οπότε ο Αυτοκράτορας συγχώνευσε τη μητρόπολή του με εκείνη του Μητροπολίτη Αθανασίου (Ατνατέουος). Αυτή ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που το Κοπτικό Πατριαρχείο Αλεξανδρείας διόρισε ταυτοχρόνως 4 επισκόπους για την Αιθιοπία.[28]
Εξωτερική πολιτική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πόλεμος με την Οθωμανική Αίγυπτο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του ο Ιωάννης Δ΄ ήταν απασχολημένος με πολεμικές συγκρούσεις στα βόρεια σύνορα της χώρας του. Η πρώτη ήταν με τον Χεδίβη της Αιγύπτου Ισμαήλ Πασά, που επεδίωξε να θέσει υπό την κυριαρχία του ολόκληρη τη λεκάνη απορροής του Νείλου. Οι Αιγύπτιοι προσπάθησαν να ενθαρρύνουν τον Μενελίκ του Σέουα να εξεγερθεί κατά του Αυτοκράτορά του, αλλά κέρδισαν την εχθρότητά του όταν προέλασαν από το λιμάνι Ζάιλα και κατέλαβαν την πόλη-κράτος Χάραρ στις 11 Οκτωβρίου 1875. Τόσο ο Μενελίκ όσο και ο Ιωάννης θεωρούσαν το Χάραρ ως αποστατημένη επαρχία της Αιθιοπίας, και η κατάληψή του από τους Αιγυπτίους δεν τους άρεσε. Κατόπιν ο αιγυπτιακός στρατός εισέβαλε στη βόρεια Αιθιοπία από τις παράλιες αιγυπτιακές κτήσεις γύρω από τον λιμένα Μασάουα. Ο Ιωάννης έκανε έκκληση στους Βρετανούς να σταματήσουν την Αίγυπτο, με την οποία η Βρετανία διατηρούσε τότε φιλικές σχέσεις, και μάλιστα δεν αντεπιτέθηκε αμέσως προκειμένου να δείξει στους Ευρωπαίους ότι η Αίγυπτος ήταν η επιτιθέμενη πλευρά. Σύντομα ωστόσο ο Ιωάννης συνειδητοποίησε ότι οι Ευρωπαίοι δεν επρόκειτο να σταματήσουν τον Χεδίβη της Αιγύπτου και έτσι συγκέντρωσε στράτευμα και βάδισε για να συναντήσει τις αιγυπτιακές δυνάμεις.[29]
Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στο Γκούντετ (γνωστό και ως Γκούντα-γκούντε) το πρωινό της 16ης Νοεμβρίου 1875. Οι Αιγύπτιοι εξαπατήθηκαν ώστε να προχωρήσουν σε μια στενή κοιλάδα, όπου αποδεκατίσθηκαν από το αιθιοπικό πυροβολικό που είχε περικυκλώσει την κοιλάδα από τα γύρω υψώματα. Σχεδόν ολόκληρη η αιγυπτιακή δύναμη, με τους πολλούς αξιωματικούς της που είχαν εκπαιδευθεί στην Ευρώπη, εξολοθρεύθηκε. Τα νέα αυτής της τεράστιας ήττας αποκρύφθηκαν από τον αιγυπτιακό λαό και μια νέα αιγυπτιακή στρατιά συγκεντρώθηκε και στάλθηκε να εκδικηθεί για την ήττα του Γκούντετ. Αλλά οι Αιγύπτιοι ηττήθηκαν και πάλι, στη Μάχη του Γκούρα (7 έως 9 Μαρτίου 1876), στην οποία οι Αιθίοπες πολέμησαν και πάλι με επικεφαλής τον Αυτοκράτορά τους, αλλά και τον αφοσιωμένο στρατηγό του, τον ικανό Αλούλα Ενγκίντα, τον μετέπειτα Ρας Αλούλα. Αυτή η νίκη έγινε τελικώς και αφορμή για την υποταγή του Μενελίκ στον Ιωάννη στις 20 Μαρτίου 1878, οπότε ο Ιωάννης σε ανταπόδοση ανεγνώρισε το κληρονομικό δικαίωμα του άρχοντα στον τίτλο του βασιλέως (Negus) της Σέουα, και τον ενθρόνισε στις 26 Μαρτίου.
Ο Ιωάννης εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία ώστε να στερεώσει τους δεσμούς του με τον βασιλέα της κεντρικής αυτής επαρχίας κανονίζοντας τον γάμο της κόρης τού Μενελίκ Ζαουντίτου (τη μελλοντική Αυτοκράτειρα της Αιθιοπίας) με τον δικό του γιο και διάδοχο Ρας Αράγια Σελάσιε.[30] Ως νικητής του Αιγυπτοαιθιοπικού Πολέμου και αδιαμφισβήτητος Αυτοκράτορας, ο Ιωάννης Δ΄ βρισκόταν το 1878 στο απόγειο της εξουσίας του και δεν είναι τυχαίο ότι επέλεξε εκείνο το έτος για να συγκαλέσει την εκκλησιαστική σύνοδο στο Μπόρου Μέντα (δείτε παραπάνω). Η επαρχία Ουόλο, όπου και το Μπόρου Μέντα, είχε Μουσουλμάνο κυβερνήτη, τον 28χρονο τότε Ρας Μοχάμεντ. Σύντομα μετά τη σύνοδο «προέκυψε» ότι ο Μοχάμεντ δεν πλήρωνε τους φόρους της επαρχίας στην κεντρική κυβέρνηση. Με βάση αυτό, «ανακαλύφθηκε» ότι ο Μουσουλμάνος κυβερνήτης συνωμοτούσε με τους Τούρκους (την τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, που εκεί γινόταν αντιληπτή ως μία αποικιακή δύναμη). Κλήθηκε ενώπιον του Αυτοκράτορα Ιωάννη, όπου και βρέθηκε αντιμέτωπος με αυτή την κατηγορία, ότι συνωμοτούσε για την κατάρρευση της Ιουδαιοχριστιανικής Αυτοκρατορίας της Αιθιοπίας. Τότε ο Μοχάμεντ, αντικρούοντας εμπράκτως την κατηγορία, επέλεξε να βαπτισθεί Χριστιανός. Ο ίδιος ο Ιωάννης έγινε νονός του, δίνοντάς του το χριστιανικό όνομα Μιχαήλ. Μάλιστα τού έδωσε ως σύζυγο την άλλη θυγατέρα του Μενελίκ, τη Σεουαρέγκα.
Πόλεμος με το Σουδάν
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την εποχή που ο Μουχάμαντ Άχμαντ αυτοανακηρύχθηκε ως ο Μαχντί (ένας ηγέτης του Ισλάμ που κατά τις προφητείες θα εμφανιζόταν πριν την Ημέρα της Κρίσεως) και υπεκίνησε το τότε υπό τουρκοαιγυπτιακή κατοχή Σουδάν σε μια μακρά και βίαιη εξέγερση, οι ακόλουθοί του κατόρθωσαν να εκδιώξουν μέρος από τις φρουρές των Αιγυπτίων από το Σουδάν και απεμόνωσαν τις υπόλοιπες στο Σουάκιν και άλλα φυλάκια στον νότο. Τότε ο Ιωάννης Δ΄ της Αιθιοπίας δέχθηκε το βρετανικό αίτημα να επιτρέψει την εκκένωση αυτών των Αιγύπτιων στρατιωτών μέσα από τα εδάφη του, με το αντάλλαγμα ότι η Βρετανική Αυτοκρατορία θα υπεστήριζε τις διεκδικήσεις του επί σημαντικών λιμανιών στην Ερυθρά Θάλασσα, όπως της Μασάουα, ώστε να εισάγει από εκεί όπλα και πολεμοφόδια στην περίπτωση που η Αίγυπτος υποχρεωνόταν να αποσυρθεί από αυτά. Αυτό επισημοποιήθηκε με υπογραφή συνθήκης στην Άντουα, που είναι γνωστή και ως Συνθήκη του Χιούετ από το επώνυμο του Βρετανού υποναυάρχου σερ Γουίλιαμ Χιούετ. Σύμφωνα με τη συνθήκη, η Αιθιοπία θα επέτρεπε στους Αιγύπτιους να εκκενωθούν με ασφάλεια από συγκεκριμένες συνοριακές πόλεις όπως η Κάσαλα, γεγονός που εξαγρίωσε τους Μαχντιστές. Ο Ρας Αλούλα νίκησε μια εισβολή στρατού των Μαχντιστών στη Μάχη του Κούφιτ στις 23 Σεπτεμβρίου 1885. Αλλά την ίδια εποχή, εκμεταλλευόμενη το κενό εξουσίας, η Ιταλία κατέλαβε το λιμάνι της Μασάουα, διαψεύδοντας τις αιθιοπικές ελπίδες και εκνευρίζοντας τον Ιωάννη.[31]
Ο Ιωάννης επεχείρησε να έλθει σε κάποιο είδος συνεννοήσεως με τους Ιταλούς, ώστε να μπορέσει να στρέψει την προσοχή του στο πιο πιεστικό πρόβλημα των Μαχντιστών, παρά το ότι ο στρατηγός του, ο Ρας Αλούλα, ανέλαβε από μόνος του να επιτεθεί στις ιταλικές μονάδες που βρίσκονταν στο ασαφώς ορισμένο σύνορο της περιοχής. Εμφανίστηκαν όμως και εσωτερικά προβλήματα: οι κυβερνήτες των αιθιοπικών επαρχιών Γκότζαμ και Σέουα εξεγέρθηκαν κατά του Ιωάννη, οπότε ο Αυτοκράτορας υποχρεώθηκε να στραφεί προς την αντιμετώπισή τους. Πρόλαβε να συντρίψει την εξέγερση του Γκότζαμ, αλλά προτού στραφεί προς τη Σέουα έφθασε η είδηση ότι οι δυνάμεις του Μαχντί είχαν λεηλατήσει το Γκόνταρ και είχαν πυρπολύσει τους ιερούς ναούς του. Τότε ο Αυτοκράτορας βάδισε προς τα βόρεια κατευθείαν από το Γκότζαμ για να αντιμετωπίσει τα στρατεύματα των Μαχντιστών.
Θάνατος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ιωάννης σκοτώθηκε από Μαχντιστές Σουδανούς στη Μάχη του Γκάλαμπατ, που έλαβε χώρα στις 9 και 10 Μαρτίου 1889 στο Μετέμα, κοντά στα σύνορα με το Σουδάν. Κατά τα υπάρχοντα στοιχεία, ο Αυτοκράτορας είχε δράσει βεβιασμένα και είχε καταστήσει τον εαυτό του ευάλωτο όταν εφόρμησε πέρα από τις γραμμές του εχθρού καθώς η νίκη έγερνε προς το μέρος των Αιθιόπων. Θανάσιμα τραυματισμένος από πυροβόλο όπλο, μεταφέρθηκε στη σκηνή του, όπου δήλωσε ότι ο ανεψιός του, ονόματι Μενγκέσα ήταν στην πραγματικότητα φυσικό τέκνο του και τον όρισε διάδοχό του (ο πρωτότοκος γιος του, ο Ρας Αράγια Σελάσιε, είχε πεθάνει ενωρίτερα από ευλογιά). Απεβίωσε μερικές ώρες αργότερα. Παρά το ότι ο αιθιοπικός στρατός είχε σχεδόν εκμηδενίσει τους αντιπάλους του σε εκείνη τη μάχη, μαθαίνοντας ότι ο αρχηγός του είχε σκοτωθεί διαλύθηκε.
Η σορός του Ιωάννη μεταφέρθηκε στο Τιγκράι από μικρό στρατιωτικό απόσπασμα, που αιφνιδιάσθηκε από Μαχντιστές κοντά στον ποταμό Άτμπαρα (τον λεγόμενο και «Μαύρο Νείλο»), οι οποίοι πήραν τη σορό. Ο Augustus B. Wylde, που ισχυριζόταν ότι άκουσε τα γεγονότα από έναν ιερέα που είχε κατορθώσει να διαφύγει, γράφει το πώς ο Ρας Αράγια, θείος του Ιωάννη, στάθηκε δίπλα στο σώμα του νεκρού Αυτοκράτορα με λίγους από τους στρατιώτες του και «τους γενναιότερους από τους αυτοκρατορικούς υπηρέτες, οι οποίοι είχαν χάσει τον κόσμο κάτω από τα πόδια τους και δεν είχαν κάτι άλλο για το οποίο να ζήσουν»:
«Ο Ρας Αράγια στεκόταν δίπλα στο κουτί που περιείχε τη σορό του αυτοκράτορα, έχοντας ξοδέψει όλες τις σφαίρες του, με την ασπίδα και το σπαθί του στα χέρια, υπερασπιζόμενος τον εαυτό του μέχρι που τελικά ένας ντερβίσης τον λόγχευσε από πίσω και πέθανε μαχόμενος ζωηρά, «όπως ο καλός παλιός πολεμιστής που ήταν.»[32]
Οι Μαχντιστές μετέφεραν τη σορό του Αυτοκράτορα στην πρωτεύουσά τους στο Omdurman, όπου έκοψαν το κεφάλι, το έστησαν σε έναν πάσσαλο και το περιέφεραν στις οδούς.
Στις 2 Μαΐου του ίδιου έτους ο νέος Αυτοκράτορας Μενελίκ Β΄ υπέγραψε τη Συνθήκη του Ουτσάλε με τους Ιταλούς, η οποία αργότερα οδήγησε στη Μάχη της Άντουα.[33]
Απόγονοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αν και μια ομάδα ευγενών του Τιγκράι υπό τον στρατηγό Ρας Αλούλα υπεστήριξε ως διάδοχο του Ιωάννη τον υποδειχθέντα από τον ίδιο τον Ιωάννη Ρας Μενγκέσα, πολλοί από τους άλλους συγγενείς του νεκρού Αυτοκράτορα από αμφότερες τις πλευρές της οικογένειάς του αντιτάχθηκαν. Η επαρχία Τιγκράι ταλαιπωρήθηκε από τις εξεγέρσεις διάφορων μελών της οικογένειας κατά του Μενγκέσα και από τις μεταξύ τους διαμάχες. Τότε ο Μενελίκ του Σέουα επωφελήθηκε και, όταν οι Ιταλοί κατέλαβαν το Χαμάσιεν (ένα διαμέρισμα που ο Ιωάννης Δ΄ είχε κληρονομήσει στον Ρας Αλούλα), ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας της Αιθιοπίας ως Μενελίκ Β΄. Ο θάνατος του Ιωάννη μείωσε την επιρροή των Τιγκραϊτών στη διακυβέρνηση της Αιθιοπίας και άνοιξε τον δρόμο στους Ιταλούς για την κατάληψη και άλλων διαμερισμάτων, τα οποία είχαν έως τότε ευγενείς από το Τιγκράι. Τελικώς αυτές οι καταλήψεις οδήγησαν στη δημιουργία της ιταλικής αποικίας της Ερυθραίας και την ήττα των Ιταλών στην αποφασιστική Μάχη της Άντουα από τον Αυτοκράτορα Μενελίκ Β΄. Η αριστοκρατία του Τιγκράι διετήρησε επιρροή στην αυτοκρατορική αυλή του Μενελίκ και των διαδόχων του, έστω και σε πολύ μικρότερο βαθμό. Οι απόγονοι του Ιωάννη κυβέρνησαν το Τιγκράι ως κληρονομικοί ηγεμόνες, μέχρι την Αιθιοπική Επανάσταση και την κατάργηση της μοναρχίας το 1974.
Αράγια Σελάσιε
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υπάρχουν δύο γραμμές απογόνων του Ιωάννη Δ΄: η μία είναι η «νόμιμη» και η άλλη η «φυσική». Η πρώτη είναι από τον πρωτότοκο υιό του, τον Ρας Αράγια Σελάσιε, που είχε μητέρα τη σύζυγο του Ιωάννη, την Ουολέτε Σελάσιε. Ο Αράγια πέθανε σε ηλικία μόλις 18 ή 19 ετών από ευλογιά, αλλά είχε προλάβει να αποκτήσει έναν γιο, τον Ρας Γκούγκσα Αράγια Σελάσιε, που απέκτησε επίσης γιο, τον διαβόητο dejazmach Χάιλε Σελάσιε Γκούγκσα, ο οποίος κυβερνούσε το ανατολικό Τιγκράι τη δεκαετία του 1930 και πήρε ως σύζυγο τη θυγατέρα του τελευταίου Αυτοκράτορα Χάιλε Σελάσιε, την πριγκίπισσα Ζενεμπεουόρκ. Ωστόσο μετά τον θάνατό της ο κυβερνήτης αποξενώθηκε από τον Αυτοκράτορα και το 1936 ο dejazmatch Σελάσιε Γκούγκσα έγινε ο πρώτος υψηλόβαθμος Αιθίοπας τιτλούχος που αποστάτησε συμμαχώντας με τους Ιταλούς φασίστες που είχαν εισβάλει στη χώρα. Τού δόθηκε ο τίτλος του Ρας από τον βασιλιά της Ιταλίας, ωστόσο μετά την απελευθέρωση της Αιθιοπίας ο Γκούγκσα τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό και θεωρήθηκε από τον λαό του ως προδότης. Ελευθερώθηκε από το μαρξιστικό καθεστώς του Ντεργκ το 1974 μετά την πτώση της μοναρχίας, αλλά πέθανε λίγο αργότερα. Υπάρχουν και άλλοι απόγονοι του Αυτοκράτορα Ιωάννη Δ΄ σε αυτή τη «γραμμή», αλλά εξαιτίας της προδοτικής στάσεως του Χάιλε Σελάσιε Γκούγκσα αυτός ο κλάδος της οικογένειας περιέπεσε συλλογικά σε δυσμένεια στην αυτοκρατορική αυλή και έχασε τη θέση και την επιρροή του.
Ρας Μενγκέσα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η δεύτερη, «φυσική» γραμμή είναι αυτή του Ρας Μενγκέσα Ιοχάνες και είναι η γνωστότερη. Παρά το ότι ο ίδιος ο Μενγκέσα πέθανε υπό περιορισμό εξαιτίας των επανειλημμένων εξεγέρσεών του κατά του Αυτοκράτορα Μενελίκ Β΄, ο γιος του, ο Ρας Σεγιούμ Μενγκέσα ή Μανγκάσα, έγινε αρχικώς κυβερνήτης του δυτικού Τιγκράι και μετά την προδοσία του εξαδέλφου του dejazmatch Χάιλε Σελάσιε Γκούγκσα, έγινε κυβερνήτης (σουμ) όλου του Τιγκράι το 1936. Διοίκησε στρατεύματα εναντίον των Ιταλών, αλλά υποχρεώθηκε να παραδοθεί και πέρασε το μεγαλύτερο διάστημα της ιταλικής κατοχής σε κατ' οίκο περιορισμό στην Αντίς Αμπέμπα. Μετά την επιστροφή του Αυτοκράτορα Χάιλε Σελάσιε, ο Ρας Σεγιούμ αποκαταστάθηκε στο αξίωμά του και αναγνωρίσθηκε ως ο κληρονομικός «Πρίγκιπας» του Τιγκράι. Σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος από την Αυτοκρατορική Φρουρά το 1960 και τον διαδέχθηκε ο γιος του, ο Ρας Μενγκέσα Σεγιούμ, που παρέμεινε κυβερνήτης του Τιγκράι μέχρι που η Επανάσταση του 1974 ανέτρεψε τη μοναρχία. Ο Μενγκέσα Σεγιούμ πήρε ως σύζυγό του την Αΐντα Ντέστα, εγγονή του τελευταίου Αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χάιλε Σελάσιε, και είναι σήμερα ο επικεφαλής του Τιγκραϊκού κλάδου της Σολομωνικής Δυναστείας.
Αποτίμηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μπαϊρού Ταφλά: Χρονικόν του Ιωάννου, Εισαγωγή
Ο Ιωάννης είχε αναμφίβολα τα αδύνατα σημεία του. Δεν ευθυνόταν όμως ο ίδιος για αυτά: είτε του επιβλήθηκαν από εξωτερικές πιέσεις, είτε τα κληρονόμησε από τις βαθιά ριζωμένες αξίες και τις παραδοσιακές νόρμες της κοινωνίας. Κατά τα 18 έτη της αυτοκρατορικής θητείας του ήταν απασχολημένος με την υπεράσπιση της χώρας του έναντι εξωτερικών απειλών από τους Αιγύπτιους, τους Ιταλούς και τους Μαχντιστές Σουδανούς. Ωστόσο κατόρθωσε σε μεγάλο βαθμό να ειρηνεύσει τη χώρα στο εσωτερικό της, ακόμα και να επεκτείνει την Αυτοκρατορία.[34] Οι καθοδηγητικές αρχές της διοικήσεώς του ήταν η υπομονή, η ανοχή και η συγχώρηση, καθώς και μια τάση για τη διατήρηση του status quo. Πάνω από όλα τα ενδιαφέροντά του εστιάζονταν στην προαγωγή της ειρήνης και λιγότερο στη δική του προσωπική ή δυναστική ωφέλεια.[35]
Ο τρόπος που μοιράσθηκε μέρος της εξουσίας του με τον Μενελίκ και τον Τέκλε Χαϋμανότ συνεισέφερε σημαντικά στην επιτάχυνση της διαδικασίας της επανενοποίησης της Αιθιοπικής Αυτοκρατορίας.[36] Διατηρώντας το status quo στην περιφερειακή διοίκηση, μείωσε την αβεβαιότητα και τον φόβο που επικρατούσαν υπό τους προηγούμενους Αυτοκράτορες εξαιτίας των συνεχών αλλαγών. Η αυτοπεποίθηση και η ευγενική στάση που επεδείκνυε έναντι των ηττημένων εχθρών και αντιπάλων του, είχαν ως αποτέλεσμα να κερδίσει τον σεβασμό των υπηκόων του.[37]
Σε πρώιμο στάδιο της σταδιοδρομίας του, νίκησε και αιχμαλώτισε τον dejazmatch Γκεμπρέ Μιχαήλ του Σεράγιε, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τον θάνατο της μητέρας του Ιωάννη, της Ουοϊζέρο Σιλάς Ντίμτσου. Ωστόσο όχι μόνο τον συγχωρησε, αλλά και μέσα σε ένα έτος ο Γκεμπρέ Μιχαήλ ανέλαβε και πάλι σύμβουλος και εμφανίζεται ως ένας από τους σημαντικούς απεσταλμένους κατά την αποστολή του Γκραντ στην Άντουα τον Φεβρουάριο του 1868. Επιπλέον, ο γιος του Γκεμπρέ Μιχαήλ, ο dejazmach Μπίρου, κατέλαβε σημαντικές θέσεις.
Η φιλοδοξία του Μενελίκ να καταλάβει το αυτοκρατορικό αξίωμα ήταν ξεκάθαρα ορατή από την απόδρασή του από τα Μάγδαλα και την επιστροφή του στο Σόα το 1865. Η υποταγή του στον Ιωάννη έγινε μόλις το 1878, μετά την απόκτηση σαφούς πλεονεκτήματος από τον δεύτερο εξαιτίας της ποιότητας και ποσότητας των όπλων που είχε συλλέξει από τον εχθρικό στρατό στις διαδοχικές νίκες του κατά των Αιγυπτίων. Αυτό το πλεονέκτημα παρέμεινε στην πλευρά του Ιωάννη σε όλη τη βασιλεία του. Παρά τις επαναλαμβανόμενες εισηγήσεις από τους συμβούλους του σε δύο περιστάσεις (1878 και 1881) να καθαιρέσει τον Μενελίκ και να τον αντικαταστήσει αν χρειαζόταν με κάποιον από τους εξαδέλφους του, όπως τον Μεσέσα Σέιφου, ο Ιωάννης αρνήθηκε, λέγοντας ότι δεν θα κατέστρεφε μια αποτελεσματική δύναμη, την οποία είχε αναπτύξει επιμελώς ο Μενελίκ για τη δική του προστασία. Σε άλλη περίπτωση, ο Ιωάννης άκουσε ότι αμφότεροι οι υποτελείς του κυβερνήτες-βασιλείς Τέκλε Χαϋμανότ και Μενελίκ είχαν απόστατήσει και ο πρώτος ομολόγησε ότι είχαν συμφωνήσει να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον και να εξεγερθούν κατά της εξουσίας του Αυτοκράτορα. Στο σημείο αυτό ο πειρασμός για τον Ιωάννη ήταν μεγάλος να διασχίσει τον ποταμό Αμπάυ (τον Κυανό Νείλο) για το Σοουάν και να εξολοθρεύσει την εσωτερική απειλή. Ωστόσο, έδωσε προτεραιότητα στην αντιμετώπιση της εξωτερικής απειλής, αποφασίζοντας να βαδίσει εναντίον των Σουδανών που είχαν διεισδύσει έως το Γκόντερ και είχαν κάψει τις εκκλησιές, λεηλατήσει την ύπαιθρο και πάρει ανθρώπους για δούλους.
Σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Ιωάννης επέδειξε ανιδιοτελή αφοσίωση στην υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Αιθιοπικής Αυτοκρατορίας έναντι διαδοχικών κυμάτων εξωτερικής επιθετικότητας, από τους Αιγύπτιους, τους Ιταλούς και τους Σουδανούς Μαχντιστές. Από την άλλη, προσπάθησε με τις παραμέτρους των δυνατοτήτων του να προαγάγει την ευημερία του λαού του. Η αφοσίωσή του στη χώρα και τον λαό του επιστέφθηκε με την υπέρτατη θυσία της ζωής του στα σύνορα της Αυτοκρατορίας του, στη Μάχη του Μετέμα.[38]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Index Y». Rulers.org. Ανακτήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2017.
- ↑ «Giovanni IV Imperatore d'Etiopia in «Dizionario di Storia»». Treccani.it. Ανακτήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2017.
- ↑ Smidt, W. (2019). «A Short History and Ethnography of the Tembien Tigrayans». Geo-trekking in Ethiopia's Tropical Mountains. GeoGuide. Springer Nature. σελίδες 63–78. doi:10.1007/978-3-030-04955-3_4. ISBN 978-3-030-04954-6. Unknown parameter
|s2cid=
ignored (βοήθεια) - ↑ Mekonnen, Yohannes (29 Ιανουαρίου 2013). Ethiopia: the Land, Its People, History and Culture. Yohannes Mekonnen. σελ. 265. ISBN 978-1-4823-1117-4.
- ↑ «Kassa Mercha - Yohannes IV (John IV) Throne name». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Νοεμβρίου 2022.
- ↑ 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 Uhlig, Siegbert (2014). Encyclopaedia Aethiopica. 5: Y-Z. Otto Harrassowitz. σελ. 73.
- ↑ Prunier, G.· Ficquet, É. (2015). Understanding Contemporary Ethiopia: Monarchy, Revolution and the Legacy of Meles Zenawi. Hurst. ISBN 9781849046183. Ανακτήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 2017.
- ↑ Harold G. Marcus: A History of Ethiopia, University of California Press, 2002, σ. 71.
- ↑ 9,0 9,1 Harold G. Marcus: The life and times of Menelik II: Ethiopia 1844-1913, Lawrenceville, Red Sea Press, 1995, σ. 30
- ↑ Major Trevenen J. Holland και Captain Henry Hozier: Record of the Expedition to Abyssinia, Λονδίνο 1870, i. 394, μνημονεύεται στο έργο του Harold G. Marcus The life and times of Menelik II: Ethiopia 1844-1913, σ. 30
- ↑ Major Trevenen J. Holland και Captain Henry Hozier: Record of the Expedition to Abyssinia, Λονδίνο 1870, i. 396
- ↑ 12,0 12,1 12,2 Harold G. Marcus: The life and times of Menelik II: Ethiopia 1844-1913, Lawrenceville, Red Sea Press, 1995, σ. 31
- ↑ Major Trevenen J. Holland et Captain Henry Hozier, Record of the Expedition to Abyssinia, Londres, 1870, i. 415; cité dans Harold G. Marcus, The life and times of Menelik II: Ethiopia 1844-1913, σ. 31.
- ↑ Major Trevenen J. Holland και Captain Henry Hozier: Record of the Expedition to Abyssinia, Λονδίνο 1870, i. 416
- ↑ Βουλή των Κοινοτήτων της Μεγάλης Βρετανίας: Report from the Select Committee on the Abyssinian War, Λονδίνο 1869, σ. 18 και: Major Trevenen J. Holland & Captain Henry Hozier: Record of the Expedition to Abyssinia, Λονδίνο 1870, ii. 95-96
- ↑ Harold G. Marcus: A History of Ethiopia, University of California Press, 2002, σ. 72
- ↑ Bahru Zewde: A History of Modern Ethiopia, 1855-1991, James Currey, Λονδίνο 2002, σ. 49
- ↑ John C. Kirkham: γράμμα στην εφημερίδα The Times, 27 Ιουλίου 1871, αναφ. στο βιβλίο; cité dans Harold G. Marcus, The life and times of Menelik II: Ethiopia 1844-1913, σ. 33
- ↑ Akyeampong, E.K.· Gates, H.L. (2012). Dictionary of African Biography. 6. OUP USA. σελίδες 5–164. ISBN 9780195382075. Ανακτήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 2017.
- ↑ Paul B. Henze: Layers of Time: A History of Ethiopia, εκδ. Palgrave, Νέα Υόρκη 2000, σελ. 146
- ↑ 21,0 21,1 Harold G. Marcus: The life and times of Menelik II: Ethiopia 1844-1913, Lawrenceville, Red Sea Press, 1995, σ. 34
- ↑ Briggs, Philip (2018). Ethiopia. Bradt Travel Guides. σελ. 385. ISBN 978-1-78477-099-0.
- ↑ Hancock, Graham· Pankhurst, Richard· Willetts, Duncan (1983). Under Ethiopian Skies. Éditions HL. σελ. 88. ISBN 978-0-946825-00-4.
- ↑ Levine, Donald Nathan (1965). Wax & gold: tradition and innovation in Ethiopian culture. Internet Archive. Chicago, University of Chicago Press. σελ. 3.
- ↑ Robinson, David (12 Ιανουαρίου 2004). Muslim societies in African history. Cambridge University Press. σελ. 177. ISBN 9780521533669.
- ↑ 26,0 26,1 Erlikh, Ḥagai. The Cross and the River: Ethiopia, Egypt, and the Nile. σελ. 73.
- ↑ Marcus, Harold G. (1995). The Life and Times of Menelik II: Ethiopia 1844-1913. Lawrenceville: Red Sea Press. σελίδες 57–59. ISBN 1-56902-010-8.
- ↑ «Ethiopian Treasures - Emperor Yohannes IV, Battle of Metema - Ethiopia». www.ethiopiantreasures.co.uk.
- ↑ «Yohannes IV». ethiopianhistory.com.
- ↑ «01. The Reign of Emperor Yohannes IV».
- ↑ Bahru Zewde (2001). A history of modern Ethiopia, 1855-1991 (2η έκδοση). Οξφόρδη: James Curry. σελίδες 56-59. ISBN 9780821445723.
- ↑ Augustus B. Wylde: Modern Abyssinia, εκδ. Methuen, Λονδίνο 1901, σελ. 43
- ↑ «Text of Wuchale Treaty | 1889 Ethio-Italian Treaty». Horn Affairs. 17 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2019.
- ↑ Demoz, Abraham (1977). «Review of Yohannes IV of Ethiopia: A Political Biography». Bulletin of the School of Oriental and African Studies, University of London 40 (2): 383-385. doi: . ISSN 0041-977X. https://www.jstor.org/stable/615300.
- ↑ Ghelawdewos Araia. «The Martyred King of Kings: Emperor Yohannes IV of Ethiopia» (PDF). www.africanidea.org. Ανακτήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2022.
- ↑ Haggai Erlich. «Ras Alula and Tigray - Revisiting Modern History». Ityopis.
- ↑ Ghelawdewos Araia. «The Martyred King of Kings: Emperor Yohannes IV of Ethiopia» (PDF). www.africanidea.org. Ανακτήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2022.
- ↑ Zewde Gabre-Sellassie (2014). Yohannes IV of Ethiopia A Political Biography. Red Sea Press. ISBN 9781569020432.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Gabre-Sellassie, Zewde (1975). Yohannes IV of Ethiopia: A Political Biography (1η έκδοση). Οξφόρδη: Clarendon Press.
- Rubenson, Sven (1976). The Survival of Ethiopian Independence. Heinemann Educational Books.
- Tafla, Bairu. Chronicle of Emperor Yohannes IV (1872-89).
- Henze, Paul B. (2000). «Yohannes IV and Menelik II: The Empire Restored, Expanded, and Defended». Layers of Time: A History of Ethiopia. Νέα Υόρκη: St. Martin's Press. ISBN 0-312-22719-1.
- Lewis, David Levering (1987). «Pawns of Pawns». The Race to Fashoda. Νέα Υόρκη: Olympic Marketing Corp. ISBN 1-55584-058-2.