Μετάβαση στο περιεχόμενο

Δοκητισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο δοκητισμός ήταν αρχαία χριστιανική θεολογική πεποίθηση, η οποία από πολύ νωρίς τέθηκε στο περιθώριο ως αιρετική από πρώιμους ορθόδοξους Χριστιανούς διότι αρνούνταν ουσιαστικά το γεγονός των παθημάτων και του θανάτου του Ιησού Χριστού.

Οι δύο βασικές δοκητιστικές αντιλήψεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Νεκρός Χριστός του Αντρέα Μαντένια (Andrea Mantegna), περ. 1490.

Δύο μορφές αυτής της πεποίθησης διαδόθηκαν ευρύτερα. Σύμφωνα με ορισμένους δοκητιστέςδοκητές[1]), ο Χριστός ήταν τόσο τέλεια θεϊκός ώστε δεν θα μπορούσε να είναι άνθρωπος. Ως Θεός δεν θα μπορούσε να έχει υλικό σώμα όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι και καθώς είχε θεϊκή φύση δεν θα μπορούσε στην πραγματικότητα να υποφέρει και να πεθάνει. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο Ιησούς δεν ήταν πράγματι ένας άνθρωπος με σάρκα και αίμα παρά μόνο φαινόταν να έχει αυτή τη μορφή. Έτσι προήλθε και ο όρος «δοκητισμός», καθώς το ρήμα δοκέω σημαίνει «φαίνομαι»[2]. Για τους υποστηρικτές αυτής της θέσης, το σώμα του Ιησού ήταν ένα «φάντασμα», κάτι το μη πραγματικό.

Άλλοι Χριστιανοί οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν ως δοκητιστές είχαν ελαφρώς διαφορετική αντίληψη του ζητήματος. Για εκείνους, ο Ιησούς ήταν πραγματικός άνθρωπος με σάρκα και αίμα. Αλλά ο Χριστός ήταν ένα ξεχωριστό πρόσωπο, ένα θεϊκό ον το οποίο, όντας Θεός, δεν ήταν δυνατό να υποστεί πόνο και θάνατο. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο θεϊκός Χριστός κατέβηκε από τον ουρανό με τη μορφή περιστεριού όταν βαφτίστηκε ο Ιησούς και εισήλθε σε εκείνον. Έκτοτε ο θεϊκός Χριστός έδωσε τη δυνατότητα στον Ιησού να εκτελεί θαύματα και να παρέχει εντυπωσιακές διδασκαλίες μέχρι το τέλος της ζωής του. Πριν να πεθάνει ο ανθρώπινος Ιησούς —καθώς ο θεϊκός δεν μπορεί να πεθάνει— ο Χριστός τον εγκατέλειψε και πάλι. Αυτό εξηγούσε το λόγο για τον οποίο ο Ιησούς κραύγασε «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» (Μάρκ. 15:34, ΝΜΒ) Για αυτούς τους Χριστιανούς, ο Θεός είχε εγκαταλείψει ή αφήσει πίσω του τον Ιησού, καθώς αναλήφθηκε στους ουρανούς και πάλι, αφήνοντας με αυτό τον τρόπο τον άνθρωπο Ιησού να πεθάνει μόνος του στον σταυρό. Αυτή η αντίληψη φαίνεται να περιέχει ορισμένα γνωστικιστικά στοιχεία.

Οι θέσεις αυτές θεωρήθηκαν από την επίσημη χριστιανική Εκκλησία εκτός των αποδεκτών πλαισίων καθώς έθεταν διάφορα νέα δυσεπίλυτα ζητήματα. Για παράδειγμα, αν ο Ιησούς δεν είχε πραγματικό σώμα πώς θα ήταν δυνατόν να πεθάνει; Και αν δεν είχε πεθάνει, με ποιον τρόπο θα μπορούσε να φέρει σωτηρία στην ανθρωπότητα ο θάνατός του; Αναφορικά με τη δεύτερη μορφή δοκητισμού, αν το θεϊκό στοιχείο του Ιησού δεν είχε πεθάνει με ποιον τρόπο διαφοροποιούνταν ο θάνατος του Ιησού από εκείνον οποιουδήποτε άλλου καταδικασθέντος σε θάνατο ανθρώπου; Το γεγονός ότι ο δοκητισμός φαινόταν να θέτει σε κίνδυνο την επίσημη χριστιανική σωτηριολογική γραμμή, οδήγησε ορθόδοξους χριστιανούς απολογητές και θεολόγους να καταπολεμήσουν τέτοιες αντιλήψεις με σθένος. Στους κόλπους του χριστιανικού γνωστικισμού όμως ο δοκητισμός κατάφερε να γίνει ευρέως δεκτός.

  1. Προφανώς για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ο όρος Δοκηταί στην επιστολή του Σεραπίωνα, επισκόπου Αντιόχειας (190-203), προς την εκκλησία της Ρόσου, όπου είχαν προκύψει αντιλογίες εξαιτίας της δημόσιας ανάγνωσης του ψευδεπίγραφου (και «απόκρυφου» σύμφωνα με τον Βιβλικό κανόνα) Ευαγγελίου του Πέτρου. Ό,τι διασώζεται από την επιστολή αυτή είναι διαθέσιμο εδώ[νεκρός σύνδεσμος], στον ιστότοπο patrologia.ct.aegean.gr Αρχειοθετήθηκε 2007-09-17 στο Wayback Machine..
  2. Σύμφωνα με το Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης των Henry Liddell και Robert Scott, «σκέπτομαι, νομίζω, υποθέτω, φαντάζομαι».
  • Lost Christianities: The Battles for Scripture and the Faiths We Never Knew, Bart D. Ehrman, Oxford University Press, 2003, ISBN 9780195141832.
  • Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, λήμμα «Docetae» (Δοκηταί) (Αγγλικά).