Η Παναγιά η Γοργόνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

«Η Παναγιά η Γοργόνα» (1949), είναι το τρίτο και τελευταίο μυθιστόρημα που έγραψε ο λογοτέχνης Στράτης Μυριβήλης.

Η Παναγιά η Γοργόνα
Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης
ΣυγγραφέαςΣτράτης Μυριβήλης
ΓλώσσαΕλληνικά
ΜορφήΜυθιστόρημα
ΣειράΕκτός κυκλοφορίας
ΠροηγούμενοΗ ζωή εν τάφω
Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια
Αριθμός Σελίδων500

Μαζί με τα δυό προηγούμενα, την Ζωή εν τάφω (1924) και την Δασκάλα με τα χρυσά μάτια (1933), σχηματίζουν τη λεγόμενη «Τριλογία του πολέμου», την τριλογία δηλαδή που αναφέρεται στους πολέμους του ελληνικού λαού και τις συνέπειές τους. [1]

Κύριο θέμα του μυθιστορήματος είναι ο αγώνας των Μικρασιατών προσφύγων - που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους αμέσως μετά την Μικρασιατική Καταστροφή - να ζήσουν και να ριζώσουν στην καινούργια πατρίδα τους, το μικρό χωριό Σκάλα Συκαμιάς στη Λέσβο. Ο κριτικός της λογοτεχνίας Αντώνης Καραντώνης θεωρεί ...τα βασικά μοτίβα της αθάνατης καθημερινότητας δοσμένα με παραδειγματική ελληνικότητα, κάνουν την Παναγιά τη Γοργόνα ένα απο τα πιο κεφαλαιώδη λογοτεχνήματα της γλώσσας μας . [2]
Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος επισημαίνει ότι... είναι η πρώτη φορά που ένα νεοελληνικό πεζογράφημα αντιμετωπίζει το θέμα της εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα από τη στιγμή του ξεριζωμού και κατόπιν χωρίς ανόητους ρομαντισμούς και περιττές λειάνσεις ενός γεγονότος που είχε τόσο τραχειές γωνίες. αλλά και ότι...πως ότι συναρπάζει αμέσως τον αναγνώστη και τον κατακλύζει με γοητεία είναι αυτός ο θαυμάσιος πλούτος της γλώσσας που συνθέτει στέρεες εικόνες, τις ζωντανεύει και τις αφήνει να κυματίζουν ανάμεσα στον ρεαλισμό της περιγραφής και στη λυρική διάθεση που τις ζεσταίνει. [3]

Ιστορία της έκδοσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτη μορφή του μετέπειτα μυθιστορήματος, υπήρξε το διήγημα «Κει κάτου, στην Παναγιά τη Ψαραδούλα», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πρωία» και στη στήλη «Διήγημα της Κυριακής», σε δύο συνέχειες στις 27 Μαϊου και στις 3 Ιουνίου του 1934.

Σε μορφή μυθιστορήματος πλέον, θα πρωτο-δημοσιευτεί με τον τίτλο «Παναγιά η Ψαροπούλα», στην καθημερινή εφημερίδα «Ασύρματος» από τις 12 Ιουνίου του 1939 και σε 130 συνέχειες.
Με τον οριστικό τίτλο του «Η Παναγιά η Γοργόνα» θα πρωτο-δημοσιευτεί, όχι ολοκληρωμένο όμως, στο περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία» από τις 15 Φεβρουαρίου του 1948 έως τις 15 Οκτωβρίου 1949, σε 39 συνέχειες.
Η πρώτη έκδοση σε βιβλίο έγινε τον Δεκέμβριο του 1949 από τις εκδόσεις «Οι φίλοι του βιβλίου» σε 4000 αντίτυπα και με περιεχόμενο 500 σελίδων, το δε εξώφυλλο το είχε φιλοτεχνήσει ο Γιάννης Τσαρούχης.
Τον Οκτώβριο του 1955 κυκλοφορεί η δεύτερη έκδοση από τις εκδόσεις «Βιβλιοπωλείο της Εστίας» σε 4085 αντίτυπα, με εξώφυλλο και εικονογράφηση του Μάριου Αγγελόπουλου.
Σήμερα κυκλοφορεί στο εμπόριο η τελευταία έκδοση του 1997. Τελευταία ανατύπωση τον Μάρτιο του 2008. ISBN 960-05-0179-3

Εκδόσεις στο εξωτερικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βιβλίο ξεκινά την εκδοτική πορεία του στο εξωτερικό, αρχές του 1955 όταν κυκλοφορεί στα γερμανικά, με τόπο έκδοσης τη Ζυρίχη και τίτλο «Die Madonna mit dem Fischleib».
Το 1957 θα εκδοθεί στα Γαλλικά – «Notre-Dame la Siréne».
Το 1958 στα φινλανδικά «Kaikkeinpyhin Merenneitsyt», στα σουηδικά «Den Heliga Sjödyo tjungfrun», στα δανέζικα «Madonna med Fiskehalen» και με τον ίδιο τίτλο και στα νορβηγικά.
Το 1959 εκδίδεται στο Άμστερνταμ και στα ολλανδικά «De Madonna met de Vissestaart» και στη Νέα Υόρκη, στα αγγλικά «The Mermaid Madonna» ενώ τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους εκδίδεται και στην Αγγλία, με τον ίδιο τίτλο από τον ίδιο μεταφραστή (Rick Abbot) αλλά από διαφορετικό εκδοτικό οίκο.
Το 1960 εκδίδεται στα ισπανικά «Nuestra Senora de las Sirenas», και στα ιταλικά «La Madonna del Mare», από τον εκδοτικό οίκο Mondadori.
Το 1961 εκδίδεται στα πολωνικά «Madonna-Syrena» και το 1962 στα πορτογαλικά «Esmeralda». To 1964 εκδίδεται στη Λουμπλιάνα και στα σλοβενικά «Sirena z Lesbosa» και το 1967 στα τσέχικα «Královna more». [4]

Η υπόθεση του έργου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Κατάμπροστα στο ψαραδολίμανο, μέσα στο μάτι του μπουνέντη, ορθώνεται πάνω σε θεόρατη θαλλασοβραχιά το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας. Τούτο τον όγκο της πέτρας τονε κράζουν οι χωριανοί της “Παναγιάς τα ράχτα”.....Οι άνθρωποι ρίξανε ριχτίμι στην προέχταση του βράχου. Έτσι έκαναν εύκολα τον μώλο του λιμανιού και το διαφεντεύουν από τις αγριοκαιριές της Ανατολής....
Το ξωκλήσσι δεν είναι να πεις τίποτα παλλαϊκό χτίσμα, απ' αυτά τα μικρά αριστουργήματα που μαστόρεψε η βυζαντινή αρχιτεκτονική σε όλη την Ελλάδα. Είναι τετράγωνο και γερό, χτισμένο με πολύ ευλάβεια και λίγο γούστο απο κάτι θεοφοβούμενους μαστόρους και ναύτες, πάνε τώρα εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια.»

Αυτός είναι ο τόπος που θα ξετυλιχτεί το μυθιστόρημα. Ο τόπος που γεννήθηκε ο συγγραφέας, το λιμάνι (η Σκάλα) του ορεινού χωριού Μουριά, όπως το λένε οι ντόπιοι, η γνωστή σήμερα ως Σκάλα Συκαμινιάς, 48 χλμ. βορειοδυτικά της Μυτιλήνης.

«Ίσα με το μεγάλο χαλασμό της Ανατολής, ο μπάρμπα Λιας ο dedes, ήταν ο μόνος ξενοτοπίτης ανάμεσα στους λίγους Σκαλιώτες. Τούτοι που γιομίζουν σήμερα το γιαλό με τις φαμίλιες τους και με τις βάρκες τους κι ανέστησαν ολάκερο χωριό με σημαντικό ψυχομέτρι, τη Σκάλα της Μουριάς, ήρθαν όλοι τους απ' αντίκρυ σαν έγινε το μεγάλο κακό......Απο εκεί απ' αντίκρυ ξεκίνησαν κι ήρθαν όλοι τούτοι οι ψαράδες κι οι ναυτικοί, μια φαρμακωμένη μέρα. Φουκαράδες και ανεμμαλιάρηδες ήρθαν, με την ψυχή στο στόμα, ξυπόλυτοι κι αγριεμένοι. Μέσα στα τρομαγμένα μάτια τους κρατούσαν την κόκκινη αντιλαμπή απο μια πλατιά πυρκαγιά. Ήρθαν με το μαύρο βρακί ανατραβηγμένο μέσα στο μαλλένιο ζουνάρι, φορούσαν στο κεφάλι τις βαριές αιβαλιώτικες κατσούλες απο βελούδο ξεφτισμένο. Ήταν ένα συννεφιασμένο απόγεμα και τα κύματα φούσκωναν μολυβιά δίχως να σπάνουν, όταν φάνηκαν οι βάρκες τους να' ρχονται.
:«Η Παναγιά η Γοργόνα είναι το κεντρικό σύμβολο της σύνθεσης των διαφορετικών εμπειριών και δυνάμεων που προέκυψαν μέσα απο αυτόν τον πολιτισμό έτσι όπως την ζωγραφίζει ο Καπτά Λιάς, στον τοίχο της εκκλησίας. Από τη μέση και πάνω γυναίκα από τη μέση και κάτω ψάρι. «Και κανείς δεν στοχάστηκε πως εκείνη τη μέρα μέσα απο το κεφάλι του γερο κοσμοκαλόγερου {του ζωγράφου}, όπως μέσα από το κεφάλι του Δία, πήδηξε και στυλώθηκε πάνω στο μοναδικό θαλλασόβραχο του αιγαιοπελαγίτικου νησιού μια καινούρια ελληνική θεότητα, που έδεσε με τον πιο θαυμαστό τρόπο όλες τις εποχές και όλο το νόημα της φυλής. Μιας φυλής που ζει και αγωνίζεται με τα στοιχειά και με τις φουρτούνες του κόσμου, η μισή στη στεριά κι η μισή στη θάλασσα, με το ινί και με την καρίνα, πάντοτε κάτω από μια θεότητα πολεμική, θηλυκιά και παρθένα.» Το ενδοκοσμικό αντίστοιχο αυτής της θεότητας είναι η Σμαραγδή, μια νέα κοπέλα που η σπάνια ομορφιά της και ο φυσικός δυναμισμός της ηλικίας της συνδυάζονται με την ηθική ανωτερότητα, τα πλούσια συναισθήματα και την ευφυία, λαμβάνοντας έτσι την υπερφυσική διάσταση της ξωτικιάς και της νεράιδας.»

Π.Δ. Μαστροδημήτρης: «Η λογοτεχνική πρόσληψη των λαϊκών - παραδοσιακών αξιών στο μυθιστόρημα του Μυριβήλη «Παναγιά η Γοργόνα», σελ.212

Σύντομα, θα ανοικοδομηθεί ένας ολόκληρος προσφυγικός συνοικισμός στην περιοχή.

«Έτσι και τούτοι ήρθαν και ρίζωσαν γύρω στης Παναγιάς τα ράχτα. Αυγατίζουν τη γενιά χρόνο με το χρόνο. Γεμίζει ο τόπος καινούριες φωνές, η θάλασσα καινούρια κουπιά. Οι ταβέρνες γεμίζουν τραγούδια. Οι άνθρωποι συνταιριάστηκαν με την καινούρια ακρογιαλιά που τους έδωσε η Ελλάδα να τρυγούν για τη ζήση τους. Βολεύτηκαν με τον τόπο και με τους ανθρώπους, σοφέλιασαν ψυχή και κορμί με τον περίγυρο. Κανένας από τους ντόπιους δεν ξέρει πια σαν κι αυτούς, τις ποριές και τα περάσματα του ψαριού, μηδέ γνώρισε άλλος κανείς έτσι σίγουρα στο γαλάζιο λιβάδι της θάλασσας τα μονοπάτια και τις κακοτοπιές, τις ρέζιγες κρέμασες των νερών, τις φωλιές για τα χταπόδια και τους αστακούς, τις ατρύγητες αμαλαγιές που πρέπει να καλάρουν τα δίχτυα. Με τον καιρό έμαθαν κοντά στο νερό ν' αγαπούν και τούτο το άγιο δέντρο της ελιάς, που είναι θρησκεία και πόρεψη για τους ντόπιους.»

Τα πρόσωπα, οι ήρωες του μυθιστορήματος δεν είναι άλλοι λοιπόν, από αυτούς τους απλούς χωριάτες, πρόσφυγες και γηγενεις, τη φτωχική ζωή των οποίων θα ζωντανέψει ο συγγραφέας.

«Ο δάσκαλος ο Αυγουστής, φτωχός άνθρωπος ήταν, μικρόσωμος και ζαρωμένος. Όμως μέσα στα κουκουλωτά μάτια του έκαιγε μια ακαταλάγιαστη φλόγα....σαρανταπέντε χρόνια δούλεψε στα σκολειά της Ανατολής κι όλον αυτόν τον καιρό καλλιεργούσε την πίστη προς την Ανάσταση της Μεγάλης Ελλάδας στην καρδιά των παιδιών.»
«Ο Βαρούχος ψαράς ήταν αναμεσό τους ο πιο συσταζούμενος και φρόνιμος...και είχε γυναίκα του τη Νεράντζη. Η Νεράντζη δεν ήταν ένας συνηθισμένος τύπος ψαράδαινας. Μονάχα αυτή ανάμεσα σ' όλες δεν ήταν “πέσε- πέσε, σήκω-σήκω” μπροστά στον άντρα της. Έκοβε το μυαλό της πολύ περισσότερο από του Βαρούχου. Αυτή κυβερνούσε το σπίτι και κανόνιζε πάνω στο καθετί τη γνώμη τ' αντρός της που άκουγε το λόγο και θάμαζε απεριόριστα τη γνώση της.»
«Ο Φόρτης, ο καφετζής του λιμανιού, ήτανε βίος και πολιτεία. Σωστός Σεβάχ θαλασσινός της Αμερικής δε βαριόταν να ξεστορίζει τα περιστατικά των ταξιδιών του. Δούλεψε έξι χρόνια στα μηχανουργεία του Φορντ, που τον πρόφερε Φόρτης και τόσο συχνά είχε το όνομα στο στόμα που στο τέλος του κόλλησε για πάντα.»
«Ο Γιωργής τ' αποδέλοιπο είχε αναστατώσει τα νερά της Ανατολής με τους δυναμίτες του και τώρα έκανε το ίδιο σε τούτα τ' ακρογιάλια, κέρδισε το παρανόμι του ύστερα από τα σακατέματα που 'παθε το'να πίσω απο τ' άλλο. Πρώτα έχασε το δεξί του το μάτι, μαζί του' φυγε και το μισό τ' αυτί από την ίδια μεριά. Κατόπι ένα καψύλι αναμμένο πριν από την ώρα του, πήρε το ζερβί του χέρι και το πέταξε στη θάλασσα κομμένο από την παρακλείδωση.»
«Ο Παναγής ο Λαθιός ήταν μακρύς και στεγνός άνθρωπος, το πιο τρομερό παραγάδι ανάμεσα στους ψαράδες κάθε χρόνο αποκτούσε κι ένα μωρό. Η γυναίκα του ήταν μια ξερακιανή ασήμαντη ύπαρξη, απολειφάδι γυναίκας. Το μάτι σου δεν την έπιανε έτσι μικροκαμωμένη και άσαρκη που έβγαινε στη βρύση της πλατέας με δυο στάμνες στους γοφούς.»

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Στη «Ζωή εν Τάφω» ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος, στα επόμενα δύο, η Μικρασιατική εκστρατεία και η συνεπακόλουφη Καταστροφή (1917-1922)
  2. Αντρέα Καραντώνη «Πεζογράφοι και πεζογραφήματα» της γενιάς του '30”, εκδ. Παπαδήμα, 1990
  3. Εφημερίδα Καθημερινή 4/6/1953
  4. Πηγή της ενότητας: Λυκούργου Νίκη, «Σχεδίασμα χρονογραφίας Στράτη Μυριβήλη (1890-1969), περ. «Νέα Εστία», τεύχος 1523»