Μετάφραση νομικού περιεχομένου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Nομική μετάφραση)
Η πολυπλοκότητα της νομικής μετάφρασης

Η μετάφραση νομικού περιεχομένου είναι η μετάφραση των κειμένων εντός του πεδίου του νόμου. Καθώς ο νόμος είναι ένα πεδίο βασιζόμενο στον πολιτισμό, το έργο της μετάφρασης νομικού περιεχομένου και τα προϊόντα του δεν είναι απαραίτητα γλωσσολογικά διαφανή.

Επειδή η λανθασμένη μετάφραση ενός αποσπάσματος, για παράδειγμα σε μία σύμβαση, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αγωγές και απώλεια χρημάτων, η μετάφραση συχνά θεωρείται ότι πρέπει να γίνεται από επαγγελματίες μεταφραστές, που ειδικεύονται στην μετάφραση νομικού περιεχομένου, όπως τα νομικά έγγραφα και τα επιστημονικά συγγράμματα.

Κατά τη μετάφραση ενός νομικού κειμένου, ο μεταφραστής θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τα παρακάτω. Το νομικό σύστημα του πρωτότυπου κειμένου (ST) είναι δομημένο με τρόπο που ταιριάζει στην αντίστοιχη  κουλτούρα και αυτό αντικατοπτρίζεται στη νομική γλώσσα του. Κατά τον ίδιο τρόπο, το μεταφρασμένο κέιμενο (ΤΤ) προορίζεται για κάποιον που είναι εξοικειωμένος με το άλλο νομικό σύστημα[1] (και συμβαδίζει με τη δικαιοδοσία για την οποία συντάχθηκε το μεταφρασμένο κείμενο) και τη γλώσσα του. Οι περισσότερες μορφές σύνταξης νομικού κειμένου, και ειδικότερα οι συμβάσεις, αποσκοπούν στο να καθιερώσουν ξεκάθαρα δικαιώματα και υποχρεώσεις για ορισμένα άτομα. Είναι απαραίτητο ο μεταφραστής να αντιστοιχίσει επακριβώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις στο πρωτότυπο κείμενο με αυτά στο μεταφρασμένο. Η μετάφραση νομικού περιεχομένου μπορεί επίσης να περιλαμβάνει, πιστοποιητικά ακρίβειας, μαρτυρίες, καταθέσεις, πληροφορίες που καλύπτονται από το δικηγορικό απόρρητο, διαθήκες, άρθρα καταστατικού, δικαστικά έγγραφα, έγγραφα μετανάστευσης, τίτλους ιδιοκτησίας και σε ορισμένες περιπτώσεις τη συμμετοχή του μεταφραστή στο δικαστήριο.

Εκτός από ορολογικά ή λεξιλογικά κενά, ο μεταφραστής πρέπει να επικεντρωθεί στα ακόλουθα σημεία. Οι κειμενικοι κανόνες της πρωτότυπης γλώσσας έχουν συχνά πολιτισμική εξάρτηση και μπορεί να μην αντιστοιχούν στις πολιτισμικές συμβάσεις της γλωσσας (στην οποια θελουμε να μεταφραστεί το κείμενο) (βλ. π. χ. Nielsen 2010). Οι γλωσσικές δομές που εντοπίζονται συχνά στη πρωτότυπη γλώσσα μπορεί να μην έχουν άμεσα ισοδύναμες δομές στην επιδιωκόμενη γλώσσα. Ο μεταφραστής ως εκ τούτου, πρέπει να καθοδηγείται από ορισμένες σταθερές γλωσσικά, κοινωνικά και πολιτιστικά ισοδύναμες με τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο πρωτότυπο κέιμνο (ST), για να παράγει ένα κείμενο (TT) στην επιδιωκόμενη γλώσσα. Οι σταθερές αυτές αντιστοιχούν σε μια ποικιλία από διαφορετικές αρχές που ορίζονται ως διαφορετικές προσεγγίσεις της μετάφρασης, σύμφωνα με τη μεταφραστική θεωρία. Κάθε μία απο τις σταθερές αυτές ορίζει μια συγκεκριμένη προτεραιότητα μεταξύ των στοιχείων του πρωτότυπου κειμένου ώστε να διατηρηθεί στο μεταφρασμένο κείμενο. Για παράδειγμα, ακολουθώντας τη λειτουργική προσέγγιση, οι μεταφραστές προσπαθούν να βρούν δομές στην πρωτότυπη γλώσσα, οι οποίες να έχουν λειτουργίες ίδιες με εκείνες στην επιδιωκόμενη γλώσσα. Συνεπώς, δίνουν περισσότερη αξία στη λειτουργικότητα ενός αποσπάσματος του πρωτότυπου κειμένου, από τις σημασίες συγκεκριμένων λέξεων στο πρωτότυπο κειμενο και τη σειρά με την οποία εμφανίζονται σε αυτό.

Οι διαφορετικές προσεγγίσεις της μετάφρασης δεν πρέπει να συγχέονται με τις διαφορετικές προσεγγίσεις της θεωρίας της μετάφρασης. Οι πρώτες είναι οι σταθερές που χρησιμοποιούνται από τους μεταφραστές στις συναλλαγές τους, ενώ οι δεύτερες είναι απλά διαφορετικές ιδεολογικές δομές που χρησιμοποιούνται στην ανάπτυξη της θεωρίας της μετάφρασης.

Υπάρχει μια σύγχυση ανάμεσα στα ονόματα των μεταφραστικών σταθερών που χρησιμοποιούνται στη νομική άσκηση. Δεν είναι πολλοί οι δικηγόροι και οι δικαστές που είναι εξοικειωμένοι με την ορολογία που χρησιμοποιείται στη μετάφραστική θεωρία, και συχνά ζητούν από δικαστικούς διερμηνείς και μεταφραστές να τους παρέχουν αυτολεξεί μετάφραση. Συνήθως, θεωρούν αυτόν τον όρο ως ένα σαφές πρότυπο ποιότητας την οποία και επιθυμούν στο μεταφρασμένο κείμενο. Ωστόσο, αυτό συνήθως δεν σημαίνει ότι πρέπει να παρέχεται αυτολεξεί μετάφραση με την έννοια του προτύπου που περιγράφεται στη μεταφραστική θεωρία με την οποία οι ίδιοι δεν είναι εξοικειωμένοι. H χρήση αυτού του όρου από αυτούς τους ανθρώπους βασίζεται στην λανθασμένη αντίληψη ενός μη ειδήμονα ότι μια ακριβής μετάφραση επιτυγχάνεται απλά όταν οι "σωστές" λέξεις της επιδιωκόμενης γλώσσας αντικαθίστανται από τις αντίστοιχες της πρωτότυπης γλώσσας. Στην πραγματικότητα, το μόνο που θέλουν είναι να έχουν μια πιστή και άπταιστη μετάφραση του πρωτότυπου κειμένου και δεν έχουν καμία αμφιβολία ότι ένας καλός μεταφραστής μπορεί να τους την παρέχει. Δεν συνειδητοποιούν ότι οι λέξη-προς-λέξη μεταφράσεις, μπορεί να μην έχουν νόημα στην επιδιωκόμενη γλώσσα, και συνήθως δεν έχουν ιδέα από τις διαφορετικές επαγγελματικές μετάφραστικές τακτικές. Πολλοί μεταφραστές μάλλον θα επέλεγαν να ακολουθήσουν μία τακτική που οι ίδιοι θεωρούν την πιο κατάλληλη σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, βασισμένοι στην εμπειρία τους, αντί να προσπαθήσουν να εκπαιδεύσουν το προσωπικό του δικαστηρίου.[εκκρεμεί παραπομπή]

Οι μεταφραστές νομικών κειμένων συχνά συμβουλεύονται λεξικά νομικών όρων, και κυρίως δίγλωσσα. Πρέπει όμων να λάβουμε υπόψη, ότι κάποια δίγλωσσα λεξικά νομικού περιεχομένου είναι κακής ποιότητας και η χρήση τους μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένη μετάφραση.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μεταφράζοντας το "δίκαιο" και σε άλλες Ευρωπαϊκές γλώσσες
  • Μεταφράσεις για νομική ισοδυναμία

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Sandrini, Peter (2018). Languages for Special Purposes: An International Handbook. Berlin/Boston: Walter de Gruyter. σελ. 554. ISBN 978-3-11-022800-7. 

Σχετική βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]