Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αμπντ αλ-Μαλίκ ιμπν Μαρουάν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αμπντ-αλ Μαλίκ
ΠροκάτοχοςΜαρουάν Α΄
ΔιάδοχοςΟυαλίντ Α΄
Γέννηση646
Θάνατος8 Οκτωβρίου 705
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Άμπν αλ-Μαλίκ ιμπν Μαρουάν ιμπν Αλ-Χακίμ (644/647 - 9 Οκτωβρίου 705) ήταν ο πέμπτος Χαλίφης των Ομεϋαδών (685 - 9 Οκτωβρίου 705). Ανήκε στους Κουραϊσίτες την εθνική δυναστεία των Αράβων και ήταν ο δεύτερος Χαλίφης του κλάδου τον Μαρουανιδών τον οποίο ίδρυσε ο πατέρας του. Ο Ιμπν Αλ-Χακίμ ανήκε στις γενιές των πρώτων Μουσουλμάνων, στην νεανική του ηλικία κυριαρχούσαν στην Μεδίνα συνεχώς οι μεταφυσικές αναζητήσεις. Ο δεύτερος ξάδελφος του πατέρα του Μωαβίας Α΄ από τον κλάδο των Σουφυανιδών στην ίδια δυναστεία του έδωσε σημαντικές διοικητικές θέσεις, το ίδιο κατόπιν και ο πατέρας του Μαρουάν Α΄. Την εποχή που ανέβηκε στο Χαλιφάτο η εξουσία των Ομεϋαδών είχε καταρρεύσει σαν αποτέλεσμα του εμφύλιου που έμεινε γνωστός ως "Δεύτερη Φίτνα", ο πατέρας του την ανασύστασε στην Συρία και την Αίγυπτο. Μετά από μια αποτυχημένη εισβολή στο Ιράκ (686) ο Άμπντ Αλ-Μαλίκ επικεντρώθηκε στην ασφάλεια της Συρίας πριν ξεκινήσει τις προσπάθειες για να ανακτήσει το υπόλοιπο Χαλιφάτο. Ο βασικός του αντίπαλος τόσο του ίδιου όσο και του πατέρα του ο διεκδικητής της Μέκκας Άμπντ Αλλάχ Ιμπν Αλ-Ζούμπαϊρ, πολύ μακρινός του συγγενείς από την εθνική δυναστεία των Αράβων αλλά δεν ανήκε στους Κουραϊσίτες. Για να πετύχει τον στόχο του έκλεισε ειρήνη με την Βυζαντινή αυτοκρατορία και ενσωμάτωσε στον στρατό του τους εξεγερμένους Καϊσίτες της Τζαζίρα. Ο στρατηγός του Αλ-Χατζάζ Ιμπν Γιουσούφ στην Μέκκα δολοφόνησε στα τέλη του 682 τον Άμπντ Αλλάχ Ιμπν Αλ-Ζούμπαϊρ, με τον τρόπο αυτό ο Άμπν αλ-Μαλίκ απέκτησε τον έλεγχο σε ολόκληρο το Χαλιφάτο.

Οι Αραβοβυζαντινοί Πόλεμοι ξέσπασαν κατόπιν ξανά, οι Ομεϋάδες έκαναν επέλαση στην Μικρά Ασία και την Αρμενία, κατέστρεψαν την Καρχηδόνα και ανακατέλαβαν την παλιά τους πρωτεύουσα Καϊρουάν. Με έδρα το Καϊρουάν οι Άραβες ξεκίνησαν τις μετέπειτα πασίγνωστες κατακτήσεις τους στο Μαγκρέμπ και την Αλ-Άνταλους (698). Ο αντιβασιλιάς του στο Ιράκ και το Χουρασάν εξουδετέρωσε τους Χαριζίτες (702), μια Αραβική φυλή που είχε δημιουργήσει προβλήματα στο παρελθόν. Τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης του ασχολήθηκε ειρηνικά με την ανάπτυξη και την ευημερία του Χαλιφάτου. O Άμπν αλ-Μαλίκ ιμπν Μαρουάν ιμπν Αλ-Χακίμ έκανε ριζικές αλλαγές στον τρόπο διακυβέρνησης σε σχέση με τους προκατόχους του, μετά την πλήρη υποταγή των επαρχιών ανέλαβε ο ίδιος τον έλεγχο που είχαν πριν οι τοπικοί κυβερνήτες. Τα πιστά σε αυτόν Αραβικά στρατεύματα ανέλαβαν την τήρηση της τάξης με φρουρές σε όλες τις επαρχίες. Τα πλεονάσματα από τους φόρους πήγαιναν απ΄ευθείας στην Δαμασκό, οι παραδοσιακές αποδοχές που έπαιρναν οι βετεράνοι των κατακτήσεων και οι απόγονοι τους καταργήθηκαν, οι μισθοί περιορίστηκαν σημαντικά. Η πιο βασική του μεταρρύθμιση ήταν στο νόμισμα, οι προκάτοχοι του τα έκοβαν στην ίδια μορφή με τους Βυζαντινούς και την Αυτοκρατορία των Σασσανιδών. Ο Ιμπν Αλ-Χακίμ έκοψε ένα νέο ενιαίο Ισλαμικό νόμισμα στο Χαλιφάτο Αραβικής μορφής, τα Αραβικά καθιερώθηκαν επίσημη γλώσσα, τα Ελληνικά και τα Περσικά που μιλούσαν αντίστοιχα στην Συρία και το Ιράκ καταργήθηκαν. Οι συγκρούσεις του με τους Ελληνόφωνους χριστιανούς Μαρδαΐτες που κατοικούσαν στην Συρία και διεκδικούσαν την εξουσία του τον προκάλεσαν να διαμορφώσει έναν καθαρό Ισλαμικό χαρακτήρα. Στην εποχή του ιδρύθηκε στην Ιερουσαλήμ ο Θόλος του Βράχου το αρχαιότερο πιστοποιημένο Ισλαμικό δημιούργημα με επιγραφές από το Κοράνι και την διδασκαλία του Μωάμεθ. Τα θεμέλια που έβαλε τα παρέδωσε στον γιο και διάδοχο του Ουαλίντ Α΄, συνέχισε την πολιτική του πατέρα του, ανέβασε το Χαλιφάτο στο οικονομικό και εδαφικό Ζενίθ. Η συγκεντρωτική πολιτική του Άμπν αλ-Μαλίκ έγινε το πρότυπο όλων των μεταγενέστερων Ισλαμικών κρατών.

Το γενεαλογικό δέντρο των Ομεϋαδών

Ο Άμπντ αλ-Μαλί γεννήθηκε τον Ιούλιο/Αύγουστο 644 ή τον Ιούνιο/Ιούλιο 677 στην οικία του πατέρα του Μαρουάν ιμπν αλ-Χακά στην Μεδίνα που βρισκόταν στην Χετζάζ της δυτικής Αραβίας, η μητέρα του ονομαζόταν Αΐσα.[1][2][3][4] Οι γονείς του ανήκαν στους Καχτανίτες, ένας από τους ισχυρότερους κλάδους της Εθνικής Αραβικής δυναστείας των Κουραϊσιτών.[5] Ο προφήτης Μωάμεθ ανήκε και ο ίδιος στην οικογένεια αυτή αλλά συνάντησε σκληρή αντίσταση από τους Μπανού Καχτανίτες μέχρι την εποχή που ασπάστηκαν το Ισλάμ (630), έγιναν κατόπιν οι πρωταγωνιστές στην Μουσουλμανική πολιτική σκηνή.[6] Ο Άμπντ αλ-Μαλί ανήκε στην πρώτη γενιά των Αράβων που γεννήθηκαν ως Ισλαμιστές για αυτό η ανατροφή του έγινε στο πολιτιστικό κέντρο Μεδίνα με μεγάλη ευσέβεια και αυστηρότητα σύμφωνα με τις πηγές.[7][8] Το ενδιαφέρον του για το Ισλάμ ήταν έντονο, απομνημόνευσε και το Κοράνι.[9] Ο πατέρας του ήταν ιδιαίτερος γραμματέας του Ομεϋάδη Χαλίφη και πρώτου του ξαδέλφου Οθμάν ιμπν Αφφάν.[10] Η δολοφονία του Οθμάν από το εξαγριωμένο πλήθος της Μεδίνας (656) του προκάλεσε έντονη δυσπιστία για τον λαό της πόλης.[11] Σε έξι χρόνια ο Άμπντ αλ-Μαλίκ διακρίθηκε σε εκστρατεία εναντίον των Βυζαντινών ως μέλος των ναυτικών πληρωμάτων της Μεδίνας.[12][13] Ο Μωαβίας Α΄ ιδρυτής του Χαλιφάτου των Ομεϋάδων και δεύτερος ξάδελφος του πατέρα του τον διόρισε σε αυτή την θέση.[14] Με την επιστροφή του στην Μεδίνα υπηρέτησε τον πατέρα του που είχε ορκιστεί κυβερνήτης της πόλης ως "γραμματέας" του.[15][16] Οι δεσμοί του με τον Μωαβία Α΄ που κυβέρνησε το Χαλιφάτο με έδρα την Δαμασκό ήταν πολύ στενοί, το ίδιο και οι υπόλοιποι Ομεϋάδες της Χετζάζ.[17] Ο Μωαβίας Α΄ ανήκε στον κλάδο των Σουφυανιδών της Οικογένειας των Κουραϊσιτών ενώ ο ίδιος ο Άμπντ αλ-Μαλί στον κλάδο των Μπακού που ήταν αρχαιότερος. Την εποχή που ξέσπασε εξέγερση απέναντι στον γιο και διάδοχο του Μωαβία Α΄ Γιαζίντ Α΄ (683) οι Ομεϋάδες που ζούσαν στην Μεδίνα εκδιώχθηκαν από την πόλη, η επανάσταση έμεινε γνωστή ως "Δεύτερη Φίτνα".[18] Στον δρόμο του για την Δαμασκό συνάντησε τον Μουσλίμ ιμπν Ούκμπα που είχε αποστολή από τον Γιαζίντ για να καταπνίξει την εξέγερση, ενώθηκε μαζί του.[19] Ο στρατός νίκησε τον Αύγουστο του 683 τους αντάρτες στην "μάχη του Άλ-Χάρρα" αλλά αποσύρθηκε όταν έφτασαν τα νέα για τον θάνατο του Γιαζίντ Α΄.[20]

Ο θάνατος του Γιαζίντ Α΄ και ο πρόωρος θάνατος του γιου και διαδόχου του Μωαβία Β΄ προκάλεσαν μια μεγάλη περίοδο κρίσης την περίοδο 683-684 και ένα κενό ηγεσίας στην Δαμασκό με αποτέλεσμα την κατάρρευση της εξουσίας των Ομεϋάδων στο Χαλιφάτο.[21] Οι περισσότερες επαρχίες δήλωσαν την στήριξη τους στον υποψήφιο Χαλίφη Άμπντ Αλλάχ Ιμπν Αλ-Ζούμπαϊρ που ήταν ο μεγάλος αντίπαλος του βασικού κλάδου των Καχτανιτών Ομεϋάδων του Μπανού Καλμπ.[22] Οι περιοχές της κεντρικής Συρίας στις οποίες είχαν εγκατασταθεί Άραβες οι οποίοι είχαν αποκτήσει προνόμια από τον Μωαβία Α΄ συνέχισαν να υποστηρίζουν τους Μπανού Καλμπ.[23] Ο Μαρουάν και η οικογένεια του όπως και ο ίδιος ο Αμπντ αλ-Μάλικ δραπέτευσαν στην Συρία, εκεί συνάντησαν τον Αλάχ ιμπν Ζιγιάντ ο οποίος είχε εκδιωχθεί πρόσφατα από τον κυβερνήτη του στο Ιράκ. Ο Αλλάχ ιμπν Ζιγιάντ έπεισε τον Μαρουάν να θέσει ο ίδιος την υποψηφιότητα του στην Σούρα που θα ακολουθούσε στο παλάτι των Μπανού Καλμπ στην Ζαμπίγια.[24] Η φυλετική αριστοκρατία επέλεξε ως νέο Χαλίφη τον πατέρα του ως Μαρουάν Α΄, τον υποστήριξαν οι Καχτανίτες Ομεϋάδες του Μπανού Καλμπ που έγιναν κατόπιν γνωστοί ως Γιαμανί.[25] Η εξουσία τους επεκτάθηκε σε βάρος των Καϊσιτών τους οποίους είχε μεταφέρει ο Μωαβίας Α΄ στην Τζαζίρα αλλά κατόπιν αποστάτησαν στον Άμπντ Αλλάχ Ιμπν Αλ-Ζούμπαϊρ.[26] Οι Καϊσίτες γνώρισαν την συντριβή στην "μάχη του Μάρτζ Ραχίτ" (684) από τον Μαρουάν Α΄ και τους Γιαμανί από τον στρατό του, αυτό οδήγησε σε μια μακρόχρονη αιματοχυσία ανάμεσα στις δύο φυλές.[27] Ο συγγραφέας Αμπού Ταμάμ αναφέρει στα ποιήματα του ότι ο ίδιος δεν συμμετείχε στην μάχη για θρησκευτικούς λόγους.

Ο Άμπντ αλ-Μαλίκ ήταν στενός σύμβουλος του πατέρα, έγινε αναπληρωτής κυβερνήτης με έδρα την Δαμασκό την εποχή που ο Μαρουάν Α΄ προχώρησε σε εκστρατεία για να κατακτήσει την Αίγυπτο από τον Αλ-Ζούμπαϊρ (684).[28] Με την επιστροφή του ο πατέρας του συγκάλεσε Σούρα στην Κιρμπέτ Κεράκ με την οποία τον διόρισε κυβερνήτη της Παλαιστίνης και διάδοχο του στο Χαλιφάτο (685), ως δεύτερο διάδοχο όρισε τον μικρότερο αδελφό του Άμπντ Αλ-Αζίζ Ιμπν Μαρουάν.[29] Η ανακήρυξη αυτή ακύρωσε τις δεσμεύσεις του Μαρουάν Α΄ στην Σούρα της Ζαμπίγια σχετικά με τις οποίες θα τον διαδεχόταν ο μικρότερος γιος του Γιαζίντ Α΄ Καλίντ.[30] Ο Μαρουάν Α΄ εξασφάλισε κατόπιν τους όρκους πίστης απέναντι στον Άμπντ αλ-Μαλίκ από την αριστοκρατία των Γιαμανί.[31] Με τον θάνατο του Μαρουάν Α΄ τον Απρίλιο του 685 τον διαδέχθηκε ειρηνικά ο γιος του Άμπντ αλ-Μαλίκ χωρίς αντιδράσεις.[32][33] Την εποχή της ανόδου του Άμπντ αλ-Μαλίκ τις κρίσιμες θέσεις του Χαλιφάτου κατείχαν τα μέλη της οικογένειας του.[34] Ο αδελφός του Μωάμεθ κατηγορήθηκε για σκληρή καταστολή των Καϊσιτών ενώ ο αδελφός του Άμπντ αλ-Αζίζ διατήρησε την σταθερότητα στην Αίγυπτο μέχρι τον θάνατο του (705).[35][36] Τα πρώτα χρόνια ως Χαλίφης στηρίχτηκε στην Γιαμανί αριστοκρατία της Συρίας.[37]

Η μάχη του Χαζίρ και η απώλεια του Ιράκ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Αραβικό Χαλιφάτο την εποχή της "Δεύτερης Φίτνας"

Η κυριαρχία των Ομεϋαδών αποκαταστάθηκε στην Συρία και την Αίγυπτο, ο Άμπντ αλ-Μαλίκ γνώρισε ωστόσο αρκετές εσωτερικές ταραχές.[38] Οι περισσότερες επαρχίες του Χαλιφάτου εξακολουθούσαν να αναγνωρίζουν τον Άμπντ Αλλάχ Ιμπν Αλ-Ζούμπαϊρ και οι Καϊσίτες ξεκίνησαν νέα αντίσταση από το κάστρο τους στο Κιρκήσιον Μεσοποταμίας, βρισκόταν στα σύνορα της Συρίας με το Ιράκ.[39][40] Η αποκατάσταση της κυριαρχίας των Ομεϋαδών σε ολόκληρο το Χαλιφάτο ήταν η βασική προτεραιότητα του Άμπντ αλ-Μαλίκ.[41] Ο βασικός του στόχος ήταν η ανακατάκτηση του Ιράκ που αποτελούσε την βασική προτεραιότητα του Χαλιφάτου.[42] Το Ιράκ κατοικούσε ένας μεγάλος αριθμός Αραβικός φυλών από τις οποίες αντλούσε το Χαλιφάτο τον μεγαλύτερο αριθμό από τα στρατεύματα του.[43] Η αναζήτηση στρατευμάτων ήταν αναγκαία για τους Ομεϋάδες αφού ο Συριακός στρατός είχε καταντήσει ανίκανος χάρη στις εμφύλιες συγκρούσεις ανάμεσα στους Γιαμανί και τους Καϊσίτες. Οι 6.000 Γιαμανί στρατιώτες με τους οποίους ο πατέρας του αποκατέστησε την τάξη στην Συρία δεν μπορούσαν να κάνουν το ίδιο σε ολόκληρο το Χαλιφάτο.[44] O κυβερνήτης Ούμπαϊντ Αλάχ ιμπν Ζιγιάντ που υπηρέτησε πιστά τους Μαρουανίδες ξεκίνησε να στρατολογεί Αραβικές φυλές για να ενισχύσει τον στρατό του, ακόμα και Καϊσίτες.[45] Ο Ούμπαϊντ Αλάχ ιμπν Ζιγιάντ είχε ζητήσει από τον Μαρουάν Α΄ την ανακατάκτηση του Ιράκ.[46] Την ίδια εποχή το Ιράκ ήταν διχασμένο ανάμεσα στις δυνάμεις του Μουχτάρ Αλ-Τακάφι στην Κούφα και τις δυνάμεις του Μουσάμπ αδελφού του Άμπντ Αλλάχ Ιμπν Αλ-Ζούμπαϊρ στην Μπάσρα. Ο Ούμπαϊντ Αλάχ ιμπν Ζιγιάντ ξεκίνησε την εκστρατεία τον Αύγουστο του 686 με 60.000 άνδρες αλλά στην "μάχη του Χαζίρ" γνώρισε ολοκληρωτική συντριβή από τον πολύ μικρότερο στρατό του Μουσάμπ και σκοτώθηκε μαζί με τους περισσότερους οπλαρχηγούς του[47].[48] Η μεγάλη συντριβή και η απώλεια του Ζιγιάντ ανάγκασαν τον Άμπντ αλ-Μαλίκ να διακόψει τα επόμενα πέντε χρόνια όλες τις βλέψεις του για το Ιράκ. Ο Μουσάμπ στο διάστημα αυτό δολοφόνησε τον Μουχτάρ Αλ-Τακάφι και παρέμεινε ο ίδιος μοναδικός κυβερνήτης του Ιράκ.[49][50] Ο Άμπντ αλ-Μαλίκ έστρεψε το ενδιαφέρον του στην παγίωση της εξουσίας του στην Συρία.[51] Οι προσπάθειες που έκανε στο Ιράκ είχαν υπονομευτεί από τον εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στους Καϊσίτες και τους Γιαμανί, την ζημιά την έκανε ο Ουμέιρ ο οποίος στο μέσο της μάχης αποστάτησε στον στρατό του Μουσάμπ.[52] Ο αποστάτης Ουμέιρ προχώρησε σε εκστρατεία στην Αραβική χριστιανική φυλή της Τζαζίρα Ταγκλίμπ, το γεγονός επέφερε νέες φυλετικές διακρίσεις με αποτέλεσμα ο κλήρος της Ταγκλίμπ να υποστηρίξει τους Γιαμανί.[53] Οι Ταγκλίμπ δολοφόνησαν τον Ουμέιρ και παρέδωσαν το κεφάλι του στον Άμπντ αλ-Μαλίκ.[54]

Οι επιθέσεις από το Βυζάντιο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα σύνορα ανάμεσα στους Άραβες και την Βυζαντινή αυτοκρατορία από τον 7ο ως τον 10ο αιώνα όπου εμφανίζονται τα κάστρα

Μετά την αποτυχία της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες (678) η Βυζαντινή αυτοκρατορία ξεκίνησε τις επιδρομές στα βόρεια σύνορα της Συρίας.[55] Με την "Τριακονταετή Ειρήνη" που έκλεισε την επόμενη χρονιά (679) οι Ομεϋάδες ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν στην Κωνσταντινούπολη ετήσιο φόρο 3.000 χρυσά νομίσματα, 50 άλογα και 50 δούλους, σε αντάλλαγμα υποσχέθηκαν να αποσύρουν τα στρατεύματα τους από τις ακτές τους.[56] Με τον νέο Ισλαμικό εμφύλιο που ξέσπασε ο Κωνσταντίνος Δ΄ βρήκε την ευκαιρία να εκβιάσει τους Ομεϋάδες να πληρώσουν τεράστιο φόρο υποτέλειας. Ο Κωνσταντίνος Δ΄ ξεκίνησε με τον στρατό του για την Μοψουεστία της Κιλικίας (685), ο στόχος του ήταν να περάσει στα Συριακά σύνορα όπου ζούσαν οι Ελληνόφωνοι χριστιανοί Μαρδαΐτες που δημιουργούσαν τεράστια προβλήματα στους Άραβες. Ο Άμπντ αλ-Μαλίκ αναγκάστηκε να υπογράψει άλλη μια πολύ ταπεινωτική συνθήκη με την οποία θα πλήρωνε 1.000 χρυσά νομίσματα, ένα άλογο και έναν δούλο για κάθε μέρα του χρόνου.[57] Ο Άραβας ιστορικός Αχμάντ ιμπν Γιαχιά ιμπν Τζαμπίρ αλ-Μπαλαντούρι αναφέρει ότι o Βυζαντινός αυτοκράτορας χρησιμοποίησε τους Μαρδαΐτες για να δημιουργήσει προβλήματα στους Ομεϋάδες σε ολόκληρη την Συρία.[58] Οι επιθέσεις έφτασαν στο αποκορύφωμα τους με την προσωρινή ανακατάληψη της Αντιόχειας από τους Βυζαντινούς (688).[59]

Οι Ομεϋάδες συνέχισαν να υποχωρούν συνεχώς και έκλεισαν νέα ταπεινωτική Συνθήκη (689). Οι σκληροί όροι της παλιότερης Συνθήκης (685) επαναλήφθηκαν ξανά και επιπλέον όπως έγραψε ο Θεοφάνης Ομολογητής παρέδιδαν τον μισό φόρο υποτέλειας για την Κύπρο, την Αρμενία και το Βασίλειο της Ιβηρίας στον Καύκασο. Οι Βυζαντινοί σε αντάλλαγμα θα έπρεπε να αποσύρουν τους Μαρδαΐτες από την Συρία και να τους μεταφέρουν στην Βυζαντινή επικράτεια. Ο Μιχαήλ ο Σύριος αναφέρει επίσης ότι η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν θα έπρεπε να περάσουν στην Βυζαντινή επικράτεια, ο Άμπντ-αλ Μαλίκ πιθανότατα το επέτρεψε επειδή στις δύο χώρες ζούσαν οι εχθροί του οπαδοί του Ζούμπαϊρ. Η Συνθήκη με τον τρόπο αυτό ήταν ωφέλιμη και από τις δύο πλευρές αφού αποδυναμώθηκαν οι εχθροί του Άμπντ -αλ Μαλίκ και κέρδισε τον έλεγχο στα βόρεια σύνορα του, οι Βυζαντινοί εξακολουθούσαν να είναι οι μεγάλοι νικητές.[60] Οι 12.000 Μαρδαΐτες εγκαταστάθηκαν στην νότια Μικρά Ασία, τα Δωδεκάνησα και την Λακωνία, άλλοι ωστόσο παρέμειναν στην Συρία και απόγονοι τους πιθανότατα είναι οι Μαρωνίτες. Ο γιος και διάδοχος του Ουαλίντ Α΄ μπόρεσε να τους υποτάξει αλλά ήταν πάντοτε επικίνδυνοι και οι Ομεϋάδες θα έπρεπε να βρίσκονται σε επιφυλακή.[61] Η Βυζαντινή αντεπίθεση αποτελούσε μεγάλη πρόκληση απέναντι σε ένα κράτος που είχε ηττηθεί στις πρώτες εκστρατείες του Μωάμεθ.[62] Οι συνεχείς επιδρομές των Μαρδαϊτών και των απογόνων τους έπεισαν τον Άμπντ αλ Μαλίκ ότι δεν έπρεπε να παραμείνει ήπιος απέναντι τους άσχετα αν ήταν αδιάφοροι στον Ισλαμικό εμφύλιο.[63] Ο σύγχρονος ιστορικός Καλίντ Γιαχία Μπλάνκινσιπ θεωρεί την συνθήκη "σε ακραίο βαθμό ταπεινωτική για τους Ομεϋάδες", οι τεράστιοι φόροι του στερούσαν τα έσοδα για την πληρωμή του στρατού του που είχαν κερδίσει οι προκάτοχοι του Σουφυανίδες.[64]

Η επανάσταση και η τελική ήττα του Αλ-Ζούμπαϊρ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χρυσό Δηνάριο του Άμπντ αλ-Μαλίκ κομμένο στην Δαμασκό

Ο Άμπντ αλ-Μαλίκ ξεκίνησε εκστρατεία στο Ιράκ απέναντι στους εχθρούς του οπαδούς του Ζούμπαϊρ, αναγκάστηκε ωστόσο να επιστρέψει στην Δαμασκό όταν ο επαναστάτης συγγενής του Αμρ Ιμπν Σαΐντ Ιμπν Αλ-Ας κατέλαβε την πόλη.[65] Ο Αμρ Ιμπν Σαΐντ Ιμπν Αλ-Ας διακήρυττε ότι η άνοδος του Άμπντ αλ-Μαλίκ στην θέση του Χαλίφη παραβίαζε τις συνθήκες διαδοχής όπως είχαν τεθεί στην Σούρα της Ζαμπίγια.[66][67] Ο Αμρ Ιμπν Σαΐντ Ιμπν Αλ-Ας αναγκάστηκε να δηλώσει την υποταγή αλλά ο Άμπντ αλ-Μαλίκ ήταν δύσπιστος απέναντι του και τον εκτέλεσε.[68] Ο Ντοφάρ Ιμπν Αλ-Χαρίτ αλ-Κιλαμπί εξακολουθούσε να έχει υπό τον έλεγχο του το Κιρκήσιον, επιπλέον ήταν εμπόδιο στις φιλοδοξίες του Χαλίφη στο Ιράκ, με στόχο να εκδικηθεί τον φόνο του Ουμείρ προκάλεσε σοβαρές απώλειες στους οπαδούς του προφήτη στην Τζαζίρα.[69] Ο Άμπντ αλ-Μαλίκ αποφάσισε να πολιορκήσει ο ίδιος το Κιρκήσιον, οι αντίπαλοι του συμφώνησαν να παραδοθούν με αντάλλαγμα υψηλές θέσεις στον στρατό των Ομεϋάδων.[70][71][72] Η ενσωμάτωση των Καϊσιτών ενίσχυσε σημαντικά τον Συριακό στρατό και η εξουσία των Ομεϋάδων στην Τζαζίρα αποκαταστάθηκε.[73] Ο Άμπντ αλ-Μαλίκ και οι διάδοχοι του προσπάθησαν να φέρουν μια ισορροπία ανάμεσα στους Καϊσίτες και τους Γιαμανί στον στρατό των Ομεϋάδων, τα περασμένα 7 χρόνια οι Γιαμανί αποτελούσαν το μεγάλο μερίδιο του στρατού.[74] Χωρίς τις απειλές της Συρίας και της Τζαζίρα ο Άμπντ αλ-Μαλίκ επικεντρώθηκε στην ανακατάκτηση του Ιράκ.[75][76] Την εποχή που ο Μουσάμπ αδελφός του Αλ-Ζούμπαϊρ βρισκόταν αντιμέτωπος με Χαριζίτες επαναστάτες και δυσαρεστημένους Άραβες φυλάρχους ο Άμπντ αλ-Μαλίκ επιχείρησε να κερδίσει τους ίδιους δυσαρεστημένους ευγενείς.[77] Με τον τρόπο αυτό την άνοιξη του 691 ο Άμπντ αλ-Μαλίκ που οδήγησε τον στρατό του στο Ιράκ ολοκλήρωσε την ανακατάληψη.[78] Η διοίκηση του στρατού ανήκε σε μέλη της οικογένειας του, ο αδελφός του Μωάμεθ ήταν επικεφαλής της εμπροσθοφυλακής και οι γιοι του Γιαζίντ Α΄ Καλίντ και Άμπντ Αλλάχ διοικούσαν αντίστοιχα την δεξιά και την αριστερή πτέρυγα.[79] Πολλοί Σύριοι ευγενείς κρατούσαν επιφυλάξεις για την εκστρατεία και ζητούσαν από τον Άμπντ αλ-Μαλίκ να μην συμμετέχει αυτοπροσώπως.[80] Ο Χαλίφης μπήκε ωστόσο ο ίδιος μπροστά στον στρατό και στρατοπέδευσε μπροστά στις δυνάμεις του Μουσάμπ στο Μασκίν. Στην "μάχη του Μασκίν" που ακολούθησε πολλοί δυσαρεστημένοι αντάρτες του Μουσάμπ αρνήθηκαν να πολεμήσουν αγανακτισμένοι από την συμπεριφορά του.[81][82][83] Ο Άμπντ αλ-Μαλίκ τον κάλεσε να παραδοθεί, σε αντάλλαγμα θα του έδινε την κυβέρνηση του Ιράκ ή όποιας άλλης επαρχίας προτιμούσε, ο Μουσάμπ αρνήθηκε και έπεσε στην μάχη.[84]

Μετά την νίκη του ο Άμπντ αλ-Μαλίκ έλαβε την πίστη των ευγενών της Κούφα και διόρισε κυβερνήτες στις ανατολικές επαρχίες του Χαλιφάτου.[85] Στην συνέχεια έστειλε ένα απόσπασμα 2.000 Συρίων με εντολή να υποτάξει στην Χετζάζ τον Άμπντ Αλλάχ Ιμπν Αλ-Ζούμπαϊρ.[86][87] Ο διοικητής της αποστολής Αλ-Χατζάζ Ιμπν Γιουσούφ έγινε ένας από τους αποτελεσματικότερους οπαδούς του Χαλίφη.[88] Ο Αλ-Χατζάζ στρατοπέδευσε για μερικούς μήνες στην Ταΐφ ανατολικά της Μέκκας και προχώρησε σε πολλές αψιμαχίες στην πεδιάδα του Αραφάτ με τους Ζουμπαϊρίστες.[89] Ο Άμπντ αλ-Μαλίκ του έστειλε τον Ταρίκ Ιμπν Αμρ ο οποίος είχε κατακτήσει μόλις την Μεδίνα από τον Ζουμπαϊρίστα κυβερνήτη της.[90] Τον Μάρτιο του 692 ο Αλ-Χατζάζ Ιμπν Γιουσούφ πολιόρκησε στην Μέκκα τον Άμπντ Αλλάχ Ιμπν Αλ-Ζούμπαϊρ και βομβάρδισε την Κάαμπα, το ιερότερο τέμενος του Ισλάμ με καταπέλτες.[91][92] Οι 10.000 Ζουμπαϊρίστες ανάμεσα τους και οι γιοι του Αλ-Ζούμπαϊρ παραδόθηκαν και πήραν χάρη, ο ίδιος με έναν πυρήνα φανατικών οπαδών του συνέχισαν την αντίσταση στην Κάαμπα και σκοτώθηκαν το φθινόπωρο.[93][94] Ο θάνατος του Άμπντ Αλλάχ Ιμπν Αλ-Ζούμπαϊρ σήμανε το τέλος του εμφυλίου στο Χαλιφάτο και την ένωση του υπό τον Άμπντ αλ-Μαλίκ.[95][96][97] Μετά την νίκη του ο Άμπντ αλ-Μαλίκ προσπάθησε να συμφιλιώσει τις άρχουσες τάξεις της Χετζάζ ανάμεσα τους και τους Ζουμπαϊρίστες με τους Ομεϋάδες αντιπάλους τους. Βασίστηκε στην Μπανού Μαχζούμ μια φυλή των Κουραϊσιτών σαν μεσολαβητές, αντικατέστησε με αυτή τους Ομεϋάδες που είχαν εξοριστεί από την περιοχή (683).[98] Ο Άμπν αλ-Μαλίκ παρέμεινε ωστόσο επιφυλακτικός απέναντι στην άρχουσα τάξη της Χετζάζ, τις επέβλεπε συνεχώς με τους κυβερνήτες που διόριζε στην Μεδίνα.[99] Ο πρώτος από αυτούς ήταν ο ίδιος ο Αλ-Χατζάζ Ιμπν Γιουσούφ, κυβερνήτης της Υεμένης και της Γιαμάνα.[100] Η ειρήνη στην Χετζάζ διατηρήθηκε αλλά η μεγάλη σκληρότητα που έδειξε ο Αλ-Χατζάζ στους κατοίκους ανάγκασαν τον Άμπντ - αλ Μαλίκ να τον αντικαταστήσει με τον πεθερό του Χισάμ ιμπν Ισμαήλ. Την περίοδο της θητείας του (701-706) ο Χισάμ ιμπν Ισμαήλ έμεινε πασίγνωστος για την μεγάλη βιαιότητα που έδειξε στους κατοίκους της Μεδίνας.[101]

Η οριστική ενσωμάτωση του Ιράκ στο Χαλιφάτο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Θόλος του Βράχου που ανήγειρε ο Άμπντ αλ-Μαλίκ

Η διακυβέρνηση και ο έλεγχος του Ιράκ, μια εξαιρετικά διαταραγμένη περιοχή από την εποχή της Μουσουλμανικής κατάκτησης (630) εξακολουθούσε να αποτελεί σημαντική πρόκληση για τον Άμπντ αλ-Μαλίκ.[102] Είχε αποσύρει τον Συριακό στρατό και εμπιστεύτηκε στους ίδιους τους Ιρακινούς την υπεράσπιση της Μπάσρα από την απειλή των Χαριζιτών.[103][104] Οι περισσότεροι Ιρακινοί όπως περιγράφει ο Γκιμπ "είχαν κουραστεί από την σύγκρουση" με τους Χαριζίτες, η οποία τους "έφερε μονάχα κακουχίες και απώλειες".[105] Οι κάτοικοι της Κούφα είχαν συνηθίσει από τον πλούτο και την άνεση και στάθηκαν απρόθυμοι να αναλάβουν στρατιωτικές εκστρατείες μακριά από τις οικογένειες τους, το γεγονός αυτό αντιμετώπισαν με επιτυχία οι προηγούμενοι ηγέτες του Ιράκ.[106][107] Ο Χαλίφης διόρισε αρχικά κυβερνήτη της Κούφα τον αδελφό του Μπισρ ιμπν Μαρουάν.[108] Κανένας κυβερνήτης του Ιράκ δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, οι Ιρακινοί ωστόσο νίκησαν στην Γιαμάνα τους Νατζντιγιά Χαριζίτες (692-693).[109][110] Οι Αζαρίκα Χαριζίτες στην Περσία δεν περιορίστηκαν και με τον θάνατο του Μπισρ (694) τα Ιρακινά στρατεύματα αποχώρησαν.[111] Οι προσπάθειες του Άμπντ αλ-Μαλίκ να εγκαταστήσει οικογενειακή διακυβέρνηση στο Ιράκ απέτυχαν, με τον θάνατο του Μπισρ (694) επανέφερε τον Αλ-Χατζάζ Ιμπν Γιουσούφ. Ο Αλ-Χατζάζ που από την αρχή έδειξε αποφασισμένος να κυβερνήσει δυναμικά ένωσε αμέσως την Κούφα και την Μπάσρα σε μια επαρχία. Ο επόμενος στόχος του ήταν να αντιμετωπίσει τους Αζαρίκα Χαριζίτες, για αυτό επέλεξε τον Αλ-Μουχαλάμπ έναν από τους Ζουμπαϊρίστες που είχε μεγάλη εμπειρία στις συγκρούσεις απέναντι σε Χαριζίτες αντάρτες, τελικά τους νίκησε (697).[112] Στην καρδιά του Ιράκ ξέσπασε κατόπιν μια νέα εξέγερση υπό την ηγεσία του Σαμπίμπ, οι αντάρτες κατέκτησαν το Αλ-Μαντα΄ίν και πολιόρκησαν την Κούφα.[113] Ο Αλ-Χατζάζ δήλωσε αδυναμία επειδή οι κουρασμένοι Ιρακινοί στάθηκαν απρόθυμοι να αντιμετωπίσουν τους Χαζαρίτες, έκανε έκκληση στον Άμπντ αλ-Μαλίκ ο οποίος του έστειλε νέες ενισχύσεις υπό την ηγεσία του Σουφυάν.[114][115] Ο στρατός του Σουφυάν υπέταξαν τελικά τους αντάρτες της Κούφα και εκτέλεσε στις αρχές του 697 τον Σαμπίμπ.[116][117] Οι εξεγέρσεις των Χαριζιτών είχαν τερματίσει μέχρι το 698.[118] Ο Άμπντ αλ-Μαλίκ ένωσε το Σιστάν και το Χουρασάν σε μια υπερεπαρχεία που περιείχε σχεδόν το ανατολικό μισό Χαλιφάτο, την παρέδωσε στον Αλ-Χατζάζ.[119] Ο Αλ-Χατζάζ διόρισε κυβερνήτη του Χουρασάν τον Αλ-Μουχαλάμπ, την θέση κράτησε μέχρι τον θάνατο του (702), την κληροδότησε στον γιο του Γιαζίντ.[120][121]

Στην διάρκεια της θητείας του ο Αλ-Μουχαλάμπ ξεκίνησε νέες κατακτήσεις στην κεντρική Ασία, ήταν ωστόσο ελάχιστες την εποχή που ήταν Χαλίφης ο Άμπντ αλ-Μαλίκ.[122] Ο Αλ-Χατζάζ απείλησε με θάνατο όποιον Ιρανό αρνήθηκε την πολεμική του συμμετοχή εναντίον των Χαριζιτών.[123] Στην προσπάθεια του να μειώσει τις οικονομικές δαπάνες ο Αλ-Χατζάζ μείωσε τον μισθό των στρατιωτών του σε σχέση με τους αντίστοιχους της Συρίας.[124] Τα μέτρα αυτά σύμφωνα με τον Χιου Κέννεντι εξόργισαν τους Ιρακινούς και τους οδήγησαν σε εξέγερση.[125] Οι συγκρούσεις έφτασαν στο κατακόρυφο όταν ο Αλ-Χατζάζ έστειλε τον Ίμπν αλ-Ασάθ σε μια εκστρατεία εναντίον του Ζαμπουλιστάν.[126][127] Οι Ιρακινοί ήταν αρκετά πλούσιοι και βολεμένοι, για αυτό τον χρόνο στάθηκαν πολλές φορές απρόθυμοι στις στρατιωτικές απαιτήσεις του Αλ-Χατζάζ.[128] Ο Ίμπν αλ-Ασάθ και ο στρατός του επαναστάτησαν στο Σιστάν, νίκησαν τον στρατό του Αλ-Χατζάζ και εισήλθε αμέσως μετά στην Κούφα.[129] Ο Αλ-Χατζάζ με τους πιστούς οπαδούς του μπόρεσαν να διατηρήσουν την Μπάσρα στην οποία οχυρώθηκαν αλλά ήταν αδύναμοι να αντιμετωπίσουν τις ισχυρότερες δυνάμεις του Ίμπν αλ-Ασάθ.[130] Ο Άμπντ αλ-Μαλίκ ανησύχησε για τα γεγονότα, έκανε αύξηση μισθού στους Ιρακινούς και αντικατέστησε τον Αλ-Χατζάζ με τον Ίμπν αλ-Ασάθ.[131] Ο Ίμπν αλ-Ασάθ και οι οπαδοί του αρνήθηκαν την προσφορά, ο Αλ-Χατζάζ ανέλαβε με τον στρατό του πρωτοβουλίες και συνέτριψε τις δυνάμεις του Ίμπν αλ-Ασάθ τον Απρίλιο του 701.[132][133] Πολλοί Ιρακινοί που είχαν αποστατήσει όπως και ο ίδιος ο Ίμπν αλ-Ασάθ δραπέτευσαν στο Ζαμπουλιστάν όπου και διασκορπίστηκαν (702).[134] Η καταστολή της εξέγερσης σηματοδότησε την λήξη της στρατιωτικής εξέγερσης στο Ιράκ το οποίο εισήλθε σε Συριακή κατοχή.[135][136] Οι εσωτερικές ταραχές στο Ιράκ και η χρήση από τον Άμπντ αλ-Μαλίκ και Αλ-Χατζάζ των Συριακών δυνάμεων για την καταστολή τους ακύρωσαν τις προσπάθειες των Ιρακινών να επαναφέρουν τις εξουσίες τους στην επαρχία.[137] Ο Αλ-Χατζάζ ήταν αποφασισμένος να αποτρέψει νέες εξεγέρσεις για αυτό ίδρυσε μια νέα φρουρά ανάμεσα στην Κούφα και την Μπάσρα με εξαιρετικά πειθαρχημένη διοίκηση.[138][139] Η εξουσία περιήλθε κατόπιν στα Συριακά στρατεύματα που έγιναν η άρχουσα τάξη του Ιράκ, οι υπόλοιποι Άραβες ευγενείς και λόγιοι ήταν απλά οι υποτελείς τους.[140] Οι αυξημένοι φόροι από τις πλούσιες σε γεωργία περιοχές ανέβασαν σημαντικά το θησαυροφυλάκιο του Άμπντ αλ-Μαλίκ που μπορούσε να πληρώσει τα Συριακά στρατεύματα της επαρχίας.[141][142] Το γεγονός αυτό αντανακλούσε τις προθέσεις του Χαλίφη για ευρύτερο έλεγχο σε ολόκληρο το Χαλιφάτο του.[143]

Οι κατακτήσεις από τους Βυζαντινούς

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η επέκταση του Αραβικού Χαλιφάτου υπό τον Άμπντ -αλ Μαλίκ και τους διαδόχους του

Ο πόλεμος ξέσπασε ξανά με την Βυζαντινή αυτοκρατορία μετά τις νίκες του Άμπντ αλ-Μαλίκ απέναντι στον Ιμπν Αλ-Ζούμπαϊρ (692) παρά την δεκαετή ανακωχή.[144] Την απόφαση για την έναρξη των εχθροπραξιών ξεκίνησε ο ίδιος ο Ιουστινιανός Β΄ με πρόφαση το γεγονός ότι ο Χαλίφης αποφάσισε να του δώσει τον φόρο σε Αραβικό αντί για Βυζαντινό νόμισμα.[145][146] Το γεγονός αυτό κατέγραψε ο Θεοφάνης ο Ομολογητής αλλά οι σύγχρονοι ιστορικοί αμφισβητούν την εγκυρότητα του.[147] Ο πραγματικός λόγος σύμφωνα με τους μετέπειτα Άραβες ιστορικούς ήταν η απόφαση του Ιουστινιανού Β΄ να καταλάβει εξ΄ολοκλήρου την Κύπρο και να μεταφέρει τους κατοίκους της στην Κύζικο της βορειοδυτικής Ανατολίας αντίθετα με την μεταξύ τους Συνθήκη.[148][149] Παρά το ότι η Συνθήκη των Αράβων με τους Βυζαντινούς ευνοούσε σε ακραίο βαθμό τους τελευταίους η απόφαση του Ιουστινιανού Β΄ να την παραβιάσει θεωρείται παράλογη και εξωφρενική. Ο ιστορικός Ραλφ-Γιοχάνες Λίλιε αποδίδει την παράβαση στους φόβους του Ιουστινιανού ότι μετά την πλήρη εσωτερική κυριαρχία του Άμπντ αλ-Μαλίκ με την εξόντωση του Ιμπν Αλ-Ζούμπαϊρ θα προετοιμαστεί για εκστρατεία στην αυτοκρατορία του.[150] Ο Ιουστινιανός Β΄ έπεσε θύμα της υπεροψίας του και οι Ομεϋάδες τον συνέτριψαν στην Μάχη της Σεβαστουπόλεως (692), οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν ξανά στην νέα αντεπίθεση που έκαναν την επόμενη χρονιά προς την Αντιόχεια.[151][152] Τα επόμενα χρόνια οι Ομεϋάδες ξεκίνησαν σκληρές επιδρομές στην Ανατολία και την Αρμενία υπό την ηγεσία του αδελφού του Χαλίφη Μωάμεθ και των γιων του Αλ-Ουαλίντ, Άμπν-Αλλάχ και Μασλαμά ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ. Οι κατακτήσεις τους ήταν εκτεταμένες, το αποκορύφωμα των επιθέσεων τους ήταν η Δεύτερη Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (717-718).[153][154] Οι ήττες αυτές οδήγησαν στην πτώση και την δολοφονία του Ιουστινιανού Β΄ του τελευταίου αυτοκράτορα της δυναστείας του Ηρακλείου, ακολούθησε χάος 22 ετών στο οποίο ο Βυζαντινός θρόνος άλλαζε συνεχώς βοηθώντας την Αραβική επέλαση.[155][156] Ο αυτοκράτορας Τιβέριος Γ΄ με καταγωγή από τους Μαρδαΐτες υπέγραψε Συνθήκη με τον Χαλίφη σύμφωνα με την οποία οι Κύπριοι που εκδιώχθηκαν από τον Ιουστινιανό Β΄ επέστρεφαν στο νησί τους, το ίδιο και οι Κύπριοι που μεταφέρθηκαν από τους Άραβες στην Συρία.[157][158] Ο Μωάμεθ αδελφός του Άμπντ - αλ Μαλίκ υπέταξε την Αρμενία (700), οι Αρμένιοι επαναστάτησαν με Βυζαντινή υποκίνηση (703) αλλά ο Μωάμεθ κατέστειλε την εξέγερση και εκτέλεσε τους υποκινητές της (705). Η Αρμενία προσαρτήθηκε στο Χαλιφάτο των Ομεϋάδων μαζί με την Αλβανία του Καυκάσου και το Βασίλειο της Ιβηρίας, τις ένωσαν στην Αραβική "Επαρχεία της Αρμενίγια".[159][160][161]

Οι Βέρβεροι στο μεταξύ σε συμμαχία με τους Βυζαντινούς ανακατέλαβαν την Ιφρικίγια και θανάτωσαν στην μάχη της Μπίσκρα (682) τον κυβερνήτη της Ούκμπα ιμπν Ναφί.[162] Ο Άμπντ αλ-Μαλίκ ανέθεσε στον υποδιοικητή του Ούκμπα Ζούμπαϊρ να αποκαταστήσει την Αραβική κυριαρχία (688), στην "μάχη του Μάμμα" νίκησε τους Βέρβερους και δολοφόνησε τον αρχηγό τους Καζίλα, επέστρεψε κατόπιν στην Κυρηναϊκή.[163] Ο Άμπντ αλ-Μαλίκ έστειλε (695) τον Χασσάν Ιμπν Αλ-Νουμάν με 40.000 στρατό με εντολή να ανακτήσει την Ιφρικίγια.[164][165] O Χασσάν Ιμπν Αλ-Νουμάν κατέλαβε την Καϊρουάν, την Καρχηδόνα και την Μπιζέρτα αλλά οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν την Καρχηδόνα με την ναυτική ενίσχυση που έστειλε ο αυτοκράτορας Λεόντιος (696-697).[166] Την επόμενη χρονιά (698) η Καρχηδόνα κατακτήθηκε και καταστράφηκε οριστικά από τον Χασσάν σηματοδοτώντας σύμφωνα με τον Κέννεντι "το οριστικό τέλος της Βυζαντινής κυριαρχίας στην Αφρική".[167] Το Καϊρουάν έγινε η βάση για τις μετέπειτα ευρύτατες Αραβικές κατακτήσεις στην Αφρική και στην Ευρώπη, η Τύνιδα ιδρύθηκε την ίδια εποχή με στόχο να μετατραπεί σε οπλοστάσιο του πανίσχυρου Αραβικού στόλου.[168][169] Ο Χασσάν μετά τις μεγάλες του επιτυχίες αντικαταστάθηκε από τον Μουσά ιμπν Νουσαίρ ο οποίος θα συνεχίσει τις ευρύτατες κατακτήσεις των Ομεϋάδων την εποχή του διαδόχου Αλ-Ουαλίντ.[170]

Τα τελευταία χρόνια του Άμπντ αλ-Μαλίκ χαρακτηρίστηκαν σύμφωνα με τις πηγές από ευημερία και από τις προσπάθειες παγίωσης της εξουσίας του.[171] Οι αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα στους Καϊσίτες και τους Γιαμανί συνεχίστηκαν παρά το γεγονός ότι συμφιλιώθηκε ο ίδιος με τους Καϊσίτες (691), ελαττώθηκαν ωστόσο σημαντικά στα τέλη της βασιλείας του.[172] Ο Ντίξον πιστώνει την επιτυχία του Άμπντ αλ-Μαλίκ στο γεγονός ότι "αξιοποίησε τα φυλετικά αισθήματα σύμφωνα με το συμφέρον του αποφεύγοντας ταυτόχρονα κάθε βιαιότητα".[173] Το τελευταίο ζήτημα που έπρεπε να ρυθμίσει ο Άμπντ αλ-Μαλίκ ήταν η διαδοχή του μεγαλύτερου γιου του Αλ-Ουαλίντ στην θέση του Άμπντ αλ-Αζίζ που είχε οριστεί ως διάδοχος.[174] Ο Άμπντ αλ-Αζίζ αντέδρασε έντονα στην απόφαση του πατέρα του, η σύγκρουση δεν κατέληξε σε εμφύλιο χάρη στον πρόωρο θάνατο του Άμπντ αλ-Αζίζ τον Μάιο του 705, αντικαταστάθηκε ως κυβερνήτης της Αιγύπτου από τον αδελφό του Άμπντ Αλλάχ.[175][176] Ο Άμπντ αλ-Μαλίκ πέθανε και ο ίδιος 5 μήνες αργότερα από επιδημία, την "νόσο των κορασίδων" που προήλθε από νεαρές γυναίκες και μάστιζε την ίδια εποχή την Συρία και το Ιράκ.[177] Η ταφή του έγινε έξω από την πύλη Μπαμπ αλ-Ζαμπίγια της Δαμασκού.[178]

  1. Kennedy 2016, σ. 80
  2. Dixon 1971, σ. 15
  3. Gibb 1960, σ. 76
  4. Ahmed 2010, σ. 111
  5. Della Vida 2000, σ. 838
  6. Donner 1981, σσ. 77–78
  7. Kennedy 2016, σ. 80
  8. Dixon 1971, σ. 20
  9. Wellhausen 1927, σ. 215
  10. Kennedy 2016, σ. 80
  11. Dixon 1971, σ. 16
  12. Dixon 1971, σ. 17
  13. Jankowiak 2013, σ. 264
  14. Gibb 1960, σ. 76
  15. Kennedy 2016, σ. 80
  16. Dixon 1971, σ. 17
  17. Kennedy 2016, σ. 80
  18. Gibb 1960, σ. 76
  19. Gibb 1960, σ. 76
  20. Gibb 1960, σ. 76
  21. Kennedy 2016, σσ. 78–79
  22. Hawting 2000, σ. 48
  23. Kennedy 2016, σσ. 78–79
  24. Kennedy 2016, σ. 79
  25. Kennedy 2016, σ. 79
  26. Kennedy 2016, σ. 79
  27. Kennedy 2016, σ. 79
  28. Dixon 1971, σ. 18
  29. Hawting 2000, σ. 59
  30. Hawting 2000, σ. 59
  31. Hawting 2000, σ. 59
  32. Kennedy 2016, σ. 80
  33. Dixon 1971, σ. 20
  34. Kennedy 2016, σ. 80
  35. Kennedy 2016, σ. 80
  36. Wellhausen 1927, σ. 222
  37. Kennedy 2001, σ. 35
  38. Kennedy 2016, σ. 80
  39. Hoyland 2007, σσ. 593–596
  40. Kennedy 2016, σ. 81
  41. Kennedy 2016, σ. 81
  42. Kennedy 2001, σ. 35
  43. Kennedy 2016, σσ. 80–81
  44. Kennedy 2001, σ. 32
  45. Kennedy 2001, σ. 32
  46. Kennedy 2001, σ. 35
  47. Gibb 1960, σ. 76
  48. Kennedy 2016, σ. 81
  49. Gibb 1960, σ. 76
  50. Kennedy 2016, σ. 81
  51. Kennedy 2016, σ. 81
  52. Kennedy 2001, σ. 35
  53. Kennedy 2001, σ. 33
  54. Wellhausen 1927, σ. 204
  55. Blankinship 1994, σ. 28
  56. Lilie 1976, σσ. 81–82
  57. Lilie 1976, σσ. 101–102
  58. Eger 2015, σ. 296
  59. Lilie 1976, σσ. 102–103
  60. Lilie 1976, σσ. 103–106, 109
  61. Lilie 1976, σσ. 106–107
  62. Blankinship 1994, σ. 28
  63. Blankinship 1994, σ. 28
  64. Blankinship 1994, σσ. 27–28
  65. Dixon 1971, σ. 125
  66. Gibb 1960, σ. 76
  67. Dixon 1971, σ. 125
  68. Gibb 1960, σ. 76
  69. Dixon 1971, σσ. 92–93, 102
  70. Gibb 1960, σ. 76
  71. Kennedy 2016, σ. 84
  72. Dixon 1971, σ. 93
  73. Gibb 1960, σ. 76
  74. Kennedy 2016, σ. 87
  75. Gibb 1960, σ. 76
  76. Kennedy 2016, σ. 84
  77. Kennedy 2001, σ. 33
  78. Kennedy 2001, σ. 33
  79. Kennedy 2001, σ. 33
  80. Kennedy 2001, σ. 33
  81. Kennedy 2016, σ. 84
  82. Fishbein 1990, σ. 181
  83. Wellhausen 1927, σσ. 195–196
  84. Dixon 1971, σσ. 133–134
  85. Wellhausen 1927, σ. 197
  86. Dietrich 1971, σ. 40
  87. Wellhausen 1927, σσ. 197–198
  88. Kennedy 2016, σ. 87
  89. Wellhausen 1927, σ. 198
  90. Wellhausen 1927, σ. 198
  91. Dietrich 1971, σ. 40
  92. Wellhausen 1927, σ. 199
  93. Dietrich 1971, σ. 40
  94. Wellhausen 1927, σ. 199
  95. Dietrich 1971, σ. 40
  96. Wellhausen 1927, σ. 200
  97. Dixon 1971, σ. 140
  98. Ahmed 2010, σ. 152
  99. Ahmed 2010, σ. 152
  100. Dietrich 1971, σ. 40
  101. Wellhausen 1927, σ. 215
  102. Kennedy 2016, σ. 87
  103. Kennedy 2001, σ. 33
  104. Lilie 1976, σσ. 81–82
  105. Gibb 1960, σ. 76
  106. Hawting 2000, σ. 58
  107. Wellhausen 1927, σ. 229
  108. Wellhausen 1927, σ. 222
  109. Wellhausen 1927, σ. 227
  110. Gibb 1960, σ. 77
  111. Gibb 1960, σ. 77
  112. Kennedy 2016, σ. 87
  113. Gibb 1960, σ. 77
  114. Kennedy 2001, σ. 33
  115. Gibb 1960, σ. 77
  116. Gibb 1960, σ. 77
  117. Kennedy 2016, σσ. 33-34
  118. Wellhausen 1927, σ. 231
  119. Kennedy 2016, σ. 87
  120. Wellhausen 1927, σ. 231
  121. Kennedy 2016, σ. 89
  122. Gibb 1960, σ. 77
  123. Kennedy 2016, σ. 87
  124. Kennedy 2016, σ. 87
  125. Kennedy 2016, σ. 87
  126. Wellhausen 1927, σ. 231
  127. Kennedy 2016, σ. 88
  128. Kennedy 2016, σ. 88
  129. Kennedy 2016, σ. 88
  130. Kennedy 2016, σ. 88
  131. Kennedy 2016, σ. 88
  132. Kennedy 2016, σ. 88
  133. Kennedy 2001, σ. 34
  134. Kennedy 2016, σ. 88
  135. Gibb 1960, σ. 77
  136. Kennedy 2001, σ. 34
  137. Kennedy 2016, σ. 88
  138. Kennedy 2016, σ. 88
  139. Kennedy 2001, σ. 34
  140. Kennedy 2016, σ. 88
  141. Kennedy 2001, σ. 34
  142. Kennedy 2016, σ. 85
  143. Kennedy 2016, σ. 85
  144. Gibb 1960, σ. 77
  145. Gibb 1960, σ. 77
  146. Mango & Scott 1997, σ. 509
  147. Mango & Scott 1997, σ. 510
  148. Mango & Scott 1997, σ. 510
  149. Ditten 1993, σσ. 308–314
  150. Lilie 1976, σσ. 107–110
  151. Gibb 1960, σ. 77
  152. Lilie 1976, σσ. 110–112
  153. Gibb 1960, σ. 77
  154. Lilie 1976, σσ. 112–116
  155. Blankinship 1994, σ. 31
  156. Lilie 1976, σ. 140
  157. https://www.degruyter.com/database/PMBZ/entry/PMBZ11095/html
  158. Blankinship 1994, σ. 107
  159. Blankinship 1994, σ. 107
  160. Ter-Ghewondyan 1976, σσ. 20–21
  161. Lilie 1976, σσ. 113–115
  162. Kaegi 2010, σσ. 13–14
  163. Kaegi 2010, σ. 14
  164. Kaegi 2010, σ. 14
  165. Talbi 1971, σ. 271
  166. Kaegi 2010, σ. 14
  167. Kennedy 2007, σ. 217
  168. Gibb 1960, σ. 77
  169. Talbi 1971, σ. 271
  170. Lévi-Provençal 1993, σ. 643
  171. Gibb 1960, σ. 77
  172. Dixon 1971, σ. 120
  173. Dixon 1971, σ. 120
  174. Gibb 1960, σ. 77
  175. Gibb 1960, σ. 77
  176. Becker 1960, σ. 42
  177. Conrad 1981, σ. 55
  178. Hinds 1990, σσ. 125–126
  • Ahmed, Asad Q. (2010). The Religious Elite of the Early Islamic Ḥijāz: Five Prosopographical Case Studies. Oxford: University of Oxford Linacre College Unit for Prosopographical Research.
  • Anjum, Ovamir (2012). Politics, Law, and Community in Islamic Thought: The Taymiyyan Moment. New York: Cambridge University Press.
  • Athamina, Khalil (1998). "Non-Arab Regiments and Private Militias during the Umayyād Period". Arabica. 45 (3). Brill: 347–378.
  • Bacharach, Jere L. (1996). "Marwanid Umayyad Building Activities: Speculations on Patronage". Muqarnas Online. 13. Brill: 27–44.
  • Bacharach, Jere L. (2010). "Signs of Sovereignty: The "Shahāda", the Qurʾanic Verses, and the Coinage of ʿAbd al-Malik". Muqarnas Online. 27. Brill: 1–30.
  • Becker, C. H. (1960). "ʿAbd Allāh b. ʿAbd al-Malik". In Gibb, H. A. R.; Kramers, J. H.; Lévi-Provençal, E.; Schacht, J.; Lewis, B. & Pellat, Ch. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume I: A–B. Leiden: E. J. Brill. σ. 42.
  • Biesterfeldt, Hinrich; Günther, Sebastian (2018). The Works of Ibn Wāḍiḥ al-Yaʿqūbī (Volume 3): An English Translation. Leiden: Brill.
  • Blankinship, Khalid Yahya, ed. (1989). The History of al-Ṭabarī, Volume XXV: The End of Expansion: The Caliphate of Hishām, A.D. 724–738/A.H. 105–120. SUNY Series in Near Eastern Studies. Albany, New York: State University of New York Press.
  • Blankinship, Khalid Yahya (1994). The End of the Jihâd State: The Reign of Hishām ibn ʻAbd al-Malik and the Collapse of the Umayyads. Albany, New York: State University of New York Press.
  • Bosworth, C.E. (1991). "Marwān I b. al-Ḥakam". In Bosworth, C. E.; van Donzel, E. & Pellat, Ch. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume VI: Mahk–Mid. Leiden: E. J. Brill. σσ. 621–623.
  • Chowdhry, Shiv Rai (1972). Al-Ḥajjāj ibn Yūsuf (An Examination of His Works and Personality) (Thesis). University of Delhi.
  • Conrad, Lawrence I. (1981). "Arabic Plague Chronologies and Treatises: Social and Historical Factors in the Formation of a Literary Genre". Studia Islamica. 54 (54): 51–93.
  • Crone, Patricia (1980). Slaves on Horses: The Evolution of the Islamic Polity. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Crone, Patricia; Hinds, Martin (1986). God's Caliph: Religious Authority in the First Centuries of Islam. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Crone, Patricia (1994). "Were the Qays and Yemen of the Umayyad Period Political Parties?". Der Islam. 71 (1). Walter de Gruyter and Co.: 1–57.
  • Cytryn-Silverman, Katia (2007). "The Fifth Mīl from Jerusalem: Another Umayyad Milestone from Southern Bilād al-Shām". Bulletin of the School of Oriental and African Studies. 70 (3). Cambridge University Press: 603–610.
  • Darley, Rebecca; Canepa, Matthew (2018). "coinage, Persian". In Nicholson, Oliver (ed.). The Oxford Dictionary of Late Antiquity. Oxford: Oxford University Press.
  • Della Vida, Giorgio Levi (2000). "Umayya b. ʿAbd Shams". In Bearman, P. J.; Bianquis, Th.; Bosworth, C. E.; van Donzel, E. & Heinrichs, W. P. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume X: T–U. Leiden: E. J. Brill. σσ. 837–838.
  • Dietrich, Albert (1971). "Al-Ḥadjdjādj b. Yūsuf". In Lewis, B.; Ménage, V. L.; Pellat, Ch. & Schacht, J. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume III: H–Iram. Leiden: E. J. Brill. σσ. 39–43.
  • Ditten, Hans (1993). Ethnische Verschiebungen zwischen der Balkanhalbinsel und Kleinasien vom Ende des 6. bis zur zweiten Hälfte des 9. Jahrhunderts (in German). Berlin: Akademie Verlag.
  • Dixon, 'Abd al-Ameer (1971). The Umayyad Caliphate, 65–86/684–705: (A Political Study). London: Luzac.
  • Donner, Fred M. (1981). The Early Islamic Conquests. Princeton: Princeton University Press.
  • Duri, Abd al-Aziz (1965). "Dīwān". In Lewis, B.; Pellat, Ch. & Schacht, J. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume II: C–G. Leiden: E. J. Brill. σσ. 323–327.
  • Eger, A. Asa (2015). The Islamic-Byzantine Frontier: Interaction and Exchange Among Muslim and Christian Communities. London and New York: I. B. Tauris.
  • Elad, Amikam (1999). Medieval Jerusalem and Islamic Worship: Holy Places, Ceremonies, Pilgrimage (2nd ed.). Leiden: Brill.
  • Elad, Amikam (2016). The Rebellion of Muḥammad al-Nafs al-Zakiyya in 145/762: Ṭālibīs and Early ʿAbbāsīs in Conflict. Leiden: Brill.
  • Flood, Finbar Barry (2001). The Great Mosque of Damascus: Studies on the Makings of an Ummayyad Visual Culture. Leiden, Boston and Koln: Brill.
  • Fishbein, Michael, ed. (1990). The History of al-Ṭabarī, Volume XXI: The Victory of the Marwānids, A.D. 685–693/A.H. 66–73. SUNY Series in Near Eastern Studies. Albany, New York: State University of New York Press.
  • Frankopan, Peter (2015). The Silk Roads: A New History of the World. Bloomsbury.
  • Gibb, H. A. R. (1960). "ʿAbd al-Malik b. Marwān". In Gibb, H. A. R.; Kramers, J. H.; Lévi-Provençal, E.; Schacht, J.; Lewis, B. & Pellat, Ch. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume I: A–B. Leiden: E. J. Brill. σσ. 76–77.
  • Grabar, O. (1986). "Kubbat al-Ṣakhra". In Bosworth, C. E.; van Donzel, E.; Lewis, B. & Pellat, Ch. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume V: Khe–Mahi. Leiden: E. J. Brill. σσ. 298–299.
  • Hoyland, Robert (2007). "Writing the Biography of Muhammad". History Compass. 5: 581–602.
  • Hawting, G. R. (1995). "Rawḥ b. Zinbāʿ". In Bosworth, C. E.; van Donzel, E.; Heinrichs, W. P. & Lecomte, G. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume VIII: Ned–Sam. Leiden: E. J. Brill. σ. 466.
  • Hawting, Gerald R. (2000). The First Dynasty of Islam: The Umayyad Caliphate AD 661–750 (Second ed.). London and New York: Routledge.
  • Hinds, Martin, ed. (1990). The History of al-Ṭabarī, Volume XXIII: The Zenith of the Marwānid House: The Last Years of ʿAbd al-Malik and the Caliphate of al-Walīd, A.D. 700–715/A.H. 81–95. SUNY Series in Near Eastern Studies. Albany, New York: State University of New York Press.
  • Hinds, M. (1991). "Makhzum". In Bosworth, C. E.; van Donzel, E. & Pellat, Ch. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume VI: Mahk–Mid. Leiden: E. J. Brill. σσ. 137–140.
  • Jankowiak, Marek (2013). "The First Arab Siege of Constantinople". In Zuckerman, Constantin (ed.). Travaux et mémoires, Vol. 17: Constructing the Seventh Century. Paris: Association des Amis du Centre d'Histoire et Civilisation de Byzance. σσ. 237–320.
  • Johns, Jeremy (January 2003). "Archaeology and the History of Early Islam: The First Seventy Years". Journal of the Economic and Social History of the Orient. 46 (4): 411–436.
  • Kaegi, Walter E. (2010). Muslim Expansion and Byzantine Collapse in North Africa. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Kennedy, Hugh (2001). The Armies of the Caliphs: Military and Society in the Early Islamic State. London and New York: Routledge.
  • Kennedy, Hugh N. (2002). "Al-Walīd (I)". In Bearman, P. J.; Bianquis, Th.; Bosworth, C. E.; van Donzel, E. & Heinrichs, W. P. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume XI: W–Z. Leiden: E. J. Brill. σσ. 127–128.
  • Kennedy, Hugh (2007). The Great Arab Conquests: How the Spread of Islam Changed the World We Live In. Philadelphia, Pennsylvania: Da Capo Press.
  • Kennedy, Hugh (2016). The Prophet and the Age of the Caliphates: The Islamic Near East from the 6th to the 11th Century (Third ed.). Abingdon, Oxon and New York: Routledge.
  • Lévi-Provençal, E. (1993). "Mūsā b. Nuṣayr". In Bosworth, C. E.; van Donzel, E.; Heinrichs, W. P. & Pellat, Ch. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume VII: Mif–Naz. Leiden: E. J. Brill. σσ. 643–644.
  • Lilie, Ralph-Johannes (1976). Die byzantinische Reaktion auf die Ausbreitung der Araber. Studien zur Strukturwandlung des byzantinischen Staates im 7. und 8. Jhd (in German). Munich: Institut für Byzantinistik und Neugriechische Philologie der Universität München.
  • Lilie, Ralph-Johannes; Ludwig, Claudia; Pratsch, Thomas; Zielke, Beate (2013). "'Abd al-Malik". Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit Online. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften. Nach Vorarbeiten F. Winkelmanns erstellt (in German). Berlin and Boston: De Gruyter.
  • Madelung, Wilferd (1992). Religious and Ethnic Movements in Medieval Islam. Aldershot, Hants: Variorum.
  • Mango, Cyril; Scott, Roger (1997). The Chronicle of Theophanes Confessor: Byzantine and Near Eastern History, AD 284–813. Oxford: Oxford University Press.
  • Marsham, Andrew (2018). ""God's Caliph" Revisited: Umayyad Political Thought in its Late Antique Context". In George, Alain; Marsham, Andrew (eds.). Power, Patronage, and Memory in Early Islam: Perspectives on Umayyad Elites. New York: Oxford University Press.
  • Mayer, L. A. (1952). "As-Sinnabra". Israel Exploration Society. 2 (3): 183–187.
  • Robinson, Chase F. (2005). Abd al-Malik. London: Oneworld Publications.
  • Sharon, Moshe (June 1966). "An Arabic Inscription from the Time of the Caliph 'Abd al-Malik". Bulletin of the School of Oriental and African Studies. 29 (2): 367–372.
  • Sharon, Moshe (2004). Corpus Inscriptionum Arabicarum Palaestinae (CIAP): D-F. Volume Three. Leiden and Boston: Brill.
  • Sprengling, Martin (April 1939). "From Persian to Arabic". The American Journal of Semitic Languages and Literatures. 56 (2). The University of Chicago Press: 175–224.
  • Stetkevych, Suzanne Pinckney (2016). "Al-Akhṭal at the Court of ʿAbd al-Malik: The Qaṣīda and the Construction of Umayyad Authority". In Borrut, Antoine; Donner, Fred M. (eds.). Christians and Others in the Umayyad State. Late Antique and Medieval Islamic Near East. Chicago: The Oriental Institute of the University of Chicago. σσ. 129–156.
  • Streck, Maximilian (1978). "Karkīsiyā". In van Donzel, E.; Lewis, B.; Pellat, Ch. & Bosworth, C. E. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume IV: Iran–Kha. Leiden: E. J. Brill. σσ. 654–655.
  • Talbi, M. (1971). "Ḥassān b. al-Nuʿmān al-Ghassānī". In Lewis, B.; Ménage, V. L.; Pellat, Ch. & Schacht, J. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume III: H–Iram. Leiden: E. J. Brill. σ. 271.
  • Ter-Ghewondyan, Aram (1976) [1965]. The Arab Emirates in Bagratid Armenia. Translated by Garsoïan, Nina. Lisbon: Livraria Bertrand.
  • Wellhausen, Julius (1927). The Arab Kingdom and Its Fall. Translated by Margaret Graham Weir. Calcutta: University of Calcutta.