Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ασώτιος Β΄ ο Βαγρατίδης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ασώτιος Β΄ ο Βαγρατίδης
Περίοδος685 - 688
ΠροκάτοχοςΓρηγόριος Α΄ Μαμικονιάν
ΔιάδοχοςΝερσές Καμσαρακάν
Θάνατος688
ΕπίγονοιΣεμπάτ
ΠατέραςΣεμπάδ Ε΄ ο Βαγρατίδης
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Ασώτιος Β΄ ο Βαγρατίδης (στα αρμένικα Աշոտ Բ Բագրատունի, "Ασότ Μπαγκρατούνι", αποβιώσας το 688) ήταν Αρμένιος ηγεμόνας προερχόμενος από την οικογένεια των Βαγρατιδών, ο οποίος διετέλεσε Ηγεμόνας της Αρμενίας από το 685 έως το 688.

Ο Ασώτιος ήταν υιός του Σεμπάδ Ε΄, ασπέτ και δρουγγάριου[1].

Ο Πρίγκιπας Γρηγόριος Α΄ Μαμικονιάν εξεγέρθηκε το 681, εκμεταλλευόμενος τον εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος δίχαζε το Χαλιφάτο των Ομεϋαδών, ωστόσο σκοτώθηκε το 685 από τους Χαζάρους. Ο Χαλίφης Αμπντ αλ-Μαλίκ όρισε τότε ως ηγεμόνα τον Ασώτιο των Βαγρατιδών. Από την ημέρα του ορισμού του, εκκίνησε προσπάθειες απομάκρυνσης των Χαζάρων, οι οποίοι λεηλατούσαν την Αρμενία. Προχώρησε στην ανέγερση του Καθεδρικού Ναού του Αμεναπερκίτς (« ο σωτήρας πασών των ανθρώπων ») στην πόλη του Νταριούνκ.

Προς το 688, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄ απέστειλε ένα στράτευμα στην Αρμενία, προκειμένου να την θέσει εκ νέου εντός της ζώνης επιρροής των Βυζαντινών, ωστόσο οι τελευταίοι συμπεριφέρθηκαν ωσάν να επρόκειτο για καταληφθέντα εδάφη. Ο Ασότ συγκέντρωσε στράτευμα, με το οποίο και νίκησε τους Βυζαντινούς. Ενώ το κυρίως τμήμα του στρατού του ανέλαβε να ανακτήσει τα λάφυρα του εχθρού, ο ίδιος ο Ασώτιος κυνήγησε τους ηττηθέντες Βυζαντινούς, ενώ τραυματίστηκε σοβαρά στην διάρκεια της συμπλοκής που ακολούθησε[2].

Απέκτησε έναν υιό, τον Σεμπάδ, ο οποίος ήταν ναχαράρ από το 703 έως το 705[3].

  1. (Γαλλικά) Settipani, Christian (2006). Continuité des élites à Byzance durant les siècles obscurs. Les princes caucasiens et l'Empire du VIe au IXe siècle. Παρίσι: de Boccard. σελ. 333-334. ISBN 978-2-7018-0226-8.  .
  2. (Γαλλικά) Grousset, René (1984) [1947]. Histoire de l’Arménie des origines à 1071. Παρίσι: Payot. σελ. 307-308. ISBN 978-2228135702.  .
  3. Christian Settipani, op. cit., p. 334.