Καλιαρντά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αναίρεση έκδοσης 1755881 από τον Okle (Συζήτηση χρήστη:Okle)
Γραμμή 7: Γραμμή 7:
==Παραδείγματα==
==Παραδείγματα==
*Αβέλω - θέλω, δίνω, επιθυμώ
*Αβέλω - θέλω, δίνω, επιθυμώ
*Αβέλω μπιεσμάν - βάζω χέρι σε κάποιον
*Αποκατέ - από εκεί
*Αποκατέ - από εκεί
*γαργαρότεκνο - ναύτης
*Δικέλω - βλέπω
*Δικέλω - βλέπω
*Επιτάφιος - gay συνοδευόμενος από καλοντυμένα τεκνά
*Θεά - εύγευστη τροφή
*Ιμάντες - εμείς. Άκλιτη αντωνυμία. Ενικός: εμάντες
*Κατσικές - αριστερός. Αντίθετο: προβατές = δεξιός
*Κουραβέλτα - συνουσία. Συνώνυμα: κουραβελτόσημο
*Λατσός - ωραίος
*Λατσός - ωραίος
*Λατσολίθαρο - διαμάντι
*Με-σικ - με ευγένεια, κομψά. Προφέρεται σαν μία λέξη
*Μπάρα - μεγάλο [[πέος]]
*Μπαροτάτη - πολύ χοντρή
*Μπενάβω - μιλώ
*Μπενάβω - μιλώ
*Μπενάβω ανθυγιεινά - κακολογώ
*Μπερντές - χρήματα. Συνώνυμο: ντουλά
*Νάκα - όχι, δεν
*Νάκα - όχι, δεν
*Νταλκαρέτεκνο - μόνιμος εραστής
*Ντουλά - Το χρήμα, τα λεφτά
*Κουλό - παράξενο, περίεργο
*Κουλό - παράξενο, περίεργο
*Πομπίνο-φραπέ - αιδοιολειχία (από το γαλλικό pon-pon και το frapper)
*Θεά - εύγευστη τροφή
*Προβατές = δεξιός
*Μπάρα - μεγάλο [[πέος]]
*Ροσολιμαντέ - γλύψιμο (από το ροσόλω), άκλιτο
*Φίφα - μικρό πέος
*Σερμέλα - πέος. Συνώνυμα: φακιροπίπιζα, τουτού.
*Σολντά - στρατιώτης
*Σουσέλ - [[πεολειχία]]
*Σουσέλ - [[πεολειχία]]
*Τζιβιτζιλού - [[λεσβία]]
*Τζιβιτζιλού - [[λεσβία]]
*Τουτού - πέος
*Τσόλι - αρσενική πόρνη
*Τσόλι - αρσενική πόρνη
*Υψομετρού - επαρχιώτης gay. Συνώνυμα: βλαχοντάνα, γιδοτεκνοσυντήρητη
*Σολντά - στρατιώτης
*Φακιροπίπιζα - πέος
*Φίφα - μικρό πέος
*Φλοκάρω - εκσπερματώνω
*Φλόκια ρομανόφ - ρώσικη σαλάτα
*Ψαμοσκελού - καυλιάρα (από το ψαμός = ξαναμένος + σκέλη)


==Βιβλιογραφία==
==Βιβλιογραφία==

Έκδοση από την 14:37, 8 Δεκεμβρίου 2009

Τα καλιαρντά είναι μια ιδιωματική διάλεκτος των ομοφυλοφίλων. Πρωτοεμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1940 και δημιουργήθηκαν από την ανάγκη των ομοφυλόφιλων για έναν κώδικα επικοινωνίας μεταξύ τους, χωρίς να τους αντιλαμβάνεται το εχθρικό περιβάλλον, που τότε επικρατούσε. Τα καλιαρντά αναπτύχθηκαν με τα χρόνια, απέκτησαν ελληνικές καταλήξεις και επηρεάστηκαν από την τουρκική, γαλλική και ιταλική γλώσσα.

Τα καλιαρντά διακρίνονται σε δύο επίπεδα: στα απλά καλιαρντά που είναι πιο διαδεδομένα, και στα ντούρα καλιαρντά που έχουν πολλά στοιχεία της καθαρεύουσας.

Στις μέρες μας τα καλιαρντά δεν θεωρούνται κρυφή γλώσσα, μια και με την πάροδο του χρόνου ο λαός έμαθε αυτή τη διάλεκτο μέσα από το θέατρο και την τηλεόραση. Δεν υπάρχει πλήρως και επισήμως καταγεγραμμένη σε ελληνικά λεξικά από ινστιτούτα μελέτης και καταγραφής της γλώσσας, πράγμα που παραπέμπει τη διάλεκτο αυτή ως "διάλεκτο του δρόμου".

Παραδείγματα

  • Αβέλω - θέλω, δίνω, επιθυμώ
  • Αβέλω μπιεσμάν - βάζω χέρι σε κάποιον
  • Αποκατέ - από εκεί
  • γαργαρότεκνο - ναύτης
  • Δικέλω - βλέπω
  • Επιτάφιος - gay συνοδευόμενος από καλοντυμένα τεκνά
  • Θεά - εύγευστη τροφή
  • Ιμάντες - εμείς. Άκλιτη αντωνυμία. Ενικός: εμάντες
  • Κατσικές - αριστερός. Αντίθετο: προβατές = δεξιός
  • Κουραβέλτα - συνουσία. Συνώνυμα: κουραβελτόσημο
  • Λατσός - ωραίος
  • Λατσολίθαρο - διαμάντι
  • Με-σικ - με ευγένεια, κομψά. Προφέρεται σαν μία λέξη
  • Μπάρα - μεγάλο πέος
  • Μπαροτάτη - πολύ χοντρή
  • Μπενάβω - μιλώ
  • Μπενάβω ανθυγιεινά - κακολογώ
  • Μπερντές - χρήματα. Συνώνυμο: ντουλά
  • Νάκα - όχι, δεν
  • Νταλκαρέτεκνο - μόνιμος εραστής
  • Ντουλά - Το χρήμα, τα λεφτά
  • Κουλό - παράξενο, περίεργο
  • Πομπίνο-φραπέ - αιδοιολειχία (από το γαλλικό pon-pon και το frapper)
  • Προβατές = δεξιός
  • Ροσολιμαντέ - γλύψιμο (από το ροσόλω), άκλιτο
  • Σερμέλα - πέος. Συνώνυμα: φακιροπίπιζα, τουτού.
  • Σολντά - στρατιώτης
  • Σουσέλ - πεολειχία
  • Τζιβιτζιλού - λεσβία
  • Τουτού - πέος
  • Τσόλι - αρσενική πόρνη
  • Υψομετρού - επαρχιώτης gay. Συνώνυμα: βλαχοντάνα, γιδοτεκνοσυντήρητη
  • Φακιροπίπιζα - πέος
  • Φίφα - μικρό πέος
  • Φλοκάρω - εκσπερματώνω
  • Φλόκια ρομανόφ - ρώσικη σαλάτα
  • Ψαμοσκελού - καυλιάρα (από το ψαμός = ξαναμένος + σκέλη)

Βιβλιογραφία

  • Ηλίας Πετρόπουλος, Καλιαρντά, 1971.