Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γκισάρι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γκισάρι
Aythya ferina, mas
Aythya ferina, mas
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χηνόμορφα (Anseriformes)
Οικογένεια: Νησσίδες (Anatidae)
Υποοικογένεια: Νησσίνες (Anatinae) [1]
Γένος: Αίθυια (Aythya) Boie, 1822 F
Είδος: A. ferina
Διώνυμο
Aythya ferina (Αίθυια η θήρειος) [i]
(Linnaeus, 1758)
Aythya ferina

Το γκισάρι είναι υδρόβιο νηκτικό πτηνό της οικογενείας των νησσιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Aythya ferina και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).[2][3]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Καθοδική ↓[4]

Η επιστημονική ονομασία του γένους, Aythya, είναι άμεση απόδοση της ελληνικής λέξης Αίθυια, επίθετο της θεάς Αθηνάς με το οποίο λατρευόταν στην περιοχή των Μεγάρων.[5] Για τον λόγο ονοματοδοσίας του πτηνού υπάρχουν δύο εκδοχές: η πρώτη είναι ότι, σύμφωνα με τον μύθο, η θεά μετέφερε τον Κέκροπα στα Μέγαρα, μεταμφιεσμένη σε πτηνό, κρύβοντάς τον κάτω από τις πτέρυγές της.[5] Ωστόσο, είναι πολύ πιθανόν, αυτό το πτηνό να ήταν κάποιος κορμοράνος, ή βουτηχτάρι και όχι πάπια.[6]

Σύμφωνα με τη δεύτερη -και πιθανότερη- εκδοχή, υπάρχει ετυμολογική συνάρτηση με το παρουσιαστικό του πτηνού, διότι η λέξη αίθυια προέρχεται εκ του ρήματος αίθω «ανάβω, καίω, φλέγομαι, λάμπω», πανάρχαια λέξη που απαντά και στον Όμηρο.[7] Μάλιστα, στους Μυκηναϊκούς χρόνους, υπήρχε το κύριο όνομα Αίθων, μία (1) από τις σημασίες του οποίου ήταν «στιλπνός, καφεκόκκινος, καστανόξανθος», κάτι που παραπέμπει άμεσα στο χρώμα του κεφαλιού του αρσενικού γκισαριού στο πτέρωμα αναπαραγωγής.[7][8]

Ο λατινικός όρος ferina (ferinus, -a, -um) στην επιστημονική ονομασία του είδους, προέρχεται από το ουσιαστικό fĕra[9] [πιθανόν εκ του ελλην. θηρ, αλλά με βραχύ θεματικό φωνήεν][10] «άγριο θηρίο», υπό την έννοια «αυτός που ανήκει στα άγρια ζώα ή θηρεύεται στην άγρια φύση, ο θήρειος» και όχι με τη σημερινή σημασία.

  • Σύμφωνα με τα παραπάνω, η λόγια ονομασία Νήσσα η ερυθροκέφαλος, όπως καταγράφεται στην ελληνική βιβλιογραφία, θεωρείται λανθασμένη διότι, πιθανότατα, προέρχεται από το σκωριόχρωμο κεφάλι του αρσενικού και σχετίζεται με τον σίδηρο που, όμως γράφεται με δύο r (ferrum) [εκκρεμεί παραπομπή]

Η αγγλική λαϊκή ονομασία του πτηνού, pochard, πιθανόν να προέρχεται από το ρήμα poach «κυνηγώ λαθραία» + το επίθημα ard. Ο όρος καταγράφεται από τον 16ον αιώνα, αλλά είναι αγνώστου λοιπής σημασίας.[11] Αλλά και η ελληνική λαϊκή ονομασία γκισάρι έχει άγνωστη προέλευση.

Συστηματική Ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, υπό την ονομασία Anas ferina (Ευρώπη, 1758).[12] Το 1824, ο Γερμανός φυσιοδίφης Φ. Μπουά (Friedrich Boie 1789-1870) το μετέφερε στο σημερινό του γένος. Κοντινότερος συγγενής του θεωρείται το αμερικανικό είδος Aythya valisineria με το οποίο υβριδίζεται συχνά.

Γεωγραφική εξάπλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος εμφανίζει ευρύ φάσμα κατανομής σε μεγάλες επικράτειες του Παλαιού Κόσμου και, συγκεκριμένα στις Παλαιαρκτική, Αφροτροπική και Ινδομαλαισιανή οικοζώνες.

Στην Ευρώπη, απαντά σε όλη σχεδόν την ήπειρο, εκτός από τη Β. Σκανδιναβία και Β. Ρωσία, κυρίως ως μεταναστευτικό πτηνό.

Στην Αφρική απαντά κυρίως στις μεσογειακές χώρες, στη ζώνη παράλληλα του Νείλου και σε υποσαχάριους θύλακες, αποκλειστικά ως διαχειμάζον είδος.

Η Ασία είναι πολύ σημαντική επικράτεια καλοκαιρινού φωλιάσματος, σε μιαν ευρεία ζώνη που αρχίζει από την Κ. Ευρώπη, τη Σκανδιναβία, τη Ρωσία και τις ακτές του Ευξείνου Πόντου στα δυτικά και, διά μέσου όλης της σιβηρικής περιοχής νότια της τάιγκα, φθάνει μέχρι την Α. Ρωσία και την Ιαπωνία, στα ανατολικά. Νότια, το είδος φθάνει μέχρι την Κ. Ινδία, τις ακτές του Ινδικού στο Πακιστάν και τις Φιλιππίνες, ως χειμερινός επισκέπτης.[13]

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γκισάρι μπορεί να απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης στις επικράτειες όπου κατανέμεται και, μπορεί να είναι επιδημητικό, καλοκαιρινό αναπαραγόμενο, διαχειμάζον ή διαβατικό πτηνό ανάλογα με την περιοχή. Ωστόσο, γενικότερα, θεωρείται μεταναστευτικό είδος, διότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων εκτελεί αποδημίες, που μπορεί να φθάσουν μέχρι και τα 1.000 χλμ.[12] Οι βόρειοι πληθυσμοί είναι πλήρως μεταναστευτικοί,[14][15] με εκείνους που αναπαράγονται σε περιοχές με ηπιότερο κλίμα (Δ. και Ν. Ευρώπη)[15] να τείνουν να είναι καθιστικοί[14][15][16] ή να πραγματοποιούν μικρές μετακινήσεις διασποράς,[14][15][16] ανάλογα με τις -σκληρές- καιρικές συνθήκες.[14]

Η ανοιξιάτικη μετανάστευση μπορεί να ξεκινήσει ακόμη και στις αρχές Φεβρουαρίου σε ήπιους χειμώνες, με τον κύριο όγκο αποδημίας τον Μάρτιο έως τις αρχές Απριλίου.[14] Η φθινοπωρινή μετανάστευση προς τις περιοχές διαχείμασης κορυφώνεται ανάμεσα στα τέλη Σεπτεμβρίου και τον Νοέμβριο,[14] με τα θηλυκά να μεταναστεύουν λίγο αργότερα από τα αρσενικά (που οδηγεί σε κάποιον διαχωρισμό των φύλων στην περιοχή διαχείμασης: τα αρσενικά βορειότερα και τα θηλυκά νοτιότερα).[15]

Η Ευρώπη είναι η μόνη ήπειρος -μαζί με λίγους θύλακες στην Τουρκία- όπου υπάρχουν μόνιμοι επιδημητικοί πληθυσμοί, συγκεκριμένα, σε μεγάλο τμήμα στα βορειοδυτικά (Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Κάτω Χώρες, Γαλλία, αλλά και σε διάσπαρτους θύλακες στην Ιβηρική και άλλες μεσογειακές περιοχές. Ωστόσο, στο μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου, το είδος έρχεται το καλοκαίρι για να αναπαραχθεί, είτε για να διαχειμάσει. Μάλιστα η διαχείμαση μπορεί να γίνει ακόμη και σε αρκετά μεγάλα γεωγραφικά πλάτη, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο, από πληθυσμούς που έρχονται από ακόμη βορειότερες χώρες (Ρωσία, Σκανδιναβία). Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η κατανομή του είδους έχει μετατοπιστεί προς τα δυτικά και νοτιοδυτικά.[17]

Οι ασιατικοί πληθυσμοί, είναι πλήρως μεταναστευτικοί, με ελάχιστους θύλακες μόνιμης παραμονής σε περιοχές του Ευξείνου Πόντου και της Τουρκίας. Ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος των περιοχών φωλιάσματος, διαχειμάζουν στη Μέση Ανατολή, στις ακτές του Ινδικού, το Αφγανιστάν, την Ινδία και, δια μέσου της ζώνης που ακολουθεί τα παράλια της Σινικής Θάλασσας, φθάνουν μέχρι την Ταϊβάν και τις Φιλιππίνες στα ΝΑ. και στην Κορέα και Ιαπωνία στα ΒΑ. Στην περιοχή του Νεπάλ ξεχειμωνιάζει μέχρι τα 915 μ., ενώ ως διαβατικό πτηνό φθάνει στα 4.570 μ.[18]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί από τις Φερόες, τη Λιβερία, το Τσαντ και την Κένυα, τον Καναδά και τις ΗΠΑ.[4]

Στην Ελλάδα, το γκισάρι απαντά είτε ως επιδημητικό πτηνό, είτε ως χειμερινός επισκέπτης[19][20] Γενικά, θεωρείται ανεπαρκώς γνωστό (K, Insufficiently Known)[21] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).

Από την Κρήτη αναφέρεται μόνον ότι ζούσε στο νησί παλαιότερα (1936-45),[22] αλλά από την Κύπρο αναφέρεται ως αρκετά κοινός χειμερινός επισκέπτης.[23]

Γενικά, το είδος απαιτεί εκτεταμένες περιοχές πλούσιες σε θρεπτικά συστατικά (ανοικτά νερά βάθους λιγότερο από 6 μέτρα),[14] που δεν παρεμποδίζονται από επιπλέουσα βλάστηση,[15] αλλά έχουν άφθονα βυθισμένα μακρόφυτα,[24][25] περιβαλλόμενα από αναδυόμενη[24] βλάστηση ή/και ζωικούς τροφικούς πόρους (π.χ. προνύμφες Chironomidae).[25]

Αναπαραγωγική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την περίοδο αναπαραγωγής, το γκισάρι προτιμά λίμνες με πλούσια αλκαλικά νερά (όπως αλμυρά, υφάλμυρα ή με όξινο ανθρακικό νάτριο),[25] λίμνες γλυκού νερού όπου παρουσιάζεται ευτροφισμός, νερά με αρκετή βλάστηση -γλυκά ή αλμυρά-[26] άδενδρα έλη με τομείς ανοικτού νερού, δενδρώδεις βάλτους[14][16] και ποτάμια με αργή ροή.[14][16][24] Παρά το γεγονός αυτό δείχνει ισχυρή προτίμηση για ηπειρωτικούς υγρότοπους,[15] μπορεί να μετακινείται προς παράκτια ενδιαιτήματα, όπως προφυλαγμένους παράκτιους κόλπους,[25] όταν εξαναγκάζεται από τον παγετό ή άλλους επιτακτικούς παράγοντες.[15]

Μη αναπαραγωγική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα το είδος συχνάζει σε παρόμοια ενδιαιτήματα με εκείνα που φωλιάζει, όπως μεγάλες λίμνες,[14][16][27] ποταμούς με αργή ροή,[14][16][24] ταμιευτήρες,[14][16][24][27] υφάλμυρα νερά, άδενδρα έλη, ιχθυοφράγματα (Αφρική)[27] και πλημμυρισμένα λατομεία εξόρυξης χαλικιών.[28] Όπως κατά την περίοδο αναπαραγωγής, το είδος μπορεί να μετατοπίζεται προς παράκτια ενδιαιτήματα, όπως υφάλμυρες λιμνοθάλασσες[14][16] η παλιρροϊκές εκβολές ποταμών[14][16][24] και παράκτια ύδατα[14][24] (συνήθως εκεί όπου καταλήγουν αγωγοί αποχετεύσεως λυμάτων),[25] όταν εξαναγκάζεται από τον παγετό ή άλλους επιτακτικούς παράγοντες.[15]

Στην Ελλάδα, το γκισάρι κατά τη διάρκεια του χειμώνα, απαντά σε γλυκά νερά, λίμνες και τενάγη,[19] παραμένοντας στη χώρα μέχρι τον Απρίλιο, περίπου.[29]

Ενήλικο αρσενικό (πάνω -στο πτέρωμα αναπαραγωγής) και θηλυκό γκισάρι

Όπως όλες οι αγριόπαπιες, το γκισάρι εμφανίζει έντονο φυλετικό διμορφισμό με το αναπαραγόμενο αρσενικό (drake) να είναι εντελώς διαφορετικό σε εμφάνιση από το θηλυκό (duck). Επίσης είναι λίγο μεγαλύτερο και βαρύτερο.

Γενικά, είναι μικρές προς μεσαίου μεγέθους αγριόπαπιες, σαφώς μικρότερες από τις πρασινοκέφαλες, με τριγωνικό κεφάλι και σχετικά βαρύ, συμπαγές ράμφος,[30] με κοίλη μέση ραχιαία γραμμή.[31] Το μέτωπο είναι λίγο ευρύ στο εμπρόσθιο μέρος του, με μετωπική τρόπιδα, που φθάνει πέρα από το ύψος της γναθικής άρθρωσης.[32] Η κάτω επιφάνεια των πτερύγων είναι λευκή, ενώ η πάνω διαθέτει αχνές γκριζωπές μπάρες.[30] Η ουρά είναι μικρή, αλλά ο λαιμός μακρύς, σχετικά με το σώμα.[31]

Το αρσενικό ξεχωρίζει από το χαρακτηριστικό καστανοκόκκινο/πυρρόχρωμο/σκωριόχρωμο κεφάλι, απότομα οριοθετημένο από το σταχτομελανό στήθος. Το πτέρωμα είναι ανοικτό γκρίζο -του σχιστόλιθου- στη ράχη και τις πλευρές, με όμορφα, λεπτά γεωμετρικά μοτίβ, κάνοντας αντίθεση με το σκούρο, ιριδίζον στήθος. Το ουροπύγιο και το ράμφος έχουν το χρώμα του στήθους, αλλά στο μέσον του ράμφους υπάρχει μεγάλη λευκή περιοχή. Η ίριδα είναι άλικη κόκκινη.

Στο μη-αναπαραγωγικό πτέρωμα (eclipse), δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές, εκτός από τα φτερά του στήθους και του ουροπυγίου, που γίνονται καφέγκριζα.

Το θηλυκό έχει, μονότονο καφεγκρίζο χρωματισμό, με λευκωπές περιοχές στην περιοχή του λαιμού και των οφθαλμών. Το στήθος είναι σκουρόγκριζο ή ανοικτό καφέ, με τον χρωματισμό να ποικίλλει έντονα στα διάφορα θηλυκά. Το σκούρο ράμφος έχει μικρή γκριζωπή λωρίδα τον χειμώνα, αλλά γίνεται σχεδόν ολόμαυρο κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, ενώ η ίριδα είναι καφεμαύρη.

Τα νεαρά άτομα μοιάζουν με το θηλυκό, αλλά με περισσότερο γκρίζο -παρά καφέ- στο πτέρωμα, ενώ η ίριδα είναι ελαιοκίτρινη, αποκτώντας σταδιακά το κατοπινό της χρώμα, ανάλογα με το φύλο.

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: 42 έως 46 (-49) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (67-) 72 έως 79 (-82) εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 21,9 ± 0,6 εκατοστά [Εύρος 21,0 – 26,0 εκατοστά (σε δείγμα Ν=436 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 21,2 ± 0,5 εκατοστά [Εύρος 20,4 – 22,0 εκατοστά (Ν=116)]
  • Βάρος: ♂ 1.000 έως 1.300 γραμμάρια (Ν=375), ♀ 910 έως 1.200 γραμμάρια (Ν=97)[33]

(Πηγές:[17][18][30][31][34][35][36][37][38][39][40][41][42]

Τα γκισάρια είναι παμφάγα πτηνά με το διαιτολόγιο να αποτελείται από τα σπέρματα, τις ρίζες, τα ριζώματα και τους μίσχους υδροχαρών, αγρωστωδών και άλλων μονοκοτυλήδονων φυτών, βυθισμένων και αναδυομένων (π.χ. Potamogeton).[43][44] Επίσης, τρέφονται με ζωική ύλη, όπως υδρόβια έντομα και προνύμφες,[26][43] μαλάκια, καρκινοειδή, ολιγόχαιτους σκώληκες,[43][45] αμφίβια[43] (π.χ. βάτραχοι και οι γυρίνοι τους)[46] και μικρά ψάρια.[43]

Τα γκισάρια σπάνια βγαίνουν στην όχθη

Το είδος μεταναστεύει κατά μικρά σμήνη αλλά, μερικές φορές, συναθροίζεται κατά χιλιάδες κατά τη διάρκεια της μετα-αναπαραγωγικής περιόδου αλλαγής πτερώματος (moulting).[15] Η περίοδος αυτή είναι πριν από τη φθινοπωρινή μετανάστευση, και διαρκεί 3-4 εβδομάδες, οπότε καθίσταται ανίκανο προς πτήση.[14] Κατά τη διάρκεια του χειμώνα το γκισάρι γίνεται πολύ κοινωνικό, συναθροιζόμενο σε σμήνη πολλών χιλιάδων ατόμων.[14][15][24] Αυτή την εποχή (χειμώνα) μπορεί να αναζητά την τροφή του στο ημίφως ή και κατά τη διάρκεια της νύκτας.[25] Το γκισάρι ανήκει στις λεγόμενες καταδυόμενες αγριόπαπιες (βουτόπαπιες), οι οποίες αναζητούν την τροφή τους αρκετά κάτω από την επιφάνεια του νερού, συνήθως σε βάθη 1-3 μ.[26] χωρίς ωστόσο, να αποκλείεται η σίτιση από την επιφάνεια.[31] Οι καταδύσεις είναι πολλές και έχουν παρατηρηθεί θηλυκά που, σε διάρκεια 60-90 λεπτών, μπορεί να καταδυθούν 200-300 φορές.[47] Τα γκισάρια προτιμούν να παραμένουν συνεχώς μέσα στο νερό και σπάνια βγαίνουν στη στεριά, αν και πλησιάζουν τις όχθες.[36]

Η περίοδος φωλιάσματος ποικίλλει αλλά, συνήθως, ξεκινάει στα μέσα Απριλίου με αρχές Ιουνίου, ενώ η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ.[48] Η φωλιά είναι μια απλή, ρηχή κοιλότητα στο έδαφος[16][25] ή πάνω σε ένα παχύ στρώμα βλάστησης,[16] ευρισκομένου είτε επί του εδάφους[16][49] (συνήθως σε μια ακτίνα 10 μ. από το νερό),[15] είτε στα ρηχά νερά[16][49] (γύρω στα 30 εκ. βάθος),[26] κρυμμένη μέσα σε πυκνή βλάστηση[16][49] (π.χ. καλαμιώνες),[26] ή σε επιπλέοντα στρώματα καλαμιών άλλης βλάστησης.[26] Στις χρονιές υψηλής στάθμης υδάτων, όταν υπάρχουν λίγοι καλαμιώνες που αναδύονται από το νερό ή λίγα επιπλέοντα στρώματα βλάστησης το είδος μπορεί να φωλιάζει σε συστάδες από Juncus, σε πλημμυρισμένα χωράφια, ή κάτω από θάμνους σε λοφίσκους.[26] Η φωλιά επιστρώνεται με φτερά και πτίλα.[48]

Η γέννα αποτελείται από (6-) 8 έως 11 (-18) ελλειπτικά ή υποελλειπτικά αβγά, με ανοιχτοπράσινο χρώμα, διαστάσεων 60,7 Χ 44,2 χιλιοστών[48] και βάρους 66 γραμμαρίων, από τα οποία ποσοστό 9% είναι κέλυφος.[33] Η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του τελευταίου αβγού, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί (24-) 24 έως 25 (-26) ημέρες. Οι νεοσσοί (παπάκια) είναι φωλεόφυγοι (precocial), πλήρως ικανοί προς κολύμβηση μόλις εκκολαφθούν. Ωστόσο, από ένστικτο τείνουν να μένουν ενστικτωδώς κοντά στη μητέρα τους, όχι μόνο για ζεστασιά και προστασία, αλλά και για να μάθουν και να θυμούνται το μέρος που γεννήθηκαν, καθώς και το πώς και πού να αναζητήσουν τροφή. Όταν οι νεοσσοί ωριμάζουν σε «εφήβους» ικανούς προς πτήση, μαθαίνουν και θυμούνται τις παραδοσιακές μεταναστευτικές διαδρομές τους (εκτός αν έχουν γεννηθεί και εκτραφεί σε αιχμαλωσία). Μετά από αυτή την περίοδο, τα νεαρά άτομα και η μητέρα μπορεί να αποχωριστούν, ή να παραμείνουν μαζί μέχρι να έρθει η επόμενη εποχή αναπαραγωγής. Η πτέρωση πραγματοποιείται στις 50-55 ημέρες.[34]

Θηλυκό γκισάρι με νεοσσούς

Το είδος απειλείται από την όχληση λόγω χρήσης των υγροτόπων γλυκού νερού, για ψυχαγωγικούς λόγους,[28][44] όπως και από τον θόρυβο των μηχανημάτων που χρησιμοποιούνται στην αστική ανάπτυξη.[50] Ακόμη, απειλείται από την καταστροφή των οικοτόπων του[16] στις θέσεις διαχείμασης, λόγω του ευτροφισμού (εν μέρει ως αποτέλεσμα των θρεπτικών συστατικών στις απορροές από γεωργικές εκτάσεις).[44] Επίσης, υπάρχει αυξημένη θνησιμότητα, ως αποτέλεσμα κατάποσης μολύβδινων σκαγιών από τα κυνηγετικά όπλα (κυρίως στην Ισπανία)[51] και τη θήρευση της φωλιάς από νυφίτσες (κυρίως στην Πολωνία).[52] Στην Κίνα είναι συνήθεις οι πνιγμοί σε δίχτυα με μέγεθος ματιών μεγαλύτερο από 5 εκατοστά.[53] Το είδος είναι ευαίσθητo στη γρίπη των πτηνών έτσι, ώστε μπορεί να απειλείται από μελλοντικές επιδημίες της νόσου.[54]

Το γκισάρι υφίσταται μεγάλη πίεση από το κυνήγι σε όλες τις χώρες όπου απαντά, στις οποίες θηρεύεται εντατικά (κυρίως σε Ισπανία, Ιταλία, Β. Ιρλανδία και Ιράν)[51][55][56][57] και, όχι μόνο για διατροφή, αλλά επίσης για «αναψυχή», ιδιαίτερα σε περιοχές όπου συγκεντρώνεται σε μεγάλους αριθμούς.[16][25][55] Επίσης, τα αβγά του συλλέγονταν -και ίσως συλλέγονται ακόμη- στην Ισλανδία.[58]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος, παρά το κυνήγι, λόγω του ευρέος φάσματος κατανομής του, δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας από την IUCN. Ωστόσο, παρά το ευρύ φάσμα κατανομής του, η τάση των πληθυσμών του είναι καθοδική, ιδιαίτερα λόγω της μεγάλης μείωσης στη χώρα-κλειδί φωλιάσματος, τη Ρωσία.[59][60] Αλλά και στη Δ. Μεσόγειο, η μείωση στα τελευταία 20 χρόνια, έφθασε το 70%.[17]

Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς διαθέτουν η Ρωσία, η Ουκρανία, η Πολωνία, η Ρουμανία και η Φινλανδία.[60]

Κατάσταση στην Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτες καταγραφές φωλιάσματος του γκισαριού στη χώρα, καταγράφονται από το 1918, στη Μακεδονία (Κορώνεια, Δοϊράνη), ακόμη και από την Κρήτη (1942). Ωστόσο, έκτοτε φωλιάζει σε περιορισμένους αριθμούς ζευγαριών στον Αμβρακικό και τη Μικρή Πρέσπα, περιστασιακά στη Χειμαδίτιδα.[61][62]

Οι χειμωνιάτικοι επισκέπτες είναι, σαφώς, περισσότεροι (Νοέμβριος-Μάρτιος), ιδιαίτερα στη Β. Ελλάδα. Το 1986 η χώρα φιλοξενούσε το 6% του συνολικού διαχειμαζοντος πληθυσμού στις περιοχές της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, ενώ το 1987 καταγράφηκαν οι περισσότεροι χειμωνιάτικοι επισκέπτες.[63] Η Ισμαρίδα, η Βόλβη, η Κορώνεια και ο Αμβρακικός, αποτελούσαν σημαντικούς υγροτόπους για το είδος, αλλά σήμερα, μόνον ο τελευταίος.[61]

Γενικά, το γκισάρι χαρακτηρίζεται ως κοινός χειμερινός επισκέπτης και σπάνιο αναπαραγόμενο πτηνό αναπαραγωγική πυκνότητα (WV,r)[63]

Στον ελλαδικό χώρο το Γκισάρι απαντά και με τις ονομασίες: Ελμαμπάσι (Έβρος), Κοκκινοκαύκαλο, Κοκκινοκέφαλη (Αιτωλικό), Κυνηγόπαπια, Σβουρδούλι, Σβουρίτζι (Νιοχώρι Αιτωλίας), Χονδροκώλι (Αιτωλοακαρνανία),[64] Κοκκινοκεφαλοβουτόπαπια [19] και Κοντούρα (Κύπρος).[65]

i. ^ Η απόδοση ερυθροκέφαλος που, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ορθή έχει λανθασμένη ετυμολογική βάση (βλ. Ονοματολογία)

  1. Howard and Moore, p. 65
  2. Howard and Moore, p. 68
  3. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175126
  4. 4,0 4,1 http://www.iucnredlist.org/details/full/22680358/0
  5. 5,0 5,1 ΠΛΜ, 4:394
  6. ΠΛ, 1:922
  7. 7,0 7,1 ΠΛΜ, 4:399
  8. ΠΛ, 1:924
  9. Valpy, p. 151
  10. ΠΛΜ, 28:447
  11. http://en.wiktionary.org/wiki/pochard
  12. 12,0 12,1 http://www.hbw.com/species/common-pochard-aythya-ferina
  13. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22680358
  14. 14,00 14,01 14,02 14,03 14,04 14,05 14,06 14,07 14,08 14,09 14,10 14,11 14,12 14,13 14,14 14,15 14,16 Scott & Rose
  15. 15,00 15,01 15,02 15,03 15,04 15,05 15,06 15,07 15,08 15,09 15,10 15,11 Snow & Perrins
  16. 16,00 16,01 16,02 16,03 16,04 16,05 16,06 16,07 16,08 16,09 16,10 16,11 16,12 16,13 16,14 16,15 del Hoyo et al
  17. 17,0 17,1 17,2 planetofbirds.com
  18. 18,0 18,1 Grimmett et al, p. 60
  19. 19,0 19,1 19,2 Όντρια (Ι), σ. 60
  20. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 151
  21. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 241
  22. Σφήκας, σ. 80
  23. Σφήκας, σ. 40
  24. 24,0 24,1 24,2 24,3 24,4 24,5 24,6 24,7 Madge & Burn
  25. 25,0 25,1 25,2 25,3 25,4 25,5 25,6 25,7 Kear
  26. 26,0 26,1 26,2 26,3 26,4 26,5 26,6 Johnsgard
  27. 27,0 27,1 27,2 Brown et al
  28. 28,0 28,1 Fox et al
  29. ΠΛΜ, 1:127
  30. 30,0 30,1 30,2 Bruun, p. 58
  31. 31,0 31,1 31,2 31,3 Mullarney et al, p. 30
  32. Όντρια, σ. 59
  33. 33,0 33,1 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob1980.htm
  34. 34,0 34,1 Perrins, p. 82
  35. Flegg, p. 66
  36. 36,0 36,1 Scott & Forrest, p. 38
  37. Heinzel et al, p. 64
  38. Όντρια, σ. 63
  39. Singer, p. 110
  40. http://www.ibercajalav.net
  41. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  42. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2015. 
  43. 43,0 43,1 43,2 43,3 43,4 del Hoyo et al. 1992
  44. 44,0 44,1 44,2 Kear 2005b
  45. Marsden & Bellamy
  46. Brown
  47. Rutschke
  48. 48,0 48,1 48,2 Harrison, p. 87
  49. 49,0 49,1 49,2 Madge & Burn 1988
  50. Marsden
  51. 51,0 51,1 Mateo et al
  52. Bartoszewicz & Zalewski
  53. Quan et al
  54. Melville & Shortridge 2006
  55. 55,0 55,1 Evans & Day
  56. Sorrenti
  57. Balmaki & Barati
  58. Gudmundsson
  59. http://www.iucnredlist.org/details/full/22680149/0
  60. 60,0 60,1 birdlife.org
  61. 61,0 61,1 Handrinos & Akriotis
  62. ΣΠΕΕ, σ. 119
  63. 63,0 63,1 Κόκκινο Βιβλίο, σ. 216
  64. Απαλοδήμος, σ. 17
  65. http://avibase.bsc-eoc.org/
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Χανδρινός Γιώργος, «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Albrecht, T.; Horák, D.; Kreisinger, J.; Weidinger, K.; Klvana, P.; Michot, T. C. 2006. Factors Determining Pochard Nest Predation Along a Wetland Gradient. Journal of Wildlife Management 70(3): 784-791.
  • Balmaki, B.; Barati, A. 2006. Harvesting status of migratory waterfowl in northern Iran: a case study from Gilan Province. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 868–869. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Bartoszewicz, M.; Zalewski, A. 2003. American mink, Mustela vison diet and predation on waterfowl in the Slonsk Reserve, western Poland. Folia Zoologica 52(3): 225-238.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • Brown, L.H., Urban, E.K. and Newman, K. 1982. The Birds of Africa, Volume I. Academic Press, London.
  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Evans, D.M. and Day, K.R. 2002. Hunting disturbance on a large shallow lake: the effectiveness of waterfowl refuges. Ibis 144(1): 2-8.
  • Fox, A.D.; Jones, T. A.; Singleton, R.; Agnew, A. D. Q. 1994. Food supply and the effects of recreational disturbance on the abundance and distribution of wintering Pochard on a gravel pit complex in southern Britain. Hydrobiologia 279/280: 253-262.
  • Giles, N. 1994. Tufted Duck (Aythya fuligula) habitat use and brood survival increases after fish removal from gravel pit lakes. Hydrobiologia 279/280: 387-392.
  • Gudmundsson, F. 1979. The past status and exploitation of the Myvatn waterfowl populations. Oikos 32(1-2): 232-249.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: June 2015).
  • Johnsgard, P.A. 1978. Ducks, geese and swans of the World. University of Nebraska Press, Lincoln and London.
  • Kear, J. 2005. Ducks, geese and swans volume 2: species accounts (Cairina to Mergus). Oxford University Press, Oxford, U.K.
  • Madge, S. and Burn, H. 1988. Wildfowl. Christopher Helm, London.
  • Marsden, S.J. 2000. Impact of Disturbance on Waterfowl Wintering in a UK Dockland Redevelopment Area. Environmental Management 26(2): 207-213.
  • Marsden, S.J.; Bellamy, G. S. 2000. Microhabitat characteristics of feeding sites used by diving duck Aythya wintering on the grossly polluted Manchester Ship Canal, UK.Environmental Conservation 27(3): 278-283.
  • Mateo, R., Belliure, J., Dolz, J.C., Aguilar-Serrano, J.M. and Guitart, R. 1998. High prevalences of lead poisoning in wintering waterfowl in Spain. Archives of Environmental Contamination and Toxicology 35: 342-347.
  • Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432–438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Quan, R. C.; Wen, W.; Yang, X. 2002. Effects of human activities on migratory waterbirds at Lashihai Lake, China. Biological Conservation 108: 273-279.
  • Rutschke Erich: Die Wildenten Europas – Biologie, Ökologie, Verhalten, Aula Verlag, Wiesbaden 1988, ISBN 3-89104-449-6
  • Scott, D. A.; Rose, P. M. 1996. Atlas of Anatidae populations in Africa and western Eurasia. Wetlands International, Wageningen, Netherlands.
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Sorrenti, M., Carnacina, L., Radice, D. and Costato, A. 2006. Duck harvest in the Po delta, Italy. In: G. Boere, C. Galbraith and D. Stroud (eds), Waterbirds around the world, pp. 864–865. The Stationary Office, Edinburgh, U.K.