Γύψος
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Γύψος. | |
Γενικά | |
---|---|
Κατηγορία | Θειικά. Εβαπορίτες |
Χημικός τύπος | CaSO4.2H2O |
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά | |
Πυκνότητα | 2,3 gr/cm3 |
Χρώμα | Σύνηθες το λευκό, αλλά και γκρίζο ή ακόμα και ερυθρωπό |
Σύστημα κρυστάλλωσης | Μονοκλινές |
Κρύσταλλοι | Βελονοειδείς, τραπεζοειδείς |
Υφή | Συμπαγής, γλοιώδης, κοκκώδης, ενίοτε γαιώδης ή ινώδης |
Διδυμία | Χαρακτηριστική διδυμία "ουρά χελιδόνος" |
Σκληρότητα | 2 |
Σχισμός | Τέλειος |
Θραύση | Ανώμαλη, σπανίως παρατηρούμενη |
Λάμψη | Υαλώδης έως μαργαριτώδης |
Γραμμή κόνεως | Λευκή |
Πλεοχρωισμός | - |
Διαφάνεια | Διαφανής έως ημιδιαφανής |
Η γύψος (κοινώς ο γύψος) ή αλαβαστρίτης λίθος ή αλάβαστρο, είναι ορυκτό του ασβεστίου με χημικό τύπο CaSO4.2H2Ο (διένυδρο θειικό ασβέστιο). Η γύψος όταν ψηθεί και ανακατευτεί με το νερό γίνεται σκληρή και συμπαγής. Χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους χρόνους στην οικοδομική, στην κατασκευή εκμαγείων, στα υφάσματα, στην κατεργασία του οίνου και στη ζωγραφική. Επίσης η λέξη γύψος φαίνεται πως σήμαινε και το αλάβαστρο, αν και ο αλαβαστρίτης λίθος ήταν μάλλον ασβεστιτικής σύστασης σύμφωνα με τον Θεόφραστο. Η γύψος γνωστή και ως γύψος χρησιμοποιεί γύψο ο οποίος θρυματίζεται και χρησιμοποιείται για κτήση.
Φυσικά χαρακτηριστικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ορυκτή γύψος (CaSO4·2H2O) ανήκει στα θειϊκά ορυκτά και είναι άχρωμος, λευκός, τεφρός ή έχει διάφορες αποχρώσεις του κίτρινου, κόκκινου και καστανού. Οι κρύσταλλοί του είναι πλακώδεις ή/και πρισματικοί. Φέρει συσσωματώματα σχισμογενή, κοκκώδη, ινώδη, γεηρά, στηλοειδή, δενδριτικά, ροδακοειδή. Η συμπαγής λεπτοκοκκώδης ποικιλία του ονομάζεται αλάβαστρο και χρησιμοποιείται ως υλικό κατασκευής διακοσμητικών αντικειμένων και μικροκοσμημάτων. Απαντά σε ιζηματογενή πετρώματα μαζί με άλλους εβαπορίτες όπως ο αλίτης, ο ανυδρίτης, ο συλβίνης κ.ά. Η σκληρότητά της είναι 2 και ο σχισμός της κατά την θραύση θεωρείται καλός έως τέλειος. Το ειδικό βάρος της είναι περίπου 2,5 g/cm3.
Αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως γυψοκονίαμα με τις ευρύτατες χρήσεις του στην ορθοπεδική, την οδοντοτεχνία, στις βιομηχανίες φαρμάκων, στα υλικά οικοδομών, τη γεωργία, τη διακόσμηση κτλ., παράγεται μετά από θερμική επεξεργασία και καθαρισμό της ορυκτής γύψου (CaSO4 + 2ΧH2Ο), η οποία αφυδατώνεται μερικώς για να παραγάγει μια ημιένυδρη ουσία (CaSO4 + ½ H2Ο). Η χημική αντίδραση που δημιουργεί το γυψοκονίαμα είναι:
- 2CaSO4 + 4 H2Ο + θερμότητα → 2CaSO4 . ½ H2Ο + 3H2O
Αρχαιολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πέραν της προφανούς χρήσης του στην οικοδομική και την κατασκευή των ομώνυμων αγγείων -τα οποία βέβαια κατασκευάζονταν και από γυαλί, άργιλο ή μέταλλο - φαίνεται πως χρησιμοποιείτο επίσης στην αρχαιότητα και ως φάρμακο για τους στομαχικούς πόνους, ανακατεμένος με κηρωτή. Τα παλαιότερα ίχνη γυψοκονιάματος είναι 9.000 έτη παλαιά, και βρέθηκαν στην Ανατολία και τη Συρία. Επίσης είναι γνωστό ότι 5.000 έτη πριν, οι Αιγύπτιοι έκαιγαν τη γύψο με φωτιά στο εξωτερικό περιβάλλον και ύστερα την έτριβαν σε σκόνη, την οποία στη συνέχεια ενυδάτωναν και την χρησιμοποιούσαν για τη συγκόλληση τμημάτων των μνημείων. Επίσης, χρησιμοποιούσαν τη γύψο για να κατασκευάζουν εκμαγεία, χρησιμοποιώντας ως πρότυπο το ίδιο το ανθρώπινο σώμα. Στην αρχαία Ελλάδα εκτός από την κατασκευή αγαλματιδίων η γύψος στη διάφανη μορφή της (σεληνίτης) χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή εκμαγείων σε αντίγραφα ελληνικών αγαλμάτων.
Σημείωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία και συγκεκριμένα με το άρθρο 1, § 3, του Μεταλλευτικού Κώδικα (Π.Δ. 28-10-1919) η γύψος έχει χαρακτηριστεί λατομικό ορυκτό.