Tabula rasa

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Tabula Rasa)

Tabula rasa (προφορά: τάμπουλα ράζα) είναι η λατινική έκφραση του όρου «άγραφος πίνακας».[1] Αναφέρεται στην επιστημολογική θεωρία που ορίζει πως ο άνθρωπος δεν γεννιέται με προϋπάρχουσες, έμφυτες γνώσεις, αλλά η γνώση του αποκτάται μέσω της εμπειρίας και αντίληψής του.

Στη Δυτική Φιλοσοφία, η έκφραση tabula rasa είναι συνδεδεμένη με το ρεύμα του εμπειρισμού. Πρώτη φορά εμφανίστηκε στη λατινική μετάφραση του έργου του Αριστοτέλη Περὶ Ψυχῆς (Λατινικά: De Anima). Αν και ο όρος είναι κεντρικός στο "Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση" (1690) του Άγγλου εμπειριστή Τζων Λοκ, ο ίδιος χρησιμοποίησε την αγγλική μορφή του όρου (blank slate). Η λατινική του μορφή ως tabula rasa εμφανίστηκε στη γαλλική μετάφραση του "Δοκιμίου" από τον Πιέρ Κοστ (1700).

Άλλες χρήσεις του όρου tabula rasa εμφανίζονται στην πολιτική φιλοσοφία, στην ψυχανάλυση, και σε άλλους τομείς της επιστήμης.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Κοκοτός, Αλέξανδρος; Κωνσταντινίδη, Νικολέττα; Παπαδοπούλου, Μαρία-Κορνηλία; Φλωράκη, Ιωάννα (2023-03-31). «Η αθανασία της συνείδησης σε μια νοημοσύνη … τεχνητή». Open Schools Journal for Open Science 6 (2). doi:10.12681/osj.34108. ISSN 2623-3606. https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/openschoolsjournal/article/view/34108. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Honderich T., 2005, The Oxford Companion to Philosophy, Oxford University Press