Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εξαφάνιση των παιδιών της οικογένειας Σόντερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Eξαφάνιση των παιδιών της οικογένειας Σόντερ
Ημερομηνία24 Δεκεμβρίου 1945 (1945-12-24)
ΔιάρκειαΈξαφανισμένα για περίπου 78 έτη
ΤοποθεσίαΦαγιέτβιλ, Δυτική Βιρτζίνια, Η.Π.Α.
ΤύποςΕξαφανισμένα άτομα, Φωτιά στο σπίτι, (πιθανόν λόγω εμπρησμού), με πιθανή ανθρωποκτονία και απαγωγή παιδιών
ΑιτίαΔεν έχει διευκρινιστεί
ΚίνητροΕνδεχομένως αντίποινα για τις δηλώσεις του Τζορτζ Σόντερ κατά της φασιστικής Ιταλίας (1922–1943) (αν η υπόθεση περιλαμβάνει εγκληματική ενέργεια).
ΈκβασηΠαγωμένη Υπόθεση
ΝεκροίΤα πιστοποιητικά θανάτου εκδόθηκαν από τις αρχές της Δυτικής Βιρτζίνιας στις 30 Δεκεμβρίου του 1945. Ωστόσο τα ευρήματα αμφισβητούνται.
Αγνοούμενοι
  • Μορίς Σόντερ (14 ετών)
  • Μάρθα Λι Σόντερ (12 ετών)
  • Λούις Σόντερ (10 ετών)
  • Τζένη Αϊρίν Σόντερ (8 ετών)
  • Μπέτυ Ντόλι Σόντερ (6 ετών)
ΚατηγορούμενοιΣικελική μαφία

Την παραμονή των Χριστουγέννων, στις 24 Δεκεμβρίου του 1945, μια πυρκαγιά κατέστρεψε την κατοικία της οικογένειας Σόντερ στο Φαγιέτβιλ της Δυτικής Βιρτζίνιας, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς, οι γονείς και τέσσερα από τα δέκα παιδιά της οικογένειας κατάφεραν να διαφύγουν από το φλεγόμενο σπίτι. Τα πτώματα των άλλων παιδιών δεν βρέθηκαν ποτέ. Τα μέλη της οικογένειας Σόντερ που επέζησαν πίστευαν για το υπόλοιπο της ζωής τους ότι τα πέντε εξαφανισμένα παιδιά επέζησαν.[1] Προς υποστήριξη της πεποίθησης τους, οι Σόντερς είχαν επισημάνει μια σειρά ασυνήθιστων περιστάσεων πριν και κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς. Ο Τζορτζ και η σύζυγος του υποπτεύονταν εμπρησμό, που οδήγησε σε θεωρίες ότι τα παιδιά είχαν πέσει θύματα απαγωγής από τη σικελική μαφία, ίσως ως αντίποινα για την ειλικρινή κριτική του Τζορτζ ενάντια στη φασιστική κυβέρνηση της πατρίδας του, της Ιταλίας.[2] Η τελευταία εν ζωή κόρη, μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια της, συνέχισε να δημοσιοποιεί την υπόθεση στα μέσα ενημέρωσης και στο διαδίκτυο. [3]


Ο Τζόρτζ Σόντερ γεννήθηκε με το όνομα Τζόρτζιο Σόντι στην πόλη Τούλα της Σαρδηνίας της Ιταλίας το 1895. Μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες 13 χρόνια αργότερα, με έναν από τους μεγαλύτερους αδερφούς του. Τα δύο αγόρια εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Νήσο Έλις αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Κατόπιν άλλαξε το όνομα του σε Τζορτζ Σόντερ. Για το υπόλοιπο της ζωής του ο Τζορτζ, δεν μιλούσε πολύ για τους βαθύτερους λόγους της απόφασης του να αφήσει την πατρίδα του.

Ο Σόντερ βρήκε τελικά δουλειά στους σιδηροδρόμους της Πενσυλβανίας, μεταφέροντας νερό και άλλες προμήθειες στους εργάτες. Μετά από μερικά χρόνια είχε πιο σταθερή εργασία ως οδηγός στην πόλη Σμίθερς της Δυτικής Βιρτζίνιας. Στη συνέχεια ίδρυσε τη δική του εταιρεία φορτηγών, αρχικά μεταφέροντας κηπευτικό χώμα σε εργοτάξια και αργότερα μεταφέροντας άνθρακα που προερχόταν από εξορύξεις στην περιοχή. Εκεί γνώρισε την Τζένη Σιπριάνι, την κόρη του αποθηκάριου, που είχε επίσης μεταναστεύσει από την Ιταλία στην παιδική της ηλικία, και πολύ σύντομα την παντρεύτηκε.

Το ανδρόγυνο εγκαταστάθηκε σε ένα διώροφο ξύλινο σπίτι, 3,2 χιλιόμετρα βόρεια της κοντινή πόλη Φαγιέτβιλ, η οποία είχε μεγάλο πληθυσμό Ιταλών μεταναστών.[4] Το 1923 απέκτησαν το πρώτο από τα 10 παιδιά τους. Σύμφωνα με τα λόγια ενός τοπικού αξιωματούχου, το γεγονός ότι η επιχείρηση του Σόντερ πήγαινε όλο και καλύτερα κατέστησε την οικογένεια του ως «μια από τις πιο αξιοσέβαστες οικογένειες της μεσαίας τάξης στην περιοχή». Ωστόσο, ο Τζορτζ είχε ισχυρές απόψεις για πολλά θέματα και δεν φοβόταν να τις εκφράσει δημόσια, με αποτέλεσμα να γίνεται συχνά αντιπαθής στους άλλους. Το κύριο σημείο τριβής ήταν συνήθως η έντονη αντίθεση του στην πολιτική πορεία του Ιταλού δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι, το οποίο είχε οδηγήσει σε έντονες λογομαχίες με άλλα μέλη της μεταναστευτικής κοινότητας.

Το τελευταίο από τα παιδιά της οικογένειας η Σύλβια, γεννήθηκε το 1942. [5] Μέχρι τότε, ο δεύτερος μεγαλύτερος γιος τους, ο Τζόζεφ "Τζο" (21 ετών), είχε φύγει από το σπίτι για να υπηρετήσει στο στρατό κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το επόμενο έτος, ο Μουσολίνι καθαιρέθηκε και εκτελέστηκε, κάτι που έφερε ανακούφιση στη συνείδηση του Τζορτζ Σόντερ, ο οποίος είχε δηλώσει πολλές φορές δημόσια ότι ήταν ορκισμένος εχθρός του. Όμως μερικοί συντοπίτες του δεν συγχώρησαν ποτέ το γεγονός ότι είχε μιλήσει με τόσο απαξιωτικό τρόπο για τον Ιταλό ηγέτη. Τον Οκτώβριο του 1945, [6] ένας πλανόδιος πωλητής ασφάλισης ζωής επισκέφτηκε τον Τζορτζ στην εργασία του και εκείνος τον έδιωξε κακήν κακώς από την επιχείρηση του. Τότε εκείνος προειδοποίησε τον Τζορτζ ότι το σπίτι του «[θα έπιανε] φωτιά… και τα παιδιά του θα έχαναν την ζωή τους». Ο ίδιος δικαιολογείσαι την παραπάνω προειδοποίηση ως μέρος των διαφορών που είχε καλλιεργήσει με τους υποστηρικτές του Μουσολίνι. Δεν πέρασε πολύς καιρός από αυτό το γεγονός και ένας περαστικός που πέρασε από το σπίτι του, φαινομενικά αναζητώντας δουλειά. Ο άγνωστος άντρας πήγε στο πίσω μέρος της οικίας της οικογένειας Σόντερ και προειδοποίησε τον Τζορτζ ότι μια εγκατάσταση τροφοδοσίας της ηλεκτρικής ενέργειας του σπιτιού θα «προκαλούσε φωτιά κάποια μέρα». Ο Τζορτζ παραξενεύτηκε από το συγκεκριμένο σχόλιο, καθώς πριν λίγες μέρες είχε μόλις καλωδιώσει εκ νέου όλο το σπίτι την ίδια μέρα που εγκατέστησε μια καινούργια ηλεκτρική κουζίνα [7] και η τοπική ηλεκτρική εταιρεία τον είχε διαβεβαιώσει ότι όλα ήταν ασφαλή. Τις εβδομάδες πριν από τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς, οι μεγαλύτεροι γιοι του Τζορτζ, Τζον και ο Τζορτζ Τζούνιορ, είχαν επίσης παρατηρήσει ένα παράξενο αυτοκίνητο παρκαρισμένο κατά μήκος του κύριου αυτοκινητόδρομου της πόλης, με τους επιβαίνοντες να παρακολουθούν τα μικρότερα παιδιά της οικογένειας καθώς επέστρεφαν από το σχολείο στο σπίτι.

Η φωτιά στο σπίτι την παραμονή των Χριστουγέννων του 1945

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οικογένεια Σόντερ γιόρτασε την παραμονή των Χριστουγέννων του 1945. Ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας ο Τζο, δεν βρισκόταν μαζί τους εκείνο το βράδυ. Ωστόσο η μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας, η Μάριον (19 ετών), που εργαζόταν σε ένα πολυκατάστημα στο κέντρο της Φαγιέτβιλ, μετά τον εορτασμό, έκανε έκπληξη στις τρεις από τις μικρότερες αδερφές της — την Μάρθα (12 ετών), την Τζένη (8 ετών) και την Μπέτυ (5 ετών) [8] — με νέα παιχνίδια που τους είχε αγοράσει ως δώρα. Τα κοριτσάκια ήταν τόσο ενθουσιασμένα που ρώτησαν την μητέρα τους αν μπορούσαν να μείνουν ξύπνια πέρα από τη συνηθισμένη ώρα ύπνου τους. Η ώρα ήταν ήδη 22:00.

Η Τζένη συμφώνησε και είπε στα παιδιά της ότι μπορούσαν να παίξουν για λίγο με τα καινούργια τους παιχνίδια, με την προϋπόθεση ότι δύο από τα μεγαλύτερα αδέλφια τους, ο 14χρονος Μορίς και ο 9χρονος Λούις θα έμεναν και εκείνοι ξύπνιοι για να κλειδώσουν το σπίτι, να βάλουν τις αγελάδες στον στάβλο και να ταΐσουν τις κότες που ζούσαν στον κήπο του σπιτιού. Αφού υπενθύμισε ξανά στα παιδιά αυτές τις δουλειές, πήρε τη Σύλβια (2 ετών) μαζί της στον επάνω όροφο και πήγαν μαζί για ύπνο. Ο Τζορτζ που ήταν πολύ κουρασμένος εκείνη την μέρα, καθώς και οι μεγαλύτεροι γιοι του ο Τζον και ο Τζορτζ Τζούνιορ είχαν πέσει από νωρίς για ύπνο.

Το τηλέφωνο στο γραφείο του κάτω ορόφου χτύπησε στις 00:30 και η Τζένη το άκουσε να χτυπάει μέσα στον ύπνο της. Καθώς ο ήχος δεν σταματούσε κατέβηκε από την κρεβατοκάμαρα της για να απαντήσει. Στην άλλη άκρη του γραμμής ήταν μια γυναίκα της οποίας την φωνή δεν αναγνώρισε. Η άγνωστη ζήτησε να μιλήσει με κάποια γυναικά της οποία το όνομα η Τζένη δεν είχε ξανακούσει ποτέ στη ζωή της. Η Τζένη είπε στην καλούσα ότι είχε πάρει λάθος αριθμό. Την στιγμή που ετοιμαζόταν να κλείσει το τηλέφωνο, άκουσε την γυναίκα να γελά περίεργα, καθώς και τσούγκρισμα ποτηριών στο βάθος της γραμμής. Καθώς η Τζένη επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα της, παρατήρησε ότι τα φώτα του σπιτιού ήταν ακόμα αναμμένα, οι κουρτίνες είχαν παραμείνει ανοιχτές και η κόρη της Μάριον είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ του σαλονιού. Η Τζένη υπέθεσε ότι τα άλλα παιδιά που είχαν μείνει ξύπνια αργότερα είχαν πάει στη σοφίτα που ήταν το δωμάτιο τους και ήδη κοιμόντουσαν. Έτσι, τράβηξε τις κουρτίνες, έσβησε τα φώτα και επέστρεψε στο κρεβάτι της.

Στις 01:00 η Τζένη ξύπνησε ξανά, αυτή τη φορά από έναν παράξενο γδούπο στη σοφίτα του σπιτιού. Στην αρχή φαινόταν σαν κάποιος να χτυπούσε την οροφή και έπειτα ακούστηκε ο ήχος ενός αντικείμενου που κυλούσε. Καθώς ο θόρυβος δεν συνεχίστηκε έπεσε και πάλι στο κρεβάτι της. Μετά από μισή ώρα ξύπνησε ξανά, μυρίζοντας καπνό. Όταν σηκώθηκε διαπίστωσε ότι το δωμάτιο που χρησιμοποιούσε ο Τζορτζ για γραφείο του φλεγόταν. Επίσης, η συσκευή τηλεφώνου είχε πάρει φωτιά μαζί με τα καλώδια που ένωναν τη γραμμή με την ηλεκτρική εγκατάσταση.[9] Αμέσως έτρεξε να ειδοποιήσει τον Τζορτζ και έπειτα πήγε να ξυπνήσει τους μεγαλύτερους γιους της.

Και οι δύο γονείς μαζί με τέσσερα από τα παιδιά τους - την Μάριον, την Σύλβια, τον Τζον και τον Τζορτζ Τζούνιορ - βγήκαν έξω από το σπίτι. Φώναζαν συνεχώς στα παιδιά στον επάνω όροφο να βγουν έξω αλλά δεν λάμβαναν καμία απάντηση. Δεν μπορούσαν να ανέβουν να ελέγξουν αν ήταν ακόμα πάνω καθώς η ίδια η σκάλα είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Ο Τζον είπε στην πρώτη του κατάθεση μετά την πυρκαγιά ότι ανέβηκε στη σοφίτα για να ειδοποιήσει τα αδέρφια του που κοιμόντουσαν εκεί, αν και αργότερα άλλαξε την ιστορία του λέγοντας ότι δεν κατάφερε ποτέ να ανέβει μέχρι πάνω και ότι απλά φώναξε τα παιδιά από τον κάτω όροφο.

Οι προσπάθειες για εύρεση βοήθειας και την διάσωση των παιδιών ήταν απροσδόκητα περίπλοκες. Παρόλα αυτά, ο Τζον και ο Τζορτζ Τζούνιορ άρχισαν να βοηθούν τον πατέρα τους να πολεμήσει τη φωτιά και η Τζένη, η Μάριον και η νεαρή Σύλβια στέκονταν αβοήθητες έξω, βλέποντας τη φωτιά να εξαπλώνεται γρήγορα σε όλο το σπίτι τους. Εφόσον δεν είχαν πλέον τηλέφωνο, η Μάριον έτρεξε στο σπίτι μιας γειτόνισσας για να καλέσει την πυροσβεστική υπηρεσία αλλά και η δικής της γραμμή ήταν νεκρή. Επιπρόσθετα, ένας οδηγός στον κοντινό δρόμο, που ήταν επίσης γείτονας της οικογένειας είχε δει επίσης τις φλόγες και προσπάθησε να τηλεφωνήσει από μια κοντινή ταβέρνα αλλά το τηλέφωνο της ήταν επίσης χαλασμένο. Κατάφερε τελικά να καλέσει την πυροσβεστική από ένα άλλο τηλέφωνο στο κέντρο της πόλης, αλλά ο αρχηγός του σώματος δεν ανταποκρίθηκε άμεσα.

Εν τω μεταξύ, ο Τζορτζ ξυπόλητος σκαρφάλωσε στον εξωτερικό τοίχο του σπιτιού και έσπασε ένα παράθυρο της σοφίτας, κόβοντας το χέρι του στη διαδικασία. Αυτός και οι γιοι του σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν μια εξωτερική σκάλα του κήπου για να σώσουν τα άλλα παιδιά, αλλά δεν αυτή δεν βρέθηκε πουθενά. Επιπλέον, ένα βαρέλι νερού που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την κατάσβεση της φωτιάς ήταν παγωμένο λόγω του χιονιού. Στη συνέχεια, ο Τζορτζ προσπάθησε να τραβήξει και τα δύο φορτηγά που χρησιμοποιούσε στην επιχείρηση του μέχρι το σπίτι και να τα χρησιμοποιήσει για να σκαρφαλώσει στο παράθυρο της σοφίτας, αλλά κανένα από τα δύο δεν πήρε μπρος παρά το γεγονός ότι είχαν δουλέψει τέλεια την προηγούμενη μέρα.

Απογοητευμένα, τα έξι μέλη της οικογένειας που σώθηκαν δεν είχαν άλλη επιλογή από το να δουν το σπίτι τους να καίγεται και να καταρρέει τα επόμενα 45 λεπτά. Υπέθεσαν ότι τα άλλα πέντε παιδιά είχαν χάσει τη ζωή τους στις φλόγες. Η πυροσβεστική, με περιορισμένο ανθρώπινο δυναμικό λόγω του πολέμου και βασιζόμενη σε μεμονωμένους πυροσβέστες για να καλέσουν ο ένας τον άλλον, έφτασαν αργά το ίδιο πρωί. Ο επικεφαλής της πυροσβεστικής Φ. Τζ. Μόρις είπε την επόμενη μέρα ότι η καθυστέρηση τους οφειλόταν επίσης στην αδυναμία του να οδηγήσει το πυροσβεστικό όχημα και στο ότι χρειάστηκε να περιμένει μέχρι να βρεθεί κάποιος άλλος οδηγός.

Οι πυροσβέστες, ένας από τους οποίους ήταν αδερφός της Τζένης, [10] δεν μπορούσαν να κάνουν περισσότερα, πέρα από το να ερευνήσουν ανάμεσα από τις στάχτες που είχαν απομείνει στο σπίτι των Σόντερ. Μέχρι τις 10:00, ο Μόρις είπε στην οικογένεια ότι δεν είχαν βρει οστά, όπως θα ήταν αναμενόμενο αν τα άλλα παιδιά βρίσκονταν στο σπίτι καθώς καιγόταν. Σύμφωνα με κάποια φήμη της εποχής που δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ, βρήκαν μερικά θραύσματα οστών και εσωτερικά όργανα, αλλά επέλεξαν να μην το πουν στην οικογένεια. Σύμφωνα με τα αρχεία της υπόθεσης, σύγχρονοι ειδικοί της πυροσβεστικής που έχουν πρόσβαση σε αυτά, έχουν αναφέρει ότι η αναζήτηση που έκαναν οι τότε συνάδελφοι τους ήταν πολύ πρόχειρη. Γυρνώντας όμως στην τότε εποχή και στην επόμενη μέρα από την πυρκαγιά, ο Μόρις πίστευε ότι τα πέντε παιδιά που αγνοούνται είχαν πεθάνει στη φωτιά, υποδηλώνοντας ότι οι θερμοκρασίες ήταν τόσο υψηλές που τα σώμα τους κάηκαν εντελώς χωρίς να μείνει κανένα σημάδι τους.

Ο Μόρις είπε στον Τζορτζ να φύγει από το οικόπεδο της οικείας του, ώστε το γραφείο της πολιτειακής πυροσβεστικής να διεξαγάγει μια πιο ενδελεχή εξερεύνηση. Ωστόσο, μετά από τέσσερις ημέρες, ο Τζορτζ και η σύζυγος του, που δεν άντεχαν άλλο το θέαμα, έσκαψαν 1,5 μέτρα πάνω από την τοποθεσία με σκοπό να την μετατρέψουν σε μνημείο για τα χαμένα παιδιά τους. Ο τοπικός ιατροδικαστής συγκάλεσε έρευνα την επόμενη μέρα, η οποία έκρινε ότι η φωτιά ήταν ατύχημα που προκλήθηκε από «ελαττωματικές καλωδιώσεις». Το δικαστήριο που ακολούθησε έκρινε επίσης την υπόθεση ως ατύχημα.

Τα πιστοποιητικά θανάτου για τα πέντε παιδιά εκδόθηκαν στις 30 Δεκεμβρίου του 1945. Η τοπική εφημερίδα έκανε αντικρουόμενες δηλώσεις στα άρθρα της, καθώς αρχικά έγραψε ότι όλα τα πτώματα είχαν βρεθεί, αλλά αργότερα στην ίδια ιστορία ανέφερε ότι μόνο ένα μέρος ενός σώματος ανασύρθηκε. Ο Τζορτζ και η Τζένη ήταν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση για να παρευρεθούν στην κοινή κηδεία των χαμένων παιδιών τους στις 2 Ιανουαρίου του 1946. Όμως τα εν ζωή παιδιά τους έδωσαν το παρόν στην τελετή.

Οικογενειακές ερωτήσεις σχετικά με την υπόθεση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγο αργότερα, καθώς άρχισαν να ξαναφτιάχνουν τη ζωή τους, η οικογένεια Σόντερ άρχισε να αμφισβητεί όλα τα επίσημα ευρήματα σχετικά με τη φωτιά. Αν πράγματι ίσχυε ότι το κακό είχε προκληθεί από βραχυκύκλωμα, δεν μπορούσαν να εξηγήσουν πως τα φώτα του σπιτιού και τα χριστουγεννιάτικα στολίδια είχαν παραμείνει αναμμένα σε όλα τα πρώτα στάδια της φωτιάς, όταν λογικά θα έπρεπε να είχε κοπεί εντελώς το ρεύμα. Στη συνέχεια βρήκαν τη σκάλα που έλειπε από την πλευρά του σπιτιού τη νύχτα της πυρκαγιάς στον πάτο ενός αναχώματος 23 μέτρα μακριά από το οικόπεδο τους.

Επιπλέον, ένας επισκευαστής τηλεφώνου είπε στην οικογένεια Σόντερ ότι η τηλεφωνική γραμμή του σπιτιού δεν είχε καεί στη φωτιά, όπως πίστευαν αρχικά, αλλά είχε κοπεί από κάποιον που ήταν πρόθυμος και ικανός να ανέβει 4,3 μέτρα για να πραγματοποιήσει αυτή την ενέργεια. Οι γείτονες είχαν δει κάποιον άντρα να κλέβει μια τροχαλία από το ακίνητο την ώρα της πυρκαγιάς, ο οποίος σύντομα εντοπίστηκε και συνελήφθη. Ο ίδιος παραδέχτηκε την κλοπή και ισχυρίστηκε ότι ήταν αυτός που έκοψε την τηλεφωνική γραμμή, νομίζοντας ότι ήταν καλώδιο ρεύματος, αλλά αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε σχέση με τον εμπρησμό. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κανένα αρχείο που να αναφέρει τα στοιχεία αυτού του άντρα, ούτε καμία αναφορά που να περιγράφει πειστικά γιατί έκοψε οποιεσδήποτε γραμμές κοινής ωφέλειας στο σπίτι των Σόντερ ενώ έκλεβε το εργαλείο.

Η Τζένη δυσκολεύτηκε επίσης να δεχτεί την πεποίθηση του Μόρις ότι όλα τα ίχνη των σωμάτων των παιδιών είχαν καεί εντελώς στη φωτιά. Πολλές από τις οικιακές συσκευές είχαν βρεθεί μέσα στις στάχτες και ήταν ακόμα αναγνωρίσιμες, μαζί με θραύσματα της οροφής από κασσίτερο. Συνέκρινε τα αποτελέσματα της πυρκαγιάς στην οικεία τους, με τον απολογισμό της τοπικής εφημερίδας για μια παρόμοια πυρκαγιά σε ένα άλλο σπίτι την ίδια εποχή, η οποία σκότωσε μια επταμελή οικογένεια. Σε εκείνη την υπόθεση αναφέρθηκε ότι βρέθηκαν σκελετικά υπολείμματα όλων των θυμάτων. Έτσι η Τζένη μπήκε στην διαδικασία να κάνει ένα πείραμα. Συγκεκριμένα, έκαψε κόκαλα κοτόπουλου, αρθρώσεις βοείου κρέατος και κόκαλα χοιρινής μπριζόλας, για να δει αν θα λιώσουν εντελώς. Επανέλαβε την διαδικασία πολλές φορές και κάθε φορά έμενε μια σωρός από απανθρακωμένα οστά. Επιπλέον, ένας υπάλληλος ενός τοπικού κρεματόριου με τον οποίο επικοινώνησε, της επιβεβαίωσε ότι ακόμα και μετά από δίωρη καύση στους 2.000 oC, τα ανθρώπινα οστά παραμένουν σχεδόν αλώβητα. Ωστόσο η θερμοκρασία της φωτιά που έκαψε το σπίτι τους, ήταν πολύ μικρότερη και έκαιγε για 45 λεπτά.

Εξετάστηκε επίσης η αποτυχία εκκίνησης των φορτηγών των Σόντερ. Ο Τζορτζ πίστευε ότι είχαν παραβιαστεί, ίσως από τον ίδιο άνθρωπο που έκλεψε την τροχαλία και έκοψε την τηλεφωνική γραμμή. Ωστόσο, ένας από τους γαμπρούς του Τζορτζ είπε στην εφημερίδα Charleston Gazette-Mail το 2013 ότι είχε καταλήξει να πιστέψει ότι ο Τζόρτζ και οι γιοι του μπορεί, στη βιασύνη τους να ξεκινήσουν τα φορτηγά, να είχαν μπουκώσει τους παγωμένους κινητήρες των οχημάτων λόγω του κρύου.

Ορισμένοι που ασχολούνται με την υπόθεση έχουν ισχυριστεί ότι το περίεργο τηλεφώνημα μέσα στην νύχτα στο σπίτι των Σόντερ μπορεί επίσης να είχε σχέση με τον εμπρησμό. Ωστόσο, οι ερευνητές εντόπισαν αργότερα τη γυναίκα που είχε κάνει την κλήση και εκείνη δήλωσε ότι πράγματι είχε πάρει λάθος αριθμό.

Μεταγενέστερες εξελίξεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθώς πλησίαζε η άνοιξη, οι Σόντερ πραγματοποίησαν την επιθυμία τους και φύτεψαν λουλούδια γύρω από το μνημείο των παιδιών τους. Η Τζένη τα φρόντιζε προσεκτικά για το υπόλοιπο της ζωής της. Εντούτοις, κάποιες περαιτέρω εξελίξεις στις αρχές του 1946 ενίσχυσαν την πεποίθηση της οικογένειας ότι τα παιδιά τους ήταν ακόμα ζωντανά και ζούσαν κάπου αλλού.

Σύντομα προέκυψαν και άλλα στοιχεία που έδειχναν ότι η φωτιά δεν είχε ξεκινήσει από την ηλεκτρική βλάβη και αντ' αυτού τέθηκε εσκεμμένα. Για παράδειγμα, ο οδηγός ενός λεωφορείου που πέρασε από τη Φαγιέτβιλ αργά την παραμονή των Χριστουγέννων είπε ότι είδε κάποιους να πετάνε «μπάλες φωτιάς» στο σπίτι της οικογένειας Σόντερ. Μάλιστα, λίγους μήνες αργότερα, όταν το χιόνι είχε λιώσει, η Σύλβια βρήκε ένα μικρό, σκληρό, σκούρο πράσινο αντικείμενο που έμοιαζε με λαστιχένια μπάλα. Πριν από αυτό όμως, ο Τζορτζ, αναπολώντας την αφήγηση της συζύγου του για ένα δυνατό χτύπημα στην οροφή πριν από την πυρκαγιά, είπε ότι η περιγραφή της έμοιαζε με αντικείμενο που θα μπορούσε να είναι χειροβομβίδα ή με κάποιο άλλο εμπρηστικό μηχανισμό. Η οικογένεια αργότερα ισχυρίστηκε ότι, σε αντίθεση με το συμπέρασμα του στρατάρχη της πυροσβεστικής, η φωτιά είχε ξεκινήσει στην σκεπή, αν και μέχρι τότε δεν υπήρχε τρόπος να το αποδείξουν.

Άλλοι μάρτυρες ισχυρίστηκαν ότι είδαν οι ίδιοι τα εξαφανισμένα παιδιά των Σόντερ. Λόγου χάρη, μια γυναίκα που παρακολουθούσε τη φωτιά από το δρόμο είπε ότι είχε δει μερικά από αυτά να είναι μέσα σε ένα αυτοκίνητο και να παρακολουθούν το σπίτι που καιγόταν. Μια άλλη γυναίκα σε ένα εστιατόριο μεταξύ Φαγιέτβιλ και Τσάρλεστον είπε ότι τους είχε σερβίρει πρωινό το επόμενο πρωί και σημείωσε την παρουσία ενός αυτοκινήτου με πινακίδες Φλόριντας στο πάρκινγκ του καταστήματος.

Οι Σόντερ που δεν ήταν ικανοποιημένοι με τις έρευνες και δεν μπορούσαν να μείνουν άλλο με σταυρωμένα τα χέρια, προσέλαβαν έναν ιδιωτικό ερευνητή με το όνομα Σι-Σι Τίνσλεϊ από την κοντινή πόλη Γκάλεϊ Μπριτζ για να ερευνήσει την υπόθεση. Ο Τίνσλεϊ ενημέρωσε την οικογένεια ότι ο πωλητής ασφαλίσεων που είχε απειλήσει τον Τζορτζ για τα αισθήματά του κατά του Μουσολίνι ήταν μέλος των ενόρκων στο δικαστήριο που έκρινε ότι η πυρκαγιά ήταν ατύχημα. Στη συνέχεια ψάχνοντας τα αστυνομικά αρχεία βρήκε μία αναφορά σύμφωνα με την οποία οι αρχές ανακάλυψαν στη σοφίτα μία ανθρώπινη καρδιά, την οποία πήραν από το σπίτι και έθαψαν δίχως να ενημερώσουν τους γονείς των παιδιών.

Ο Μόρις είχε ομολογήσει αυτό το γεγονός σε έναν τοπικό υπουργό, ο οποίος με τη σειρά του το επιβεβαίωσε στον Τζορτζ. Ο Τζορτζ και ο Τίνσλεϊ πήγαν στο Μόρις και τον αντιμετώπισαν με βάση αυτά τα δεδομένα. Ο Μόρις συμφώνησε να δείξει στους δύο πού είχε θάψει το μεταλλικό κουτί και το ξέθαψαν. Μετέφεραν το περιεχόμενο του κουτιού σε έναν τοπικό διευθυντή κηδειών, ο οποίος αφού το εξέτασε τους είπε ότι ήταν στην πραγματικότητα μοσχαρίσιο συκώτι που δεν είχε εκτεθεί ποτέ σε φωτιά. Αργότερα, περισσότερες φήμες κυκλοφόρησαν στην Φαγιέτβιλ ανέφεραν ότι ο αρχηγός της πυροσβεστικής είχε παραδεχτεί στη συνέχεια ότι το κουτί με το συκώτι δεν προερχόταν όντως από τη φωτιά αρχικά. Το είχε τοποθετήσει εκεί με την ελπίδα ότι οι Σόντερ θα το έβρισκαν και θα σταματούσαν τις έρευνες, εφόσον θα πειθόντουσαν ότι τα παιδιά τους είχαν πράγματι πεθάνει στη φωτιά.

Σε μια περίπτωση, ο Τζορτζ είδε μια σχολική φωτογραφία σε ένα περιοδικό, μιας ομάδας νεαρών κοριτσιών μπαλέτου στη Νέα Υόρκη, μια από τις οποίες έμοιαζε με την εξαφανισμένη κόρη του Μπέτυ. Οδήγησε μέχρι το σχολείο των κοριτσιών, αλλά οι επανειλημμένες απαιτήσεις του να συναντήσει το συγκεκριμένο κορίτσι απορρίφθηκαν από την οικογένεια της.

Ο Τζορτζ προσπάθησε επίσης να πείσει το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών (FBI) να ερευνήσει αυτό που θεωρούσε απαγωγή. Ο διευθυντής του FBI, ο Τζέι Έντγκαρ Χούβερ, απάντησε προσωπικά στις επιστολές του αναφέροντας: "Αν και θα ήθελα να είμαι χρήσιμος, το σχετικό θέμα φαίνεται να είναι τοπικού χαρακτήρα και δεν εμπίπτει στην ερευνητική δικαιοδοσία αυτού του γραφείου". Εάν οι τοπικές αρχές ζητούσαν τη βοήθεια του γραφείου, πρόσθεσε, θα κατηύθυνε φυσικά τους πράκτορες να βοηθήσουν. Ωστόσο η αστυνομία και η πυροσβεστική υπηρεσία του Φαγιέτβιλ αρνήθηκαν να το κάνουν.

Τον Αύγουστο του 1949, ο Τζορτζ μπόρεσε να πείσει τον Όσκαρ Χάντερ, έναν παθολόγο της Ουάσιγκτον, να επιβλέψει μια νέα έρευνα στο χώμα στο οικόπεδο του σπιτιού. Μετά από πολύ ενδελεχή έρευνα, βρέθηκαν αντικείμενα, όπως κατεστραμμένα νομίσματα και ένα λεξικό που ανήκε στα παιδιά. Αποκαλύφθηκαν πολλά μικρά θραύσματα οστών, τα οποία διαπιστώθηκε ότι ήταν ανθρώπινοι σπόνδυλοι. Τα θραύσματα οστών στάλθηκαν στον Μάρσαλ Τ. Νιούμαν, ειδικό στο Ινστιτούτο Smithsonian. Επιβεβαιώθηκε ότι ήταν οσφυϊκοί σπόνδυλοι, όλοι από το ίδιο άτομο. «Δεδομένου ότι οι εγκάρσιες εσοχές είναι συγχωνευμένες, η ηλικία αυτού του ατόμου κατά τον θάνατο θα έπρεπε να ήταν 16 ή 17 ετών», ανέφερε η έκθεση του Νιούμαν. «Το ανώτατο όριο ηλικίας θα πρέπει να είναι περίπου τα 22, αφού τα κέντρα, τα οποία συνήθως συγχωνεύονται στα 23, δεν έχουν ακόμη συγχωνευθεί». Έτσι, δεδομένου αυτού του ηλικιακού εύρους, δεν ήταν πολύ πιθανό αυτά τα οστά να ήταν από κάποιο από τα πέντε εξαφανισμένα παιδιά, καθώς το μεγαλύτερο, ο Μορίς, ήταν 14 ετών εκείνη την εποχή (αν και η αναφορά επέτρεπε σε σπάνιες περιπτώσεις ότι οι σπόνδυλοι ενός αγοριού στην ηλικία του μερικές φορές να ήταν αρκετά ανεπτυγμένοι ώστε να φαίνεται ότι βρίσκεται στο χαμηλότερο άκρο του εύρους). Παρόλα αυτή η πιθανότητα αυτή φάνταζε σχεδόν απίθανη.

Ο Νιούμαν πρόσθεσε ότι το οστό δεν έδειξε σημάδια έκθεσης στη φλόγα. Επιπλέον, συμφώνησε ότι ήταν «πολύ περίεργο» ότι αυτά τα οστά ήταν τα μόνα που βρέθηκαν, αφού μια φωτιά με ξύλα τόσο μικρής διάρκειας θα έπρεπε να είχε αφήσει πίσω της σκελετούς όλων των παιδιών. Η έκθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι σπόνδυλοι πιθανότατα προήλθαν από το χώμα που είχε χρησιμοποιήσει ο Τζορτζ για να καλύψει την περιοχή όταν έφτιαχνε το μνημείο. Αργότερα, ο Τίνσλεϊ επιβεβαίωσε ότι τα οστά είχαν προέλθει από ένα νεκροταφείο στην κοντινή πόλη Μάουντ Χοπ. Η αναφορά του περιοδικού Smithsonian στην υπόθεση δήλωνε ότι τα θραύσματα των οστών επιστράφηκαν στον Τζορτζ τον Σεπτέμβριο του 1949, σύμφωνα με τα αρχεία του. Εντούτοις, η τρέχουσα θέση τους είναι άγνωστη.

Η έρευνα και τα ευρήματα της υπόθεσης προσέλκυσαν την εθνική προσοχή και το νομοθετικό σώμα της Δυτικής Βιρτζίνια πραγματοποίησε δύο ακροάσεις για την υπόθεση το 1950. Στη συνέχεια όμως, ο κυβερνήτης Οκέι Λ. Πάτερσον και ο επιθεωρητής της πολιτειακής αστυνομίας Γ. Ι. Μπρούτσετ ανέφεραν στην οικογένεια ότι η υπόθεση ήταν «απελπιστική» και την έκλεισαν σε κρατικό επίπεδο. Τότε το FBI αποφάσισε ότι είχε δικαιοδοσία να ερευνήσει την πιθανότητα της απαγωγής, αλλά απέσυρε την υπόθεση μετά από δύο χρόνια καθώς οι πληροφορίες που έλαβαν δεν οδήγησαν πουθενά.

Η συνέχεια της οικογενειακής έρευνα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με το τέλος των επίσημων προσπαθειών για την επίλυση της υπόθεσης, η οικογένεια Σόντερ δεν έχασε την ελπίδα της ότι μια μέρα θα λάβουν απαντήσεις. Τύπωσαν φυλλάδια με φωτογραφίες των παιδιών, προσφέροντας ανταμοιβή 5.000 δολάρια (η οποία σύντομα διπλασιάστηκε) για πληροφορίες που θα έλυναν την υπόθεση ακόμη και για ένα μόνο από τα παιδιά. Το 1952, έβαλαν μια πινακίδα στην τοποθεσία του σπιτιού και μια άλλη κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου Route 60 κοντά στο Ένστεντ με τις ίδιες πληροφορίες. Με τον καιρό η δεύτερη έγινε αξιοθέατο στην περιοχή του Φαγιέτβιλ, ιδιαίτερα για όσους οδηγούσαν στον αυτοκινητόδρομο Route 19 (ο οποίος πλέον ονομάζεται Route 16).

Οι προσπάθειες της οικογένειας σύντομα οδήγησαν σε μια σημαντική μαρτυρία. Η Ίντα Κράτσφιλντ, μια γυναίκα που διατηρούσε ένα ξενοδοχείο στο Τσάρλεστον, ισχυρίστηκε ότι είχε δει τα παιδιά περίπου μια εβδομάδα αργότερα από την πυρκαγιά. «Δεν θυμάμαι την ακριβή ημερομηνία», είπε σε δήλωση της. Τα παιδιά είχαν μπει, γύρω στα μεσάνυχτα, με δύο άνδρες και δύο γυναίκες, κατά πάσα πιθανότητα «ιταλικής καταγωγής». Όταν προσπάθησε να μιλήσει με τα παιδιά, ένας από τους άνδρες την κοίταξε με εχθρικό τρόπο και άρχισε να της μιλάει γρήγορα στα ιταλικά. Αμέσως μετά όλη η παρέα σταμάτησε να της απευθύνει τον λόγο. Θυμήθηκε ότι έφυγαν από το ξενοδοχείο νωρίς το επόμενο πρωί. Οι ερευνητές σήμερα, ωστόσο, δεν θεωρούν την ιστορία της αξιόπιστη, καθώς εκείνη είχε δει για πρώτη φορά φωτογραφίες των παιδιών δύο χρόνια μετά τη φωτιά και τρία χρόνια αργότερα έδωσε την κατάθεση της.

Ο Τζορτζ ερευνούσε προσωπικά τις πληροφορίες που ερχόντουσαν σχετικά με την υπόθεση, ταξιδεύοντας στις περιοχές από όπου είχαν έρθει άλλες μαρτυρίες. Για παράδειγμα, μια γυναίκα από το Σεντ Λούις του Μιζούρι, ισχυρίστηκε ότι η κόρη του, Μάρθα Σόντερ κρατούνταν σε ένα μοναστήρι εκεί. Επίσης, ένας θαμώνας μπαρ στο Τέξας ισχυρίστηκε ότι άκουσε άλλα δύο άτομα να κάνουν ενοχοποιητικές δηλώσεις για μια φωτιά που συνέβη την παραμονή των Χριστουγέννων στη Δυτική Βιρτζίνια μερικά χρόνια πριν. Παρόλα αυτά, κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν αποδείχθηκαν σημαντικά. Όταν ο Τζορτζ άκουσε αργότερα ότι ένας συγγενής της συζύγου του στη Φλόριντα είχε παιδιά που έμοιαζαν με τα δικά του, ο συγγενής έπρεπε να κάνει πολλές προσπάθειες για να αποδείξει ότι τα παιδιά ήταν δικά του για να πειστεί ο Τζορτζ.

Το 1967, ο Τζορτζ πήγε στην περιοχή του Χιούστον για να ερευνήσει μια άλλη πληροφορία. Μια γυναίκα εκεί είχε γράψει στην οικογένεια, λέγοντας ότι ο Λούις της είχε αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα ένα βράδυ αφού είχε πιει πάρα πολύ. Πίστευε ότι αυτός και ο Μορίς ζούσαν και οι δύο στο Τέξας. Ωστόσο, ο Τζορτζ και ο γαμπρός του, Γκρόβερ Πάξτον, δεν μπόρεσαν να μιλήσουν μαζί της. Η αστυνομία εκεί μπόρεσε να τους βοηθήσει να βρουν τους δύο άνδρες που είχε υποδείξει, αλλά αρνήθηκαν ότι ήταν οι αγνοούμενοι γιοι του Τζορτζ. Ο Πάξτον είπε χρόνια αργότερα ότι οι αμφιβολίες για αυτή την άρνηση παρέμειναν στο μυαλό του Τζορτζ για το υπόλοιπο της ζωής του.

Μια άλλη επιστολή που έλαβαν εκείνο το έτος έφερε στους Σόντερ αυτό που πίστευαν ότι ήταν η πιο αξιόπιστη απόδειξη ότι τουλάχιστον ο Λούις ήταν ακόμα ζωντανός. Μια μέρα η Τζένη βρήκε στο ταχυδρομικό κουτί ένα γράμμα που απευθυνόταν στην ίδια, με σφραγίδα ταχυδρομείου στο Σέντραλ Σίτι του Κεντάκι, χωρίς διεύθυνση αποστολέα. Μέσα υπήρχε μια φωτογραφία ενός νεαρού άνδρα γύρω στα 30 του έτη, με χαρακτηριστικά που έμοιαζαν έντονα με του Λούις, ο οποίος θα ήταν στα 30 του αν είχε επιζήσει. Στο πίσω μέρος έγραφε:

Λούις Σόντερ
Λατρεύω τον αδερφό Φράνκι
Ιλ αγόρια
A90132 ή 35

Πέρα από τις προφανείς ομοιότητες δηλαδή τα σκούρα σγουρά μαλλιά και τα σκούρα καστανά μάτια, ο εικονιζόμενος άντρας είχε επίσης άλλα χαρακτηριστικά ίδια με εκείνα του γιου τους, όπως το ίδιο σχήμα μύτης. Επίσης το αριστερό του φρύδι είχε την ίδια χαρακτηριστική κλήση προς τα πάνω. Η οικογένεια αναστατώθηκε και προσέλαβε έναν άλλο ιδιωτικό ντετέκτιβ για να πάει στην Σέντραλ Σίτι και να ψάξει την αποστολέα. Όμως εκείνος δεν συνάντησε ποτέ ξανά τους Σόντερ και εκείνοι δεν μπόρεσαν να τον εντοπίσουν στη συνέχεια. Ωστόσο, η φωτογραφία τους έδωσε ελπίδα. Την πρόσθεσαν στην διαφημιστική πινακίδα (χωρίς να αναφέρουν το Σέντραλ Σίτι ή οποιαδήποτε άλλη δημοσιευμένη πληροφορία από φόβο μήπως αυτές έβλαπταν τον Λούις, αν ήταν ο άντρας της φωτογραφίας). Επίσης τοποθέτησαν μια μεγέθυνση της φωτογραφίας πάνω από το τζάκι τους.

Ο Τζορτζ παραδέχτηκε στην εφημερίδα Charleston Gazette-Mail στα τέλη του επόμενου έτους ότι η έλλειψη πληροφοριών ήταν «σαν να χτυπάς σε ένα τοίχο από βράχια και κατά συνέπεια δεν μπορούσαν να προχωρήσουν περισσότερο». Ωστόσο, ορκίστηκε να συνεχίσει. «Ο χρόνος μας τελειώνει», παραδέχτηκε σε άλλη συνέντευξη εκείνη την εποχή. «Αλλά θέλουμε μόνο να μάθουμε την αλήθεια. Αν τα παιδιά μας πέθαναν στη φωτιά, θέλουμε να πειστούμε. Διαφορετικά, θέλουμε να μάθουμε τι τους συνέβη».

Ο Τζορτζ Σόντερ πέθανε το 1969. Η Τζένη και τα επιζώντα παιδιά της (εκτός από τον Τζον, που δεν μίλησε ποτέ δημόσια για τη νύχτα της πυρκαγιάς) έπρεπε να συνεχίσουν τη ζωή τους. Παρόλα αυτά συνέχισαν να αναζητούν απαντήσεις σχετικά με την τύχη των αγνοούμενων παιδιών. Μετά το θάνατο του Τζορτζ, η Τζένη περιέφραξε την ιδιοκτησία της, ενώ πρόσθεσε επιπλέον δωμάτια. Για το υπόλοιπο της ζωής της φορούσε μαύρα και περιποιούνταν τον κήπο στο οικόπεδο του πρώην σπιτιού τους. Μετά τον θάνατο της το 1989, η οικογένεια τελικά κατέβασε την φθαρμένη διαφημιστική πινακίδα.

Τα επιζώντα παιδιά της οικογένειας, μαζί με τα δικά τους παιδιά και τα εγγόνια τους, συνέχισαν να δημοσιοποιούν την υπόθεση και να ερευνούν τα στοιχεία. Μαζί με μεγαλύτερους σε ηλικία κατοίκους της Φαγιέτβιλ, έχουν υποστηρίξει ότι η σικελική μαφία προσπαθούσε να πάρει χρήματα από τον πατέρας τους Τζορτζ. Πιθανόν τα χαμένα αδέλφια τους να μεταφέρθηκαν στην Ιταλία μετά τον εμπρησμό. Η οικογένεια Σόντερ πιστεύει ότι αν τα αδέλφια τους είναι ζωντανά όλα αυτά τα χρόνια και γνώριζαν ότι οι γονείς και τα αδέρφια τους είχαν επιβιώσει επίσης, μπορεί να απέφευγαν να έρθουν σε επαφή μαζί τους για να τα αποτρέψουν την πιθανότητα να τους βλάψει η μαφία.

Η Σύνθια Σόντερ Πάξτον, η νεότερη από τα επιζώντα αδέρφια, πέθανε το 2021. Σε συνέντευξη της το 2013 στην εφημερίδα Gazette-Mail είχε αναφέρει το εξής: «Ήμουν το τελευταίο από τα παιδιά που βγήκε από το φλεγόμενο σπίτι». Αργότερα, εγώ και ο πατέρας μου μέναμε μόνοι τα βράδια μέχρι αργά, μιλώντας για το τι μπορεί να είχε συμβεί. «Έζησα πολύ καιρό τη θλίψη των [γονιών μου]». Η Σύνθια πίστευε ότι τα αδέρφια της επέζησαν εκείνο το βράδυ και κατέβαλε πολλές προσπάθειες όλα αυτά τα χρόνια για να τα βρει και να κρατήσει την υπόθεση στην δημοσιότητα. Η κόρη της δήλωσε το 2006: «Υποσχέθηκα στους παππούδες μου ότι δεν θα άφηνα την ιστορία να χαθεί στην λήθη, και ότι θα έκανα ό,τι μπορούσα γι' αυτό».

Στον 21ο αιώνα, οι προσπάθειες της οικογένειας έφτασαν να περιλαμβάνουν διαδικτυακά φόρουμ όπως τον ιστότοπο www.websleuths.com εκτός από την κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης. Ωστόσο κάποια άτομα που ασχολήθηκαν με την υπόθεση πιστεύουν ότι τα παιδιά πέθαναν εκείνη την μοιραία νύχτα του 1945. Λόγου χάρη, ο Τζορτζ Μπραγκ, ένας τοπικός συγγραφέας, ο οποίος το 2012 ερεύνησε την υπόθεση, έγραψε στο βιβλίο του West Virginia's Unsolved Murders (Οι Άλυτες Ανθρωποκτονίες της Δυτικής Βιρτζίνια), ότι ο Τζον Σόντερ έλεγε την αλήθεια στον αρχική του κατάθεση, όταν είπε ότι προσπάθησε να ξυπνήσει τα αδέρφια του πριν φύγει από το σπίτι. Εκείνος είχε δηλώσει: «Η λογική λέει ότι μάλλον κάηκαν στη φωτιά, αλλά δεν μπορείς πάντα να ακολουθήσεις την λογική».

Επίσης η Αμερικανίδα συγγραφέας, επιχειρηματίας και δημοσιογράφος Στέισι Χορν, η οποία έκανε ένα αφιέρωμα για την υπόθεση για στην Εθνική Δημόσια Ραδιοφωνία γύρω από την 60η επέτειο της το 2005, πιστεύει επίσης ότι ο θάνατος των παιδιών στη φωτιά είναι η πιο εύλογη εξήγηση. Σε μια σύγχρονη ανάρτηση στο ιστολόγιο της, σημείωσε ότι η φωτιά συνέχιζε να σιγοκαίει όλη τη νύχτα μετά την κατάρρευση του σπιτιού και ότι δύο ώρες δεν ήταν αρκετές για να ερευνηθεί καλά η στάχτη. Ακόμα κι αν ήταν, οι πυροσβέστες μπορεί να μην ήξεραν τι να ψάξουν. «Ωστόσο», είπε, «είναι αρκετά περίεργο το όλο ζήτημα… που αν κάποια μέρα μαθευόταν ότι τα παιδιά δεν πέθαναν τελικά στη φωτιά δεν θα σοκαριζόμουν».

Το 2022, το κανάλι History Channel πρόβαλε ένα επεισόδιο της σειράς του History's Greatest Mysteries (Τα Μεγαλύτερα Μυστήρια της Ιστορίας) που περιγράφει λεπτομερώς τα γεγονότα της υπόθεσης. [11]

  1. Abbott, Karen (December 25, 2012). «The Children Who Went Up In Smoke». Smithsonian. http://www.smithsonianmag.com/history/the-children-who-went-up-in-smoke-172429802/. Ανακτήθηκε στις December 2, 2015. 
  2. Horn, Stacy (December 23, 2005). «Mystery of Missing Children Haunts W.Va. Town». National Public Radio. https://www.npr.org/templates/story/story.php?storyId=5067563. Ανακτήθηκε στις December 2, 2015. 
  3. «Sylvia Paxton». Charleston Gazette-Mail (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2021. 
  4. «11 children Die in 4 Home Fires; Weather Man's Christmas Greetings to Two Cities». The New York Times. Associated Press. December 26, 1945. https://www.nytimes.com/1945/12/26/archives/11-children-die-in-4-home-fires-weather-mans-christmas-greetings-to.html. Ανακτήθηκε στις December 5, 2015. 
  5. «Sylvia Sodder Paxton - View Obituary & Service Information». Sylvia Sodder Paxton Obituary (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2022. 
  6. Newton, Michael (2009). The Encyclopedia of Unsolved Crimes. Infobase Publishing. σελίδες 348–50. ISBN 9781438119144. 
  7. Jackson, Niles (December 22, 1968). «What Really Happened to Children?». Charleston Gazette-Mail. http://www.rootsweb.ancestry.com/~wvrcbiog/WhatReallyHappenedToChildrena.html. Ανακτήθηκε στις December 5, 2015. 
  8. Stanton, Audrey (December 24, 2006). «Where are the children?». Beckley Register–Herald (Beckley, WV). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις October 14, 2013. https://archive.today/20131014191841/http://www.register-herald.com/local/local_story_358182913.html. Ανακτήθηκε στις December 3, 2015. 
  9. Hopkins, Autumn D.F. (December 23, 2013). «Christmas Eve tragedy». Charleston Gazette-Mail. http://www.wvgazettemail.com/News/201312230105?page=1. Ανακτήθηκε στις December 4, 2015. 
  10. Horn, Stacy (28 Δεκεμβρίου 2005). «Long, Long, Long Sodder Post». EchoNYC. Ανακτήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2015. 
  11. «History's Greatest Mysteries - Rotten Tomatoes - The Sodder Family Children Disappearance». Rotten Tomatoes (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 23 Απριλίου 2022.