Βέλικι Μπριγιούν
Γεωγραφία | |
---|---|
Χώρα | |
Σχετικά πολυμέσα |
Το Βέλικι Μπριγιούν (κροατ. Veliki Brijun, ιταλ. Brioni Grande, αμφότερα μεταφράζονται κατά το ήμισυ ως «Μεγάλο Μπριούν») είναι ένα, ακατοίκητο σήμερα, νησί της Αδριατικής Θάλασσας που ανήκει στην Κροατία. Δεν ανήκει όμως στις γνωστότερες και δαντελωτές Δαλματικές ακτές της Κροατίας με τις εκατοντάδες νησιών, αλλά πιο βορειοδυτικά, κοντά στη δυτική ακτή της Ίστριας. Το Βέλικι Μπριούν, με έκταση[1] 5,72 τετραγωνικά χιλιόμετρα, είναι το μεγαλύτερο νησί στο μικρό Αρχιπέλαγος Μπριγιούνι (γνωστό και ως Μπριόνι ή Νήσοι Μπριγιούνι). Το Βέλικι Μπριγιούν, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του αρχιπελάγους αποτελεί τμήμα του «Εθνικού Πάρκου Μπριγιούνι», που ιδρύθηκε το 1983.
Γεωγραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το νησί βρίσκεται 2 χιλιόμετρα δυτικά από τη μικρή κωμόπολη Φαζάνα και περίπου 6 χιλιόμετρα από την Πούλα. Χωρίζεται από την ηπειρωτική χώρα από τον Πορθμό της Φαζάνα (Fažanski kanal), που έχει μέγιστο βάθος μόλις 12 μέτρα. Γεωλογικές έρευνες υποδεικνύουν ότι μέχρι πριν από περίπου 10 χιλιάδες χρόνια ολόκληρο το αρχιπέλαγος ήταν ενωμένο με την Ίστρια.[2] Είναι το 41ο μεγαλύτερο (σε έκταση) νησί της Κροατίας (το 190ό σε ολόκληρη τη Μεσόγειο Θάλασσα) και το μήκος των ακτών του είναι 23,41 χιλιόμετρα.[3] Το υψηλότερο σημείο, η κορυφή Βέλα Στράζα, έχει υψόμετρο 54,7 μέτρα.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Βέλικι Μπριγιούν κατοικήθηκε από τον άνθρωπο από την προϊστορική εποχή, με τα παλαιότερα ίχνη να ανάγονται στο 3000 π.Χ., στην πρώιμη Εποχή του Χαλκού.[4] Οι Ιλλυριοί έζησαν στο αρχιπέλαγος από το 1500 π.Χ. περίπου μέχρι την κατάκτησή του από τους Ρωμαίους το 177 π.Χ. και στο Β. Μπριγιούν ανακαλύφθηκαν ερείπια 5 οχυρώσεων των Ιλλυριών.[4] Τα σημαντικότερα ρωμαϊκά ερείπια στο νησί είναι στον όρμο Βερίγκε, από μια πολυτελή θερινή κατοικία του 1ου αι. μ.Χ..[5] Μετά την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η περιοχή περιήλθε υπό τον έλεγχο των Οστρογότθων, αλλά μετά τον Γοτθικό Πόλεμο (535-554) τα νησιά καταλήφθηκαν από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και το 1331 από τη Βενετική Δημοκρατία.[4] Από τότε ωστόσο, τακτικές επιδημίες πανώλης και ελονοσίας αποδεκάτισαν τον πληθυσμό των νησιών, και τον 17ο αιώνα το αρχιπέλαγος ήταν σχεδόν ακατοίκητο. Τον 19ο αιώνα η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία οχύρωσε τα νησιά, ανεγείροντας 5 φρούρια στο Βέλικι Μπριγιούν για την άμυνα της κυριότερης ναυτικής βάσεώς της, που ήταν στην Πούλα.[4]
Το 1893 άρχισε μια νέα εποχή για το Βέλικι Μπριγιούν, όταν αυτό και το υπόλοιπο αρχιπέλαγος αγοράσθηκαν από τον Αυστριακό βιομήχανο Πάουλ Κούπελβήζερ (Paul Kupelwieser).[5] Αυτός ξεκίνησε μεγαλόπνοο σχέδιο να μεταμορφώσει το νησί σε θέρετρο πολυτελείας και άρχισε να κατασκευάζει πισίνες, αθλητικές εγκαταστάσεις, στάβλους κλπ.. Ωστόσο οι προσπάθειές του κινδύνευαν από ξεσπάσματα της ελονοσίας κάθε καλοκαίρι — ακόμα και ο ίδιος ο βιομήχανος αρρώστησε από αυτή.[5] Έτσι το 1900 ο Κούπελβήζερ προσκάλεσε τον σπουδαίο γιατρό Ρόμπερτ Κοχ, που τότε μελετούσε την ασθένεια. Ο Κοχ δέχθηκε την πρόσκληση και πέρασε δύο χρόνια, από το 1900 έως το 1902, στα νησιά.[5] Σύμφωνα με τις οδηγίες του, όλες οι λιμνούλες και τα έλη αποξηράνθηκαν, και οι ασθενείς έπαιρναν κινίνη. Με αυτά τα μέτρα η ελονοσία εξαλείφθηκε το 1902 και ο Κούπελβήζερ ανήγειρε ένα μνημείο προς τιμή του Κοχ στο νησί, που υπάρχει και σήμερα, κοντά στον ναό του Αγίου Γερμανού του 15ου αιώνα.
Οι πρώτοι τουρίστες έφθασαν στο Βέλικι Μπριγιούν το 1896, αλλά ο αριθμός τους αυξήθηκε πολύ μετά την εξαφάνιση της ελονοσίας, από το 1903 και μετά.[4] Παρά το ότι ο Κούπελβήζερ είχε αγοράσει δύο πλοιάρια για να συνδέουν το νησί με την ακτή, χρειαζόταν ένα πολυτελέστερο σκάφος για τη μεταφορά των πλουσιότερων πελατών, οπότε ο βιομήχανος παράγγειλε ένα νέο πλοίο με εγκατεστημένη μηχανή ντίζελ, το πρώτο τέτοιο σκάφος στην παγκόσμια ιστορία της ναυπηγικής.[4] Το πλοίο, ονόματι «Brioni III», μετέφερε και το ταχυδρομείο και επέζησε αμφότερων των Παγκόσμιων Πολέμων: βρισκόταν σε χρήση έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960.[4] Το 1913 ολοκληρώθηκε η ανέγερση ξενοδοχειακού συγκροτήματος δυναμικότητας 320 δωματίων, καθώς και 10 επαύλεων.[4] Προστέθηκαν μια νέα προκυμαία, τηλεφωνείο, περίπου 50 χιλιόμετρα δρόμων, πεζόδρομων και μονοπατιών, μια μεγάλη πλαζ, εσωτερική πισίνα με θερμαινόμενο θαλάσσιο νερό, καζίνο και το μεγαλύτερο γήπεδο του γκολφ σε ολόκληρη την Ευρώπη, με 18 οπές.[4] Ο τόπος έγινε έτσι δημοφιλής προορισμός των ευρωπαϊκών ελίτ, με νέα των αφίξεων διασημοτήτων της αριστοκρατίας, του επιχειρηματικού κόσμου, αλλά και προσωπικοτήτων από τον πνευματικό, καλλιτεχνικό και επιστημονικό κόσμο της εποχής δημοσιεύονταν τακτικά στις εφημεριδούλες που τυπώνονταν από το 1910 μέχρι το 1915 στο νησί.[6]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Duplančić Leder, Tea; Ujević, Tin; Čala, Mendi (Ιούνιος 2004). «Coastline lengths and areas of islands in the Croatian part of the Adriatic Sea determined from the topographic maps at the scale of 1 : 25 000». Geoadria (Zadar) 9 (1): 5-32. doi:. https://hrcak.srce.hr/9636. Ανακτήθηκε στις 2019-12-19.
- ↑ «Nacionalni park Brijuni - Geografski položaj» (στα Κροατικά). Brijuni National Park. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 16 Ιουνίου 2010.
- ↑ Hydrographic Institute of the Republic of Croatia (2004). «Coastline lengths and areas of islands in the Croatian part of the Adriatic Sea determined from the topographic maps at the scale 1:25,000» (PDF). Geoadria. σελ. 12. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2010.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 4,6 4,7 4,8 Springer, Zvonko. «Brijuni Archipelago at the south western coast of Istria Peninsula». CroatianHistory.net. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Ιανουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 16 Ιουνίου 2010.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 Fatović-Ferenčić, Stella (Ιούνιος 2006). «Brijuni Archipelago: Story of Kupelwieser, Koch, and Cultivation of 14 Islands». Croat. Med. J. (Croatian Medical Journal) 47 (3): 369-371. PMID 16906696.
- ↑ «Osobe koje morate upoznati» (στα Κροατικά). Brijuni National Park. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Ιουνίου 2012. Ανακτήθηκε στις 16 Ιουνίου 2010.